Στην ταραγμένη νεότερη ιστορία της Κίνας ο Σουν Γιατ Σεν κατέχει περίοπτη θέση. Αντίπαλες πολιτικές ομάδες τον διεκδικούν η καθεμιά για τον εαυτό της ως τον εμπνευστή και πολιτικό καθοδηγητή της, ως «Πατέρα της Κινεζικής Επανάστασης» και ως «Πατέρα της Κινεζικής Δημοκρατίας».
Γεννημένος στο Χσιάνγκ Σαν – αρκετά κοντά στο Μακάο και στο Χονγκ Κονγκ – από γονείς αγρότες, ο Σουν έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τα κινεζικά παραδοσιακά κείμενα. Στα 13 του χρόνια οι γονείς του τον έστειλαν στη Χαβάη όπου είχε μεταναστεύσει ο μεγαλύτερος αδελφός του. Στη Χονολουλού ο Σουν μπήκε εσωτερικός σε χριστιανικό σχολείο όπου προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό.
Αποφοιτώντας το 1882 ο Σουν γύρισε στη γενέτειρά του αλλά οι γονείς του, διαφωνώντας με τη δυτικοποίησή του, τον έδιωξαν από το σπίτι. Ο Σουν έφυγε και πήγε στο Χονγκ Κονγκ όπου βαπτίσθηκε χριστιανός και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή απ’ όπου πήρε το πτυχίο του, και το 1893 άρχισε να ασκεί το επάγγελμά του αλλά όχι για πολύ.
Ο Σουν δεν ήταν τυπικό δείγμα της ανερχόμενης κοινωνικής τάξης των δυτικοποιημένων Κινέζων οι οποίοι στόχευαν στην προσωπική επαγγελματική τους άνοδο στα πλαίσια του κρατούντος ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σουν ήταν αληθινός πατριώτης και θαύμαζε τους επαναστάτες οι οποίοι διακινδύνευαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ανατρέψουν το διεφθαρμένο καθεστώς της μαντζουριανής αυτοκρατορικής δυναστείας των Τσινγκ.
H δεκαετία της περιπλάνησης
Από τα φοιτητικά του χρόνια ο Σουν δημιούργησε σχέσεις με τις μυστικές επαναστατικές ομάδες και το 1894 οργάνωσε την πρώτη δική του επαναστατική ομάδα, την Ξινγκ Ζονγκ Χούι (Εταιρεία Αναγέννησης της Κίνας).
Την ίδια χρονιά η Ιαπωνία νίκησε την Κίνα σε έναν σύντομο και ταπεινωτικό πόλεμο, με αποτέλεσμα η Ταϊβάν να γίνει ιαπωνική αποικία. Στην Κίνα επικρατούσε πραγματικό χάος και η εξουσία των Τσινγκ είχε εξασθενήσει. Ο Σουν θεώρησε ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για λαϊκή εξέγερση. Αλλά η εξέγερση που οργάνωσε το 1895 στη Νοτιοανατολική Κίνα απέτυχε. Υστερα από αίτημα της κινεζικής κυβέρνησης οι Αγγλοι απαγόρευσαν την παραμονή του Σουν στο Χονγκ Κονγκ.
Για ένα διάστημα ο Σουν εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία όπου συνέχισε την επαναστατική του δράση, αλλά ούτε οι Ιάπωνες τον ανέχθηκαν για πολύ. Επί μία δεκαετία περίπου ο Σουν περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και ταξίδεψε στον Καναδά, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθώντας να συγκεντρώσει κεφάλαια για μια καινούργια εξέγερση.
