«Δεν υιοθετούμε τις τουρκικές προτάσεις»
Την απαισιοδοξία του για τις εξελίξεις στο Κυπριακό εξέφρασε, εμμέσως πλην σαφώς, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών κ. Τζακ Στρο σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» ολοκληρώνοντας την περιοδεία του σε Λευκωσία, Αγκυρα και Αθήνα. Σχολιάζοντας το τουρκικό σχέδιο για το Κυπριακό, ο κ. Στρο επαναλαμβάνει ότι είναι διαφορετικό θέμα από την ικανοποίηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Τουρκίας, ενώ επισημαίνει ότι χαιρέτισε την πρωτοβουλία της Αγκυρας, αλλά «ούτε εγώ ούτε ο κ. Ολι Ρεν υιοθετήσαμε τις συγκεκριμένες προτάσεις». Ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας υπερασπίζεται την απόφασή του να συναντηθεί με τον κ. Ταλάτ στο λεγόμενο Προεδρικό, απορρίπτει ότι η κίνηση αυτή εντάσσεται στην αναβάθμιση του τουρκοκυπριακού καθεστώτος, ενώ αφήνει αιχμές για την κυπριακή κυβέρνηση «η οποία άλλαξε την πολιτική της αλλά δεν μας ενημέρωσε».
– Κύριε υπουργέ, η Αθήνα ήταν ο τελευταίος σταθμός της περιοδείας που πραγματοποιήσατε σε Κύπρο, Τουρκία και Ελλάδα, με κυρίαρχο θέμα το Κυπριακό. Πώς αξιολογείτε τα αποτελέσματα αυτής της περιοδείας; Θεωρείτε ότι βρισκόμαστε πιο κοντά σε μια νέα προσπάθεια διευθέτησης;
«Πρώτα πρώτα, θέλω να πω ότι οι επισκέψεις σε καθεμιά από τις χώρες που προαναφέρατε είχαν ιδιαίτερη αυτοτελή αξία, καθώς υπήρχαν και πολλά διμερή ζητήματα προς συζήτηση.
Το Κυπριακό είναι δύσκολο θέμα, γνωρίζετε την ιστορία του. Είμαι τώρα καλύτερα ενημερωμένος, και αυτό είναι καλό. Εκείνο που επίσης ήθελα να διερευνήσω είναι αν υπάρχει νέα βούληση, ώστε να ενθαρρυνθούν τα Ηνωμένα Εθνη να προχωρήσουν σε επανεκκίνηση της διαδικασίας. Πιστεύω λοιπόν πως αυτή η βούληση υπάρχει. Θα ενημερώσω τον κ. Κόφι Αναν για τις εντυπώσεις μου. Νομίζω πως υπάρχει συναίνεση στο ότι χρειάζεται να προχωρήσουμε μπροστά».
– Είπατε ότι θα ενημερώσετε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. H αποστολή σας στην περιοχή ήταν (και) εξ ονόματός του;
«Οχι, ήταν δική μου πρωτοβουλία».
– Σας ρωτώ γιατί ο κ. Αναν χαιρέτισε με δήλωσή του την πρόθεσή σας να επισκεφθείτε την περιοχή.
«Βεβαίως και χαίρομαι πολύ για αυτό. Αλλά δεν είχα καμία επίσημη εξουσιοδότηση από τον Γενικό Γραμματέα. Εχουμε συμφέροντα στην Κύπρο, είμαστε εγγυήτρια δύναμη, έχουμε μεγάλες ευθύνες λόγω του ιστορικού μας ρόλου. Ενας πολύ μεγάλος αριθμός Κυπρίων ζει στο Λονδίνο και βεβαίως είμαστε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας».
