Η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ, Μάιος.
Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς «γκουρού» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ προκάλεσε πολλές συζητήσεις, όταν το 1993 δημοσίευσε στο έγκυρο περιοδικό «Foreign Affairs» ένα άρθρο με τον τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών και η αναμόρφωση της παγκόσμιας τάξης». Ορισμένοι, όπως ο δρ Χένρι Κίσινγκερ, χαρακτήρισαν το άρθρο «ένα από τα πιο σημαντικά που έχουν δημοσιευθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου» ενώ ο δρ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι έκανε λόγο για «ένα σημαντικό έργο που θα προκαλέσει επαναστατικές αλλαγές στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων».
Τρία χρόνια αργότερα ο αμερικανός ακαδημαϊκός εξέδωσε ένα βιβλίο, με τον ίδιο τίτλο όπως το περιβόητο άρθρο του. Επρόκειτο για μια σοβαρή προσπάθεια να επαναληφθεί το εγχείρημα του Τζορτζ Κάνον, ο οποίος έδωσε στο αμερικανικό κατεστημένο με ένα άρθρο του, το οποίο υπέγραφε ως κύριος Χ, τη συνταγή για τη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής και ιδεολογίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με βάση την αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού.
Η βασική του πρόβλεψη είναι ότι ο κόσμος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν θα καθορίζεται από τη σύγκρουση υπερδυνάμεων αλλά από τη σύγκρουση πολιτισμών. Κατά τον Χάντινγκτον η θεμελιώδης μεταψυχροπολεμική αντίθεση θα αφορά το χάσμα ανάμεσα στη «Δύση και στον υπόλοιπο κόσμο» ή όπως το έθεσε πολύ πιο γλαφυρά στα αγγλικά ανάμεσα στο «West and the rest».
Ο Χάντινγκτον καταρρίπτει τις θεωρίες για το «τέλος της ιστορίας» ή το «τέλος της ιδεολογίας» και υποστηρίζει ότι ο νέος πολυκεντρικός κόσμος που διαμορφώνεται θα στρέφεται γύρω από πολιτισμικές συμμαχίες με επίκεντρο: το Ισλάμ, την Ορθοδοξία και τον Πανσλαβισμό και τέλος τον κόσμο της Ανατολής που επηρεάζεται από τις αρχές του Κουμφούκιου. Η αντίδραση ήταν μεγάλη: οι περισσότεροι χαρακτήρισαν «εκπληκτική» την ανάλυσή του, χωρίς όμως πρακτική χρησιμότητα για όσους ασκούν καθημερινά την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Στην Ελλάδα το βιβλίο του Χάντινγκτον προκάλεσε θόρυβο γιατί ο αμερικανός ακαδημαϊκός εξαιρεί τη χώρα μας από τη «Δύση» λόγω θρησκείας, κουλτούρας, διαφοροποίησης με τη Δύση έναντι των Σέρβων και κοινών συμφερόντων με τη Ρωσία.
«Το Βήμα» συνάντησε τον καθηγητή Χάντινγκτον στο πλαίσιο μιας σειράς συνεντεύξεων με τους πρωταγωνιστές στον τομέα της διαμόρφωσης μιας νέας αμερικανικής πολιτικής και ιδεολογίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Μεταξύ άλλων του ζητήθηκε να δικαιολογήσει τη θέση του για την Ελλάδα, πράγμα που έκανε με τρόπο αναλυτικό και πείσμονα. Οι σχετικές απαντήσεις του είναι ίσως προκλητικές αλλά χρήσιμες για τον διάλογο που συχνά υποβόσκει στις στήλες αυτής της εφημερίδας για το «ποιοι είμαστε και πού ανήκουμε».
Πιστεύετε ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και γιατί;
«Η Δύση χάνει σταδιακά τη δύναμη σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, ειδικότερα σε σύγκριση με την Ασία. Εχει σημειωθεί μια σημαντική στροφή στη διανομή του πλούτου προς την Ασία. Η πρόσφατη κρίση στην Ανατολική Ασία μπορεί να έχει διακόψει προσωρινά την ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών, πιστεύω όμως πως θα ανακάμψουν και θα αναπτυχθούν.
