OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ



O Ηράκλειος γεννήθηκε στην Καππαδοκία. Ο πατέρας του, Ηράκλειος και αυτός, πιθανώς αρμενικής καταγωγής, ήταν στρατηγός ο οποίος είχε διακριθεί για τη γενναιότητά του στους πολέμους εναντίον των Περσών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαυρικίου και πριν από την ανάρρηση του Χοσρόη B’ στον θρόνο της Περσίας. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος τίμησε τον πατέρα Ηράκλειο με το αξίωμα του Εξάρχου της Αφρικής. Οταν ο Φωκάς εκθρόνισε και δολοφόνησε τον Μαυρίκιο και αυτοαναγορεύθηκε αυτοκράτορας, ο Ηράκλειος πατέρας δεν τον αναγνώρισε. Διοικούσε την Αφρική αυτόνομα και όταν ο γαμβρός του Φωκά Πρίσκος και η παράταξη των Πρασίνων ζήτησαν τη βοήθειά του για να απαλλάξουν επιτέλους την αυτοκρατορία από την ανίκανη και τυραννική διακυβέρνηση του Φωκά, ο Εξαρχος της Αφρικής έστειλε τον γιο του Ηράκλειο με σημαντικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη και τον ανιψιό του Νικήτα, γιο του στρατηγού Γρηγορά, με στρατό από την Αλεξάνδρεια.


Ο Ηράκλειος, ο οποίος ήταν τότε ήδη 36 ετών, κατέπλευσε στο λιμάνι της Αβύδου ενισχυμένος με πλήθος άλλων δυσαρεστημένων από τον Φωκά και στις 3 Οκτωβρίου του 610, αφού νίκησε τον σχεδόν ανύπαρκτο στόλο του Φωκά, μπήκε στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη οι αντίπαλοι του Φωκά με τη συνδρομή και του πατριάρχη Σέργιου είχαν εξεγερθεί. Ο Φωκάς συνελήφθη και, αφού βασανίστηκε και διαπομπεύτηκε, εκτελέστηκε στην αγορά του Βοός, όπου θανατώνονταν οι κακούργοι.


Στις 5 Οκτωβρίου του 610 ο Ηράκλειος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία και παντρεύτηκε τη μνηστή του Φαβία – η οποία μετονομάστηκε Ευδοκία – με τις ευλογίες του πατριάρχη Σέργιου και υπό τις επευφημίες του λαού. Μετά την τελετή της στέψης ο Ηράκλειος συνειδητοποίησε αμέσως την τραγική κατάσταση του κράτους το οποίο είχε να κυβερνήσει. Τα ταμεία ήταν άδεια, στρατός δεν υπήρχε και οι Πέρσες από τη Ανατολή και οι Αβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά έσφιγγαν όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω από την εξαθλιωμένη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


H πρώτη περίοδος της βασιλείας του Ηρακλείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα επιτυχημένη αλλά όσες διοικητικές ικανότητες και αν είχε ο νέος αυτοκράτορας δεν μπορούσε χωρίς πόρους να ζωντανέψει μια πρωτεύουσα η οποία επί χρόνια ζούσε μέσα στη διαφθορά και στην κακοδιοίκηση. Οι ιστορικές πηγές πάντως μαρτυρούν ότι ο Ηράκλειος προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να συνεφέρει την αυτοκρατορία. σε κάποια στιγμή όμως φαίνεται ότι δείλιασε και θέλησε να απαλλαγεί από το βαρύ φορτίο της διοίκησης αυτού του ξεπεσμένου κράτους. Αλλά ο καλός του άγγελος και εμψυχωτής του πατριάρχης Σέργιος – ο οποίος ίσως ήταν ο μόνος που ήξερε να τονώνει τις καλές πλευρές του αυτοκράτορά του – δεν τον άφησε να το πράξει. Και τελικά το γεγονός ότι ο Σέργιος δεν άφησε τον Ηράκλειο να παραιτηθεί το 619 και του πρόσφερε τα πολύτιμα σκεύη των εκκλησιών για να κόψει νομίσματα έσωσε κυριολεκτικά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.