– Είστε λοιπόν καλύτερα ενημερωμένος. Είστε και περισσότερο αισιόδοξος;
«Δεν θα το έλεγα αυτό. Είναι μια δύσκολη διαδικασία. Πιστεύω ωστόσο ότι όταν αυτές οι αντιπαραθέσεις, οι συγκρούσεις δεν επιλύονται αλλά αφήνονται να «παγώσουν» μεγαλώνει και η πικρία, πράγμα που δεν είναι προς το συμφέρον κανενός. Και αυτό αποτελεί πλέον και ευρωπαϊκό πρόβλημα. Γιατί, ενώ η εξουσία της κυπριακής κυβέρνησης δεν μπορεί παρά να εκτείνεται μόνο στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, είναι το σύνολο της Κύπρου που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η κυπριακή κυβέρνηση εκπροσωπεί επισήμως το σύνολο του νησιού».
– Να έρθουμε στην τουρκική πρόταση όσον αφορά το «σχέδιο δράσης» για την Κύπρο, το οποίο παρουσίασε πρόσφατα η Τουρκία. Είναι γνωστό ότι χαιρετίσατε την κίνηση της Τουρκίας, τις προτάσεις που υπέβαλε. H κυπριακή κυβέρνηση, όπως και η ελληνική, τις απέρριψε. Προτού συζητήσουμε τις λεπτομέρειες, θέλω να σας ρωτήσω ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Θα ενθαρρύνετε τα μέρη να συνεχίσουν τις προσπάθειες, να επεξεργασθούν – ίσως – νέες προτάσεις ή θεωρείτε ότι πρέπει να αρκεσθούμε στην πρόταση που παρουσίασε ο κ. Γκιουλ;
«Κοιτάξτε, αυτό που είπα εγώ, αλλά και ο επίτροπος κ. Ολι Ρεν, είναι ότι χαιρετίζουμε κάθε πρωτοβουλία η οποία έχει στόχο να προχωρήσουν τα πράγματα. Και επίσης, ότι θα μελετήσουμε τις προτάσεις προσεκτικά. Ούτε ο κ. Ολι Ρεν ούτε εγώ υιοθετήσαμε τις συγκεκριμένες προτάσεις αλλά ούτε και θα μπορούσαμε. Αλλωστε και η τουρκική κυβέρνηση ξέρει ότι αυτές είναι προτάσεις προς συζήτηση. Ωστόσο, χαιρέτισα και χαιρετίζω το πνεύμα αυτής της πρωτοβουλίας.
Θέλω να πω επίσης το εξής: Ασφαλώς και καταλαβαίνω τις ιστορικές αντιπαραθέσεις και δυσκολίες ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, οι οποίες αφορούν και το Κυπριακό, αλλά αυτό που επίσης πιστεύω βαθιά είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση, τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη, είχε απόλυτο δίκιο να θεωρεί ότι είναι προς το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Κατά τη γνώμη μου, αποτελεί στρατηγικό συμφέρον και για την Ευρώπη το να στραφεί η Τουρκία προς τη Δύση και να υιοθετήσει τις ευρωπαϊκές αξίες. Και αυτή η διαδικασία σταδιακά, βήμα βήμα, προχωρεί».
– Προτού ασχοληθούμε με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, να επιμείνουμε λίγο στις τουρκικές προτάσεις για το Κυπριακό. Εχετε τονίσει στις δηλώσεις σας ότι οι τουρκικές υποχρεώσεις αναφορικά με την επικύρωση και εφαρμογή του συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου (τελωνειακής ένωσης) και οι τουρκικές προτάσεις για την Κύπρο είναι δύο θέματα ξεχωριστά…
«Το είπα και χαίρομαι που το συγκρατήσατε…».
– Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές καθεαυτές συνδέουν τα δύο θέματα μεταξύ τους, καθώς η Αγκυρα θέτει όρους για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών της προς την EE. Λέει δηλαδή: «Θα ανοίξω τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά μου για τα κυπριακά πλοία και αεροσκάφη αν ανοίξουν τα λιμάνια και το αεροδρόμιο στο βόρειο τμήμα της Κύπρου». Είναι κατά τη γνώμη σας αποδεκτή αυτή η διασύνδεση;
«Κοιτάξτε, και οι δύο πλευρές έχουν την τάση να μπερδεύουν τα πράγματα. Θα πω το εξής: Είναι αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αποφανθεί για το αν η Τουρκία έχει ή όχι εκπληρώσει τις μονομερείς υποχρεώσεις της σε αυτό το θέμα. Δεν πρόκειται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Εκείνο που θέλω να είναι σαφές αφορά το ότι υπάρχουν μονομερείς υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την απόφαση της Τουρκίας να θέσει υποψηφιότητα προς ένταξη στην EE και αυτές οι υποχρεώσεις, εφόσον υφίστανται, θα πρέπει να εκπληρωθούν. Τελεία.
Υπάρχει ένα ξεχωριστό θέμα με το Κυπριακό. Δεν πρόκειται να αναφέρω ότι εκείνο ή το άλλο θέμα συνιστά μονομερή υποχρέωση, αφορά την Επιτροπή να το κρίνει. Θα υποστηρίξουμε πάντως τις αποφάσεις της Επιτροπής».
– Πριν από την επίσκεψή σας στην Κύπρο, το Λονδίνο είχε υπογραμμίσει ότι η επίσκεψη αυτή είχε δύο βασικούς στόχους: την ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου με την κυπριακή κυβέρνηση και την υποβοήθηση των προσπαθειών για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Ωστόσο, δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα στο Λονδίνο και στη Λευκωσία, ο κύπριος πρόεδρος κ. T. Παπαδόπουλος δεν σας συνάντησε, εξαιτίας της εμμονής σας να συναντηθείτε με τον κ. Ταλάτ στο λεγόμενο Προεδρικό. H Λευκωσία θεωρεί πως αυτό αποδεικνύει ότι εκείνο που επιδιώκετε είναι η αναβάθμιση του καθεστώτος του Βορρά.
«Κοιτάξτε, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό που έκανα ήταν συμβατό με μια πολύ παλιά πρακτική, την οποία ακολουθούσαν βρετανοί υπουργοί και άλλοι ξένοι επισκέπτες, περιλαμβανομένων και αξιωματούχων του ΟΗΕ και της EE. Ο προηγούμενος υπουργός Εξωτερικών κ. M. Ρίφκιν, ο οποίος επισκέφθηκε το νησί το 1996, πήγε να δει τον Ντενκτάς στο λεγόμενο Προεδρικό και ασφαλώς έκρινα ότι δεν θα ήταν αρμόζον για μένα να χειρισθώ τον κ. Ταλάτ με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι τον κ. Ντενκτάς. Το ζήτημα λοιπόν δεν ήταν η αναβάθμιση των σχέσεων αλλά το να διασφαλίσουμε ότι αυτές δεν υποβαθμίζονται και ότι ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν έχει περιθωριοποιηθεί, πράγμα που νομίζω ότι θα ήταν λάθος για όλους. Γιατί, στο τέλος τέλος, η επίλυση του κυπριακού προβλήματος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω συζητήσεων, διαπραγματεύσεων μεταξύ των ηγετών και των δύο κοινοτήτων, οι οποίοι γνωρίζουν, καταλαβαίνουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τον κόσμο. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι η συνάντηση (με τον κ. Ταλάτ) έγινε σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθούνταν και παλαιότερα. Εκφράζω τη λύπη μου που ο πρόεδρος Παπαδόπουλος επέλεξε να μη με δει. Είχα πάντως μια πολύ καλή συζήτηση με τον ομόλογό μου Γιώργο Ιακώβου. Πληροφορήθηκα ότι η κυπριακή κυβέρνηση άλλαξε την πολιτική της. Το μόνο θέμα είναι ότι δεν μας το είπε».
– Δεν είχατε ενημερωθεί, πριν από την επίσκεψή σας στην Κύπρο, για αυτή την αλλαγή θέσης της κυπριακής κυβέρνησης;
«Οχι».
– Ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών είπε ότι είχατε ενημερωθεί, προφορικώς και γραπτώς.
