ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ, Οκτώβριος.



Η Μπάρτσα σημειώνει τη μία νίκη πίσω από την άλλη στο πρωτάθλημα, η ευδιαθεσία συνεπώς του καταλανού συνομιλητή μου είναι εγγυημένη. Η όψη του δεν θυμίζει σε τίποτα τον άνθρωπο που πριν από τρία χρόνια πέρασε την περιπέτεια μιας καρδιοχειρουργικής επέμβασης. Του το επισημαίνω. «Μη δίνεις σημασία», μου λέει. «Αν εξαιρέσεις τους πρώτους μήνες, ο ρυθμός εργασίας συνεχίζεται κανονικά και όσο για το φαγητό οι περιορισμοί είναι ελάχιστοι».


Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ετών 58, συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταμαρξιστής, φανατικός της Μπαρτσελόνα, gourmet και, εσχάτως, καρδιοπαθής. Από τους πλέον «παγκόσμιους» Καταλανούς, ο δρόμος του τον έφερε στη Θεσσαλονίκη, όπου χθες βράδυ στο Κέντρο Ιστορίας (Μέγαρο Μπίλλη), προσκεκλημένος του Ελληνοϊσπανικού Συνδέσμου, μίλησε για το έργο του. Τίτλος της διάλεξής του «Μνήμη και επιθυμία». Γιατί διάλεξε αυτόν τον τίτλο;


«Είναι ο τίτλος των Απάντων της ποίησής μου και κατά συνέπεια αποτελεί και τη σύνοψη του τι έχω να πω».


­ Μια και αναφερθήκατε στη μνήμη, είστε από τους συγγραφείς που κατοικούν στο τοπίο της μνήμης. Πώς συνδυάζεται αυτό με την ανάγκη της επικαιρότητας και του συγχρόνου;


«Οταν αναφέρομαι στη μνήμη, αναφέρομαι σε μια επιλογή των εμπειριών που έχουμε βιώσει, σε διαλεκτική όμως σχέση με αυτό που επιθυμούμε να συμβεί όχι τόσο σε προσωπικό όσο σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό που συμβαίνει είναι μια αναδίφηση στο παρελθόν για την ανακάλυψη της πηγής, της αρχής, όχι όμως με στόχο την αποσύνδεσή της από το παρόν. Ακριβώς το αντίθετο. Αυτό που εκτυλίσσεται όμως είναι μια επίθεση για να καταστούν αναξιόπιστα τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον, με στόχο να μας κάνουν να αποδεχθούμε ως μοναδική διέξοδο το παρόν. Αν όμως αναζητήσεις τις ρίζες του παρελθόντος, μπορείς ευκολότερα να αλλάξεις τόσο το παρόν όσο και το μέλλον».


­ Τι είναι όμως αυτό που θα κάνει τον κόσμο να αναδιφήσει στο παρελθόν;


«Δείτε… Η μνήμη είναι το μυθιστόρημα που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Οπως συμβαίνει και στα μυθιστορήματα, εκεί μέσα κρύβεται κάθε καρυδιάς καρύδι: αλήθειες, ψέματα, πράγματα που αρέσουν και πράγματα που δεν αρέσουν. Υπάρχει εξάλλου και αυτός ο αιώνιος φόβος: να ανοιχτούν οι σελίδες αυτού του μυθιστορήματος. Είναι όμως προσωπική υπόθεση του καθενός να τον πολεμήσει».


­ Εχετε χρησιμοποιήσει όλα σχεδόν τα είδη γραφής. Νομίζω ότι δεν υπάρχει είδος με το οποίο να μην έχετε καταπιαστεί…


«Ναι, έτσι είναι».


­ Για ποιο λόγο δεν ακολουθήσατε την οδό της εξειδίκευσης;


«Το πρότυπο του συγγραφέα για μένα είναι αυτό του αναγεννησιακού, αυτού που καταπιάνεται με τα πάντα: ποίηση, μυθιστόρημα, δοκίμιο, θέατρο… Αυτό ήταν μια σταθερά στη λογοτεχνία ως πριν από πολύ λίγο καιρό. Αυτή η διάσταση του εξειδικευμένου συγγραφέα είναι πολύ πρόσφατη. Εγώ έχω ανάγκη την αλλαγή του είδους. Το κάθε είδος έχει έναν κώδικα και συγκεκριμένες «αναποδιές» που απαιτούν κάθε φορά και διαφορετική αφηγηματική τυποποίηση».


­ Στην αρχή τουλάχιστον δεχθήκατε μομφές για την καταφυγή σας στο μαύρο μυθιστόρημα, θεωρούμενο υποδεέστερο κατά ορισμένους.


