ΟΙ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΕΣ τού σήμερα πριν από τριάντα έξι χρόνια, το 1961, ήταν «νέοι» στο δικαστικό σώμα. Πάρεδροι, πρωτοδίκες ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Θυμούνται όμως, παρά τα χρόνια που πέρασαν από τότε, μια εγκύκλιο που είχε στείλει ο Γ. Καλλίας, εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας στις αρχές της ταραγμένης δεκαετίας του ’60. Στην εγκύκλιό του ο τότε κορυφαίος παράγοντας της εισαγγελικής αρχής απηύθυνε συστάσεις, και μάλιστα αυστηρές, στους υπηρετούντες στο δικαστικό σώμα. Συστάσεις του τύπου: Πάντα θα πρέπει να είναι ενδεδυμένοι με κοστούμι χρώματος όχι μόνο σκούρου, αλλά απαραιτήτως μαύρου! Μαύρο κοστούμι ακόμη και στη θάλασσα θα έπρεπε κατά την εγκύκλιο να φορούν οι δικαστές και οι εισαγγελείς, όπως διηγήθηκε πρόσφατα, χαριτολογώντας(;) ένας ανώτατος δικαστικός. Αν λοιπόν πριν από τρεις δεκαετίες περίπου έτσι ήταν τα πράγματα στο δικαστικό σώμα, σήμερα, παραμονές του 21ου αιώνα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάσισε να απολύσει έναν εισαγγελέα γιατί συνήψε σχέσεις με μια γυναίκα – πρώην άνδρα!


Αλλα ήθη, άλλες εποχές θα παρατηρούσε ευλόγως κάποιος. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική, αλλά η ιστορία με την απόλυση του αντεισαγγελέα πρωτοδικών κ. Γ. Σακελλαρόπουλου, που σοκάρισε, προβλημάτισε, δίχασε την κοινή γνώμη και μονοπώλησε το ενδιαφέρον των ραδιοτηλεοπτικών μέσων (ορισμένων κατά τρόπο καταχρηστικό, είναι αλήθεια), έφερε στο προσκήνιο ένα θέμα που είναι μείζον και μας αφορά όλους.


Την ηθική και τη δεοντολογία που διέπει και θα πρέπει να διέπει τον βίο και την πολιτεία εκείνων που έχουν αναλάβει το βαρύ και δύσκολο έργο να μας κρίνουν για τις πράξεις μας και να απονέμουν δικαιοσύνη.


Η ΑΠΟΦΑΣΗ της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου να απολύσει έναν αντεισαγγελέα με μοναδικό κριτήριο τη σχέση του με μια ιερόδουλη, και μάλιστα όταν υπηρετούσε σε μια μικρή τοπική κοινωνία, άνοιξε και πάλι το θέμα της ηθικής αλλά και της πρακτικής των δικαστών μας, που τόσες φορές έχει τεθεί τα τελευταία χρόνια με αφορμή παραβάσεις και συμπεριφορές που είχαν συγκλονίσει την κοινή γνώμη, όπως αποφυλακίσεις εμπόρων ναρκωτικών ή υπόνοιες για χρηματισμό και αποφάσεις που εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα υπόγειων και περίεργων διεργασιών.


Η ιστορία του αντεισαγγελέα Σακελλαρόπουλου είναι πρωτότυπη, πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά ­ όχι μόνο τα δικά μας ­ και να γιατί. Διότι κρίθηκε και απολύθηκε για θέματα της προσωπικής του ζωής, τα οποία όμως έπαψαν από ένα χρονικό σημείο και μετά να είναι ιδιωτικά και έγιναν δημόσια. Τα «εν οίκω» μετεβλήθησαν δηλαδή σε «εν δήμω». «Δεν μπήκαμε εμείς στην κρεβατοκάμαρά του», μου είπε ένας αρεοπαγίτης, «αυτός άνοιξε διάπλατα την πόρτα της στην τοπική κοινωνία και μας ανάγκασε να τον κρίνουμε γι’ αυτό»! Είναι μια άποψη και αυτή, μια άποψη συζητήσιμη.


