Στιβ Ράιχ 2000

Στιβ Ράιχ 2000 Η αναγνώριση του αμερικανικού μινιμαλισμού Οι ιδέες της σημερινής μινιμαλιστικής γενιάς, δοκιμασμένες ήδη στη δεκαετία του ''50, κατασταλαγμένες στη δεκαετία του ''60 και εξαιρετικά δημοφιλείς έκτοτε, αξιοποίησαν τα «εξωτικά» οράματα ενός Ντεμπυσί, ενός Ραβέλ, ενός Σατί ή ενός Κέιτζ Οι ηλεκτρονικές πίστες χρωστούν πολλά στους μινιμαλιστές. Ενας πρόσφατος φόρος τιμής στον βετεράνο του είδους

Η αναγνώριση του αμερικανικού μινιμαλισμού





Οι ηλεκτρονικές πίστες χρωστούν πολλά στους μινιμαλιστές. Ενας πρόσφατος φόρος τιμής στον βετεράνο του είδους Στιβ Ράιχ το αποδεικνύει.



Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον της μουσικής, εκτός κι αν κληρονόμησε πανευτυχής τα γονίδια του Τειρεσία. Και όμως οιωνοί υπάρχουν πάντα. Και πιονέροι. Στην Καλιφόρνια των αρχών της δεκαετίας του ’70 οι ιδέες που οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στη νέα ηλεκτρονική μουσική, στους τελετουργικούς χορούς των τέκνο φυλών, φορούσαν ακόμη χίπικο καφτάνι και διακοσμούνταν με μαντάλα και σύμβολα γιν-γιανγκ. Ηταν το 1974 όταν ο συνθέτης Τζον Ανταμς άκουσε το Drumming, «κυκλικό» έργο αφρικανικής έμπνευσης του Στιβ Ράιχ. Εύλογα, για όσους έχουν ακούσει την εν λόγω σύνθεση, η εντύπωση που αποκόμισε ο Ανταμς ήταν αντιφατική. Από τη μία τον εξάντλησαν η ζάλη της επαναληπτικότητας και η ηθελημένη φτώχεια του μουσικού υλικού ­ ήταν σαν να χτυπάς ρυθμικά τα δάχτυλά σου σε ένα τραπέζι παγιδευμένο με μικρόφωνα επαφής. Από την άλλη, όμως, κάτι ενδιαφέρον συνέβαινε εδώ, κάτι περίεργα γοητευτικό, κάτι καινούργιο. Ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του ως εξής: «Γύρω στα 1974 άκουσα στο Σαν Φρανσίσκο το Drumming. Η τεχνική εκείνη την εποχή ήταν πολύ παρθένα, πολύ απλή, ρηχή, αφελής. Θύμιζε χίπις που κάθονταν γύρω γύρω, κάπνιζαν μαριχουάνα και χτυπούσαν τύμπανα και κατσαρολικά. Ωστόσο πλανιόταν στον αέρα κάτι φρέσκο, μια υπόσχεση. Ενιωσα ότι αυτή η ηχητική γλώσσα μπορούσε κάλλιστα να αναπτυχθεί σε κάτι πολύ εκφραστικότερο». Οπως ακριβώς και έγινε. Οχι μόνο στο πρωτότυπο πλην μετριοπαθές έργο του Στιβ Ράιχ αλλά στο σύνολο των αισθητικών αντιλήψεων και της κοινωνικής φιλοσοφίας της «γενιάς των μινιμαλιστών». Ο Ράιχ είχε εμφανώς κληρονομήσει στοιχεία τόσο από τον θιβετιανό μυστικισμό του Λα Μοντ Γιανγκ όσο και από τον ίλιγγο της λούπας (ηχορυθμικού βρόχου) στις συναυλίες του Τέρι Ράιλι, των δύο γκουρού του είδους. Παράλληλα ήδη η μουσική από την Ινδία και το Μπαλί, τη Συρία και το Μαρόκο αποτελούσε κύριο πιάτο όσων τέκνων της πρωτοπορίας έβλεπαν τα ευρωπαϊκά δόγματα ενός Σένμπεργκ ή ενός Στοκχάουζεν να ισοπεδώνονται από τον διονυσιασμό της τζαζ και του ροκ, να μαραίνονται από τη λάμψη των Μπιτλς και των Στόουνς. Ο Μεγάλος Ρυθμός, η τονικότητα, η μελωδία, η αμεσότητα, η απλότητα, η επικοινωνία, η κοινωνικότητα, η χειραφέτηση του σώματος ήταν τα χαρακτηριστικά μιας εποχής ανανέωσης. Μιας εποχής ανοίγματος της Δύσης στους «άλλους» πολιτισμούς, παραδοσιακούς ή εναλλακτικούς. Σήμερα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, όλα αυτά κάθε άλλο παρά χθεσινά νέα είναι. Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, όπου η δημιουργικότητα βρίσκει τους στόχους και τους τρόπους της στην ιδέα της ανακύκλωσης των πάντων, οι αξίες της δεκαετίας του ’60, μαζί με τις ψευδαισθήσεις που τις στήριξαν και την κριτική ή την ειρωνεία που τις διαδέχθηκαν, αναβιώνουν. Τις συναντήσαμε ήδη στην άνοδο και στην πτώση του rave, του new age και όποιου άλλου κινήματος συλλογικής αναζήτησης ταυτότητας. Μέσα σε αυτό το κλίμα το άλμπουμ Reich Remixed (Nonesuch) δεν αποτελεί έκπληξη.


