Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας ζυμαρικών είναι συνομήλικη της τεχνολογίας της. Προτού εμφανισθούν στην ελληνική αγορά τα κατά περιόδους σύγχρονα μηχανήματα παραγωγής, η κινητήριος δύναμη του πιεστηρίου, ξύλινου κατά περίπτωση, δεν ήταν άλλη από το γαϊδουράκι ή το άλογο!


Η επιχείρηση ζυμαρικών Αφοί Χαραλαμπόπουλοι ΑΕ, η αρχαιότερη εν Ελλάδι σήμερα εταιρεία του κλάδου, με τα μακαρόνια «Star», όπως την ξέρουν οι καταναλωτές, πέρασε από όλα τα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης, έτσι όπως τα έζησε η ελληνική βιομηχανία από τον περασμένο αιώνα ως σήμερα. Πρωτίστως λειτούργησε ως οικοτεχνία, ακολούθως ως βιοτεχνία και εν συνεχεία μετασχηματίστηκε σε βιομηχανία. Και προτού τα προϊόντα της γίνουν γνωστά με την επωνυμία «Star», οι καταναλωτές στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ού γνώριζαν τα ζυμαρικά «Βεζούβιος».


* Η πρώτη οικοτεχνία


Η ιστορική διαδρομή της αρχίζει το 1875 στην περιοχή της Αρκαδίας και συγκεκριμένα στην Τεγέα, όταν ο Β. Χαραλαμπόπουλος δημιούργησε μια οικοτεχνία που παρήγαγε μακαρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1890, η οικοτεχνία της Τεγέας μεταφέρεται στο Ναύπλιο και μετατρέπεται σε βιοτεχνία από τους Χαρ. Χαραλαμπόπουλο και Θ. Χαραλαμπόπουλο (παππού του σημερινού διευθύνοντος συμβούλου). Τότε στο Ναύπλιο λανσάρεται και η πρώτη μάρκα ζυμαρικών με την επωνυμία «Βεζούβιος» ­ ίσως να είναι και τα πρώτα επώνυμα ζυμαρικά στην ιστορία του κλάδου ­ και η επιχείρηση ονομάζεται «Χαραλαμπόπουλος Μακαρόνια». Και η οικοτεχνία αλλά και η μετέπειτα βιοτεχνία ήταν ιπποκίνητες, δηλαδή το συμπιεστήριο το έθεταν σε κίνηση με γαϊδουράκι ή άλογο.


Μετά από περίπου 20 χρόνια, το 1909, ο Θ. Χαραλαμπόπουλος φεύγει από το Ναύπλιο και αναζητεί την τύχη του στον Πειραιά, που λόγω του λιμανιού είχε αρχίσει να γνωρίζει βιομηχανική αίγλη. Η νέα βιοτεχνική μακαρονοποιία, που δημιουργήθηκε στην κεντρική αγορά του Πειραιά, στην οδό Μπουμπουλίνας, είναι πλέον δική του. Μέσα στα επόμενα χρόνια το προστατευτικό νομικό πλαίσιο που έχει θεσπισθεί, όπως επισημαίνει ο Αγγ. Αγγελόπουλος στη μελέτη του «Αι Ανώνυμαι Εταιρείαι εν Ελλάδι» (1928), είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική βιομηχανία να «εμφανίζει μίαν υπερτροφικήν ανάπτυξιν».


* «Οι δουλειές πάνε καλά»



Πράγματι η βιοτεχνία παραμένει υποτυπώδης και η ιπποκίνηση αντικαθίσταται από το γκάζι αλλά «οι δουλειές πηγαίνουν καλά», αν και η ξήρανση των ζυμαρικών είναι φυσική ­ γινόταν με τον αέρα και εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες! Ετσι λίγο αργότερα ο Θ. Χαραλαμπόπουλος θα αναζητήσει νέο εργοστάσιο σαφώς μεγαλύτερο της βιοτεχνίας της οδού Μπουμπουλίνας.


Στην ιστορία της επιχείρησης η επόμενη τομή χρονικά συμπίπτει με το κρίσιμο 1922. Τη χρονιά που συντελείται η μεγαλύτερη καταστροφή του Ελληνισμού στον αιώνα μας η μικρή βιοτεχνία «ανδρώνεται» και αποκτά πλέον διαστάσεις βιομηχανίας. Στη λειτουργία του εργοστασίου ­ το οποίο παραμένει στον Πειραιά, αλλά μεταφέρεται στην οδό Αριστείδου ­ ενσωματώνεται νέος, σύγχρονος για την εποχή του, μηχανολογικός εξοπλισμός, γεγονός που επιτρέπει στον χρόνο της ξήρανσης των μακαρονιών να μειωθεί από 10 σε πέντε ημέρες. Επίσης ο όγκος παραγωγής, που ήταν μόλις 200 οκάδες στη μία βάρδια το 1909, έγινε αργότερα 800 οκάδες και το 1922 εκτοξεύθηκε στις 2.500 οκάδες.