Εχουμε ακόμη μετατόπιση της στρατιωτικής ισχύος. Οι πυρηνικές δοκιμές της Ινδίας αποτελούν μια σαφή ένδειξη. Γενικότερα βλέπω ότι οι μη δυτικές κοινωνίες θα προωθούν τα συμφέροντά τους με πολύ πιο επιθετικό τρόπο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση».
Διαπιστώνουμε, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ένα «θρίαμβο» του δυτικού τρόπου ζωής. Θεωρείτε σκόπιμο για τις ΗΠΑ και την υπόλοιπη Δύση να συνεχίζουν να πιέζουν για την επιβολή αυτού του μοντέλου στον υπόλοιπο κόσμο;
«Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να πιστεύουν ότι οι δικές τους αξίες, η δημοκρατία, η ελεύθερη οικονομία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχουν εφαρμογή παγκοσμίως. Μπορεί να χρειάζεται να συνεχίσουμε την προώθηση των αρχών αυτών. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν σαφείς περιορισμοί στη δύναμη και επιρροή μας.
Οι μη δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν την εξάπλωση των δυτικών αξιών ως μια σοβαρή απειλή. Είναι καλό επίσης να μη συγχέουμε τον αντίκτυπο που έχει το CNN, για παράδειγμα, στις κοινωνίες αυτές. Ας μην ξεχνούμε ότι πέρα από τα μέλη ορισμένων ελίτ σε διάφορες χώρες, που είναι μέλη αυτού που αποκαλώ «κουλτούρα του Νταβός» (από τις ετήσιες συναντήσεις προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο στο Νταβός), ο ευρύτερος πληθυσμός τους δεν είναι κοινωνός της παγκοσμιοποίησης της ενημέρωσης και του καταναλωτισμού».
Μια από τις έννοιες που επισημαίνετε στα γραπτά σας αφορά τη διαφορά εκμοντερνισμού και της δυτικοποίησης. Τι εννοείτε ακριβώς;
«Πριν από 100 χρόνια η Δύση ήταν εκμοντερνισμένη αλλά όχι ο υπόλοιπος κόσμος. Σήμερα οι μη δυτικές κοινωνίες εκμοντερνίζονται και αρχίζουν να μοιάζουν επιφανειακά με τις δυτικές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ασπάζονται θεμελιακές δυτικές αξίες καθώς οι πολιτισμικές διαφορές παραμένουν τεράστιες».
Πολύς λόγος γίνεται για το τέλος κάθε ιδεολογίας μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Την ίδια στιγμή μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, στις δυτικές και μη κοινωνίες, βλέπουν ότι οι οικονομικές εξελίξεις τούς αφήνουν στο περιθώριο. Πιστεύετε ότι θα προκύψει κάποια νέα ιδεολογία, διάδοχη του σοσιαλισμού, που θα εκφράσει τις ομάδες αυτές;
«Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, ακόμη και εδώ στην Αμερική, υπάρχει όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια να εξασφαλισθεί ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Αρχίζουμε να βλέπουμε μια στροφή μακριά από τον καπιταλισμό τύπου Ρέιγκαν ή Θάτσερ και τη μετάβαση σε μια πιο ισορροπημένη εκδοχή του συστήματος.
Ακόμη και η Διεθνής Τράπεζα αφιέρωσε πέρυσι ένα μεγάλο τμήμα της ετήσιας έκθεσής της στην ανάγκη για ισχυρό και αποτελεσματικό ρόλο του κράτους. Τι καλύτερη ένδειξη της αλλαγής που συντελείται;».
Ενα από τα βασικά ερωτήματα που προκύπτει από τα βιβλία σας είναι κατά πόσον υπάρχει τελικά ισλαμικός κίνδυνος και πώς πρέπει να τον αντιμετωπίσει η Δύση.