Επίλεκτοι d.j. και ambient συνθέτες αποτίουν φόρο τιμής σε έναν λάτρη των παλμών και των τελετουργιών. Ο αισθησιασμός των ρυθμών και η τελετουργική μέθεξη δεν συνιστούν κριτήρια καταξίωσης των techno υβριδίων; Ο Ράιχ, έστω και δειλά, συνέβαλε μαζί με άλλους στη θέσπιση αυτών των κριτηρίων. Ακουσε το επείγον κάλεσμα της εποχής του. Στο έργο του τόλμησε και γι’ αυτό τιμάται. Οι συνθέσεις του It’s Gonna Rain (1965), Come Out (1966), Piano Phase (1967), Drumming (1971), Clapping Music (1972), Six Marimbas (1973-1986), Music for 18 Musicians (1976), Eight Lines (1979), The Desert Music (1984), Three Movements (1986), The Four Sections (1987), Electric Counterpoint (1987), City Life (1995) και Proverb (1996), μουσικές για οργανικά σύνολα ή μοντάζ μαγνητοταινιών, μπήκαν στο σάμπλερ των Ken Issii, DJ Spooky, Nobukazu Takemura, Howie Β, Mantronik, D*Note, Andrea Parker, Nasty & Β.L.Ι.Μ., Tranquility Bass και Coldcut και άλλαξαν διάσταση. Αναβαθμίστηκαν με νέες ιδέες στα κανάλια της μείξης, πλημμύρισαν με ηχοχρώματα, φορτίστηκαν, επιταχύνθηκαν. Ηλεκτρονικά μεταλλαγμένες και ξαναμονταρισμένες, θυμίζουν πλέον μουσικά στιγμιότυπα από κυβερνοπάνκ σίριαλ και, στις εσωστρεφείς τους στιγμές, σάουντρακ για ντοκυμαντέρ με θέμα εξωγήινες αποικίες μικροβίων! Καμία σχέση ωστόσο με το ιερό πάθος των Prodigy ή τον ατμοσφαιρικό εκλεκτισμό του Ινο. Πάντως οι αρχέτυπες δομές της μουσικής του Ράιχ, από τις θρησκευτικές υμνωδίες του Μεσαίωνα ως τους χτύπους της καρδιάς, δεν σβήνουν. Αντιθέτως, επιτείνουν τον σουρεαλισμό της μουσικής, θυμίζουν αιθέριες μυθικές σειρήνες σε έναν αληθοφανή ψηφιακό ωκεανό.


