Ο τρόπος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ένας δίσκος χρυσός ή πλατινένιος είναι ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό, παρ’ όλο που δισκογραφικές εταιρείες και καλλιτέχνες μιλάνε ανελλιπώς για την αγάπη του κόσμου που τους τον απένειμε. Αν και η… αγάπη αυτή πρακτικά θα έπρεπε να «υπολογίζεται» από τον αριθμό των πωλήσεων που κάνει κάθε άλμπουμ μετά την είσοδό του στην αγορά, τελικά αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις δεν προηγούνται αλλά έπονται του χρυσού ή του πλατινένιου «χρίσματος».


Οταν γίνεται λόγος για πωλήσεις 25.000 αντιτύπων (αριθμός απαραίτητος για να γίνει ένας δίσκος χρυσός) και 50.000 αντιτύπων (για να γίνει πλατινένιος), κανείς ίσως δεν γνωρίζει ­ εκτός από τους άμεσα εμπλεκομένους ­ ότι δεν πρόκειται περί πραγματικών πωλήσεων αλλά περί παραγγελιών των δισκοπωλείων. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, για εξαγωγή από τις αποθήκες των δισκογραφικών εταιρειών. Δεν έχουμε δηλαδή τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας του άλμπουμ 25.000 διαφορετικούς αγοραστές που το προμηθεύονται από τα καταστήματα αλλά τιμολόγια και πιστοποιητικά που βεβαιώνουν αντίστοιχο αριθμό προμηθειών των δισκοπωλείων από τις εταιρείες. Εδώ κρύβεται το «παιχνίδι» των δισκογραφικών εταιρειών, οι οποίες, αφού προβάλλουν προς τους υποψήφιους αγοραστές το γεγονός ότι ένας δίσκος έγινε χρυσός, αναμένουν αμέσως μετά και την προσέλευσή τους στα δισκοπωλεία.


Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην ελληνική δισκογραφική αγορά, στην ουσία δεν μιλάμε για πωλήσεις αλλά για τοποθέτηση των δίσκων στην αγορά. Πρόκειται για απλή ομολογουμένως και καθ’ όλα νόμιμη διαδικασία, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διεκπεραιώνεται μέσω ενός κλειστού συστήματος ερήμην του κοινού. Ο κάθε δίσκος ανακηρύσσεται χρυσός ή πλατινένιος βάσει μόνο των παραγγελιών που κάνουν τα δισκοπωλεία προς τα τμήματα πωλήσεων των εταιρειών. Και όταν οι παραγγελίες φθάσουν στον «μαγικό αριθμό» των 25.000 ή των 50. 000 αντιτύπων, τότε αμέσως το άλμπουμ διαφημίζεται ως χρυσό ή πλατινένιο αντιστοίχως.


Ολοι βέβαια υποψιαζόμαστε ότι όταν ένα δισκοπωλείο γνωρίζει πως η αγοραστική δύναμη ενός άλμπουμ είναι 700-800 αντίτυπα και παραγγέλνει 3.000 ή και περισσότερα το κάνει εκ του πονηρού. Πληροφορίες, ανεπίσημες, θέλουν ενίοτε και τις δισκογραφικές εταιρείες να παρεμβαίνουν προσθέτοντας στις παραγγελίες που έχουν ήδη δεχθεί τον αριθμό που υπολείπεται για να γίνει ένας δίσκος χρυσός ή πλατινένιος. Αυτό βέβαια γίνεται σε συμφωνία με τα δισκοπωλεία, τα οποία εξασφαλίζουν τη δυνατότητα επιστροφής, αν το «πλεόνασμα» δεν πουληθεί. Για αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που παρακολουθούμε απονομές χρυσών ή πλατινένιων δίσκων σε καλλιτέχνες ταυτοχρόνως ή λίγο μετά από την κυκλοφορία του άλμπουμ τους. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει το κοινό να περιμένει από τα ξημερώματα έξω από τα δισκοπωλεία για να αγοράσει το CD που επιθυμεί ­ τα τελευταία χρόνια τουλάχιστον η ελληνική αγορά δεν παρουσιάζει ανάλογα φαινόμενα καταναλωτικής «υστερίας» όσον αφορά τη δισκογραφία.


Οσοι όμως εμπλέκονται σε αυτό το κλειστό κύκλωμα κάνουν λόγο για διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν την αντικειμενικότητά του. Ο κ. Νίκος Χαϊκάλης, υπεύθυνος πωλήσεων της δισκογραφικής εταιρείας Universal, μας πληροφόρησε ότι η όλη διαδικασία για να καταστεί ένας δίσκος χρυσός διασφαλίζεται από πιστοποιητικό που παρέχουν ορκωτοί λογιστές της εταιρείας Pricewaterhouse Coopers. Η τελευταία έχει επιλεγεί από την Ενωση Δισκογραφικών Εταιρειών Ελλάδος για να διενεργεί για λογαριασμό της τους ελέγχους. Οι ορκωτοί λογιστές έχουν αντικείμενο έρευνας τον έλεγχο των τιμολογίων των παραγγελιών μεταξύ των τμημάτων πωλήσεων των δισκογραφικών εταιρειών και των δισκοπωλείων, όπως επίσης και τον έλεγχο των επιστροφών. Μετά τον έλεγχο και την έκδοση της βεβαίωσης – πιστοποίησης ότι όλα έχουν γίνει νομοτύπως η κάθε εταιρεία μπορεί να εκμεταλλευθεί το γεγονός του χρυσού ή πλατινένιου δίσκου όπως κρίνει εκείνη.


Η εμπορική όμως εκμετάλλευση ενός χρυσού δίσκου αφορά και τον τραγουδιστή. Οσο πιο γρήγορα γίνει χρυσό το άλμπουμ του τόσο καλύτερα μπορεί να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ο καλλιτέχνης το γεγονός όταν διαπραγματεύεται την αμοιβή των εμφανίσεών του στα νυχτερινά μαγαζιά.


Αν όλα αυτά έχουν τελικό αποδέκτη το κοινό και γίνονται στο όνομά του, το τελευταίο όχι μόνο δεν γνωρίζει τίποτε αλλά στην πραγματικότητα σύρεται από το μάρκετινγκ των δισκογραφικών εταιρειών προς τα δισκοπωλεία για να προμηθευτεί το προϊόν. Ενώ φυσιολογικά ένας δίσκος ­ και κατά συνέπεια ο δημιουργός του ­ θα έπρεπε να κρίνεται εκ των υστέρων ως επιτυχημένος ή αποτυχημένος, στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν χρειάζεται να μπει σε οποιαδήποτε διαδικασία δοκιμασίας: οι υπεύθυνοι έχουν φροντίσει ώστε να «βαπτισθεί» εκ των προτέρων επιτυχία.