«Κατά βάθος είμαι άντρας. Επιθυμώ πράγματα που στο τέλος θα με καταστρέψουν»
Σίλβια Πλαθ
Η Σίλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1932 από πατέρα εξόριστο γερμανό ναζιστή και μητέρα εβραϊκής καταγωγής. Μεγαλώνει σε μεσοαστικό περιβάλλον και εκδίδει το πρώτο της ποίημα στην άγουρη ηλικία των οκτώ ετών, όταν άλλα κοριτσάκια μαθαίνουν να φτιάχνουν φιόγκους. Εκείνη την περίοδο πεθαίνει ο πατέρας της. Ισως λόγω της κυριαρχικής μητέρας της η Σίλβια ακολουθεί την παιδιάστικη εμμονή της υποδειγματικής κόρης συλλέγοντας «άριστα» και βραβεία. Φοιτεί στο Smith College και το καλοκαίρι του τρίτου της έτους («το παράξενο και αποπνικτικό καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα») επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη έχοντας κερδίσει στον διαγωνισμό του περιοδικού «Mademoiselle». Επιστρέφοντας, μια απόρριψη από το Harvard μαζί με μια υπερβάλλουσα ευαισθησία την οδηγούν στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Η θεραπεία της εποχής περιλαμβάνει απανωτά ηλεκτροσόκ, ωστόσο θα «αναρρώσει» για να επιστρέψει δριμύτερη και να αποφοιτήσει summa cum laude από το Smith College. Περιπέτεια την οποία αργότερα περιγράφει στην αυτοβιογραφική νουβέλα της «Γυάλινος κώδων» πρωτοδημοσιεύεται (με ψευδώνυμο για να μη διαβαστεί από τη μητέρα της) μόλις ένα μήνα πριν από τον θάνατό της.
Το 1955 φοιτεί στο Κέιμπριτζ, όπου γνωρίζει τον βρετανό ποιητή Τεντ Χιουζ. «Οταν μου φίλησε τον λαιμό, τον δάγκωσα για ώρα και με δύναμη στο μάγουλο και όταν βγήκαμε από το δωμάτιο αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του» έγραψε σχετικά… Πώς να μιλήσεις για τη Σίλβια Πλαθ απαλείφοντας τον Τεντ Χιουζ «τον μοναδικό άντρα που συνάντησα εδώ που αξίζει να τον ανταγωνιστώ και να είμαι ίση του»; Οι αντιστοιχίες της γραφής τους φωνάζουν και για το είδος της σχέσης τους… Σύντομα παντρεύονται, ζουν στη Βρετανία και μετά στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολουθεί σεμινάρια ποίησης από τον Ρόμπερτ Λόουελ. Η «εξομολογητική» ποίηση του Λόουελ καθιερώνεται εκείνη την εποχή και σαφώς την επηρεάζει. (Το 1959 δημοσιεύεται η συλλογή του Λόουελ «Life Studies».) Ο Χιουζ και η συμβία του διδάσκουν στα κολέγια Amherst και Smith αντιστοίχως αλλά αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Λονδίνο για να αφοσιωθούν στην κλίση τους. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πλαθ «The Colossus». Ακριβή και καλοδουλεμένα, τα ποιήματα αυτά ωστόσο δίνουν μόνο κάποιες νύξεις όσων θα έγραφε στις αρχές του 1961.
Είναι δύσκολο για την Πλαθ να αγνοήσει τις δυσκολίες της οικογενειακής ζωής η ανεξαρτησία είναι το αντίθετο του γάμου και η μητρότητα σαρώνει την ήδη ασταθή ισορροπία της. Οπως τίποτε δεν είναι απλό με την περίπτωσή της, η υποκειμενικότητα χορεύει με το αλλόκοτο και όλες οι αποδείξεις είναι εκεί: η ιδιοφυΐα είναι κατάρα, όχι χάρισμα. Στα 30 της έχει δύο παιδιά μα μόνο ένα βιβλίο δημοσιευμένο. Το 1962 το σπίτι τους διαλύεται, ο Χιουζ την εγκαταλείπει για μια άλλη και εκείνη επιστρέφει στο Λονδίνο. Ο χειμώνας αυτός είναι από τους πιο δριμείς στην ιστορία, η απουσία του συζύγου – δεσμοφύλακα – επιμελητή τής φέρνει πιο έντονα στον νου τον θαυμαστό – μισητό γερμανό πατέρα που δεν έζησε («Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω / πέθανες πριν προλάβω»). Γράφει το ξημέρωμα όταν τα παιδιά (Φρίντα και Νίκολας) κοιμούνται. Πάντως όσο πιο βαθιά χώνεται στην αυτοκαταστροφή τόσο η καθαρότητα των στίχων της λάμπει παράδοξο εξίσου συχνό στους ρομαντικούς ποιητές. Στην περίπτωση της Πλαθ γίνεται ασφυκτική πραγματικότητα: ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1963 φτιάχνει πρόγευμα για τα μικρά, το βάζει στον δίσκο. Υστερα χώνει το κεφάλι της στον φούρνο και αυτοκτονεί.
Ας βάλλουν οι φεμινίστριες εναντίον του Τεντ Χιουζ: «Ο πιο σκοτεινός σύντροφος μετά την πιθανή εξαίρεση της Ξανθίππης», εκείνος που κατέπνιξε τον αληθινό δημιουργικό εαυτό της. Εμείς θα τη θυμόμαστε να γελάει με όλα της τα δόντια και μαγιό στο εξώφυλλο του «Johnny Panic and the Bible of Dreams». ‘Η να κοιτά ψηλά κρατώντας τρυφερά το χέρι του δυνάστη – λυτρωτή της. Αλλωστε αν δεν είχε τον πατέρα, τη μάνα και τον έρωτα που είχε η Πλαθ, θα ήταν κάποια άλλη. Οντως ο poet laureate της βασιλικής αυλής ως ελεγκτής της λογοτεχνικής της κληρονομιάς θα δημοσιεύσει επιλεκτικά τις συλλογές («Ariel», «The Collected poems») και θα πετσοκόψει τα ημερολόγιά της επίσης η επόμενη γυναίκα του θα δώσει τέρμα στη ζωή της με τον ίδιο τρόπο. Οσο για τον ίδιο, επί 35 χρόνια θα κρατήσει τη σιωπή του. Και μόλις προτού πεθάνει το 1998 (σαρώνοντας ακόμη λογοτεχνικά βραβεία) θα εκδώσει το πιο προσωπικό βιβλίο του, τις «Γενέθλιες επιστολές». Το κύκνειο άσμα του γρήγορα θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο ποιητικό best seller. Οπως έγραψε ο Πίτερ Φορμπς, αρχισυντάκτης του «Poetry Review», «ο κόσμος προτιμά οι μεγάλοι ποιητές του να είναι νεκροί, ζωντανούς δεν ξέρει τι να τους κάνει».