Οιδιπόδεια συμπλέγματα, τέλος: οι εκλεκτικές συγγένειες διαφορετικών εποχών βγήκαν στον αφρό. Ολο και πιο μαζικά η μινιμαλιστική γενιά της δυτικής και ανατολικής ακτής των ΗΠΑ αναγνωρίζεται ως ιδιαιτέρως καθοριστική για το μέλλον της μουσικής παγκοσμιότητας, το πολιτιστικό χαρμάνι παραδόσεων, εποχών, ανθρώπων και μηχανών! Αν όχι το γράμμα, τουλάχιστον το πνεύμα του μινιμαλισμού θριαμβεύει παντού: από την εύκολη χορευτική μουσική εκτόνωσης ή τη βίντεο-αρτ ως τους ψηφιακούς αγκιτάτορες, τις νεοεποχικές τεχνικές διαλογισμού και τους πειραματισμούς με τον συντονισμό καρδιάς και νου στα λεγόμενα «γυμναστήρια του μυαλού» (brain gyms). Η νοοτροπία της νεανικής μουσικής του μέλλοντος φαίνεται πια, πιο καθαρά από ποτέ άλλοτε, ότι αποτελεί φυσική συνέχεια αισθητικών τομών και ψυχολογικών αναζητήσεων του παρελθόντος. Είναι πραγματικά συναρπαστικό να διαπιστώνεις ότι οι πρώτες νύξεις για ό,τι ζούμε σήμερα είχαν καταγραφεί προφητικά, ως ψυχικές εντάσεις και ενστάσεις, ατμόσφαιρες και παιχνίδια του νου, στα πρώτα έργα ενός Λα Μοντ Γιανγκ, ενός Τέρι Ράιλι, ενός Στιβ Ράιχ ή ενός Γκέιβιν Μπράιας. Με εκείνες τις χαρακτηριστικές σόλο νότες. Τις επίμονες ατμόσφαιρες. Τις αναφορές στις μουσικές του Τρίτου Κόσμου. Τους αέναους σωματικούς παλμούς. Τους κυκλικούς μηχανικούς ρυθμούς (που παραισθησιακά γλιστρούν «εκτός φάσης»). Τα κολάζ «κοινόχρηστων» μελωδιών. Την αλλοίωση της συμβατικής αίσθησης του χρόνου. Τις τελετές αυτοσυγκέντρωσης. Το ιδεατό μιας μακαριότητας για όλους, σαν τις εξαγγελίες της προγενέστερης «beat γενιάς». Η μουσική, πέρα από είδη, καταγωγές και συρμούς, ευλογεί ανεξάντλητα τις κοινωνίες και τον αγώνα συμβιβασμού των αντιφάσεων του καθενός μας. Σε αυτό, για να μην αδικούμε και τη χίπικη ενόραση, η μουσική μοιάζει όντως με τα θρυλικά «μαντάλα». Αυτά τα αρχέγονα σχήματα που παίρνουν τη μορφή λουλουδιού, σταυρού ή ρόδας συναντιούνται εξίσου στην Ανατολή, σε χριστιανικά χειρόγραφα του Μεσαίωνα ή στους ινδιάνους Πουέμπλο και αναγνωρίζονται ως σύμβολα του συμβιβασμού αντίρροπων δυνάμεων μέσα στην τελειότητα ενός κύκλου. Σαν τις κινητήριες αντιφάσεις, δηλαδή, πίσω από τη λάμψη μιας προσωπικότητας, τη δράση ενός κινήματος, την ορμή της ιστορίας. Τίποτε δεν είναι τυχαίο.


