Συνθήκες και Πρωτόκολλα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας


Κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία άρχισε με την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η προοπτική να εξασφαλίσουν οι Ελληνες την ελευθερία τους έμοιαζε μακρινή. Μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σκιρτήματα του εθνικού κινήματος, ενός αιώνα κατά τη διάρκεια του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται στρατιωτικά, εδαφικά και οικονομικά. H επιφανής ομάδα των ελλήνων Φαναριωτών αλλά και η εύρωστη τάξη των εμπόρων ελληνικής καταγωγής και παιδείας που έφτασαν να κυριαρχούν στο εμπόριο της αυτοκρατορίας προσέφεραν την απαραίτητη υλική βάση για μια πνευματική αναγέννηση με σκοπό να τονωθεί το αίσθημα του απαράμιλλου εθνικού κληροδοτήματος, ενώ ο άνεμος που φύσηξε με το ξέσπασμα της πρόσφατης Γαλλικής Επανάστασης έπνεε ακόμη.


Κυριότεροι φορείς αυτής της πνευματικής κινητοποίησης ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Βελεστινλής, το μαρτύριο του οποίου ενέπνευσε τρεις νεαρούς Ελληνες, μέλη των εμπόρων της διασποράς, τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ, να ιδρύσουν τη Φιλική Εταιρεία (1814) με σκοπό την απελευθέρωση της «Μητέρας Πατρίδας». H ηγεσία της (μετά την απόρριψη του διεθνούς φήμης διπλωμάτη, κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, που θεωρούσε ότι το εγχείρημα παρεξέκλινε από τον στόχο του) προσφέρθηκε στον Φαναριώτη Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος πέρασε (Μάρτιος 1821) με τον μικρό αλλά ανομοιογενή στρατό του τον Προύθο ποταμό επικαλούμενος τα πνεύματα του Επαμεινώνδα, του Θρασύβουλου, του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα στον αγώνα για να φέρει ελευθερία στην «κλασική γη της Ελλάδας».


Και μπορεί ο στρατός του να ηττήθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου, ο κρυφός αναβρασμός όμως που επικρατούσε στην Πελοπόννησο και αλλού δεν άργησε να εκδηλωθεί σε μεγάλη έκρηξη. H πρώτη απόπειρα συνένωσης των δυνάμεων του έθνους έγινε από τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη, ο οποίος πήρε τα όπλα τον Μάρτιο του 1821 και κατέλαβε την Καλαμάτα, ενώ στην Πάτρα πολλοί από τους προκρίτους μαζί και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έβγαλαν προκήρυξη που έστειλαν σε όλους τους προξένους της Πόλης, τον Αγγλο τον Ρώσο, τον Γάλλο και τον Πρώσο: «Ημεις το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας… απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας…». Από την αρχή της εξέγερσής τους οι Ελληνες αντιλήφθηκαν ότι πρέπει να εξασφαλίσουν την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων. Τις ίδιες ημέρες ο Κολοκοτρώνης μπήκε με ένα πρόχειρα οργανωμένο σώμα στην Καρύταινα. Οι σπίθες της πυρκαϊάς δεν άργησαν να εξαπλωθούν από την Πελοπόννησο στα νησιά, την Υδρα, τις Σπέτσες, την Κάσο, τα Ψαρά, αλλά και στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ηπειρο και, βεβαίως, στην Κρήτη.


