«Είμαι ένα δημιούργημα της επιστημονικής φαντασίας. Θα ήταν καλύτερα να μην είχα γεννηθεί ποτέ!». Η Christine Whipp γνωρίζει πλέον όλη την αλήθεια για το πώς ακριβώς ήλθε στον κόσμο, ωστόσο όμως ακόμη νιώθει «προδομένη». Το γράμμα της μητέρας της «έφθασε», όπως λέει η ίδια, «πολύ αργά· όταν η αλήθεια δεν μπορούσε να γιατρέψει τις ανοιγμένες πληγές». Σε ηλικία 40 ετών, μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, η Christine πληροφορήθηκε μέσα από το γράμμα της μητέρας της ότι ο πατέρας που γνώρισε δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας της και ότι το σπέρμα που γονιμοποίησε το ωάριο στη μήτρα της μητέρας της ανήκε σε έναν τυχαίο δότη. Οι υπόνοιες που είχε για το ότι «ανήκε κάπου αλλού και όχι στην οικογένειά της» αυτομάτως επιβεβαιώθηκαν. Ως σήμερα όμως δεν έχει ξετυλίξει ολόκληρο τον μίτο της καταγωγής της: ποιος είναι, τελικά, ο βιολογικός πατέρας της.


* Το «προϊόν» των πειραμάτων


Η περίπτωση του 46χρονου σήμερα David εμφανίζει αρκετές ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές από εκείνη της Christine. Και αυτός υπήρξε «προϊόν» των πρωτοποριακών επιστημονικών πειραμάτων της Margaret Jackson και της συναδέλφου της Mary Barton, οι οποίες τη δεκαετία του ’50 πρότειναν ως λύση στα προβλήματα γονιμότητος εκατοντάδων ζευγαριών την έγχυση σπέρματος. Τοποθετώντας λοιπόν το κατεψυγμένο σπέρμα από τυχαίους δότες στη μήτρα της υποψήφιας μητέρας περίμεναν απλώς την πάροδο των εννέα μηνών και την ενεργοποίηση των φυσιολογικών αναπαραγωγικών λειτουργιών της. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και στη μητέρα του David, η οποία ήθελε πάση θυσία να αποκτήσει ένα δικό της παιδί. Χωρίς, φυσικά, να μπορεί τότε να αντιληφθεί τον αντίκτυπο που θα είχε η πράξη της στον μοναχογιό της.


«Εμαθα τα πάντα σχετικά με το ποιος ήμουν και πώς με απόκτησαν οι γονείς μου σε ηλικία 14 ετών», θυμάται σήμερα ο David. Ηταν το απόγευμα εκείνο που ο πατέρας του τον κάλεσε στο γραφείο του σπιτιού τους και του αποκάλυψε το ως τότε επτασφράγιστο μυστικό. «Ηταν σαν να πήρε κάποιος την ιστορία της ζωής μου και την έκανε κομμάτια!» σχολιάζει σήμερα ο David και συνεχίζει: «Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να πληρώνω το τίμημα για την επιλογή των γονιών μου». Διότι η αποκάλυψη της αλήθειας έφερε το γονεϊκό διαζύγιο και μια παρατεταμένη κατάθλιψη στον ίδιο. Την οποία ξεπέρασε πολύ αργότερα, όταν απέκτησε τις δύο κόρες του.


Από το 1945, τη χρονιά δηλαδή που η Dr. Mary Barton παρουσίασε τη διατριβή της με θέμα την αναπαραγωγή με τη βοήθεια της έγχυσης σπέρματος, στη Βρετανία γεννιούνταν με τη μέθοδο αυτή περίπου 200 παιδιά ετησίως. Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 παιδιά έχουν γεννηθεί με τη μέθοδο της έγχυσης σπέρματος μόνο στη Βρετανία, ενώ ο ίδιος αριθμός αφορά και τα παιδιά που γεννιούνται ετησίως στις ΗΠΑ! Η εντυπωσιακή, βεβαίως, πρόοδος στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η οποία επιτρέπει σήμερα τη γονιμοποίηση ωαρίων ακόμη και από ανώριμα σπερματοζωάρια (σπερματίδες) του συζύγου, έθεσε κατά κάποιον τρόπο στο τέλος των ιεραρχικών προτιμήσεων την έγχυση σπέρματος ­ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την… εξαφάνισε κιόλας.


* Το απόρρητο της καταγωγής


Για 55 χρόνια (1935-1990) κανένας από εκείνους που γεννήθηκαν με τη μέθοδο της έγχυσης σπέρματος από τυχαίο δότη δεν είχε τη δυνατότητα ­ αλλά και το δικαίωμα ­ να πάρει πληροφορίες σχετικά με την ακριβή γενετική καταγωγή του. Από το 1991 όμως, χρονιά κατά την οποία συστήθηκε η Υπηρεσία Ανθρώπινης Γονιμότητος και Εμβρυολογίας (Human Fertilisation & Embryology Aythority), μπορούν να δοθούν ορισμένες πληροφορίες σε όσους το επιθυμούν, όχι όμως ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Ετσι, μολονότι κάποιος με την ενηλικίωσή του είναι σε θέση να πάρει μια καταφατική ή αρνητική απάντηση για το αν έχει γεννηθεί με εξωσωματική ή ενδοσωματική γονιμοποίηση (έγχυση σπέρματος), είναι αδύνατον να πληροφορηθεί ταυτόχρονα και την ακριβή ταυτότητα του δότη γονέα του. Κατά συνέπεια, εντείνονται διαρκώς οι πιέσεις από την πλευρά των απογόνων για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, προκειμένου να μπορούν να μαθαίνουν τα πάντα για το παρελθόν τους.