Ο Στιβ Ράιχ γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1936 στη Νέα Υόρκη. Είχε την τύχη να μεγαλώσει τόσο εκεί όσο και στην Καλιφόρνια, τα δύο κέντρα πολιτιστικών αποφάσεων της Αμερικής. Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του με πιάνο και τύμπανα. Σπούδασε φιλοσοφία στο Cornell University. Μεταξύ 1958 και 1961 σπούδασε σύνθεση στην Julliard School of Music. Μεταξύ 1961 και 1963 έκανε μεταπτυχιακές μουσικές σπουδές στο καλιφορνέζικο Mills College, με καθηγητές τον Νταριούς Μιγιό και τον Λουτσιάνο Μπέριο. Ξεκινά τη μουσική του σταδιοδρομία με κοντσέρτα σε πρωτοποριακές γκαλερί, αναθέσεις έργων και κινηματογραφικά σάουντρακ (για τις ταινίες του Ρόμπερτ Νέλσον The Plastic Haircut και Oh Dem Watermelons). Το 1966 ιδρύει στη Νέα Υόρκη το δικό του μικρό ορχηστρικό σχήμα Steve Reich & Musicians. Το 1967 κυκλοφορεί σε δίσκο το εκκεντρικό μοντάζ φωνών Come Out από τη CBS Odyssey Records. Το 1969 εκδίδονται τα It’s Gonna Rain και Violin Phase από την Columbia Masterworks.


Το καλοκαίρι του 1970 ταξιδεύει στην Γκάνα και σπουδάζει κρουστά στο Ινστιτούτο Αφρικανικών Σπουδών του εκεί πανεπιστημίου. Πρώτος σχετικός καρπός το έργο Drumming. Τα καλοκαίρια του 1973 και του 1974 σπουδάζει ινδονησιακή μουσική στο Σιάτλ και στο Μπέρκλεϊ με δασκάλους από το Μπαλί. Το 1974 κυκλοφορεί το βιβλίο του Writings About Music (NYU Press). Η καταξίωσή του σε ένα ευρύτερο κοινό έρχεται με μια από τις πιο χυμώδεις και καλειδοσκοπικές συνθέσεις του, το Music for 18 Musicians, που έκανε πρεμιέρα τον Απρίλιο του 1976, στο Town Hall, στη Νέα Υόρκη. Μελετά τους εβραϊκούς ψαλμούς και το υμνολόγιο της Αγίας Γραφής. Το 1990 κερδίζει βραβείο Γκράμι για το έργο Different Trains σε ερμηνεία του Kronos Quartet. Η βιντεο-όπερα The Cave εξερευνά οπτικοακουστικώς βιβλικές ιστορίες, σε σκηνοθεσία Μπέριλ Κόροτ. Χαιρετίζεται από το Time ως χρησμός για τις όπερες του 21ου αιώνα. Στα χνάρια της δεν ήταν και η βιντεο-όπερα Τέρατα Θείας Χάριτος των Γκλας-Γουίλσον; Με τον ίδιο σκηνοθέτη, η τρίπρακτη βιντεο-όπερα Three Tales αναφέρεται στο Χίντενμπουργκ και στην πτώση του γερμανικού ζέπελιν στο Νιου Τζέρσι το 1937, στις ατομικές δοκιμές στην ατόλη Μπικίνι το 1946 και στην Ντόλι, τον διάσημο γενετικό κλώνο. Συνεργάστηκε με κορυφαίους χορογράφους. Το 1994 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει εμμονή με την έννοια της «διαύγειας» και το έργο του να θεωρηθεί μια ανατομική σπουδή σε αυτήν. «Ο Ράιχ ασφαλώς και δεν ανακάλυψε εκ νέου τον τροχό, σίγουρα όμως υπέδειξε καινούργιους τρόπους να κινούμαστε με αυτόν» γράφει ο Τζον Ανταμς στο εισαγωγικό κείμενο της επιβλητικής έκδοσης Steve Reich Works 1965-1995 (Nonesuch), ένα κουτί με δέκα CD ­ το ιδεώδες μουσικό πορτρέτο του.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.