Δεν είμαστε απολύτως σίγουροι αν το 2004 ήταν η χρονιά του Σάκη Ρουβά. Περισσότερο προς το «χρονιά της Δάφνης Μπόκοτα» φέρνει. Επειδή όμως ο σταρ είναι ο Ρουβάς, ας τη χαρακτηρίσουμε «χρονιά που η Δάφνη συνάντησε τον Σάκη». Και εντυπωσιάστηκε τόσο από τη λάμψη του, τη λάμψη της ελεύθερης αγοράς, η μαραμένη από τη δημοσιοϋπαλληλική ρουτίνα της κρατικής τηλεόρασης Δάφνη, που έχασε τον έλεγχο, άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά το όνομά του που το ακούσαμε όλοι. Το ακούσαμε τόσες πολλές φορές που έγινε καθημερινή σκέψη μας: «Σάκης», κάτι σαν «τι θα φάμε σήμερα», «να μην ξεχάσω να πάρω εφημερίδα» κτλ. Ο ανεξέλεγκτος ενθουσιασμός της παρουσιάστριας ξεχύθηκε έξω από τα σύνορα: «Sakis!» άρχισαν να παραληρούν μαζί της χιλιάδες ευρωπαίες θαυμάστριες. Ή έτσι νομίζαμε.


Ονειρο ήταν και πάει



Γιατί, τελικά, Eurovision ήταν, πέρασε, και όπως γίνεται με τέτοιους διαγωνισμούς ξεχάστηκε. Μαζί της ξεχάστηκε και η διεθνής καριέρα του Σάκη, όπως την οραματίστηκαν κάποιοι. Ούτως ή άλλως δεν είχε κερδίσει. Τρίτος είχε βγει. Είναι αυτός λόγος να τον ανακηρύξουμε πρόσωπο της χρονιάς; Δεν θα ήταν αν παρ’ ότι ο Σάκης δεν έγινε διεθνής Sakis (αυτός ήταν ο στόχος του) και παρ’ ότι δεν πρώτευσε (αυτός ήταν ο στόχος της Δάφνης Μπόκοτα) στην υπερήφανη πατρίδα του δεν γνώριζε την απόλυτη δόξα, δεν αντιμετωπιζόταν ως ο απόλυτος νικητής και κάτι παραπάνω. Χωρίς ουσιαστικά να κάνει τίποτε περισσότερο από αυτά που κάνει τα τελευταία 14 χρόνια της δεκατετραετούς καριέρας του: να χαμογελάει με νόημα, να κουνάει με νόημα το σώμα του και να κάνει νοήματα στις διψασμένες για τεστοστερόνη έφηβες της πλατείας.


Δεν είναι εύκολο να χαμογελάς με νόημα, να κουνάς με νόημα το σώμα σου και κάνεις νοήματα στις έφηβες της πλατείας. Χρειάζεται και αυτό το ταλέντο του. Στην περίπτωση του Ρουβά ουδείς αμφισβητεί ότι ταλέντο υπάρχει. Απλώς άλλοι το εντοπίζουν στον σταρ και άλλοι στον πρώην μάνατζέρ του και μόνιμο φύλακα-άγγελό του Ηλία Ψινάκη. Τον άνθρωπο που οραματίστηκε και κατασκεύασε το είδωλο.


Ο μάνατζερ-ηγεμόνας


Ολα ξεκίνησαν στην Κέρκυρα, όπου ο Σάκης Ρουβάς γεννήθηκε πριν από τριαντακάτι χρόνια. Ο μικρός Αναστάσιος εκδήλωσε την αγάπη του για τη μουσική από τα πρώτα χρόνια του. Το τραγούδι ήταν ένα χόμπι, η ενόργανη γυμναστική και το άλμα επί κοντώ ήταν οι τομείς στους οποίους διέπρεψε τα χρόνια της εφηβείας του. Και αν δεν συνέχισε τον αθλητισμό, το τέλειο σώμα που έχτισε εκείνα τα χρόνια ακόμη το περιφέρει με επιτυχία, ζαλίζοντας τα πλήθη. Το ντεμπούτο του στην αθηναϊκή νύχτα το 1991 ακολούθησε εμφάνιση με το τραγούδι «Πάρ’ τα» στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Και αν οι θαυμάστριες που άρχισαν να τον ανακαλύπτουν δεν πήραν τίποτε παρά μόνον υποσχέσεις από τον σέξι τραγουδιστή, ο ίδιος πήρε το πρώτο βραβείο. Τα επόμενα χρόνια έφεραν μεγάλες επιτυχίες. Ο Σάκης είτε με χαίτη είτε κοντοκουρεμένος είτε με σκισμένα τζιν και κολλητά δερμάτινα είτε κουστουμαρισμένος έζησε σκηνές που μόνο ο Ανδρέας Μπάρκουλης είχε ζήσει κάποιες δεκαετίες πριν.