«Πρώτα από όλα δεν θα αναφερόμουν στο φαινόμενο αυτό ως «ισλαμικό κίνδυνο». Ο μουσουλμανικός κόσμος έχει σημαντικά προβλήματα με τη Δύση, με τους άλλους πολιτισμούς και με ίδιο τον εαυτό του.
Οι μουσουλμάνοι είναι ευρύτατα αναμειγμένοι σε βίαιες συγκρούσεις με άλλους λαούς και μεταξύ τους. Υπάρχουν δύο σοβαρά αίτια για αυτό:
* Η απουσία μιας χώρας που να παίζει ηγεμονικό ρόλο στο Ισλάμ, καθώς έχουμε μια σειρά από διεκδικητές της πρωτοκαθεδρίας, όπως το Ιράν, το Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία.
* Από δημογραφική άποψη έχουμε την αποσταθεροποιητική έκρηξη του μουσουλμανικού πληθυσμού, αν και οι ειδικοί αναμένουν ότι θα τερματισθεί περί την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Οι παράγοντες αυτοί οδηγούν σε συγκρούσεις μεταξύ μουσουλμάνων και άλλων, σε όλη την περιφέρεια του μουσουλμανικού κόσμου».
Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις «προκλήσεις» αυτές η Δύση;
«Είναι ένα δύσκολο ερώτημα καθώς οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν εντελώς διαφορετικού τύπου σχέση με κάθε μουσουλμανική χώρα. Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον είναι η τάση των μουσουλμανικών χωρών να συντονίζονται τελευταία, πράγμα που φάνηκε αρκετά καθαρά στη μουσουλμανική διάσκεψη στην Τεχεράνη».
Στα γραπτά σας αφιερώνετε εκτενείς αναλύσεις στην Τουρκία.
«Πρόκειται για μια βαθύτατα διχασμένη χώρα, όπως έχουμε διαπιστώσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με την επιβολή, με αργούς ρυθμούς, ενός σταδιακού στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το στρατιωτικό κατεστημένο ανέτρεψε την κυβέρνηση των ισλαμιστών, απαγόρευσε τη λειτουργία του Ρεφάχ και οδήγησε στη φυλάκιση πολλά στελέχη του.
Ολα αυτά αποδεικνύουν ότι η Τουρκία είναι διχασμένη μεταξύ της παλιότερης φιλοδυτικής στρατιωτικής, γραφειοκρατικής και εν μέρει επιχειρηματικής ελίτ από τη μια και των ισλαμιστικών δυνάμεων από την άλλη που αμφισβητούν την κεμαλική παράδοση».
Ποια είναι η δική σας πρόγνωση για την πορεία της;
«Τα ρήγματα στην τουρκική κοινωνία θα συνεχισθούν γιατί το Ισλάμ έχει σημαντική υποστήριξη στην Τουρκία, αν μη τι άλλο αποτελεί ένα κίνημα που μοιάζει με τα κομμουνιστικά κινήματα της περιόδου 1950 – 1970. Η στρατιωτική ηγεσία είναι ταυτόχρονα αποφασισμένη να μην επιτρέψει στους ισλαμιστές να ανέλθουν στην εξουσία. Ελπίζω ότι δεν θα δούμε στην Τουρκία ό,τι συνέβη στην Αλγερία, όπου ο στρατός έφραξε τον δρόμο στην εκλογή των ισλαμιστών με τα γνωστά αποτελέσματα των τελευταίων έξι ετών».
Στο βιβλίο σας εξαιρείτε την Ελλάδα από τη Δύση, πράγμα που προκαλεί εντύπωση καθώς πρόκειται για μια χώρα που έχει ταυτισθεί με τη Δύση σε κρίσιμες περιπτώσεις, συμμετέχει στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και έχει υιοθετήσει ένα δυτικό τρόπο ζωής.
«Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα ανήκε ποτέ στον δυτικό πολιτισμό, ο οποίος δημιουργήθηκε τον 9ο και 10ο αιώνα μ.Χ. Η κλασική Ελλάδα δώρησε ασφαλώς πολλά στοιχεία στον δυτικό πολιτισμό.
