Το θέατρο είναι «Art»
Η πρόβα ξεκίνησε με την υπόκλιση, λες και η παράσταση είχε μόλις τελειώσει. Είχαν μόλις πει τις τελευταίες ατάκες της τελευταίας σκηνής του έργου. Υπό τους δυνατούς ήχους ενός γαλλικού τραγουδιού του Ζακ Μπρελ πρώτος υποκλίθηκε ο Γιάννης Βούρος. Ακολούθησε ο Σταμάτης Φασουλής. Τελευταίος βγαίνει ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Η ηλικία και τα χρόνια θητείας στο θέατρο καθόρισαν τη σειρά. Αυτονόητα. Ετσι είναι και τα ονόματα στη μαρκίζα για τους τρεις άνδρες που παίζουν στο βραβευμένο έργο της Γιασμίν Ρεζά «Art» στο εκ βάθρων ανακαινισμένο σαν καινούργιο θέατρο «Κάππα».
Στη σκηνή δεσπόζει το λευκό. Λευκοί οι τοίχοι, λευκός ο καναπές και οι πολυθρόνες. Το λευκό σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου αποτελεί συνέχεια, προέκταση, του λευκού πίνακα, του πίνακα που έδωσε την αφορμή για το έργο, για την παράσταση. Οι διαστάσεις του: 1,6 μέτρα Χ 1 μέτρο. Και ο μίτος του «Art» ξετυλίγεται. Ανήμερα τα Χριστούγεννα, ξεκινά η ελληνική καριέρα του.
Το θέατρο της οδού Κυψέλης σε τίποτε δεν θυμίζει τον παλιό εαυτό του. Ολα είναι «του κουτιού», ολοκαίνουργια. Το κόκκινο, το γκρι, το ασημί και το βαθύ κεραμιδί είναι τα χρώματα που δεσπόζουν. Κόκκινο για τη μοκέτα, γκρι για τα αναπαυτικά καθίσματα, ασημί στους τοίχους, κεραμιδί στις κολόνες. Καθρέφτες και γεωμετρικές κατασκευές δίνουν το στίγμα τους στην είσοδο, στο φουαγέ και στην πλατεία. Πίσω, στα παρασκήνια, μία ακόμη έκπληξη: πολύ φως, πολύ απαλά, ξεκούραστα χρώματα για τα καμαρίνια, που είναι κάτι παραπάνω από ευρύχωρα. «Δεν είχα ποτέ τέτοιο καμαρίνι» μου εξομολογείται ο Σταμάτης Φασουλής. Μαντεύω ότι την ίδια απάντηση θα πάρω και από τους υπολοίπους.
Ο σκηνοθέτης, που είναι συγχρόνως και ο μεταφραστής του «Art», δείχνει ευτυχής με αυτό το ταξίδι του.
Μετά από χρόνια αφήνει το ελληνικό έργο και καταπιάνεται με ένα σύγχρονο γαλλικό ή καλύτερα διεθνές θεατρικό έργο. Η Ρεζά το έγραψε στα γαλλικά αλλά η μετάφραση του Κρίστοφερ Χάμπτον συναγωνίζεται το πρωτότυπο. Και στις δύο γλώσσες στηρίχθηκε ο Φασουλής για το ελληνικό κείμενο. «Πρόκειται για ένα έργο λόγου, για ένα θέατρο λόγου, που με δυσκόλεψε και με ευχαρίστησε. Ωρες ώρες ανακατεύει την αργκό, την καθαρεύουσα, τη διανοουμενίστικη και την αλήτικη με έναν απλό και ευθύ τρόπο» λέει και με ενημερώνει ότι πρώτα το είδε στο Λονδίνο και μετά το διάβασε. «Ετσι είδα όλη του την προοπτική. Γιατί διαθέτει στοιχεία καθαρά σκηνικά που ίσως να μη φαίνονται στο διάβασμα». Παραδέχεται ότι και θέλει να ξεφύγει από τις αγγλικές παραστάσεις που είδε αλλά και να κρατήσει τα θετικά τους. «Πιστεύω όμως ότι η δική μας θα είναι πιο συγκινητική, πιο μεσογειακή, πιο συναισθηματική, πιο γαλλική. Του Λονδίνου ήταν μια έξοχη παράσταση, ωστόσο ήταν κάπως φλεγματική. Οι ήρωες είναι πιο Νότιοι». Από την αγγλική παράσταση αλλά και από τις υπόλοιπες θέλησε να ξεφύγει και ο Γιώργος Ασημακόπουλος επιχειρώντας να ξεφύγει από το λευκό. «Το έργο είναι πολύ συγκεκριμένο και μινιμαλιστικό. Τη λύση τη βρήκαμε με τον Σταμάτη διά της μεθόδου της εις άτοπον απαγωγής. Κατά τη διάρκεια των προβών όμως κατάλαβα ότι δεν γίνεται αυτό το σκηνικό να μην είναι άσπρο. Και έτσι ενδώσαμε. Πρέπει να τονίσω ότι σε αυτή την παράσταση το χρώμα είναι καθοριστικό».
