Καθώς ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε το θαύμα της Γέννησης του Θεανθρώπου, η στήλη δεν μπορεί παρά να σταθεί σε ένα άλλο θαύμα το οποίο συντελείται καθημερινά. Πρόκειται για το θαύμα της κάθε γέννησης. Γιατί είναι πράγματι θαύμα το ότι όλοι μας έχουμε έλθει στον κόσμο! Οχι, δεν αναφερόμαστε στο πολύπλοκο και θαυμαστό πρόγραμμα δημιουργίας ενός τέλειου ανθρωπίνου όντος το οποίο αρχίζει με τη σύντηξη δύο κυττάρων, του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. Αναφερόμαστε στην εγκυμοσύνη αυτή καθεαυτήν, η οποία, ενάντια σε κάθε αρχή του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας το οποίο θα έπρεπε να αποβάλει το παιδί σαν ξένο οργανισμό, του επιτρέπει όχι μόνο να υφίσταται μέσα της αλλά και να αναπτύσσεται «κλέβοντας» από αυτήν. Το φαινόμενο αυτής της περίεργης ασυλίας, της οποίας το αποτέλεσμα είναι η γέννηση 150.000 παιδιών καθημερινά στον κόσμο, δεν έχει ακόμη εξηγηθεί παρά τον μισό και πλέον αιώνα ερευνών.





Ακούγεται περίεργο, αλλά από ανοσολογικής απόψεως ο οργανισμός μιας υποψήφιας μητέρας δεν θα έπρεπε όχι μόνο να προσφέρει φιλοξενία στο νεαρό έμβρυο αλλά και να το αποβάλλει ως ξένο σώμα! Η ιδέα αυτή πρωτοδιατυπώθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον βρετανό ανοσολόγο Peter Medawar, ο οποίος θεώρησε ότι το έμβρυο είναι αντίστοιχο με ένα μεταμοσχευμένο όργανο και κατά συνέπεια το σώμα της μητέρας θα έπρεπε να αντιδρά σε αυτό.


Θεωρητικά, ο βρετανός επιστήμονας, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, είχε δίκιο να παρομοιάζει το έμβρυο με μόσχευμα: Κάθε έμβρυο δημιουργείται με τη συμβολή των γονιδίων του πατέρα και της μητέρας τα οποία δραστηριοποιούνται για την ολοκλήρωση της ανάπτυξής του. Κατά συνέπεια, το έμβρυο, μακράν του να είναι ταυτόσημο γενετικά με τη μητέρα του, έχει τη δική του γενετική ταυτότητα η οποία θα έπρεπε να αποτελεί «κόκκινο πανί» για το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας, του οποίου ο ρόλος είναι να αναγνωρίζει οτιδήποτε ξένο και να του επιτίθεται.


* Η επίθεση του ωαρίου


Αλλά δεν είναι μόνο οι γενετικές διαφορές εμβρύου και μητέρας οι οποίες θα έπρεπε να προκαλούν το μητρικό ανοσοποιητικό σύστημα. Η ίδια η εγκατάσταση του εμβρύου στη μήτρα αποτελεί ένα είδος επίθεσης η οποία σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσε να συγχωρηθεί. Αμέσως μετά τη γονιμοποίηση, η οποία λαμβάνει χώρα στις σάλπιγγες ­ τα όργανα που συνδέουν τις ωοθήκες με τη μήτρα ­, το γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει να διαιρείται ενώ ταυτόχρονα ταξιδεύει προς τη μήτρα. Τέσσερις περίπου ημέρες μετά τη γονιμοποίηση το έμβρυο, το οποίο έχει γίνει μια μπάλα κυττάρων, φθάνει στη μήτρα. Εκεί πρώτο του μέλημα είναι να εμφυτευθεί σ’ αυτήν καθώς το σώμα της μητέρας θα αποτελέσει την πηγή από την οποία θα αντλήσει όλα όσα του χρειάζονται για την ανάπτυξή του. Η εμβρυϊκή αυτή μπάλα, η οποία λέγεται βλαστοκύστη, αποτελείται από δύο τύπους κυττάρων. Στο εσωτερικό εντοπίζονται τα κύτταρα που θα δημιουργήσουν το παιδί, ενώ στο εξωτερικό τα κύτταρα που θα δώσουν τον πλακούντα. Η δεύτερη αυτή ομάδα κυττάρων εκκρίνει ένζυμα τα οποία διαβρώνουν το ενδομήτριο ­ το εσωτερικό της μήτρας ­ και επιτρέπουν στο έμβρυο να βυθιστεί σε αυτό. Αρχικά το αναπτυσσόμενο έμβρυο τρέφεται με τα θρεπτικά συστατικά τα οποία χύνονται από τα κατεστραμμένα κύτταρα του ενδομητρίου, ενώ σύντομα συνδέεται με την αιματική κυκλοφορία της μητέρας μέσω του ομφαλίου λώρου.