Ο Ηράκλειος ήταν ωραίος άνδρας, ξανθός, με γαλανά μάτια, ευθυτενής και ρωμαλέος. Ο χαρακτήρας του όμως, σύμφωνα με τις σωζόμενες μαρτυρίες, εμφανίζεται αντιφατικός. Πότε ήταν εργατικός, με εξαιρετικές οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, και πότε αφηνόταν να παρασυρθεί από παθολογική νωθρότητα, οπότε εμφανιζόταν διστακτικός και σχεδόν αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του. Ηταν επίσης εξαιρετικά νευρικός και κυκλοθυμικός: από τη βαθιά κατάθλιψη μεταπηδούσε σε μεγάλους ενθουσιασμούς. Ηταν πάντως μορφωμένος και αγαπούσε πολύ τις επιστήμες, ιδίως την αστρολογία και τις λεγόμενες απόκρυφες επιστήμες. Υπήρξε και ο ίδιος συγγραφέας διαφόρων μελετών, αποσπάσματα των οποίων έχουν διασωθεί. Παρά την έφεσή του προς τις επιστήμες, ο Ηράκλειος ήταν ταυτόχρονα ιδιαίτερα προληπτικός: φοβόταν το νερό, επειδή ο φιλόσοφος και μαθηματικός Στέφανος κάποτε είχε προφητεύσει ότι ο θάνατός του θα προερχόταν από το νερό.


Ο Ηράκλειος αγαπούσε ιδιαίτερα την οικογένειά του. Με την πρώτη του σύζυγο, την Ευδοκία, η οποία ήταν ασθενική -έπασχε από επιληψία -, απέκτησε μία κόρη, την Επιφάνεια, η οποία μετονομάστηκε και αυτή Ευδοκία όταν ο πατέρας της την έστεψε Αυγούστα σε ηλικία ενός έτους, το 612. Απέκτησε επίσης έναν γιο, τον Ηράκλειο, ο οποίος την ίδια χρονιά, προτού γίνει ενός έτους, στέφθηκε συμβασιλέας, παίρνοντας το όνομα Κωνσταντίνος.


Τον Αύγουστο του 612, λίγους μήνες αφότου γέννησε τον γιο της, η Ευδοκία πέθανε και ο Ηράκλειος παντρεύτηκε τη 16χρονη Μαρτίνα, η οποία ήταν ανιψιά του, κόρη της αδελφής του Μαρίας. Ο γάμος αυτός θεωρήθηκε αιμομικτικός τόσο από τον Πατριάρχη όσο και από τον λαό. Γι’ αυτό και όταν τα πρώτα παιδιά της Μαρτίνας πέθαιναν λίγο μετά τη γέννα, αυτό θεωρήθηκε θεία δίκη. Ωστόσο ο Ηράκλειος υπήρξε πολύ ευτυχισμένος με τη φιλόδοξη Μαρτίνα, η οποία του συμπαραστάθηκε και τον φρόντισε μέχρι τέλους. Τον γιο της Μαρτίνας Ηρακλεωνά ο Ηράκλειος τον έκανε και αυτόν συμβασιλέα.


Ο Ηράκλειος ήταν ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας που αντικατέστησε τη λατινική με την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κράτους και καθιέρωσε τον τίτλο «Βασιλεύς» αντί των ρωμαϊκών Caesar, Augustus, Imperator. Επίσης, για να κοπάσουν οι θρησκευτικές έριδες, ο Ηράκλειος προσπάθησε μαζί με τον πατριάρχη Σέργιο να βρει μια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα του μονοφυσιτισμού, που ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία του κράτους, και διατύπωσαν το δόγμα «περί δύο φύσεων αλλά μιας ενεργείας». H προσπάθεια όμως απέτυχε.