Μετά τον Αύγουστο του 1922, όταν περίπου δύο εκατομμύρια ξεριζωμένοι πρόσφυγες κατακλύζουν τον ελλαδικό χώρο, τα δεδομένα στην ελληνική αγορά και στην οικονομία γενικότερα ανατρέπονται. Φθηνά εργατικά χέρια υπάρχουν άφθονα και πολύ περισσότερα «στόματα που πρέπει να χορτάσουν». Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1924 η αξία της βιομηχανικής παραγωγής ζυμαρικών ανήλθε στα 66.700.000 δρχ. ενώ το 1921 έφθασε στα 40.500.000 δρχ., αυξήθηκε δηλαδή περίπου κατά 60%. Μάλιστα μέσα σε διάστημα μόλις τριών χρόνων η συνολική αξία της βιομηχανικής παραγωγής ειδών διατροφής αυξήθηκε κατά τέσσερις φορές.


Την ίδια χρονιά, το 1922, αρχίζει να δραστηριοποιείται στην εταιρεία και ο γιος του Θεόδωρου, ο Σαράντος Χαραλαμπόπουλος, και το 1930, όταν ο πατέρας αποσύρεται, οι Ιωάννης και Χαρ. Χαραλαμπόπουλος συμμετέχουν στη διοίκηση της επιχείρησης. Ετσι ο Σαρ. Χαραλαμπόπουλος γίνεται διευθύνων σύμβουλος και τα άλλα δύο αδέλφια του καταλαμβάνουν τις θέσεις του τεχνικού και του οικονομικού διευθυντή. Η νέα διοίκηση προχωρεί σε αλλαγή του μηχανολογικού εξοπλισμού και έτσι αλλάζουν ο τρόπος παραγωγής και ο τρόπος ξήρανσης. Η ξήρανση των ζυμαρικών, που αποτελεί κρίσιμο μέγεθος στην εξέλιξη της συγκεκριμένης βιομηχανικής κατηγορίας, από πέντε ημέρες γίνεται σε 8-100 ώρες.


* Η γερμανική επίταξη


Το 1940 το εργοστάσιο κλείνει λόγω του πολέμου και αρχίζει να επαναλειτουργεί το 1941 αφού έχει επιταχθεί. Στη διάρκεια της Κατοχής συνεχίζει να λειτουργεί και το 1948 καταστρέφεται από πυρκαϊά. Το 1952 μεταφέρεται στην οδό Κέκροπος, λανσάρεται ο λογότυπος «Star» και κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά τα ζυμαρικά διαίτης. Η μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη αναδεικνύει την επιχείρηση σε μία από τις πιο σημαντικές του κλάδου. Ισως είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τις περισσότερες από 40 βιομηχανίες που λειτουργούσαν στον κλάδο αυτή την εποχή ελάχιστες πλέον έχουν απομείνει εν ζωή. Επιβεβαίωση του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει αποτελεί το γεγονός ότι ο Σαρ. Χαραλαμπόπουλος από το 1961 ως και το 1965 είναι πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Βιομηχάνων Ζυμαρικών.


Το 1973 το εργοστάσιο μεταφέρεται στην Ελευσίνα και γίνονται επενδύσεις σε νέο βιομηχανικό εξοπλισμό και το 1979 με τη Nestle Βρετανίας και με εισαγωγική εταιρεία της Ιταλίας, την πολυεθνική Cirio. Η εξαγωγική δραστηριότητά της είναι ιδιαίτερα σημαντική και το 1981 απονέμεται στην εταιρεία το βραβείο εξαγωγών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Εκτοτε οι ξένες αγορές αποκτούν μεγάλη σπουδαιότητα για την παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης, αφού και σήμερα το 65% της συνολικής παραγωγής της προωθείται σε ξένες αγορές, όπως των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Νιγηρίας, της Βρετανίας και του Ισραήλ. Στις δεκαετίες όμως του 1980 και του 1990 τα δεδομένα στον κλάδο έχουν αλλάξει δραματικά. Η είσοδος ξένων επιχειρήσεων προκαλεί ένταση του ανταγωνισμού, ο οποίος επιτείνεται από την εκτεταμένη πλέον πώληση προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας» από τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ.


* «Ιδιωτική ετικέτα»


Οπως υποστηρίζει ο κ. Θ. Χαραλαμπόπουλος, δύο φορές έφθασε στο σημείο να πωλήσει την εταιρεία. Και τις δύο φορές υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή φθάνοντας στο σημείο να πωλήσει όλη την οικογενειακή ακίνητη περιουσία που διέθετε προκειμένου να την εξυγιάνει και να τη διατηρήσει εν λειτουργία. Αναζητεί νέες αγορές, παράγει προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» (όμιλος Μαρινόπουλου, Unilever και Fytro) και προσπαθεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των αναπτυξιακών νόμων.


Παράλληλα το 1992 η εταιρεία Αφοί Θ. Χαραλαμπόπουλοι ΑΕ επιχειρεί να αναπτυχθεί στην Ουκρανία και συγκεκριμένα στην Οδησσό, χωρίς όμως αποτέλεσμα, και το 1996 δημιουργεί νέο εργοστάσιο στην Κομοτηνή. Οι πωλήσεις της κυμαίνονται περί το 1,5 δισ. δρχ. και, μετά από τέσσερις ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις, το 1999 θα παρουσιάσει κέρδη 250 εκατ. δρχ. Ετσι ευελπιστεί ότι θα κατορθώσει ως το 2001 να καθετοποιήσει την επιχείρηση διαθέτοντας και μύλο έτσι ώστε να κατορθώσει να διαβεί τις «πύλες της Σοφοκλέους» και ειδικότερα την παράλληλη αγορά προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της στις νέες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες της οικονομίας, 125 χρόνια μετά τη δημιουργία της.