Κατά τη γνώμη μου οι θέσεις που έχει πάρει η Ελλάδα σε θέματα όπως το Βοσνιακό δείχνουν καθαρά ότι έχει διαφορετικά συμφέροντα από τις δυτικές δυνάμεις. Βλέπω ότι οι Ελληνες αναγνωρίζουν το γεγονός αυτό καθώς σημαίνοντες πολιτικοί μιλούν όλο και περισσότερο για τους δεσμούς της χώρας με ορθόδοξες δυνάμεις».
Θα επιμείνω για λίγο. Η Ελλάδα έχει συμμαχήσει με τις δυτικές δυνάμεις εδώ και πολλές δεκαετίες και εν πάση περιπτώσει το δημοκρατικό της σύστημα είναι κατ’ εξοχήν δυτικό.
«Η Δύση συνεργάζεται με πολλές χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία. Αυτό όμως δεν καθιστά τις χώρες αυτές δυτικές».
Η έμφαση στις διαφορές δυτικών και μη δυτικών κοινωνιών μπορεί εύκολα να ενισχύει τη διαφοροποίηση και αποξένωση των τελευταίων.
«Αυτό είναι δικό τους θέμα. Στην Τουρκία διεξάγεται ένας συγκλονιστικός διάλογος, με σοβαρές επιπτώσεις, για το πού ανήκει η χώρα. Το ίδιο υποπτεύομαι συμβαίνει εν μέρει και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Είναι όμως δικό τους θέμα να αποφασίσουν πού ανήκουν, ποιος είναι ο φυσικός πολιτισμικός τους χώρος και οι φυσικοί τους σύμμαχοι».
Ως αμερικανός αναλυτής ανησυχείτε για τυχόν αναζωπύρωση του ρωσικού εθνικισμού ή και ιμπεριαλισμού;
«Η Ρωσία είναι αποδυναμωμένη αυτή τη στιγμή αλλά να μην ξεχνούμε αυτό που είχε πει κάποτε ο Βίσμαρκ: ότι η Ρωσία δεν είναι ποτέ τόσο δυνατή ή ασθενής όσο πιστεύει ο υπόλοιπος κόσμος. Στο παρελθόν υπερβάλαμε γύρω από τη δύναμη της Σοβιετικής Ενωσης και δεν θα ήθελα τώρα να κάνω το ίδιο και να υπερβάλω για το πόσο ανίσχυρη είναι. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη με σοβαρές στρατιωτικές δυνατότητες, μεγάλα αποθέματα πλουτοπαραγωγικών πηγών και έναν πληθυσμό με μεγάλες ικανότητες.
Είμαι συνεπώς βέβαιος ότι η Ρωσία θα παίξει πάλι ένα σημαντικό ρόλο ως μεγάλη δύναμη. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις προθέσεις της από τη δυναμική εξωτερική πολιτική του υπουργού κ. Πριμακόφ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Μόσχα θα ακολουθήσει μια ιμπεριαλιστική πολιτική· αν και προσπαθεί, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να αποκτήσει τον έλεγχο των κρατών που ανήκαν στην ΕΣΔΔ και να δημιουργήσει συμμαχίες με άλλες ορθόδοξες χώρες, όπως την Ελλάδα».
Ως προς τη Βοσνία τώρα· πώς μεταφράζεται η θεωρία περί σύγκρουσης πολιτισμών σε σχέση με το τι έπρεπε να κάνει η Δύση σε αυτήν την περίπτωση;
«Επρεπε πρώτα από όλα να υπάρξει ενεργός παρέμβαση των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών σε συνεργασία με τη Ρωσία, στην αρχή της κρίσης. Επίσης θα έπρεπε να συμφωνηθεί η σαφής διχοτόμηση της Βοσνίας πριν από τρία χρόνια, πράγμα που ήταν και είναι εντελώς αναπόφευκτο. Αυτό έχει συμβεί στην πράξη και επισημοποιήθηκε ουσιαστικά στο Ντέιτον έστω με την επικάλυψη μιας συμφωνίας».
