Η «στρίγκλα» που έγινε αρνάκι




Η ιδέα και μόνο ότι θα τη συναντούσα μου έφερε στον νου όλα τα βάσανα και την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί οι νεαρές ενζενί του ελληνικού κινηματογράφου που υποδύθηκαν στο πλάι της ρόλους κόρης, νύφης, αδελφής, τροφίμου αναμορφωτηρίου κ.ο.κ. Και όμως, αντί για την αυστηρή, κακιά και ανελέητη στρίγκλα του σελιλόιντ, στα σκαλιά του θεάτρου «Σμαρούλα» με περίμενε μια γυναίκα λαμπερή, χαμογελαστή και ιδιαίτερα ευδιάθετη για να με οδηγήσει στο λιτό καμαρίνι της.


Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης διαπίστωσα ότι αυτό που τώρα δημιουργούσε μια αίσθηση τρυφερής οικειότητας ήταν τότε το στοιχείο που μέσα σε δευτερόλεπτα μπορούσε να σου προκαλέσει αν όχι φόβο, σίγουρα μια σχετική αμηχανία: το γαλάζιο, έντονο βλέμμα της. Η Τασσώ Καββαδία, όπως εξομολογείται και η ίδια, οφείλει πολλά στη βλοσυρή κινηματογραφική περσόνα.


«Ολα άρχισαν όταν πρωτόπαιξα στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Το κυριακάτικο ξύπνημα» τη νευρωτική σύζυγο του παπά. Αρεσε τόσο που στη συνέχεια ο ρόλος της κακιάς μού δόθηκε σε πολλές ταινίες που ακολούθησαν. Μου έκανε καλό, δεν με περιόρισε. Τον ήξερα καλά αυτόν τον ρόλο, τον πληρωνόμουνα και τον έπαιζα. Επαιξα και άλλους ρόλους, και την ωραία κυρία… Και τι έγινε; Σιγά, κανείς δεν τους θυμάται. Οι ρόλοι της κακιάς ήταν αυτοί που με καθιέρωσαν. Ημουν αυστηρή αλλά και σωστή για τα δεδομένα της εποχής. Δεν είχα άδικο να αντιπαθώ την Τζένη Καρέζη που τα ‘φτιαξε με τον Κούρκουλο, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη μου, ή με τον Μάνο Κατράκη που η κομμώτρια Λάσκαρη τον απατούσε και του έτρωγε τα λεφτά…».


Το «μικρόβιο» του θεάτρου το απέκτησε σε ηλικία περίπου 15 ετών και η μοναδική της διέξοδος ήταν οι σχολικές παραστάσεις στις οποίες πάντα πρωταγωνιστούσε. Η περίοδος της γερμανικής κατοχής αλλά και το γεγονός ότι προερχόταν από μεσοαστική οικογένεια δεν της επέτρεψαν να βγει στο σανίδι. Ακολούθησε ένας γάμος, τρία παιδιά κι ένα εκούσιο διαζύγιο… Η Τασσώ Καββαδία στη συνέχεια φοιτά στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν.


«Ο Κουν δεν μας έδινε ειδικές συμβουλές αλλά αντλούσαμε συνεχώς από αυτόν, ειδικά όταν άρχισε να κάνει σκηνοθεσίες. Εμαθα πάρα πολλά κοντά του αλλά περισσότερα έμαθα από τον Μίμη Φωτόπουλο αφού τέλειωσα τη σχολή. Ο Κουν μάς είπε ότι δεν θα μας κρατούσε όλους και όσοι θέλαμε να ανοίξουμε τα φτερά μας φεύγαμε. Με προσέγγισε ο Φωτόπουλος και με ρώτησε: «Τι θα κάνεις εσύ; Ελα μαζί μου να σε μάθω θέατρο. Γιατί θέατρο είναι άλλο πράγμα». Πήγαμε μια τουρνέ σε όλη την Ελλάδα έξι μήνες. Εκεί έμαθα θέατρο, εκεί έμαθα να παίζω σε μεγάλα θέατρα και να έχω επαφή με το κοινό».


Παρά το γεγονός ότι κινηματογραφικά περιορίστηκε σε ρόλους ιδιαίτερα «αυστηρούς», στο θέατρο έπαιξε ρόλους που κάλυπταν σχεδόν όλη την γκάμα του ρεπερτορίου, με μία και μοναδική εξαίρεση: την αρχαία τραγωδία. «Δεν έπαιξα αρχαία τραγωδία γιατί τη σέβομαι πάρα πολύ, είναι κάτι μουσειακό για μένα. Ποτέ δεν μου έγινε πρόταση. Για κωμωδία μού έγινε ­ και έχω παίξει «Λυσιστράτη» ­ αλλά για τραγωδία όχι. Οταν άρχισε ο Κουν να ανεβάζει αρχαία τραγωδία είχα φύγει από το Θέατρο Τέχνης. Συνειδητά δεν την ήθελα. Δεν μου αρέσει το μουσειακό θέατρο, μου αρέσει το καθημερινό θέατρο. Να το ζω» σχολιάζει η ηθοποιός.


Πώς αντιμετωπίζει το θέατρο όμως η ίδια; «Είναι αίσθηση δημιουργίας το θέατρο. Με ρωτάνε αν με κουράζει… Η δουλειά του ηθοποιού είναι χαρά. Στο θέατρο δεν δουλεύουμε, παίζουμε. Η μεγάλη και μοναδική κούραση είναι οι πρόβες».