Ο Ηλίας Ψινάκης, κοσμικός νέος καλής οικογενείας, διέκρινε στον σταρ κάτι περισσότερο από εκείνο που έβλεπαν οι άλλοι: τον σουπερστάρ. Αναλαμβάνοντάς τον ως μάνατζερ έριξε στην αγορά το πιο έξυπνα διαφημισμένο προϊόν της ελληνικής σοουμπίζ μετά την (αυτοδιαφημιζόμενη) Αλίκη Βουγιουκλάκη. H εικόνα του Σάκη, όπως την εμπνεύστηκε και τη ζωντάνεψε ο «ειδικός», βασίστηκε στη σκηνική πρόκληση (παιχνίδι που ο τραγουδιστής έχει το ταλέντο να παίξει) και στο μυστήριο γύρω από την ιδιωτική ζωή του (παιχνίδι στο οποίο ο Ψινάκης ως μάνατζερ που ελέγχει τα πάντα αναδείχτηκε πρωταθλητής).


Αυτός ο μάνατζερ ήλεγχε πραγματικά τα πάντα: έκλεινε όλες τις συνεντεύξεις και φωτογραφήσεις, διαπραγματευόταν αμοιβές, εφεύρισκε και εφάρμοζε επικοινωνιακά τρυκ που κρατούσαν και κρατάνε ακόμη τον Σάκη στην επικαιρότητα (πιθανολογούμενες ερωτικές σχέσεις, παρ’ ολίγο λιντσαρίσματα από θαυμάστριες, «στρατούς ασφαλείας» γύρω από το είδωλο). Ηταν τέλος εκείνος που διαχειρίστηκε κρίσεις όπως η στράτευση του σταρ, η υπόθεση με τη δήθεν πραγματική μητέρα του, η πιο πρόσφατη διανυκτέρευσή του σε κότερο απ’ όπου «αλιεύθηκαν» ναρκωτικά… Μοναδική μελανή σελίδα στην (καλλιτεχνική) ζωή του διδύμου Ρουβά – Ψινάκη η συναυλία με τον τούρκο ποπ σταρ Μπουράτ Κουτ στην Κύπρο στην Πράσινη Γραμμή, η οποία συνέπεσε με την επέτειο της γενοκτονίας των Ποντίων και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα. (Και όμως, για αυτή τη συνεργασία ο Σάκης τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκσί. Τελικά ακόμη και τότε, που όλοι είχαν εμφανιστεί σίγουροι ότι η καριέρα του σταρ τελείωνε, ο Ψινάκης ήξερε πολύ καλά τι έκανε.)


Μηχανή επιτυχιών


Είχε χρήμα και φήμη, κάθε κίνησή του γινόταν θέμα στα MME, από τις εμφανίσεις του στα ξενυχτάδικα ως τις διαφημίσεις που γύρισε για την τηλεόραση. H Eurovision τι είχε να προσφέρει στον απόλυτο ποπ σταρ της Ελλάδας; Τι άλλο από μια μοναδική ευκαιρία να γίνει γνωστός στην Ευρώπη, πράγμα που είχε αρκετές φορές επιχειρήσει με τη βοήθεια ισχυρών φίλων (εφοπλιστριών του Λονδίνου, της Νάνας Μούσχουρη κτλ.) χωρίς επιτυχία. Βρέθηκε το κατάλληλο τραγούδι, βρέθηκε μια κρατική τηλεόραση πρόθυμη να τον στηρίξει – «αδειάζοντας» τους νικητές διαγωνισμού που είχε γίνει γι’ αυτόν τον λόγο -, βρέθηκε ένας ολόκληρος λαός τόσο αφελής ώστε με την πρόφαση μια διοργάνωσης εθνικής σημασίας να στηρίξει την προσπάθεια ενός τραγουδιστή να κάνει διεθνή καριέρα.