«Αυτού του είδους ο λογοτεχνικός ρατσισμός σε ένα βαθμό εξακολουθεί να υπάρχει. Κατ’ εμέ δεν υπάρχει «λευκή» λογοτεχνία και «μαύρη» λογοτεχνία. Εγώ καταπιάνομαι με την ίδια φιλοδοξία με ένα μυθιστόρημα της σειράς Καρβάλιο και με ένα όπως το «Γκαλίντεθ» ή ο «Πιανίστας»».


­ Ποια είναι αυτή η φιλοδοξία;


«Μία και μόνη: να είναι καλή λογοτεχνία. Από τη στιγμή που η δομή του μυθιστορήματος αντιστοιχεί σε αυτά που θέλεις να διηγηθείς και το γλωσσικό επίπεδο είναι επίσης ανάλογο, τότε αναπόφευκτα έχουμε καλή λογοτεχνία».


­ Ποια η σχέση μεταξύ των ποιοτικών απαιτήσεων από ένα συγγραφέα και της εμπορικότητάς του;


«Κοιτάξτε, υπερ-εμπορικοί είναι συγγραφείς σαν τον Γκαρσία Μάρκες, σαν τον Κούντερα και πολλοί άλλοι, πολύ πιο εμπορικοί μάλιστα από μένα. Κανένας όμως δεν διανοείται να πει ότι πρόκειται για κακή λογοτεχνία. Ολα αυτά είναι μια απλή προκατάληψη. Με άλλα λόγια: Γράφεις αστυνομικό μυθιστόρημα; Αρα είναι εμπορικό, άρα κακής ποιότητας. Δείτε όμως τι συνέβη με τον Καρβάλιο, ο οποίος είναι ένας ήρωας που εκφράζει όλη αυτή τη γενιά της απογοήτευσης και της αποτυχίας των οραμάτων που καλλιεργήθηκαν στη δεκαετία του ’60 για να καταντήσουν όπως κατάντησαν στη δεκαετία του ’90. Σήμερα, ακόμη και για να πηδήξουμε χωρίς προφυλακτικό πρέπει να πάρουμε την άδεια του Πάπα!».


­ Μια και μιλάμε για τον Καρβάλιο, για τη σχέση σας μαζί του θα άρμοζε μια ψυχολογική ή μια λογοτεχνική ερμηνεία;


«Μάλλον μια ερμηνεία τεχνικής φύσης. Εγώ δεν είμαι ο Καρβάλιο, παρ’ ότι ορισμένα χαρακτηριστικά του είναι και δικά μου. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως κι εγώ, έκανε φυλακή, όπως κι εγώ, ξέρει να μαγειρεύει, όπως κι εγώ. Ο Καρβάλιο όμως καίει βιβλία, εγώ όχι. Ποτέ μου δεν έχω κάψει βιβλίο! Οταν δημιουργώ έναν ήρωα, μου αρέσει να βάζω σε αυτόν όλη την αντιφατικότητα, την πολυπλοκότητα και τη σύγχυση που υπάρχουν γύρω μας αλλά και μέσα μου».


­ Τα πάθη ­ φαγητό, ποτό, έρωτας, γράψιμο ­ είναι τα συγκοινωνούντα δοχεία που τους χαρακτηρίζουν;


«Ναι, είμαι άνθρωπος των παθών. Θα σας παρακαλούσα όμως κάτι. Στη θέση του έρωτα βάλτε την εξής διαίρεση: ψυχικός πόνος και πήδημα. Αυτό για να είμαστε ακριβείς και συνεπείς. Είναι όλα αυτά στοιχεία – κινητήρες της λογοτεχνίας μου. Υπάρχουν εποχές που σε υποχρεώνουν κάτω από μια ηθική να καταπνίξεις αυτά τα πάθη. Αυτό γιατί αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι μια κουλτούρα κατάπηξης που συνδέεται στενά με την κουλτούρα της παραγωγής. Υποτίθεται ότι η κοινωνία που καταπιέζεται είναι ταυτόχρονα και πιο παραγωγική. Παρά τη φιλολογία περί ελεύθερης αγοράς, ανταγωνισμού και τα λοιπά, ο φιλελευθερισμός έχει μετατραπεί σε μια μορφή ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης. Επομένως, οτιδήποτε αποστασιοποιείται κριτικά σπάει την αλυσίδα της παραγωγής, αφοσιώνεται στο επικούρειο και στα πάθη είναι σχεδόν ανατρεπτικό».


­ Η θέση του συγγραφέα μέσα σε αυτό το σύμπλεγμα ποια είναι;


«Ο συγγραφέας στην ιστορία, από τότε που αρχίζει να υπάρχει διαχωρισμός πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, χρειάστηκε να επιλέξει: είτε να τεθεί στην υπηρεσία του κατεστημένου είτε να το αλλάξει. Και αυτό γίνεται πάντα. Κάτω από συνθήκες άλλοτε ευκολότερες και άλλοτε δυσκολότερες. Ηταν πάντα φορέας ιδεολογίας υπέρ ή κατά του συστήματος».


­ Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όμως ο συγγραφέας επιδιώκει την εξουσία ή όσο κομμάτι της του αντιστοιχεί, τέλος πάντων.


«Η αλήθεια είναι ότι το κομμάτι αυτό είναι πολύ μικρό ή καχεκτικό σχεδόν. Ο συγγραφέας επιδιώκει την εξουσία μέσω της λέξης και αυτό είναι ένας τύπος εξουσίας. Κατ’ αρχήν επιδιώκει να γοητεύσει μέσω των χαρακτήρων του και των κινήσεών του. Οι χαρακτήρες είναι δικοί του και δι’ αυτών ο συγγραφέας αποκτά εξουσία. Μπορεί να προσφέρει μια σειρά απόψεις γύρω από τα άτομα, τις καταστάσεις αλλά και την ίδια την εξουσία. Σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα ανθρώπινα όντα επιδιώκουν την εξουσία και ότι η σχέση του με τους άλλους και με το μέσο είναι στην πραγματικότητα μια κατάκτηση. Με αυτή την έννοια ο συγγραφέας είναι αυτός που επιδιώκει αυτή την κατάκτηση διά μέσου των λέξεων. Και σε βάθος ο μηχανισμός είναι να κατακτούμε ό,τι βρίσκεται μακριά μας. Σε αυτό το παιχνίδι το 99,9% της ανθρωπότητας αποτυγχάνει».


­ Στα περισσότερα γραπτά σας και στον τίτλο της τελευταίας ποιητικής σας συλλογής έχετε την πόλη ως πρωταγωνιστή, έστω και πλάγιο. Πιστεύετε ότι η σύγχρονη ιστορία είναι αυτή της αποσύνθεσης και του θανάτου στις πόλεις – φυλακές;


«Είναι περίεργο, αλλά στην αρχή η πόλη υπήρξε χώρος ελευθερίας, αφού σε αυτές διέφευγαν οι άνθρωποι από τον αυστηρό έλεγχο του κάστρου και ήταν κύριοι της εργασίας τους. Η φυγή προς την πόλη, η διαφυγή από την ύπαιθρο, σήμαινε απελευθέρωση ως πολύ πρόσφατα. Στην πόλη δεν υπήρχε ο κοινωνικός έλεγχος που μάστιζε τις αγροτικές περιοχές και σε αυτήν υπήρχε εργασία. Σήμερα η πόλη είναι ένας λαβύρινθος που καταδικάζει τον άνθρωπο εντός των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού του, μέσα από το οποίο μπορεί να συνδεθεί με τον κόσμο χωρίς να βγει. Η πόλη έχει χάσει πολύ από το νόημα που είχε κάποτε».


­ Μπορεί η γαστρονομία να διορθώσει τα κακώς κείμενα;


«Τα πάθη γενικά μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για πλήθος πράγματα, καλώς ή κακώς κείμενα. Η γαστρονομία είναι για μένα η μεγάλη μεταφορά του ρόλου της κουλτούρας. Πρέπει να σκοτώσεις για να φας, ανάλογα όμως με το πώς σκοτώνεις, είσαι είτε άγριος είτε gourmet».


­ Ποιες είναι οι εμπειρίες που έχετε από την Ελλάδα;


«Είναι κυρίως οικολογικής μορφής. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στον Αγιο Νικόλαο της Κρήτης που βρήκα σε ένα εστιατόριο έναν κατάλογο κρασιών εξαιρετικό. Εχει ανεβεί πολύ η ποιότητα του κρασιού στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Με την Ελλάδα η σχέση μου είναι εξαιρετική».


­ Το χιούμορ σας έχει χαρακτηρισθεί μαύρο. Τι σας έλκει σε αυτό;


«Αυτό το χρώμα φαίνεται ότι με καταδιώκει! Το χιούμορ σχετικοποιεί πάντα τη γνώση. Απευθύνεται κατά πρώτο λόγο σε αυτόν που το χρησιμοποιεί. Αν κάποιος πει κάτι τρομερό εντελώς σοβαρά, τότε τον πιστεύεις αμέσως. Αν όμως χρησιμοποιήσει τον κώδικα του χιούμορ, τότε αφήνεις λίγο το πεδίο ανοιχτό στην αμφιβολία, σχετικοποιείς την ίδια σου τη γνώση και προτείνεις σε αυτόν που το διαβάζει να το σχετικοποιήσει και αυτός».


Ο κ. Χάρης Παπαγεωργίου είναι συγγραφέας και μεταφραστής ισπανικής λογοτεχνίας. Ζει στη Μαδρίτη.