Γύρω στο 1905 ο Σουν διαμόρφωσε σαφέστερα τις επαναστατικές διακηρύξεις του οι οποίες στη συνέχεια θα αποτελούσαν την ιδεολογία μιας ευρύτερης επαναστατικής οργάνωσης. H πολιτική θεωρία του Σουν βασιζόταν στις «Τρεις αρχές του λαού»: εθνικισμός, δημοκρατία, διαβίωση του λαού. Με την πρώτη αρχή ο Σουν εννοούσε την ανατροπή της δυναστείας των Τσινγκ και τον τερματισμό της ξένης κυριαρχίας στην Κίνα. Με τη δεύτερη ότι η κυβέρνηση της χώρας θα έπρεπε να εκλέγεται δημοκρατικά. Με την τρίτη, ότι θα έπρεπε να εξαλειφθούν οι ανισότητες στην ιδιοκτησία της γης, ότι ο πλούτος θα έπρεπε να κατανεμηθεί ισόρροπα και ότι η κυβέρνηση θα όφειλε να μετριάσει τις βλαπτικές συνέπειες του αχαλίνωτου καπιταλισμού.
Οι τρεις φάσεις της Επανάστασης
Ο Σουν γνώριζε φυσικά ότι ο λαός της Κίνας δεν ήταν έτοιμος για να ασκήσει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Γι’ αυτό θεωρούσε απαραίτητη μια χρονική περίοδο κατά την οποία ο λαός θα εκπαιδευόταν στη δημοκρατία. H χρονική αυτή περίοδος χωριζόταν σε «Τρεις Φάσεις της Επανάστασης». H πρώτη φάση θα ήταν ένα είδος δικτατορίας, με αρχηγό τον ίδιο και μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων συνεργατών του, κατά την οποία η κρατική μηχανή θα εκκαθαριζόταν από τα υπολείμματα του παλαιού καθεστώτος. Στη δεύτερη φάση η χώρα θα περνούσε στην «πολιτική κηδεμονία», δηλαδή ο λαός θα εκπαιδευόταν σιγά σιγά στην άσκηση της δημοκρατίας με την παραχώρηση ορισμένων διοικητικών ελευθεριών σε τοπικό επίπεδο. Τέλος, κατά την τρίτη φάση, η δικτατορία θα έδινε τη θέση της στην πλήρη δημοκρατία.
Οι «Τρεις Φάσεις της Επανάστασης» του Σουν ήταν η πρώτη θεωρία «καθοδηγούμενης δημοκρατίας» που διατυπώθηκε στην Ασία και αργότερα απετέλεσε ισχυρό όπλο τόσο των εθνικιστών του Τσιανγκ Κάι Σεκ όσο και των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ.
H επιμονή και η δύναμη πειθούς του Σουν έχουν μείνει θρυλικές. Μολονότι τα περισσότερα χρόνια της πολιτικής καριέρας του τα πέρασε εξόριστος, ο Σουν κατόρθωνε να συγκεντρώνει κεφάλαια για τους σκοπούς της Επανάστασης από διάφορους συμπαθούντες χρηματοδότες του εξωτερικού και ταυτόχρονα να κρατάει τις ισορροπίες ανάμεσα στους πολιτικούς ανταγωνιστές του.
Οταν ξέσπασε η δημοκρατική επανάσταση στην Κίνα τον Οκτώβριο του 1911, ο Σουν δεν επέστρεψε αμέσως στην πατρίδα του, αλλά συνέχισε τα ταξίδια του σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επιδιώκοντας τη διπλωματική αναγνώριση της νέας κυβέρνησης. Ο Σουν έφθασε στη Σανγκάη στα τέλη Δεκεμβρίου του 1911 και την 1η Ιανουαρίου του 1912 εγκαινίασε στο Νανκίν την Κινεζική Δημοκρατία, της οποίας εξελέγη προσωρινός πρόεδρος. Αλλά στο Πεκίνο ήδη κυριαρχούσε ο πρώην αρχιστράτηγος του αυτοκρατορικού στρατού Γιουάν Σιχ Κάι. Για να μην ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει την επέμβαση των ξένων ιμπεριαλιστών και να θέσει σε κίνδυνο τη νεοπαγή δημοκρατία, ο Σουν δέχθηκε να παραιτηθεί και να σχηματιστεί κυβέρνηση στο Πεκίνο με πρόεδρο τον Γιουάν. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1912 ο τελευταίος κινέζος αυτοκράτορας, ο επτάχρονος Που Γι, παραιτήθηκε και στις 10 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Γιουάν Σιχ Κάι ορκίστηκε στο Πεκίνο προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κίνας.
