H Σιρίμα (η κατάληξη «βο» στο όνομά της προστέθηκε αργότερα και δηλώνει έκφραση σεβασμού) Ρατουάτε Ντίας γεννήθηκε στις 17 Απριλίου 1916 κοντά στο Κάντι της ΚεΫλάνης. H οικογένειά της ανήκε στην αριστοκρατία του νησιού και η Σιρίμα φοίτησε σε σχολή ρωμαιοκαθολικών καλογραιών στην πρωτεύουσα Κολόμπο, παρ’ ότι ήταν βουδίστρια.
Το 1940, στα 24 της χρόνια, η Σιρίμα παντρεύτηκε τον Σολομώντα Μπανταρανάικε, γόνο πλουσίων γαιοκτημόνων, και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά. Οταν το 1948 η Κεϋλάνη ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Μπανταρανάικε εκλέχθηκε βουλευτής στο νεοσύστατο κοινοβούλιο με το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, το οποίο κέρδισε τις εκλογές, και έγινε υπουργός Υγείας. Γρήγορα όμως διαφώνησε με το κόμμα του, παραιτήθηκε και το 1952 ίδρυσε το Κόμμα της Ελευθερίας, για να διαφωνήσει όμως και με αυτό και τελικά να σχηματίσει το Ενωμένο Μέτωπο του Λαού (συμμαχία εθνικών και σοσιαλιστικών κομμάτων) με το οποίο ο Μπανταρανάικε κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές του 1956 και έγινε πρωθυπουργός της χώρας.
H κλαίουσα χήρα
Ωστόσο ο Μπανταρανάικε δεν χάρηκε πολύ τη δόξα του ούτε πρόλαβε να πραγματοποιήσει εκείνα που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1959 ένας αντιφρονών βουδιστής μοναχός τον πυροβόλησε και την επομένη ο Μπανταρανάικε πέθανε.
Ως εκείνη τη στιγμή η Σιρίμα ήταν μια μάλλον άχρωμη και συνεσταλμένη σύζυγος και μητέρα και, όπως είχε πει τότε ένας εξάδελφός της, «η μόνη φωτιά με την οποία είχε έλθει ποτέ αντιμέτωπη η Σιρίμα ήταν της κουζίνας της». Ωστόσο η Σιρίμα, μετά τη δολοφονία του συζύγου της, αποφάσισε να μπει στην πολιτική. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, απευθυνόμενη στα πλήθη που την επευφημούσαν, η Σιρίμαβο – είχε πλέον προστεθεί το «βο» – υποσχόταν με δάκρυα και λυγμούς ότι θα συνεχίσει το έργο του συζύγου της. Αυτό το συνεχές προεκλογικό μοιρολόι τής έδωσε την προσωνυμία η «κλαίουσα χήρα».
Μόλις όμως κέρδισε τις εκλογές του 1960 και έγινε πρωθυπουργός, στις 20 Ιουλίου, η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε έκοψε τους θρήνους και με στιβαρό χέρι έπιασε το τιμόνι της διακυβέρνησης μιας χώρας με τεράστια φυλετικά και οικονομικά προβλήματα. Ηταν η πρώτη γυναίκα σε ολόκληρο τον κόσμο που αναδείχθηκε πρωθυπουργός, έξι ολόκληρα χρόνια προτού η Ιντιρα Γκάντι εκλεγεί πρωθυπουργός της Ινδίας.
Το κόστος των μεταρρυθμίσεων
H Μπανταρανάικε αρχικά συνέχισε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του συζύγου της: σοσιαλιστική οικονομική πολιτική, ουδετερότητα στις διεθνείς σχέσεις, αντικατάσταση της αγγλικής γλώσσας με τη γλώσσα των Σινχάλα, που αποτελούσαν την πλειονότητα (72%) του πληθυσμού. Σύντομα όμως η Σιρίμαβο πήρε και τις δικές της πρωτοβουλίες: εθνικοποίησε τις ξένες εταιρείες πετρελαίου, και τον κρατικό προϋπολογισμό τον διαχειρίζονταν πλέον η κρατική Τράπεζα της Κεϋλάνης και η νέα Τράπεζα του Λαού. Οι αγγλικές στρατιωτικές βάσεις, με φιλική συμφωνία, απομακρύνθηκαν από τη χώρα και η αμερικανική βοήθεια αντικαταστάθηκε από τη σοβιετική, κυρίως για προγράμματα εκβιομηχάνισης. Επίσης, ενώ δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στην εκπαίδευση, οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν ευνόησαν τους βουδιστές Σινχάλα, αγνοώντας εντελώς τους ινδουιστές Ταμίλ, της μεγαλύτερης μειονότητας (21% του πληθυσμού), που κατοικούσαν στο βορειοανατολικό τμήμα της Κεϋλάνης.
Αλλά οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις της Μπανταρανάικε προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις των βουδιστών της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός της, οι οποίοι έπαψαν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Ετσι η κυβέρνηση έπεσε το 1964 και στις επόμενες εκλογές το κόμμα της Μπανταρανάικε γνώρισε παταγώδη ήττα, παρ’ ότι η ίδια εκλέχθηκε βουλευτής.
