Ο πορτογάλος πολιτικός Σεμπαστιάου Χοσέ ντε Καρβάγιο ε Μέλο, αργότερα μαρκήσιος του Πομπάλ, γεννήθηκε στη Λισαβόνα και ήταν γόνος οικογένειας μικροευγενών της επαρχίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της ΚοΪμπρα αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να καταταγεί στον στρατό. Τον απογοήτευσε όμως και η νέα του επιλογή, και ο Πομπάλ παραιτήθηκε από τον στρατό και αφοσιώθηκε στη μελέτη της ιστορίας και του δικαίου. (Αργότερα έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία της Πορτογαλικής Ιστορίας.)



Χάρη στη βοήθεια συγγενούς του που διέθετε ισχυρή πολιτική επιρροή ο Πομπάλ διορίστηκε το 1738 πρεσβευτής στο Λονδίνο, από όπου το 1745 μετατέθηκε στη Βιέννη. Ως διπλωμάτης ο Πομπάλ επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες, παρ’ όλα αυτά όμως ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ιωάννης E’, δυσαρεστημένος μαζί του, το 1749 τον ανακάλεσε.


Ο Πομπάλ ωστόσο είχε κερδίσει τη συμπάθεια της βασιλικής συζύγου, αρχιδούκισσας Μαρίας-Αννας της Αυστρίας. Οταν τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιωσήφ A’, η βασιλομήτωρ τον έπεισε να διορίσει τον Πομπάλ υπουργό των εξωτερικών. Αντίθετα από τον πατέρα του ο Ιωσήφ έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για τον Πομπάλ και σταδιακά του εκχώρησε τον πλήρη έλεγχο του κράτους.


H εχθρότητα των ευγενών


Το 1755 ο Πομπάλ ήταν ήδη πρωθυπουργός του βασιλείου. Κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή επιβάλλοντας αυστηρά τον νόμο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τις ενδεέστερες ως την υψηλή αριστοκρατία. Εντυπωσιασμένος από τις οικονομικές μεθόδους της Αγγλίας, τις οποίες είχε μελετήσει κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, θέλησε να τις μεταφυτεύσει στην πορτογαλική οικονομία. Ακόμη κατάργησε τη δουλεία, αναδιοργάνωσε τον στρατό και το ναυτικό καθώς και το Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα και έθεσε τέρμα στις θρησκευτικές διακρίσεις.


Αλλά οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του Πομπάλ ήταν οικονομικές και δημοσιονομικές, με την ίδρυση διαφόρων εταιρειών και συντεχνιών, οι οποίες ρύθμιζαν την κάθε οικονομική δραστηριότητα, και με την αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος της χώρας.


Ηταν φυσικό που αυτά τα μέτρα δημιούργησαν πολλούς εχθρούς για τον Πομπάλ, ιδίως στις τάξεις των μεγαλοευγενών.


Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου του 1755 μεγάλη συμφορά βρήκε την Πορτογαλία. Εκείνη την ημέρα ισχυρότατος σεισμός, που το μέγεθός του υπολογίζεται σε 9 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, έπληξε τη Λισαβόνα. H πόλη ισοπεδώθηκε από τη δόνηση και από το γιγάντιο τσουνάμι και τις πυρκαϊές που ακολούθησαν.


H ανοικοδόμηση της Λισαβόνας


Ο Πομπάλ γλίτωσε από τύχη. Δεν πανικοβλήθηκε όμως. Αρχισε αμέσως την ανοικοδόμηση της πόλης εφαρμόζοντας το περίφημο απόφθεγμά του: «Και τώρα; Θάβουμε τους νεκρούς και ταΐζουμε τους ζωντανούς». Παρά τη μεγάλη συμφορά στην πόλη δεν ξέσπασαν επιδημίες και σε λιγότερο από έναν χρόνο η Λισαβόνα είχε ανοικοδομηθεί. Υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Εουχένιο ντος Σάντος ομάδα συναδέλφων του σχεδίασε το κέντρο της Λισαβόνας έτσι ώστε να αντέχει σε οποιονδήποτε μελλοντικό σεισμό. Εγιναν δοκιμές με μακέτες που γύρω τους βάδιζαν στρατιωτικές μονάδες μιμούμενες με τον βαρύ βηματισμό τους τον σεισμό.


Τα κτίρια και οι πλατείες του κέντρου της Λισαβόνας βρίσκονται ακόμη στη θέση τους και συγκαταλέγονται στα τουριστικά της αξιοθέατα: είναι οι πρώτες αντισεισμικές κατασκευές του κόσμου.


Ο Πομπάλ έκανε επίσης μια σημαντική συνεισφορά στην επιστήμη της σεισμολογίας: συνέταξε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο στάλθηκε σε όλες τις ενορίες της χώρας. Ανάμεσα στα ερωτήματά του ήταν και τούτα: Τα σκυλιά και τα άλλα ζώα μήπως συμπεριφέρονταν παράξενα πριν από τον σεισμό; H στάθμη του νερού στα πηγάδια μήπως ανέβηκε ή κατέβηκε; Πόσα κτίρια καταστράφηκαν; Τι είδους καταστροφές έπαθαν;


Με τις απαντήσεις που δόθηκαν οι σύγχρονοι πορτογάλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να σχεδιάσουν την πλήρη αναπαράσταση του συμβάντος.