Σήμερα, σε αντίθεση με τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πολλά στο δικαστικό σώμα έχουν αλλάξει. Αλλα τα ήθη και η ηθική, κυρίως των νέων δικαστών μας. Παρά τις όποιες αλλαγές όμως, τα όποια βήματα και τις προόδους, και σήμερα ο δικαστής δεν ζει όπως όλοι μας. Πολλά δεν του επιτρέπονται, πολλά στερείται και πολλά άλλα που για έναν μέσο πολίτη είναι αυτονόητα για έναν δικαστικό αποτελούν «άπιαστα όνειρα». Ποιο είναι λοιπόν το «είναι» και το «φαίνεσθαι» εκείνου που ανεβαίνει στην έδρα και μας κρίνει, και πώς εμείς θέλουμε να είναι οι δικαστές μας;


Ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κ. Παν. Δημόπουλος μιλώντας προς «Το Βήμα» δηλώνει ότι για τον δικαστικό λειτουργό η κοινωνία αλλά και η πολιτεία έχει αυξημένες απαιτήσεις αλλά και οι δικαστικός αυξημένες υποχρεώσεις. «Δεν έχουμε μόνο προνομίες από τη συνταγματική μας τάξη, όπως η ισοβιότητα και η ανεξαρτησία, έχουμε και βαρύτατες υποχρεώσεις» θα επισημάνει για να ξεκαθαρίσει αμέσως μετά: «Οι όποιοι περιορισμοί επιβάλλονται είναι αναγκαίοι, θα έλεγα, για τη διατήρηση του κύρους του ιδίου και της δικαιοσύνης με στόχο την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων του». Δικαστής δεν σημαίνει μόνο «συν» κατά τη γνώμη του κορυφαίου παράγοντα της εισαγγελικής αρχής. Σημαίνει και «πλην». Σημαίνει υποχρέωσεις και αυτοπεριορισμούς. «Ο δικαστής δεν μπορεί να έχει την ίδια αντιμετώπιση σε θέματα της προσωπικής του ζωής όπως ένας απλός πολίτης. Δεν μπορεί να είναι γυμνιστής παρουσία τρίτων, δεν μπορεί να κάνει άλλη εργασία, δεν μπορεί να ασκεί εμπορική δραστηριότητα, πολλά δεν μπορεί και σωστά. Οφείλει να είναι υπόδειγμα και να διδάσκει με το προσωπικό του παράδειγμα. Αυτός είναι ο θεσμικός του ρόλος». Αλλωστε στη Στοκχόλμη, τον προσεχή Ιούνιο, ο ίδιος θα παραστεί σε διεθνές συνέδριο με θέμα «Οι εξωδικαστές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις των δικαστικών λειτουργών».


Οι περιορισμοί επιβάλλονται στους δικαστές και στους εισαγγελείς μας από το πειθαρχικό τους δίκαιο. Αλλά οι νόμοι δεν είναι σε θέση να περιγράψουν με ακρίβεια τα όρια των περιορισμών. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα όρια; «Αυτά που είναι σε θέση να θέσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους με κριτήριο την αξιοπρέπειά τους, την αποτελεσματική άσκηση του λειτουργήματός τους και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης που οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες» θα μας πει ο κ. Χαρ. Αθανασίου, προϊστάμενος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, για να προσθέσει ένα περιστατικό που έζησε ο ίδιος στην Χίο ως πρωτοδίκης πριν από μερικά χρόνια, που αποκαλύπτει πώς οι απλοί άνθρωποι βλέπουν και αισθάνονται τον δικαστή. «Πήγα», μας διηγείται, «σε ένα χωριό για αυτοψία σε μια υπόθεση με κτηματικές διαφορές. Ημουν νεαρός πρωτοδίκης. Μπαίνοντας στο καφενείο του χωριού, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και έβγαλαν τα κασκέτα τους. Ορθιοι, σε ένδειξη σεβασμού, γέροντες ακόμη και 90 χρόνων! Συγκλονίστηκα. Πώς μπορώ σαν δικαστής να διαψεύσω τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη των απλών πολιτών με συμπεριφορές και πράξεις που προκαλούν και σοκάρουν;».


«Η κοινωνία ορθά αξιώνει», θα μας πει ο εισαγγελεύς Πρωτοδικών κ. Στ. Μαντακιοζίδης, «από τον εισαγγελικό και τον δικαστικό λειτουργό να στέκεται πιο ψηλά, να εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη. Αλλωστε η αντιμετώπιση των δικαστικών λειτουργών με κριτήρια αυστηρότερα από τον μέσο πολίτη επιβάλλεται όχι μόνο από τη δική μας έννομη τάξη αλλά και όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών».