Σε όλη την πορεία της στο σανίδι και στο σελιλόιντ διαπιστώνει ότι δύο ήταν οι συμπρωταγωνιστές της που θα της μείνουν αξέχαστοι: η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Μίμης Φωτόπουλος. Σε ό,τι αφορά τους σκηνοθέτες, εκτός από τον δάσκαλό της, ξεχωρίζει τον Μίνωα Βολανάκη και τον Σταμάτη Χονδρογιάννη. Στους ρόλους; «Οσο και αν φανεί παράξενο, πάντα ο τελευταίος γιατί είναι ακόμη μέσα μου. Είναι ακόμη μέσα μου ο ρόλος που έπαιξα με τον Λάκη Λαζόπουλο στην ταινία «Φοβού τους Ελληνες». Ηταν κάτι που ήθελα να παίξω: μια γήινη γυναίκα, ολοκληρωμένη, όχι αυτές τις κομψές Αθηναίες, δεν τις μπορώ πια. Δεν παραπονιέμαι όμως, γιατί αυτές με κρατούν στο προσκήνιο. Αυτές μπορεί να τέλειωσαν αλλά εγώ παίζω ακόμη… Επαιξα όμως και σε μια άλλη ταινία για την οποία δεν είμαι περήφανη, τη «Θηλυκή εταιρεία», παρ’ όλο που εκτιμώ ιδιαίτερα τον άνθρωπο που την έκανε, τον Νίκο Περάκη. Οι πρώτες του δουλειές μού άρεσαν, αυτό όμως όχι, δεν κατάλαβα τίποτα. Μου είπε κάνε αυτό, το έκανα και τελείωσε. Δεν ξέρω, ίσως έχει χάσει το χιούμορ του· μάλλον έπαψε να είναι αισιόδοξος, γιατί πιστεύω ότι για να έχεις χιούμορ πρέπει να είσαι αισιόδοξος». Με αφορμή τη «Θηλυκή εταιρεία» σχολιάζει και μια άλλη εφετινή ελληνική ταινία, τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της χρονιάς: «Το «Safe sex» δεν το είδα. Μου είπαν οι συνάδελφοι να μην πάω γιατί θα φύγω σκούζοντας. Τι να δω άλλωστε; Πώς κάνουν σεξ στο Κολωνάκι; Εσείς, παιδιά μου, μιλάτε για σεξ, εμείς κάναμε σεξ».


Η συζήτηση φθάνει στον ρόλο που υποδύεται εφέτος το καλοκαίρι στο θέατρο «Σμαρούλα», στο έργο του Ρομπέρ Τομά «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται». «Τον ρόλο μου τον ζω, δεν μπορώ τον περιγράφω. Βρίσκομαι καθηλωμένη επάνω σε ένα αναπηρικό καροτσάκι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Αυτή η γυναίκα ως ρόλος έχει μια πρόκληση: δεν μιλάει πολύ αλλά παίζει, πρέπει να παίζω ασταμάτητα. Αυτό είναι και το στοιχείο που μου άρεσε. Γενικά πάντως αποφεύγω να μιλάω για τους ρόλους μου. Δεν ξέρω ποτέ τι προϋπήρξε, ούτε γιατί το κάνω αυτό έτσι και όχι αλλιώς: με «πάει» ο ρόλος από τη στιγμή που τον μελετώ και κυρίως όταν θα τον παίξω μπροστά στους θεατές».


Εκτός από ηθοποιός η Τασσώ Καββαδία δεν παύει να είναι και θεατής. Στην ερώτηση σχετικά με το πώς βλέπει τις νέες γενιές υποκριτών είναι κατηγορηματική: «Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά αξιόλογα τα οποία τα βρίσκω λίγο «ξύλινα», «στενά». Φταίνε ίσως οι ευκολίες της τηλεόρασης, η οποία χαλάει και μεγάλους, παλαιούς ηθοποιούς. Δεν έχουν και μεράκι. Λένε ότι κυνηγάνε το χρήμα. Ολοι μας κυνηγάμε το χρήμα και όταν δεν πληρώνει το θέατρο κάνουν τηλεόραση που πληρώνει καλύτερα… Η συμβουλή που θα τους έδινα είναι να μάθουν και μια άλλη τέχνη. Γιατί αν εγώ μπόρεσα κι έκανα ό,τι έκανα χωρίς υποχωρήσεις το οφείλω στο ότι έμαθα να γράφω και να μεταφράζω».


Τον ερχόμενο χειμώνα θα πρωταγωνιστήσει σε δύο σίριαλ της ΕΤ1. Για το θέατρο εκφράζει μία επιθυμία: Να παίξει στο «Πέερ Γκυντ» του Ιψεν με τον Λάκη Λαζόπουλο. «Θα ήταν ιδανικός στον ρόλο του ωραίου τρελού. Ευτυχώς που δεν θα κάνει τον «Ηλία του 16ου» ­ ελπίζω να μην τον κάνει. Τι; Θα μιμηθεί τον Χατζηχρήστο, ενώ έχει κάνει την «Κυριακή των παπουτσιών»;».


Λίγο προτού αποχωρήσει για να ετοιμαστεί για την παράσταση λέει: «Δεν πιστεύω ότι τελειώνει η ζωή όταν γεράσεις. Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις όνειρα για το αύριο. Υπάρχεις, και το βασικό στοιχείο είναι το ότι ζεις και αναπνέεις…».