Η δισκογραφία κύκλους κάνει. Παλιές και δοκιμασμένες τακτικές εφαρμόζονται ξανά προσαρμοσμένες στη νέα τεχνολογία και δίνουν πάλι διέξοδο στο χρόνιο πρόβλημα των πωλήσεων των δίσκων. Ο λόγος για τα CD-singles που κατακλύζουν την αγορά από το 1993, όταν έκανε δειλά την εμφάνισή του το πρώτο με ερμηνεύτρια την Καίτη Γαρμπή και τίτλο «Ελλάδα, χώρα του φωτός», εξ αφορμής της συμμετοχής της χώρας στο Φεστιβάλ της Eurovision. Τα CD-singles περιέχουν τρία ή τέσσερα τραγούδια και εφευρέθηκαν με σκοπό να καλύψουν το κενό που άφησαν τα 45άρια, τα ιστορικά μικρά δισκάκια βινιλίου.
Αρχικά τα CD-singles περιορίζονταν σε διαφημιστική χρήση. Οι δισκογραφικές εταιρείες τα έστελναν δωρεάν σε δημοσιογράφους και παραγωγούς ραδιοφώνου με σκοπό να προαναγγείλουν τον προσωπικό δίσκο του καλλιτέχνη, ο οποίος θα ακολουθούσε. Μετά κατάλαβαν πως αυτή η ιστορία μπορεί να αφορά και τον κόσμο, που προτιμάει να πληρώνει 2.500 δρχ., όσο κοστίζει ένα CD-single με τέσσερα τραγούδια, παρά 5.500 δρχ., που πληρώνει συνήθως για ένα CD με 12 τραγούδια.
Αλλωστε τα CD-singles περιέχουν τα εμπορικότερα τραγούδια του δίσκου που έπεται, εκείνα που υπολογίζεται πως θα κάνουν επιτυχία, θα γίνουν σουξέ, συνεπώς ό,τι καλύτερο για ακροατές που έχουν πλέον αποδεχθεί τη συνθήκη: «Παίρνω ένα CD με 12 τραγούδια για να ευχαριστηθώ τελικά τα τέσσερα».
Το κοινό τελικά μάλλον ωφελείται από αυτή την ιστορία, παρ’ όλο που δεν είναι εύκολο να συνηθίσει στις μικρότερες ποσότητες. Οσο καλά και να είναι τα τέσσερα τραγούδια και όσο και αν κοστίζουν λιγότερο από τα 12, το ολοκληρωμένο CD είναι συνήθεια ετών και οι συνήθειες δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Γι’ αυτό αναζητείται νεανικό κοινό, που και το συμφέρει οικονομικά και περισσότερο περίεργο είναι για νέες μουσικές και νέα συγκροτήματα. Οι δισκογραφικές εταιρείες λοιπόν εκδίδουν πλέον πολύ εύκολα ένα CD-single καινούργιου συγκροτήματος παρά ολόκληρο CD. Οταν πρόκειται για μεγάλα ονόματα, ο στόχος δεν είναι τόσο οι πωλήσεις όσο η διαφήμιση για τον δίσκο που έπεται. Ο καθένας εκ των καλλιτεχνών πάντως που κυκλοφορεί ένα CD-single το χρησιμοποιεί για δικούς του λόγους. Αν πρόκειται, π.χ., να κυκλοφορήσει δίσκο τον Δεκέμβριο, αλλά αρχίζει εμφανίσεις τον Οκτώβριο, «ρίχνει» ένα single στην αγορά και κερδίζει δημοσιότητα. Υπάρχουν και περιπτώσεις σαν αυτή του Νότη Σφακιανάκη, που κέρδισε την πρώτη θέση στις πωλήσεις CD-single με τον «Προάγγελο» (1999) ξεπερνώντας τις 107.000 αντίτυπα με πέντε τραγούδια και χωρίς δίσκο μετά. Ο Notis εκείνη τη χρονιά δεν κυκλοφόρησε άλλον δίσκο παρά μόνο αυτό το single, που λειτούργησε τελικά σαν LP. Για τους καλλιτέχνες πάντως το CD-single θα μπορούσε να λειτουργήσει ευεργετικά. Θα μπορούσε να θεωρηθεί αποφασιστικό για την κανονική κυκλοφορία του δίσκου και να καθορίσει τις εξελίξεις του. Αν δηλαδή το CD-single δεν «τραβήξει», καλό θα ήταν τα τραγούδια του δίσκου να επανεξεταστούν. Να απορριφθούν ή να ξαναηχογραφηθούν αλλιώς.
Είναι πάρα πολλά τα ονόματα του τραγουδιού που έχουν εκδώσει τραγούδια τους σ’ αυτή τη μορφή. Αλλωστε από το 1993 ως σήμερα υπάρχουν στην αγορά περισσότερα από 500 CD-singles. Μόνο τους πρώτους έξι μήνες του 2000 έχουν κυκλοφορήσει 70 CD-singles. Λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί τραγουδιστές συνέδεσαν το όνομά τους με τη νέα τάση της δισκογραφίας. Ανάμεσά τους τραγουδιστές εμπορικής διάστασης, όπως οι Αννα Βίσση, Πασχάλης Τερζής, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Τριαντάφυλλος, Στέλιος Ρόκκος, Γιώργος Μαζωνάκης, Λάμπης Λιβιεράτος, Νότης Σφακιανάκης, Σάκης Ρουβάς, Λίτσα Γιαγκούση και άλλοι αντίστοιχοι, αλλά και καλλιτέχνες ποιότητας όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Δήμητρα Γαλάνη, Χάρις Αλεξίου κ.ά. Μεγάλο μέρος της παραγωγής των CD-singles αφορά συγκροτήματα. Οχι μόνο καθιερωμένα, όπως τα Ξύλινα Σπαθιά, Πυξ Λαξ, Ενδελέχεια, Ημισκούμπρια, αλλά και νεότερα όπως τα Ονειροπαγίδα, Μόνιτορ, Netrina κ.ά. Το θέμα εν τέλει δεν είναι ποιος έχει CD
-single, αλλά ποιος δεν έχει.