Μετά τον σεισμό ο Ιωσήφ παραχώρησε στον πρωθυπουργό του ακόμη περισσότερες εξουσίες καθιστώντας τον σχεδόν δικτάτορα. Καθώς οι εξουσίες του Πομπάλ διευρύνονταν, μεγάλωνε και ο αριθμός των εχθρών του, και οι προστριβές με τους ευγενείς αλλά και με τους ιησουίτες γίνονταν ολοένα συχνότερες.


Διώξεις εναντίον όλων


Το 1758 έγινε απόπειρα δολοφονίας του Ιωσήφ και ο βασιλιάς τραυματίστηκε. Με ενέργειες του Πομπάλ θεωρήθηκε ότι στην απόπειρα είχαν ανάμειξη δύο αριστοκρατικές οικογένειες που τις χώριζε βαθιά έχθρα με τον πρωθυπουργό. Υστερα από σύντομη δίκη τα μέλη τους θανατώθηκαν με βασανιστήρια.


Αλλά ο Πομπάλ δεν σταμάτησε εκεί στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τους ολοένα αυξανόμενους εχθρούς του. Εδιωξε από τη χώρα και από τις πορτογαλικές κτήσεις τους ιησουίτες, και τα υπάρχοντά τους δημεύτηκαν υπέρ του στέμματος. Μερικούς από αυτούς τους φυλάκισε, όπως έκανε και με πολλούς ευγενείς, χωρίς να προηγηθεί δίκη ή να προσκομιστούν στοιχεία για αδικήματα. Από τις διώξεις του Πομπάλ δεν εξαιρέθηκαν γυναίκες και παιδιά.


Τα μέτρα αυτά έδωσαν στους εχθρούς του Πομπάλ επιχειρήματα για να τον κατηγορήσουν για συμπεριφορά τυράννου και να προσπαθήσουν να στρέψουν εναντίον του τα λαϊκά στρώματα.


Από την άλλη η βασιλική εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού όχι μόνο απέμενε αμείωτη αλλά και αυξανόταν. Ως ανταμοιβή για την ταχύτατη αντίδραση του Πομπάλ στην απόπειρα δολοφονίας του Ιωσήφ ο βασιλιάς, το 1759, τον έκανε κόμητα του Οέιρας.


Μετά την απόπειρα κατά του βασιλιά ο πρωθυπουργός δεν είχε πια αντιπολίτευση. Το 1770 ο βασιλιάς τον έκανε μαρκήσιο του Πομπάλ και ο πρωθυπουργός συνέχισε να κυβερνάει ως απόλυτος άρχων την Πορτογαλία ως τον θάνατο του Ιωσήφ το 1779.


Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων


Τότε όμως η τύχη του Πομπάλ πήρε απότομη και ιδιαίτερα αρνητική στροφή. H κόρη και διάδοχος του Ιωσήφ βασίλισσα Μαρία A´ ένιωθε απέραντη αντιπάθεια για τον ευνοούμενο του πατέρα της. Δεν του συγχωρούσε την απάνθρωπη στάση του απέναντι στους ευγενείς που είχαν κατηγορηθεί για την απόπειρα δολοφονίας του Ιωσήφ και του φέρθηκε με ανείπωτη σκληρότητα. Αποφυλάκισε τους πολιτικούς κρατουμένους, καθαίρεσε τον πρωθυπουργό και ο Πομπάλ, ύστερα από σκληρές ανακρίσεις που κράτησαν τέσσερις μήνες, οδηγήθηκε στο δικαστήριο κατηγορούμενος για κατάχρηση εξουσίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο.


H θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε αλλά ο Πομπάλ εξορίστηκε από τη Λισαβόνα και αποσύρθηκε στα κτήματά του στο Πομπάλ.


H βασίλισσα Μαρία εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν στον Πομπάλ να απέχει από την ίδια λιγότερο από 30 χιλιόμετρα. Αν τα ταξίδια της έφερναν τη βασίλισσα κοντά στα κτήματά του, ο Πομπάλ ήταν υποχρεωμένος να μετακινηθεί από το σπίτι του ώστε η μεταξύ τους απόσταση να είναι πάντοτε από 30 χιλιόμετρα και πάνω. Λέγεται ότι η Μαρία πάθαινε σπασμούς ακόμη και στην παραμικρή αναφορά του αγαπημένου πρωθυπουργού του πατέρα της.


Ο Πομπάλ πέθανε ήσυχα στα κτήματά του στις 15 Μαΐου του 1782. Σήμερα η μνήμη του σώζεται με τη μορφή του μεγάλου αγάλματός του που είναι τοποθετημένο στη σημαντικότερη πλατεία της Λισαβόνας, η οποία φέρει το όνομά του. Ο σταθμός του Μαρκησίου του Πομπάλ είναι ο πιο πολυσύχναστος σταθμός του μετρό της πορτογαλικής πρωτεύουσας.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