Με άλλα λόγια, μέσα στις πρώτες 12 εβδομάδες της κύησης το έμβρυο, παρά το γεγονός ότι είναι γενετικά ξεχωριστό από τη μητέρα του, έχει πετύχει όχι μόνο να υφίσταται μέσα σε αυτήν αλλά και να εγκατασταθεί μέσα της και να χρησιμοποιεί την αιματική κυκλοφορία της για να προσλαμβάνει οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά. Αξίζει δε να υπογραμμιστεί ότι η χρησιμοποίηση της αιματικής κυκλοφορίας της μητέρας δεν σημαίνει ότι το εμβρυϊκό και το μητρικό αίμα αναμειγνύονται. Κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο καταστροφικό όσο καταστροφική είναι μια μετάγγιση αίματος μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής ομάδας. Ο πλακούντας δρα ως φραγμός στη μείξη του αίματος μητέρας εμβρύου, ενώ παράλληλα επιτρέπει την ανταλλαγή θρεπτικών ουσιών, οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης επιτρέπει την είσοδο μητρικών αντισωμάτων στο έμβρυο. Αυτά τα πρώτα αντισώματα μαζί με εκείνα τα οποία το παιδί θα προσλάβει μέσω του γάλακτος με τον θηλασμό θα το προστατεύσουν στην αρχή της ζωής του, ώσπου το δικό του ανοσοποιητικό σύστημα να αρχίσει να λειτουργεί πλήρως.


Η ύπαρξη του πλακούντα είχε κάνει τον Medawar να υποθέσει ότι το έμβρυο δεν αποβάλλεται από το ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας επειδή απομονώνεται μέσω αυτού. Τι γίνεται όμως με τον ίδιο τον πλακούντα ο οποίος έχει εμβρυονική προέλευση; Πώς αυτός διαλανθάνει της προσοχής του μητρικού ανοσοποιητικού συστήματος; Και πώς το νεαρό έμβρυο αφήνεται να διαβρώσει τους μητρικούς ιστούς και να βυθιστεί στο σώμα της μητέρας χωρίς την παραμικρή αντίδραση;


* Η απάντηση στα ερωτήματα


Ολοκληρωμένη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν υπάρχει. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια μια σειρά πληροφορίες έχουν φωτίσει το θέμα. Φαίνεται ότι πολύ σύντομα αναπτύσσεται μια «συνωμοτική» σχέση μεταξύ εμβρύου και μητέρας, η οποία έχει στόχο να «ξεγελάσει» το μητρικό ανοσοποιητικό σύστημα. Με άλλα λόγια, και το έμβρυο προσπαθεί να αποφύγει την επίθεση αλλά και η μητέρα κάνει τα «στραβά μάτια». Ειδικότερα, έχει βρεθεί ότι τα κύτταρα του πλακούντα δεν εμφανίζουν στην επιφάνειά τους όλες τις πρωτεΐνες οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την ενεργοποίηση του μητρικού ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπροσθέτως εκκρίνουν ορμόνες και κυτοκίνες οι οποίες επιδρούν στο ανοσοποιητικό σύστημα της μητέρας με τρόπο ώστε αυτό να γίνεται περισσότερο ανεκτικό. Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί ότι κατά την περίοδο της κύησης μειώνεται ο αριθμός των Τ κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας τα οποία αναγνωρίζουν πατρικά αντιγόνα, τα στοιχεία δηλαδή του εμβρύου τα οποία έχουν προέλθει από την έκφραση των γονιδίων του πατέρα του.


Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είναι αρκετές για να εξηγήσουν πλήρως την ασυλία της οποίας χαίρει το έμβρυο μέσα στο σώμα της μητέρας του. Οι ερευνητές που ασχολούνται με αυτήν συχνά ανακαλύπτουν ότι κάθε απάντηση που παίρνουν γεννά περισσότερα ερωτηματικά. Και παρά το γεγονός ότι τα ευρήματά τους αξιοποιούνται στη λύση προβλημάτων υπογονιμότητας, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν έχει και τόση σημασία αν μπορούν οι επιστήμονες να εξηγήσουν ανοσολογικά το φαινόμενο της κύησης. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το να συμβαίνει!