Ολα στήνονται γύρω από τον άσπρο πίνακα μοντέρνας τέχνης που υπογράφει ο ζωγράφος Αντριός. Μα ένα ολόκληρο έργο για ένα λευκό τελάρο; «Οταν πρωτάκουσα, προτού πάω στη Σχολή, ότι με αφορμή ένα μαντίλι έγινε τόσος χαλασμός για τον «Οθέλλο», δεν μπορούσα να το καταλάβω» λέει ο Φασουλής. «Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, το μόνο που δεν θυμάμαι είναι το μαντίλι. Ετσι συμβαίνει και με το «Art». Σε λίγο καιρό κανένας δεν θα θυμάται ότι όλο αυτό έγινε για έναν άσπρο πίνακα. Αυτός είναι μόνο η αφορμή, το όχημα. Δεν είναι το ταξίδι». Ο ίδιος θεωρεί ότι το «Art» είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει δει μετά τον Πίντερ. Εκτός από τη Ρεζά, αναφέρεται και στον Πάτρικ Μάρμπερ, που έγραψε το «Closer», «και που δυστυχώς δεν πρόλαβα να ανεβάσω αλλά ευτυχώς ανέβασε ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο «Αμόρε»» λέει και προσθέτει: «Αν έχω κάποια μυρωδιά από θέατρο, αν διαθέτω κάποιο ένστικτο, νομίζω ότι κάτι γίνεται. Η ότι το θέατρο που αγαπάω το βλέπω να ξαναγεννιέται».
Σε αυτή την παράσταση η διανομή επιφυλάσσει εκ πρώτης όψεως μια έκπληξη: είναι ο Γιώργος Κωνσταντίνου που υποδύεται τον Μαρκ, εκείνο που διαφωνεί κάθετα με τον Σερζ (Στ. Φασουλής) για την αγορά αυτού του λευκού πίνακα, αυτού του «τίποτε», όπως λέει. Στη μέση ο Γιάννης Βούρος, ο Ιβαν, που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Τρεις ηθοποιοί, τρεις γενιές. Πώς συνεννοήθηκαν; Ο σκηνοθέτης απαντά: «Εγώ δεν γεφυρώνω τα χάσματα, τα κάνω μεγαλύτερα. Γιατί μόνο έτσι προκαλώ τον διάλογο. Με ενδιαφέρει να υπάρχουν σε μια παράσταση πολλές σχολές, ηλικίες. Δεν μπορώ τα ομοειδή, με πλήττουν αφάνταστα. Δεν θέλω μια παράσταση με την παλιά φρουρά ή με την καινούργια. Θέλω μια παράσταση που να είναι θέατρο. Αν κάτι με διακρίνει στο θέατρο είναι η λαγνεία μου για το ανακάτεμα όλων των σχολών». Και πώς κατέληξε στον Κωνσταντίνου; «Για μένα ο Κωνσταντίνου ήταν πάντα ένας άσος στο μανίκι… Τον σκεφτόμουν συχνά, κάτι γινόταν και δεν προχωρούσε η δουλειά και έλεγα: «Ασε, όταν χρειασθεί». Και να που χρειάστηκε».