Το αναθεωρημένο Σύνταγμα


Πρώτη μεγάλη επιτυχία των επαναστατημένων η – συνοδευόμενη από ωμότητες εκ μέρους των πολιορκητών – πτώση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821, που συνέβαλε στο να ανατείλει το άστρο του Κολοκοτρώνη και υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του Αγώνα, μολονότι την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να απειλούν την ενότητα των αγωνιστών οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών. «Φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάχνα μας» έγραφε ο Τρικούπης. Και μπορεί στις επιτυχίες του Αγώνα να είχαν προστεθεί οι πτώσεις των φρουρίων Μονεμβασίας, Νεοκάστρου, Ακροκορίνθου (ενώ, αντίθετα, η απόπειρα πολιορκίας του Ναυπλίου αποδείχθηκε αποτυχημένη), αλλά στον κατάλογο των πληρεξουσίων της A´ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου τον Δεκέμβριο του 1821 βλέπει κανείς ότι επικράτησαν οι πρόκριτοι, οι λόγιοι, οι κληρικοί, ενώ «πρόσκαιρος» Πρόεδρος εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και άλλοι από τους σημαντικούς αγωνιστές απουσίαζαν. H ατμόσφαιρα όμως δεν ήταν βαριά. Γενικός ενθουσιασμός επισφράγισε την ψήφιση του πρώτου προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδας, ενώ σύμφωνα με το κείμενο του όρκου των πληρεξουσίων «ορκιζόμεθα… να συσκεπτώμεθα εν ειλικρινεία καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας…».


H Επανάσταση στις βόρειες και βορειοανατολικές επαρχίες, ωστόσο, δεν είχε την ίδια επιτυχία με αυτήν της Πελοποννήσου, της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Στις αρχές του 1822 οι μόνοι που αγωνίζονταν στην Ηπειρο ήταν οι ηρωικοί Σουλιώτες. H καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό Πέτα, ωστόσο, σήμανε και το τέλος κάθε ελπίδας σωτηρίας για το Σούλι. H Επανάσταση από το Σούλι μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ο Μαυροκορδάτος φτάνοντας εκεί με τον Μάρκο Μπότσαρη και τα λείψανα του Πέτα συνέβαλε στη σωτηρία του τελευταίου προμαχώνα της Δυτικής Ελλάδας. Είχε προηγηθεί η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια από τον Κολοκοτρώνη και τις δυνάμεις του, ενώ στα νησιά είχε συμβεί ό,τι περίπου και στην ηπειρωτική Ελλάδα. H Επανάσταση, παίρνοντας στην αρχή μεγάλες διαστάσεις, περιορίστηκε στη συνέχεια στα πιο κοντά στην Ελλάδα νησιά, περιστολή που άρχισε με την καταστροφή της Χίου το 1822. Αυτή η χρονιά όμως είχε να αναδείξει ναυτικούς θριάμβους, με τις φυσιογνωμίες των Ανδρέα Μιαούλη και Κωνσταντίνου Κανάρη να κυριαρχούν στις θάλασσες, ενώ το ελληνικό ναυτικό συνέβαλε στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού άρα και στην παράδοση του φρουρίου του Ναυπλίου στον Κολοκοτρώνη (Νοέμβριος 1822). Εν τω μεταξύ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου η B´ Εθνική Συνέλευση στο Αστρος ψήφισε το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα, με προοδευτικές διατάξεις που αποτελούσαν απηχήσεις των φιλελεύθερων γαλλικών συνταγμάτων, περιορίζοντας την εξουσία του Μαυροκορδάτου και αφήνοντας για μια φορά δυσαρεστημένους στρατιωτικούς αλλά και νησιώτες, Ρουμελιώτες και Φαναριώτες. Ο Κολοκοτρώνης υπέγραψε μόνο και μόνο για να μη θεωρηθεί ότι ακολουθεί αντεθνική στάση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμεινε εντελώς ασυμβίβαστος και δεν προσήλθε να υπογράψει. Αποτέλεσμα, η περίοδος που ακολούθησε να διχάσει περισσότερο τους Ελληνες και να βαθύνει την εμφύλια διαμάχη. Προσωπικές φιλοδοξίες, συμφέροντα, τοπικιστικό και φατριαστικό πνεύμα καθιστούσαν αμφίβολη την έκβαση του Αγώνα της ανεξαρτησίας σε κρίσιμες στιγμές του.