Ετσι ο Σάκης έγινε Sakis, εξακολουθώντας όμως να κάνει όλα όσα έκανε και όταν ήταν απλός Σάκης: να χοροπηδάει σαν το κατσίκι στη σκηνή, να περνάει το χέρι του με νόημα πάνω από τα γεννητικά του όργανα, να χαμογελάει, να σκίζει ή να του σκίζουν τα ρούχα του. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της τέχνης του οφείλεται η παράκρουση που έπαθε η Δάφνη Μπόκοτα όταν από την Κωνσταντινούπολη αναμετέδιδε ότι ο Σάκης είχε αφήσει άφωνη την υφήλιο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο Sakis δεν νίκησε. Και δεν ξεκίνησε διεθνή καριέρα, πέρα από σποραδικές εμφανίσεις σε μερικές χώρες, πράγμα που έκανε και πριν από τη Eurovision. Αυτό όμως καθόλου δεν επηρέασε τη δημοτικότητά του πίσω, στη μικρή πατρίδα του. H υστερία που φούντωσε με την εμφάνισή του στη Eurovision συνεχίστηκε για αρκετό καιρό μετά. Γιατί;


Ιδανική ηδονή


Γιατί ο Σάκης Ρουβάς έχει τη λάμψη του σταρ – έστω ελληνικής… εμβέλειας. Αυτό σε συνδυασμό με το άριστο μάρκετινγκ τον αναδεικνύει σε Νο 1 είδωλο της ελληνικής ποπ. Από τα είδωλα εκείνα που η λαϊκή υστερία τα τρέφει. Δεν μιλάμε για τη Μαρινέλλα που μπορεί να σε ανατριχιάσει ακίνητη μόνο με τη φωνή της. Δεν μιλάμε καν για τραγούδι. Μιλάμε για την παρουσία και μόνο. Οχι ότι ο Ρουβάς τραγουδάει κακά. Μια χαρά μέτρια τραγουδάει, όπως το 90% των συναδέλφων του. Το δυνατό σημείο του όμως δεν είναι η φωνή, αλλά η «υπόσχεση» και η πρόκληση που αποκαλύπτονται πίσω από κάθε ευγενικό χαμόγελο, πίσω από κάθε κίνησή του. Εχει το ταλέντο να προκαλεί μέχρι λιποθυμίας το θύμα του, χωρίς να γίνεται αγοραίος. Είναι το καλό, το ευγενικό παιδί με το ζωώδες πάθος. Είναι ο άνδρας που δεν θα σε βαρέσει ποτέ, παρά μόνο αν το θέλεις. Είναι ο όμορφος, καλοβαλμένος νέος που θα ικανοποιήσει όλη την οικογένεια, άλλον με την ευγένειά του και την καταδεκτικότητά του, άλλον με ένα χάδι στο κεφάλι, άλλον με κάτι περισσότερο – όπως τουλάχιστον «υπόσχεται». Κάτι σαν τον νεαρό στο «Θεώρημα» του Παζολίνι, σε μια μάλλον πιο light, αφελή, νεοελληνική εκδοχή. (‘H μήπως όχι τόσο αφελή;) Είναι εν κατακλείδι ένα είδος που υπάρχει μόνο στον ψεύτικο κόσμο της σοουμπίζ. Και ως τέτοιο είδος έπαιξε με το κοινό τραγουδώντας του «Shake it» («Κούνα το») στη Eurovision. Ως τέτοιο είδος αναδείχθηκε σε απόλυτο ίνδαλμα της made in Greece ποπ αισθητικής για το 2004. Ο Σάκης Ρουβάς πωλεί τον εαυτό του ως μια ηδονή τόσο ιδανική που είναι αδύνατον να υπάρχει. Και οι θαυμαστές του οι αλαλάζοντες τι άλλο ζητούν για να γίνουν ευτυχείς, αν όχι ηδονές που δεν υπάρχουν, που δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξουν στις ζωές τους;