Ο κ. Μαντακιοζίδης μάλιστα, που διαθέτει ευρωπαϊκή εμπειρία, θα υπογραμμίσει ότι άλλες κοινωνίες και άλλες έννομες τάξεις, όπως στη Βρετανία και αλλού, είναι σαφώς αυστηρότερες σε θέματα ηθικής και δεοντολογίας για το δικαστικό σώμα σε σχέση με τα καθ’ ημάς ισχύοντα. «Εμείς μάλλον ανεκτικοί και φιλελεύθεροι είμαστε σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη» θα συμπεράνει. (Είναι μάλλον αφελές να φαντασθεί κανείς ανάλογη περίπτωση με εκείνη του κ. Σακελλαρόπουλου στην Αγγλία ή στην Αμερική, όπου οι δικαστές ελέγχονται ακόμη και για το «πιάσιμο από το χέρι» μιας κοπέλας, όταν ήταν σχεδόν έφηβοι)!


Βέβαια οι όποιοι θεμιτοί περιορισμοί για τους δικαστές «πολλαπλασιάζονται» (γίνονται ασφυκτικοί) σε μια μικρή τοπική κοινωνία. Η κυρία Αγγελική Παπαπαναγιώτου Λέζα, διοικητική πρωτοδίκης και γενική γραμματέας της Ενωσης των Διοικητικών Δικαστών, παραδέχεται ότι «στις μικρές κοινωνίες είναι πιο δύσκολες οι συνθήκες, ο δικαστής όμως είναι πάντα υποχρεωμένος να διαχειρίζεται με προσοχή τον θεσμικό του ρόλο και τη συμπεριφορά του ώστε να εμπνέει σεβασμό και όχι φόβο, γέλωτα ή λύπηση. Γιατί τότε δεν μπορεί να λειτουργήσει». Αυτό σημαίνει να ζει με τις δικογραφίες και χωρίς κοινωνικές συναναστροφές; Ασφαλώς όχι, θα πει. «Ο δικαστής πρέπει να συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική πραγματικότητα αλλά οφείλει να λειτουργεί ως πρότυπο».


Ποιος όμως θα καθορίσει τα όρια; Και ποιος θα κρίνει δίκαια την υπέρβασή τους; «Ο δικαστής», τονίζει ο κ. Παν. Παναγιωτόπουλος, αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, «εκουσίως αυτοπεριορίζεται. Με γνώμονα το μέτρο της ατομικής και δικαστικής του αξιοπρέπειας». Μήπως κάπου εδώ θα πρέπει να αναζητηθεί το μέτρο της ενοχής και της επιμέτρησης της ποινής για τον κ. Σακελλαρόπουλο;


* Στη σελ. Γ8: Η «εγχειρισμένη» πραγματικότητα και ο δικαστής της Ρόδου


ΤΙΣ δεκαετίες του ’60 αλλά και του ’70 η όποια ελευθεριότητα στην καθημερινή ζωή του δικαστή και εθεωρείτο και ήταν αδιανόητη. Ακόμη και στον μανάβη δεν τολμούσαν στις επαρχιακές πόλεις να πάνε για ψώνια, μήπως και τύχει και τον αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή ως κατηγορούμενο! Για κοινωνικές σχέσεις και επαφές ούτε λόγος. Η ζωή δικαστών και εισαγγελέων στην επαρχία εξαντλείτο κυρίως σε τυπικές σχέσεις με τις αρχές της πόλης, ενώ προσωπικές σχέσεις με γυναίκες, πλην της νομίμου συζύγου, ήταν όχι μόνον αδιανόητες αλλά και υπηρεσιακά επικίνδυνες. Μόλις το 1979 επιθεωρητής ­ το περιστατικό είναι δυστυχώς αληθινό ­ παρέπεμψε δικαστή στο πειθαρχικό συμβούλιο (ευτυχώς απηλλάγη) γιατί λέτε; Διότι τον επισκέφθηκε και έγγαμος ων δεν φορούσε βέρα! Αλλος ­ ανώτατος δικαστικός λειτουργός σήμερα ­ βίωσε την οδυνηρή εμπειρία της πειθαρχικής διώξεως, διότι αν και άγαμος είχε συνάψει σχέση με μια δικηγόρο με την οποία νωρίς κατάλαβε ότι δεν ταιριάζει. Δεν πέρασε λοιπόν ένας μήνας από τη γνωριμία τους και της ανακοίνωσε με ειλικρίνεια ότι «δεν πάει άλλο». Η αντίδρασή της στον χωρισμό ήταν η υποβολή μιας αναφοράς! Η πειθαρχική δίωξη ήταν φυσικό επακόλουθο για τα ήθη της δεκαετίας του ’70. Ευτυχώς που ο εν λόγω δικαστικός έπεισε το πειθαρχικό συμβούλιο και απηλλάγη!