Από την ήττα στη δόξα
Στα επόμενα πέντε χρόνια η μαχητική και ακούραστη Σιρίμαβο εντρύφησε στην τέχνη της πολιτικής και στις εκλογές του 1970, επικεφαλής του Ενωμένου Αριστερού Μετώπου, πέτυχε σαρωτική νίκη επί των αντιπάλων της. Τα δύο τρίτα των εδρών του Κοινοβουλίου της Κεϋλάνης ήταν «δικά της». Με τόσο μεγάλη πλειοψηφία μπορούσε πλέον να προωθήσει και να επιβάλει τα μεταρρυθμιστικά της σχέδια. Εθνικοποίησε ιδιωτικές εταιρείες, προχώρησε σε αναδασμό της γης, διέταξε την αμερικανική ειρηνευτική δύναμη να εγκαταλείψει τη χώρα και έκλεισε την πρεσβεία του Ισραήλ.
Ωστόσο ο ρυθμός των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων της Μπανταρανάικε θεωρήθηκε πολύ αργός από τους ακροαριστερούς οπαδούς του Μετώπου Λαϊκής Απελευθέρωσης, οι οποίοι, νεαρής ηλικίας κατά το πλείστον, εξεγέρθηκαν το 1971 εναντίον της κυβέρνησης. H Μπανταρανάικε δεν δίστασε να στείλει εναντίον τους τον στρατό και λέγεται ότι σκοτώθηκαν γύρω στους 20.000 ανθρώπους.
Χωρίς υπολογίσιμους αντιπάλους για την ώρα, η Μπανταρανάικε τον Μάιο του 1972 ανακήρυξε τη χώρα Σοσιαλιστική Δημοκρατία, αλλάζοντας το όνομά της από Κεϋλάνη σε Σρι Λάνκα, εθνικοποίησε όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα σχολεία – ακόμη και τα θρησκευτικά -, τις εφημερίδες και απαγόρευσε τις εισαγωγές των περισσοτέρων αγαθών. Επίσης καθιέρωσε ως επίσημη θρησκεία του κράτους τον βουδισμό, προς μεγάλη απογοήτευση των ινδουιστών Ταμίλ.
Τα οικονομικά μέτρα της Μπανταρανάικε δεν επέφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, μέσα από τα σκουριασμένα γρανάζια μιας διεφθαρμένης γραφειοκρατίας, η χώρα έπεσε σε οικονομικό τέλμα. Στις εκλογές του 1977 το Ενωμένο Αριστερό Μέτωπο πήρε μόλις οκτώ έδρες, ενώ το Εθνικό Κόμμα κέρδισε το 75% των ψήφων.
Χωρίς πολιτικά δικαιώματα
Τρία χρόνια αργότερα, το 1980, το Κοινοβούλιο κατηγόρησε τη Μπανταρανάικε για κατάχρηση εξουσίας όταν ήταν πρωθυπουργός και της αφαίρεσε τα πολιτικά της δικαιώματα για επτά χρόνια.
Στο μεταξύ η Σρι Λάνκα σπαρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Ταμίλ, οι οποίοι είχαν αρχίσει τον ένοπλο αγώνα εναντίον της παντοδυναμίας των Σινχάλα. Το 1987 η Ινδία έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να αποκαταστήσουν την ειρήνη, αλλά η Μπανταρανάικε, η οποία είχε ανακτήσει τα πολιτικά της δικαιώματα, εναντιώθηκε σθεναρά στην ινδική επέμβαση, παρ’ όλο που άλλοτε η Ινδία ήταν ο στενότερος σύμμαχός της. Για μία ακόμη φορά η Μπανταρανάικε αισθάνθηκε υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τους ομοίους της, δηλαδή τους Σινχάλα.
Παρά τα 72 της χρόνια, η Μπανταρανάικε επέστρεψε στον πολιτικό στίβο το 1988, διεκδικώντας την προεδρία, η οποία στο μεταξύ είχε αναβαθμιστεί: ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα συγκέντρωνε πλέον στα χέρια του όλες σχεδόν τις εξουσίες αυτής της Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό, του οποίου η θέση ήταν απλώς τιμητική. Αλλά η Μπανταρανάικε έχασε τις εκλογές, αν και με πολύ μικρή διαφορά.
Οικογένεια πολιτικών
Πάσχοντας από διαβήτη και καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα, η Σιρίμαβο είδε τις πολιτικές τύχες της οικογενείας της να παίρνουν θετική τροπή το 1994, όταν η κόρη της Τσαντρίκα Κουμαρατούνγκα εκλέχθηκε πρόεδρος της Σρι Λάνκα και πρόσφερε το τιμητικό αξίωμα της πρωθυπουργίας της χώρας στη μητέρα της. Από την άλλη, ο γιος της Σιρίμαβο, ο Ανούρα, δυσαρεστημένος από τη νίκη της αδελφής του, συντάχθηκε με την αντιπολίτευση. Το μοναδικό παιδί της Σιρίμαβο που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την πολιτική είναι η πρωτότοκη κόρη της Σουνέτχρα.
H Σιρίμαβο Μπανταρανάικε πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2000, αφού προηγουμένως πρόλαβε να ψηφίσει στις προεδρικές εκλογές. Επιστρέφοντας από το εκλογικό τμήμα στο σπίτι της, η Μπανταρανάικε υπέστη καρδιακή εμβολή και κατέληξε, χωρίς να προλάβει να δει την κόρη της να επανεκλέγεται στο ύψιστο αξίωμα της χώρας.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