Μετά τους Πέρσες παρουσιάστηκε μια ακόμη χειρότερη απειλή: οι μουσουλμάνοι Αραβες. Αλλά ο Ηράκλειος ήταν πλέον μεγάλος για εκστρατείες, υπέφερε και από υδρωπικία. Μετά την ήττα στον Ιερομίακα της Παλαιστίνης τον Αύγουστο του 638, μία μία οι πόλεις της Συρίας και της Παλαιστίνης πέρασαν στα χέρια των Αράβων.


Ο Ηράκλειος πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου του 641. Παρά τις παραλείψεις του και τις ιστορικές αντιξοότητες που τον ταλάνισαν, ο Ηράκλειος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες.


ΧΟΣΡΟΗΣ B’ ΠΑΡΒΙΖ (; – 628)



O Χοσρόης B’ ήταν γιος του Ορμίσδα Δ’ και εγγονός του κραταιού βασιλέα των Περσών Χοσρόη A’. Παρ’ ότι ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του το 590, δεν μπόρεσε να τον διαδεχθεί γιατί ο στρατηγός Μπαχράμ Τσουμπίν, ένδοξος για τους νικηφόρους πολέμους του εναντίον των Βυζαντινών, κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς με το όνομα Βραχάμ Στ’.


Ο Χοσρόης τότε κατέφυγε στο Βυζάντιο, όπου ζήτησε την προστασία και τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μαυρικίου με την υπόσχεση ότι αν ανέβαινε στον θρόνο θα έδινε ως αντάλλαγμα την Αρμενία και τα περίφημα φρούρια της Δάρας και της Μαρτυροπόλεως. Ο Μαυρίκιος, ο οποίος αποζητούσε την ειρήνη με τους Πέρσες, δέχθηκε. Εδωσε στον Χοσρόη 2.000.000 χρυσά νομίσματα και 100.000 ιππείς με στρατηγό τον Ναρσή, ο οποίος, συμμαχώντας με τη μερίδα του περσικού στρατού που είχε παραμείνει πιστή στον Χοσρόη, νίκησε τον Μπαχράμ Τσουμπίν κοντά στο Γκανζάκ (Αζερμπαϊτζάν) το 590. Ο Μπαχράμ Τσουμπίν κατέφυγε στους Τούρκους όπου και δολοφονήθηκε. Ο Χοσρόης ανέβηκε στον θρόνο το 591.


Αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που του προσέφερε ο Μαυρίκιος, ο Χοσρόης παρέμεινε πιστός σύμμαχός του και τον αποκαλούσε «πατέρα». Παντρεύτηκε μάλιστα και την αδελφή (ή κόρη) του Μαυρικίου, την πριγκίπισσα Μαρία (ή Ειρήνη), η οποία, μετά τον γάμο της με τον πέρση βασιλιά, πήρε το όνομα Σιρίν, που σημαίνει «Γλυκιά».


Ανασφαλής και κάθε άλλο παρά δημοφιλής ο Χοσρόης εξόντωσε όλους όσοι είχαν έστω και την παραμικρή σχέση με τη δολοφονία του πατέρα του ή με το πραξικόπημα του Μπραχάμ Τσουμπίν. Οταν το 602 ο Φωκάς δολοφόνησε τον Μαυρίκιο και ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου, ο Χοσρόης, με τη δικαιολογία ότι εκδικιόταν τη δολοφονία του φίλου και σωτήρα του, όχι μόνο δεν αναγνώρισε τον Φωκά αλλά διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν αμέσως στην Αρμενία και στη Μεσοποταμία.


Επί είκοσι χρόνια ο Χοσρόης έφερε δικαιολογημένα τον τίτλο του Παρβίζ, δηλαδή του «Νικητή». Εξαιτίας των δικών τους εσωτερικών προβλημάτων οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην περσική λαίλαπα που σάρωσε τις κτήσεις τους από την Αίγυπτο ως τον Βόσπορο. Αλλά ακόμη και όταν ο Ηράκλειος άρχισε την εκστρατεία του εναντίον των Περσών το 622, ο Χοσρόης αρνιόταν πεισματικά να συνθηκολογήσει, παρ’ όλο που η δικαιολογία του – ότι δήθεν εκδικιόταν τον θάνατο του Μαυρικίου – δεν ευσταθούσε πλέον, εφόσον ο Ηράκλειος ήταν εκείνος που είχε απαλλάξει το Βυζάντιο από την τυραννία του Φωκά.