«Πραγματικά ζηλεύω αυτό που κάνω» λέει για τη συμμετοχή του στο «Art» ο Γιώργος Κωνσταντίνου. «Είναι η πρώτη φορά που, μετά τον Κάρολο Κουν, δουλεύω με ένα σκηνοθέτη που αναλύει λέξη λέξη κάθε φράση του έργου. Για μένα το «Art» ήταν μια έκπληξη. Ενα έργο του οποίου παρόμοιο δεν έχω ξαναδεί. Είναι η γραφή τού 2000. Η παράσταση αυτή θα είναι ένας σταθμός στην καριέρα μου και στη ζωή μου. Οι επιλογές μου ήταν διαφορετικές ως τώρα αλλά πάντα προσπαθούσα, σε κάθε δουλειά μου, να μην εξευτελίζω ό,τι έκανα. Και γι’ αυτό σήμερα μπορώ να σταθώ σε αυτή την παράσταση. Ηθελα να είμαι η εξαίρεση σε κάθε έργο ή επιθεώρηση όπου έπαιρνα μέρος. Και για να μη λέω μεγάλες κουβέντες, δεν ξέρω αν αύριο θα ξαναπαίξω σε μια τέτοια παράσταση. Ηθοποιός είμαι και δεν έχω πάντα τη δυνατότητα να διαλέγω αυτό που κάνω». Για τον Γιάννη Βούρο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η εφετεινή χρονιά τον βρήκε χωρίς να ηγείται εκείνος θιάσου και παραγωγής ενώ ετοιμάζει τον δικό του χώρο στου Ψυρρή. Και ήρθε το «Art», ένα έργο που «κάνει το κοινό να επικοινωνεί με τη σκηνή και τη σκηνή με το κοινό με τρόπο μοναδικό». «Οσο για τον Ιβαν, είναι ο ισορροπιστής του έργου και ο πιο δύσκολος, από ό,τι λένε, ρόλος. Διαθέτει τον μόνο σχετικά μεγάλο μονόλογο, όπου εκεί μας δίνει να καταλάβουμε ότι είναι ο ισορροπιστής γιατί είναι μόνος και έχει ανάγκη να υπάρξει σε μια παρέα».
Εργο ανθρωπίνων σχέσεων και ανδρικής φιλίας, έργο για τη ζωή και το πώς πορεύεται ο καθένας, με πόσα ψέματα και με πόση αλήθεια. «Είναι τόσο αναγνωρίσιμοι και οι τρεις ήρωες» λέει ο Βούρος.
Γελάς. Χαμογελάς. Πάσχεις και συμπάσχεις με τους ήρωες. Οπως προσθέτει ο Στ. Φασουλής, «αυτό το έργο έχει μια ιλαρότητα στον τρόπο που βλέπει τα πολύ σοβαρά προβλήματα. Και αυτό προσπάθησα να ακολουθήσω και στη σκηνοθεσία. Συζητάμε για σοβαρά θέματα με τρόπο αστείο». Εν όψει πάντως της αποψινής πρεμιέρας δηλώνει περισσότερο αγχωμένος από κάθε άλλη φορά. Είναι και τα πολλά βραβεία που κουβαλά το έργο που αυξάνουν τις προσδοκίες μας: «Ξέρεις, σκέφτομαι αυτό που έλεγε η Κυβέλη: «Γιατί, πουλάκι μου, στεναχωριέσαι που έχεις πρεμιέρα; ‘Η θα πετύχει ή θα αποτύχει…».
Η πρεμιέρα του «Art» της Γιασμίν Ρεζά θα δοθεί τα Χριστούγεννα στις 9.30 μ.μ. στο θέατρο «Κάππα», σε μετάφραση και σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Ασημακόπουλου, μουσική επιμέλεια Ιάκωβου Δρόσου και φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου. Παίζουν: Γιώργος Κωνσταντίνου, Σταμάτης Φασουλής, Γιάννης Βούρος.