«Εξαρτάται τι εννοούν. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μας ενημέρωσαν για τη θέση τους μόλις πληροφορήθηκαν ότι επιθυμώ να συναντηθώ με τον κ. Ταλάτ. Αλλά όχι ενωρίτερα. Τέλος πάντων, δεν πρόκειται να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση…».
– Υπήρξε ωστόσο το προηγούμενο της επίσκεψης του βρετανού αναπληρωτή πρωθυπουργού κ. Τζον Πρέσκοτ, ο οποίος δεν πήγε στο λεγόμενο Προεδρικό για να δει τον κ. Ταλάτ…
«Ο κ. Πρέσκοτ δεν βρισκόταν σε διπλωματική αποστολή στην Κύπρο. Και επίσης, ο κ. Ταλάτ δεν βρισκόταν καν στην Κύπρο εκείνες τις ημέρες, οπότε ο κ. Πρέσκοτ δεν συναντήθηκε καθόλου με τον κ. Ταλάτ. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας παραλληλισμός».
– Ετσι κι αλλιώς, για να ολοκληρώσουμε με το Κυπριακό, έχει δημιουργηθεί μεγάλη ένταση, μεγάλη καχυποψία ανάμεσα στην κυπριακή και στη βρετανική κυβέρνηση, οι οποίες δεν βλέπω πώς μπορεί να είναι συμβατές με την επιθυμία σας να συμβάλετε στη διευθέτηση του Κυπριακού. Πώς μπορεί να ξεπερασθεί αυτή η καχυποψία;
«Εχουμε πολύ καλές σχέσεις με τους ανθρώπους και των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Εκατοντάδες χιλιάδες Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζουν στο Λονδίνο. Και όπως είπα και στον Γ. Ιακώβου, ευχαριστώντας τον για τη φιλοξενία, δεν υπήρξα ευπρόσδεκτος αυτή τη φορά και ελπίζω να επιστρέψω στην Κύπρο όταν θα είμαι περισσότερο ευπρόσδεκτος…».
– Εκτός από το Κυπριακό, η Τουρκία έχει και αρκετές άλλες υποχρεώσεις να εκπληρώσει προκειμένου να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ορισμένες από αυτές – όπως η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, η απουσία χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, οι σχέσεις καλής γειτονίας – ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ελλάδα. Πού βρισκόμαστε κατά τη γνώμη σας στα θέματα αυτά και πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά;
«Τα ζητήματα αυτά είναι θεμελιώδους σημασίας και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι προφανές ότι τρέφει μεγάλο ενδιαφέρον για αυτές τις ιστορικές χρόνιες αντιπαραθέσεις και δυσκολίες ανάμεσα σε δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, δύο ευρωπαϊκές χώρες – η μία πλήρες μέλος και η άλλη υποψήφια προς ένταξη στην EE. Θέλω λοιπόν να επαναλάβω κάτι που είπα ενωρίτερα: Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική Βουλή έκριναν πολύ ορθά όταν αποφάσισαν ότι ο τρόπος αντιμετώπισης αυτών των θεμάτων είναι η προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρώπη. Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ένα παράδειγμα από την ιστορία μας, που αφορά τις σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου – Ιρλανδίας.