H παράλογη επιμονή του Χοσρόη να συνεχίζει τον πόλεμο με τους Βυζαντινούς ακόμη και όταν είχε ηττηθεί κατά κράτος από τον Ηράκλειο εξάντλησε την Περσία, η οποία λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν εύκολη λεία για τους ανερχόμενους Αραβες.


Πολύ κατώτερος του συνονόματου παππού του, ο Χοσρόης B’ ήταν άνθρωπος υπερόπτης, σκληρός, άρπαγας και φιλήδονος. Λένε ότι είχε 3.000 συζύγους και ζούσε μέσα σε παραμυθένια χλιδή. Δεν ήταν καλός στρατηγός ούτε είχε διοικητικές ικανότητες. Τα πλούσια λάφυρα από τις βυζαντινές πόλεις που κατέκτησε ο στρατός του και οι βαρείς φόροι που υποχρέωνε τους υπηκόους του να πληρώνουν, συσσώρευσαν έναν φανταστικό πλούτο στα παλάτια του Χοσρόη. Επειδή οι αναμνήσεις που είχε από την πρωτεύουσα του περσικού κράτους, την Κτησιφώντα, κάθε άλλο παρά καλές ήταν, ο Χοσρόης προτιμούσε τα παλάτια της οχυρωμένης πόλης Δασταγρέδ, 113 χιλιόμετρα από την Κτησιφώντα. Οσο για το περίφημο παλάτι του, το Βεκλαλί, στις όχθες του Τίγρη, έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου: το παλάτι ήταν κτισμένο μέσα σε έναν απέραντο παραδεισένιο κήπο όπου ζούσαν όλων των ειδών τα ζώα, από τίγρεις και ελέφαντες ως πρόβατα και βόδια.


Ο Χοσρόης υπήρξε προστάτης των τεχνών τουλάχιστον όσον αφορούσε τη διακόσμηση των δικών του παλατιών. Εχουν διασωθεί χρυσά και αργυρά σκεύη διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις και πολύτιμους λίθους. Ονομαστό ήταν και το τεράστιο χαλί, «H άνοιξη του Χοσρόη», όπως το λέει ο θρύλος, το οποίο απεικόνιζε έναν πανέμορφο κήπο με παραδείσια πουλιά και ζώα.


Αλλά ο δεσποτισμός και η απληστία του Χοσρόη καθώς και η πεισματική άρνησή του να συνθηκολογήσει με τον Ηράκλειο έδωσαν την αφορμή σε μια ομάδα δυσαρεστημένων στρατηγών και αξιωματούχων να εξεγερθούν και να τον ανατρέψουν. Ο Χοσρόης συνελήφθη και ρίχτηκε στη φυλακή. Στον θρόνο της Περσίας ανέβηκε ο πρωτότοκος γιος του, ο Σιρόης, ο οποίος μετονομάστηκε Καβάδης B’. Ο Καβάδης, αφού βασάνισε απάνθρωπα τον γέρο και άρρωστο πατέρα του και σκότωσε μπροστά του τους 18 ή 19 γιους του, αρχίζοντας από τον Μερδασάν, τον οποίο ο Χοσρόης είχε επιλέξει για διάδοχό του, τον έσφαξε. Ο Καβάδης ήταν γιος βυζαντινής πριγκίπισσας αλλά φαίνεται ότι είχε κληρονομήσει τη σκληρότητα του πατέρα του. Ο Καβάδης B’ βασίλευσε μόνο μερικούς μήνες. Πέθανε από χολέρα την ίδια χρονιά που σκότωσε τον πατέρα του, το 628.