«Ολα τα ζώα είναι ίσα. Απλώς κάποια ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα» έγραφε ο Τζορτζ Οργουελ στο περίφημο έργο του Η φάρμα των ζώων το 1944, ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που θεωρήθηκε κλασικό από την ημέρα που κυκλοφόρησε. Το κανονικό όνομα του ανθρώπου ο οποίος έμελλε με την οξυδέρκειά του, την αφηγηματική γλαφυρότητά του, τη φαντασία του και το χιούμορ του να στιγματίσει τον αιώνα που πέρασε ήταν Ερικ Αρθουρ Μπλερ. Ενα όνομα το οποίο απαρνήθηκε μαζί με το παρελθόν του το 1934 για να το αντικαταστήσει με το Οργουελ, όπως ονομαζόταν ο γραφικός ποταμός της Βόρειας Αγγλίας.
Γεννημένος στις 25 Ιουνίου 1903 στο Μοτιχάρι της Ινδίας, ήταν το μικρότερο παιδί μιας δημοσιοϋπαλληλικής οικογενείας της κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το 1911 πηγαίνει στην Αγγλία, όπου αποδεικνύεται πραγματική ιδιοφυΐα στα μαθήματα, η φτώχεια ωστόσο της οικογενείας του τον κρατά σε κοινωνική απομόνωση. Ο μοναδικός τρόπος για να αμυνθεί ήταν η εκκεντρικότητά του, την οποία ανέπτυξε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι επιδόσεις του τού χάρισαν μια υποτροφία στο περίφημο κολέγιο Ιτον. Η παραμονή του εκεί κάνει τον Οργουελ ακόμη πιο απόμακρο και μοναχικό. Από μικρός ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας αλλά ποτέ ως τότε δεν είχε προσπαθήσει να γράψει δημιουργικά. Το μόνο που έκανε, χάνοντας, όπως αποδείχθηκε τελικά, πολύτιμο χρόνο, ήταν να γράφει τεράστια κατεβατά από σκέψεις και ιδέες. Υστερα από λίγα χρόνια επιστρέφει στην Ινδία ως αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας. Εκεί όμως αρχίζει να νιώθει ότι το επάγγελμά του πήγαινε κόντρα στην ηθική του. Η αναξιοκρατία και η ψευτιά ήταν άλλωστε αυτά που ο Οργουελ από μικρό παιδί σιχαινόταν. Παραιτείται λοιπόν από την αποικιακή αστυνομία και επιστρέφει στην Αγγλία αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας. Πρώτα φρόντισε να χαρίσει όλα τα υπάρχοντά του στις φτωχότερες οικογένειες και μετά άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους βρώμικος, κάνοντας βαριές εργατικές δουλειές και πιστεύοντας ότι στη φτώχεια και στην απελπισία βρίσκεται η πραγματική ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Υστερα από αυτή την εμπειρία γράφει το βιβλίο Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου και την ίδια χρονιά (1934) το Μέρες της Μπούρμα, έργα που του χαρίζουν δημοσιότητα. Στη συνέχεια δηλώνει την εκτίμησή του στο κομμουνιστικό καθεστώς και δουλεύει σε αριστερά έντυπα. Τον χειμώνα του 1937 τον περνά με τους άνεργους ανθρακωρύχους της Βόρειας Αγγλίας αλλά αντί για δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις γράφει το Στον δρόμο για το Γουίγκαν Πίαρ. Λίγο πριν από την έκδοσή του ο Οργουελ είχε καταταγεί ως εθελοντής στον Επαναστατικό Ισπανικό Στρατό. Σε μια μάχη τραυματίζεται σοβαρά στον λαιμό και μια ελαφρά παράλυση στην αριστερή πλευρά και η μερική απώλεια της φωνής του σημαδεύουν ολόκληρη τη ζωή του. Απομακρύνεται από τις κομμουνιστικές οργανώσεις και επιστρέφει στην Αγγλία. Από την ισπανική εμπειρία του γεννιέται το Πεθαίνοντας στην Καταλονία. Συνεργαζόμενος με τον ηγέτη των εργατικών Μπίβαν γράφει στην προοδευτική εφημερίδα «Tribune» άρθρα που αργότερα θεωρήθηκαν ό,τι καλύτερο είχε γράψει ποτέ. Ο Τζορτζ Οργουελ δεν έπαψε να ασχολείται με τα κοινά. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελε να πολεμήσει για την Αγγλία αλλά η υγεία του δεν του το επέτρεψε. Αντ’ αυτού λοιπόν δούλεψε ως ανταποκριτής του BBC στην Ινδία. Μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφει στην Αγγλία. Περνάει καιρός που δεν γράφει τίποτε άλλο εκτός από τα άρθρα του. Υστερα από χρόνια δημιουργεί τη Φάρμα των ζώων, ένα θαυμάσιο έργο με το οποίο λύνει το βιοποριστικό πρόβλημά του. Αφού αγοράζει ένα σπίτι σε ένα νησάκι της Σκωτίας αποφασίζει να μείνει εκεί για πάντα με τον υιοθετημένο γιο του. Η φυματίωση όμως τον αναγκάζει να ζήσει τελικά περισσότερο μέσα στα σανατόρια. Εκεί είναι που ολοκλήρωσε το προφητικό και πολύ γνωστό 1984, το έργο που τον έκανε δημοφιλή ως σήμερα (ιδίως σήμερα). Το έργο τελείωσε το 1948 (ο τίτλος προέκυψε από την αναστροφή της χρονολογίας) και κυκλοφόρησε ύστερα από ένα χρόνο. Το αριστούργημα αυτό αποτελεί ένα από τα 100 πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών.
Ο Οργουελ πέθανε εξαθλιωμένος, αδύναμος και πάμπτωχος σε ένα νοσοκομείο του Λονδίνου για απόρους στις 21 Ιανουαρίου 1950. Ηταν μόλις 47 ετών όταν έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, του οποίου το μέλλον ήταν «μια μπότα που τσαλαπατά το πρόσωπό σου ξανά και ξανά και συνέχεια», όπως διατεινόταν διά στόματος του ήρωά του Γουίνστον Σμιθ. Η κληρονομιά που άφησε πίσω του ο άνδρας που χαρακτηρίστηκε ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές είναι εννέα λογοτεχνικά έργα και πολλά κοινωνιολογικά και πολιτικά άρθρα.