Είχαμε και εμείς προβλήματα, τεράστια προβλήματα, γνωρίζετε για την τρομοκρατία. Πιστεύω λοιπόν ότι ο καθοριστικός παράγοντας για την προσέγγιση Ηνωμένου Βασιλείου – Ιρλανδίας, με σκοπό την ειρηνική διευθέτηση, ήταν ότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν ταυτοχρόνως στην Ευρωπαϊκή Ενωση και άρχισαν να συνεργάζονται με έναν τρόπο που δεν είχαν ποτέ συνεργασθεί στο παρελθόν. Σε όλα τα επίπεδα, σε μικρά βαρετά πράγματα, οι κυβερνήσεις άρχισαν να γνωρίζονται μεταξύ τους, μετά τα μέλη του Κοινοβουλίου και μετά ο κόσμος, οι άνθρωποι. Πιστεύω λοιπόν ότι παρά τις δυσκολίες που θα υπάρξουν στην πορεία – και αναμφισβήτητα θα υπάρξουν δυσκολίες ώσπου να καταστεί η Τουρκία πλήρες μέλος της Ενωσης – η εντατική και λεπτομερειακή συνεργασία που απαιτείται από την Ενωση θα βοηθήσει ώστε να ξεπερασθούν τα προβλήματα. H απόφαση της Ελλάδας ήταν σωστή και γνωρίζω ότι ήταν επίσης και πολύ γενναία. H Τουρκία από την πλευρά της προχώρησε αρκετά τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια στα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση που τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι με τον Παμούκ, λίγο πριν από την επίσκεψή μου στην Τουρκία. Ωστόσο απομένουν πολλά να γίνουν ακόμη, περιλαμβανομένης της ελευθερίας και του σεβασμού της θρησκείας. Εθεσα το θέμα της (επανα)λειτουργίας της Σχολής της Χάλκης στον τούρκο πρωθυπουργό κ. Ερντογάν και σας διαβεβαιώ ότι το θέμα αυτό το θέτουμε συνεχώς, σε κάθε ευκαιρία. Ωστόσο, δεν θα ήμασταν σε θέση να το κάνουμε αν δεν υπήρχε ο παράγοντας της βούλησης της Τουρκίας να ενταχθεί στην EE».
– Να έρθουμε στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου. Πιστεύετε ότι η απώλεια του Ιμπραήμ Ρουγκόβα θα περιπλέξει τη διαδικασία που αρχίζει και, δεύτερον, ποιο ρόλο μπορεί να παίξει η EE στο θέμα αυτό;
«Είναι τραγικό το ότι ο Ρουγκόβα έχασε τη μάχη με την τρομερή αυτή αρρώστια. Υπήρξε πολύ μεγάλος ηγέτης και αναμφισβήτητα αφήνει μεγάλο κενό. Σε ό,τι αφορά την EE, πιστεύω ότι πρόκειται να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην αναζήτηση λύσης στο Κοσσυφοπέδιο αλλά και γενικότερα στα Δυτικά Βαλκάνια, καθώς μόνο η ευρωπαϊκή προοπτική και στη συνέχεια η πραγματικότητα της ένταξης στην EE και της υιοθέτησης και εφαρμογής των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών μπορούν να προσφέρουν αξιοπρεπές μέλλον στην πολύπαθη αυτή περιοχή».
– H Ευρωπαϊκή Ενωση δεν τα πάει και τόσο καλά τον τελευταίο καιρό. Ιδιαίτερα μετά τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία περιήλθαμε σε περίοδο στασιμότητας, για να μην πούμε παραλυσίας. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες φαίνεται να επικρατούν σκέψεις για δυναμική επανεμφάνιση στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης. Τι λέτε επ’ αυτού;
«Είπα στο βρετανικό κοινοβούλιο ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς για τη Συνταγματική Συνθήκη είναι ότι βρίσκεται στο limbo (δεν ξέρω αν η ορθόδοξη θρησκεία διαθέτει κάτι αντίστοιχο). Δεν χρειάζεται, νομίζω, να εξηγήσω ότι δεν μπορείς να βρίσκεσαι στο limbo παρά μόνο αν είσαι νεκρός, οπότε υπάρχεις μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως. Και μετά, όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκα έξω, ανακάλυψα ότι ο Πάπας είχε καταργήσει το limbo τρεις εβδομάδες ενωρίτερα. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ισχύει για τη Συνταγματική Συνθήκη, η οποία στην καλύτερη περίπτωση βρίσκεται στο limbo. Υπάρχουν ωστόσο επί μέρους στοιχεία σε αυτήν…».