Ας στραφούμε λίγο στην Ασία. Αποτελεί πρόβλεψή σας ότι η Κίνα θα αποδειχθεί ο πιο κρίσιμος αντίπαλος της Ουάσιγκτον στη διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας;
«Αν υπάρξει σοβαρή διεκδίκηση αυτού του ρόλου, θα προέλθει πιθανότατα από την Κίνα, η οποία έχει να επιδείξει θεαματική οικονομική ανάπτυξη. Προσπαθεί ακόμη να αυξήσει θεαματικά τη στρατιωτική της ισχύ και να αλλάξει τις Ενοπλες Δυνάμεις της από την εποχή του Μάο, ώστε να μπορούν να εκτελέσουν επιχειρήσεις σε διάφορες εστίες. Χωρίς αμφιβολία οι Κινέζοι αναμένουν ότι θα παίξουν ηγεμονικό ρόλο στην Ανατολική Ασία, γεγονός που μπορεί να τους φέρει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ».
Κάνετε λόγο για πολιτισμικές συγκρούσεις στην παγκόσμια σκηνή. Πώς αντιμετωπίζετε τις συγκρούσεις αυτές στο εσωτερικό της Αμερικής; Ποιος είναι ο αντίκτυπος τους;
«Υπάρχουν πολλές εθνικές μειονότητες ή πολιτισμικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες επιμένουν να προβάλλουν τις διαφορές τους από την υπόλοιπη κοινωνία, ακόμη και να αμφισβητούν τις κλασικές αρχές μιας δυτικής κοινωνίας.
Η απουσία ενός προφανούς αντιπάλου της χώρας, όπως συνέβαινε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, έχει ταυτόχρονα επιτρέψει σε ισχυρές εθνικές ή οικονομικές ομάδες να επηρεάζουν καθοριστικά την εξωτερική πολιτική. Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού είναι ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική δέχεται πιέσεις από πολλές κατευθύνσεις χωρίς να είναι πάντοτε σαφές ποιο είναι το καθαρό αμερικανικό σύμφερον.
Για παράδειγμα στην περίπτωση του Καυκάσου έχουμε από τη μια το αρμενικό λόμπι που έχει καταφέρει να απομονώσει πολιτικά το Αζερμπαϊζάν και από την άλλη τις εταιρείες πετρελαίου που θέλουν τα συμβόλαια για την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών αποθεμάτων του Αζερμπαϊζάν».
Πολλοί αναζητούν τον νέο κύριο Χ, τον άνθρωπο που θα προσφέρει μια στρατηγική θεωρία και πυξίδα για τις ΗΠΑ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Πόσο πιθανό είναι να προκύψει ένας νέος κύριος Χ;
«Δεν είναι καθόλου πιθανό. Πιστεύω πάντως ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια προσπάθεια της Αμερικής και της Ευρώπης να εμφανίζονται σε ένα κοινό μέτωπο με ταυτόσημες θέσεις για τα μεγάλα διεθνή προβλήματα, εφόσον θέλουν να διατηρήσουν την ισχύ της Δύσης.
Θα ήταν ακόμη εξαιρετικά θετικό να προχωρήσουμε σε πιο στενή οικονομική συνεργασία Ευρώπης και ΗΠΑ, με τη δημιουργία μιας Βορειοατλαντικής Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου.
Πεποίθησή μου, τέλος, είναι ότι η Δύση πρέπει να σταματήσει τώρα να ασχολείται με τη διατήρηση της ηγεμονίας της και την εξάπλωση του δικού της μοντέλου στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό που προέχει είναι να λύσει τα δικά της εσωτερικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, ώστε να αυξήσει την ισχύ της και να αποτρέψει την περαιτέρω παρακμή».
Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών John Olin καθώς και της Ακαδημίας Διεθνών και Περιφερειακών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου. Ηταν επικεφαλής του Τμήματος Στρατηγικού Σχεδιασμού του Λευκού Οίκου επί Κάρτερ, πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και ιδρυτής του γνωστού περιοδικού «Foreign Policy».