H ίδρυση του Κουομιντάνγκ
Ωστόσο, αν ο Σουν δέχθηκε τον εκβιασμό του Γιουάν για να προστατεύσει την ενότητα της Κίνας, αυτό δεν σήμαινε ότι παραιτήθηκε και από τις πολιτικές φιλοδοξίες του. Μαζί με άλλες προοδευτικές πολιτικές ομάδες ίδρυσε μια νέα πολιτική οργάνωση, το Κουομιντάνγκ (Εθνικό Κόμμα), που στις εκλογές του 1913 κέρδισε τις περισσότερες έδρες στη νεοσύστατη Εθνοσυνέλευση. Αλλά ο Σουν και οι ομοϊδεάτες του δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τη στρατοκρατία του Γιουάν. Στα τέλη του 1913 ο Σουν εξορίστηκε πάλι και τα μέλη του Κουομιντάνγκ εκδιώχθηκαν από την Εθνοσυνέλευση.
Εναν χρόνο αργότερα, εξόριστος στην Ιαπωνία, ο Σουν παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την κατά 26 χρόνια νεότερή του αμερικανοθρεμμένη επαναστάτρια Σονγκ Τσινγκ Λινγκ, η οποία καταγόταν από πλούσια και κοσμοπολίτικη οικογένεια. Μετά τον θάνατο του Γιουάν, το 1916, ο Σουν και η Σονγκ επέστρεψαν στην Κίνα όπου επικρατούσε πολιτικό χάος. Στην Καντόνα ο Σουν συγκρότησε κυβέρνηση με την υποστήριξη των τοπικών στρατιωτικών μονάδων και μελών από την πρώτη Εθνοσυνέλευση. Τότε ο Σουν απέκτησε και έναν νέο σύμμαχο, τον νεαρό αξιωματικό του στρατού Τσιανγκ Κάι Σεκ, ο οποίος παντρεύτηκε τη νεότερη αδελφή της Σονγκ.
Αλλά οι κυριότεροι νέοι σύμμαχοι του Σουν ήταν οι σοβιετικοί κομμουνιστές, οι οποίοι βοήθησαν να ιδρυθεί το κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας το 1921. Ο Σουν δέχθηκε την προσχώρηση των κομμουνιστών στο Κουομιντάνγκ όχι ως συγκροτημένου κόμματος αλλά ως μεμονωμένων μελών και η Σοβιετική Ενωση του προμήθευσε στρατιωτικούς συμβούλους, όπλα και τεχνική υποστήριξη ώστε να ισχυροποιήσει την πολιτική του οργάνωση. Στόχος του Σουν ήταν η επανένωση της διχασμένης πλέον σε Βορρά και Νότο Κίνας.
Το 1924 ο Σουν αποδέχθηκε την πρόσκληση των ισχυρών στρατοκρατών του Βορρά για διαπραγματεύσεις με σκοπό την επανένωση της χώρας. Ο Σουν, μολονότι ήταν βαριά άρρωστος από καρκίνο του ήπατος, έφθασε στο Πεκίνο αλλά πέθανε στις 12 Μαρτίου του 1925, προτού αρχίσουν οι συζητήσεις. H ταριχευμένη σορός του Σουν εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα που συγκέντρωσε πλήθος κόσμου.
Τρία χρόνια περίπου αργότερα, ο Τσιανγκ Κάι Σεκ, με λάβαρό του τις ιδέες τού Σουν, του «Πατέρα της Δημοκρατίας», κατόρθωσε να ενώσει την Κίνα, αλλά, διώχνοντας τους κομμουνιστές από το Κουομιντάγκ, προκάλεσε νέο εμφύλιο πόλεμο που κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια. Οταν το 1949 οι κομμουνιστές νίκησαν τον Τσιανγκ Κάι Σεκ και ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ο Σουν ανακηρύχθηκε «Πατέρας της Επανάστασης».
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