– Μιλάμε λοιπόν για μια Συνθήκη «a la carte»…
«Ναι, η ιδέα ενός Συντάγματος τριακοσίων σελίδων δεν υπάρχει, έχει τελειώσει. H ιδέα ωστόσο ότι πρέπει να βελτιώσουμε τον τρόπο λήψης αποφάσεων στην Ενωση, να βελτιώσουμε τον τρόπο με τον οποίον χειριζόμαστε την εξωτερική πολιτική, να δώσουμε μέσω των εθνικών κοινοβουλίων ισχυρότερο ρόλο στα σχέδια νόμου, όλα αυτά είναι ευαίσθητα ζητήματα που μπορεί να μην ανατρέπουν τον ρουν της Ιστορίας αλλά αξίζουν την προσοχή μας».
– Κλείνοντας, θέλω να έρθω στο θέμα των πακιστανών μεταναστών και των ανακρίσεών τους στην Ελλάδα. Γνωρίζουμε τις δηλώσεις σας και ότι έχετε διαψεύσει τη συμμετοχή οποιουδήποτε βρετανού αξιωματούχου σε απαγωγές, ανακρίσεις και κακοποιήσεις Πακιστανών στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Γ. Βουλγαράκης, μιλώντας στην ελληνική Βουλή, είπε ότι τις ημέρες των βομβιστικών επιθέσεων στο Λονδίνο οι βρετανικές αρχές γνωστοποίησαν στις ελληνικές αρχές – ίσως και σε άλλες χώρες – κάποια στοιχεία, ορισμένους αριθμούς τηλεφώνων και ονόματα, ζητώντας τη συνδρομή τους. Είναι αυτό ακριβές;
«Θέλω να πω το εξής: Οι βομβιστικές επιθέσεις, που θα μπορούσαν να είχαν γίνει οπουδήποτε, ήταν τρομακτικές. Και ένα από τα θύματα, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ γενναίος, ο οποίος επέζησε, ήταν ο οδηγός του λεωφορείου που ήταν Ελληνας. Για την Ελλάδα υπήρξε επίσης μια τραγωδία.
Από κει και πέρα υπάρχει πολύ καλή συνεργασία ανάμεσα στις δικές μας Υπηρεσίες Ασφαλείας και Πληροφοριών και στις αντίστοιχες πολλών φίλων- χωρών, ιδιαίτερα στο ΝΑΤΟ. Υπάρχει επαφή. Οι βρετανικές υπηρεσίες, για τις οποίες είμαι εγώ υπεύθυνος, εργάζονται στο πλαίσιο που έχει καθορισθεί πολύ προσεκτικά από το κοινοβούλιο. Πραγματοποιείται πολύ καλή συνεργασία με την Ελλάδα. Δεν πρόκειται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αλλά επαναλαμβάνω ότι αυτές οι καταγγελίες, οι ισχυρισμοί ότι άνθρωποι των βρετανικών υπηρεσιών συμμετείχαν σε ανακρίσεις και κακοποιήσεις κάποιων υπόπτων εδώ, είναι εξωφρενικές. Οταν πήγα να μιλήσω, στις 13 Δεκεμβρίου, στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής είπα κάτι τελείως ασυνήθιστο: ότι θα παραβιάσω την τρέχουσα πρακτική μας, η οποία είναι να μην επιβεβαιώνεται ποτέ, ούτε να διαψεύδεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός για τη βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και τόνισα, πολύ απλά, ότι «αυτό δεν είναι αλήθεια». Το ίδιο επαναλαμβάνω και σήμερα. Τώρα, σε ό,τι αφορά την τρέχουσα συνεργασία, όπως είπα, δεν πρόκειται να κάνω σχόλιο. Απλώς λέω και επαναλαμβάνω ότι οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών διέπονται από αυστηρό και προσεκτικό κανονισμό λειτουργίας. Είμαι ο αρμόδιος υπουργός και η εξουσία μου, οι αρμοδιότητές μου απορρέουν από μια κοινοβουλευτική Πράξη, που λέγεται «Πράξη για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών»».