Η διατήρηση της ανωνυμίας τους ήταν ίσως ο κυριότερος λόγος (πιθανότατα μετά τον οικονομικό) που ώθησε τους εκάστοτε δότες στην προσφορά του σπέρματός τους. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και από το γεγονός ότι, σε περιπτώσεις που συζητήθηκε η άρση της ανωνυμίας των δοτών, έπεσε κατακόρυφα και η προσφορά σπέρματος στις σχετικές «τράπεζες». «Εξάλλου», όπως παρατηρεί ο διευθυντής τράπεζας σπέρματος στη χώρα μας κ. Γ. Λυμπερόπουλος, «από την άρση της ανωνυμίας δεν πρόκειται να ωφεληθεί ούτε ο δότης αλλά ούτε και το παιδί. Το μόνο που θα προκληθεί είναι αναστάτωση στη ζωή όλων».


* Το συμβόλαιο με τη μητέρα


Η περίπτωση του 39χρονου μουσικού David Ross από το Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ είναι, βεβαίως, ολίγον τι διαφορετική. Οταν σε ηλικία 25 ετών πρόσφερε το σπέρμα του στην Becky Peck, υπέγραψε μαζί της συμβόλαιο ότι δεν θα έφερε απολύτως καμία ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού που θα γεννιόταν. Το γεγονός άλλωστε ότι εκείνη ζούσε στο Μισούρι ­1.400 μίλια μακριά από το Σαν Φρανσίσκο ­ υπήρξε για τον Ross διπλά καταλυτικό, καθώς η απόσταση δεν θα επέτρεπε ούτε και τις δυσάρεστες για όλους καθημερινές επαφές. Οταν όμως χτύπησε το τηλέφωνο και η κοινωνική λειτουργός τον πληροφόρησε ότι τα δύο 14χρονα δίδυμα παιδιά του, ο Jeremy και η Lindsey, τον αναζητούσαν, ο Ross αναστατώθηκε: «Υποτίθεται ότι το συμβόλαιο με τη μητέρα των παιδιών εξασφάλιζε την ανωνυμία μου. Η αποκάλυψη της ταυτότητάς μου δεν έπρεπε να γίνει! Στην ουσία, τίποτε από όσα είχαν συμφωνηθεί δεν τηρήθηκε.


Στα 20 χρόνια που ασχολούμαι με ανάλογες περιπτώσεις δεν μου έτυχε παρόμοιο περιστατικό παιδιού, το οποίο να ψάχνει για τον βιολογικό πατέρα του» αναφέρει ο κ. Εμμ. Καπετανάκης, γυναικολόγος – ενδοκρινολόγος, ειδικός σε θέματα εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η περίπτωση του Ross, βεβαίως, είχε θετική έκβαση, καθώς τόσο τα παιδιά του όσο και η μητέρα τους δεν ενδιαφέρθηκαν για τίποτε περισσότερο από κάποιες συναντήσεις μαζί του ή μια ολιγόλεπτη τηλεφωνική επικοινωνία τους ανά τακτά διαστήματα. Θα πρέπει, εξάλλου, να τονισθεί και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις ελληνικές και στις περιπτώσεις του εξωτερικού: τα μεγαλύτερα παιδιά που έχουν γεννηθεί από σπέρμα δότη είναι σήμερα μόλις 15 ετών. Επομένως, δεν νομιμοποιούνται ακόμη να πληροφορηθούν για την προσωπική περίπτωσή τους.


* Η άγνωστη κληρονομιά


Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η κυρία Ελενα Κοντογιάννη, βιολόγος και διευθύντρια κέντρου υποβοήθησης γονιμότητας, αναφέρει: «Σήμερα, όλο και λιγότερα ζευγάρια καταφεύγουν στη χρήση σπέρματος από δότη (στην κλινική μου περίπου ένα 5% ή και λιγότερο), εξαιτίας της εξέλιξης των μεθόδων εξωσωματικής γονιμοποίησης». Στη συνέχεια, η κυρία Κοντογιάννη εξηγεί: «Ο κόσμος συνειδητοποιεί πλέον ότι αρκετές ασθένειες έχουν γενετική βάση, γι’ αυτό και υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για την κληρονομιά που κουβαλάει καθένας στα γονίδιά του. Αυτό πάντως είναι ένα θέμα αρκετά αμφιλεγόμενο. Διότι, ακόμη και αν κάποιος μάθει το γενετικό αποτύπωμά του, πώς θα μπορέσει να προλάβει την εκδήλωση της πιθανής ασθένειας;».


Το ζήτημα, επομένως, είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Πέραν του ότι για να επιτύχει η οποιαδήποτε μέθοδος απαιτείται ταύτιση των γενετικών χαρακτηριστικών του δότη με εκείνα του λήπτη, η διαδικασία υποβοήθησης της γονιμότητος δημιουργεί, όπως διατείνονται οι ψυχολόγοι, ποικίλες εντάσεις στο ζευγάρι, οι οποίες θα πρέπει να εκτονώνονται εγκαίρως. Η νομοθεσία, βεβαίως, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την υπάρχουσα κατάσταση: η ανωνυμία επιτρέπει πολλάκις στον δότη να αποποιείται τις πιθανές κοινωνικές ευθύνες του, ενώ από την άλλη η άρση της ανωνυμίας του δότη δεν συνεπάγεται ταυτοχρόνως και την ανάληψη των ευθυνών του…