Ο όρκος του Μακρυγιάννη


Το 1823 και το 1824 η Πελοπόννησος δεν δέχθηκε καμία μεγάλη εχθρική επίθεση και έτσι δεν μεσολάβησε εξωτερικός κίνδυνος ικανός να κατευνάσει τις εμφύλιες διενέξεις. Το Εκτελεστικό ήρθε σε σύγκρουση με το Βουλευτικό, το καθένα κήρυξε παράνομο το άλλο, και η διαμάχη δεν άργησε να οδηγηθεί σε πολεμική σύγκρουση. Τι κι αν στις αρχές του 1823 η Υψηλή Πύλη φάνηκε να φροντίζει ιδιαίτερα τις ναυτικές επιχειρήσεις της; Είναι ενδεικτική η αναφορά του γάλλου μοίραρχου Δεριγνύ (μετέπειτα ναυάρχου στη ναυμαχία του Ναυαρίνου): «Οι φοβερές προετοιμασίες των Τούρκων δεν καταφέρνουν τίποτα. Συμπληρώνεται το τρίτο έτος της ελληνικής Επανάστασης και οι αγώνες των Τούρκων δεν έχουν αποτέλεσμα. H Τούρκοι μπορούν να καταστρέψουν τους Ελληνες, όχι όμως και να τους υποτάξουν… Από την άλλη μεριά, οι Ελληνες τρώγονται μεταξύ τους μόλις η τύχη τούς χαμογελάσει λίγο και δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα απ’ όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα…».


Πράγματι, στη διάρκεια του 1824 οι εχθροί είχαν επιχειρήσει μόνο μία εκστρατεία στην Ανατολική Ελλάδα και από εκεί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άπρακτοι μετά τη μάχη στην Αμπλιανη. Στη θάλασσα τα κατορθώματα των Ελλήνων ήταν ενδοξότερα. Παρά τις ολοσχερείς (και ανόσιες σύμφωνα με τη διεθνή κατακραυγή των φιλελληνικών ρευμάτων του εξωτερικού) καταστροφές της Κάσου και των Ψαρών, οι εχθρικοί στόλοι, νικημένοι πολλές φορές από το ελληνικό ναυτικό, είχαν σημαντικές απώλειες. Δυστυχώς όμως, στο εσωτερικό μέτωπο η εμφύλια σύγκρουση μαινόταν. Χαρακτηριστικό το παράπονο του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Πήρα όρκο να πολεμήσω τους Τούρκους και όχι τους Ελληνες». Στις ένοπλες συγκρούσεις μάλιστα σκοτώθηκε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, και ο Γέρος του Μοριά καταβλήθηκε τόσο ώστε παραδόθηκε στην κυβέρνηση.


Επεμβαίνει ο Ιμπραήμ


Δυστυχώς όμως, τα δάνεια που απέσπασε η ελληνική διπλωματία δεν επενδύθηκαν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Και η απειλή μιας σύγκρουσης με στρατό πολύ διαφορετικό από τα άτακτα τουρκικά στίφη που οι Ελληνες αντιμετώπιζαν ως τότε είχε πλέον πλησιάσει: η αποτυχία καταστολής του κινήματος της ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον σουλτάνο Μαχμούτ B’ να βρει σύμμαχο τον – κατ’ όνομα μόνο – υποτελή του κυβερνήτη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή και τον γιο του, Ιμπραήμ, αρχηγό τολμηρότατο και συνετό μιας τακτικής δύναμης, στους οποίους υποσχέθηκε ένα μεγάλο μερίδιο από τα λάφυρα. Και ο αιγύπτιος πασάς, έχοντας καταπνίξει στο αίμα την Επανάσταση στην Κρήτη, ξεκίνησε από τη Σούδα για τα μεσσηνιακά παράλια κατορθώνοντας να σπείρει τον τρόμο και τον πανικό. Υπό την εχθρική απειλή η κυβέρνηση αμνήστευσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό του στρατού και του λαού χρησιμοποιώντας σε ηγετικές θέσεις πρόσωπα που δεν είχαν φθαρεί όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης ή ο Μακρυγιάννης. Ως το τέλος του 1825 όμως, η επικράτηση των Αιγυπτίων στην Πελοπόννησο, εκτός της Αργοναυπλίας και ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου όπου μαινόταν ο κλεφτοπόλεμος, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Στη Στερεά μόνο το ηρωικό Μεσολόγγι αντιστεκόταν και μια άλλη γωνιά, στην Αττική, όπου οι Ελληνες κατείχαν την Ακρόπολη, έμενε ελεύθερη. Και κάτω από αυτή τη στρατιωτική απειλή, οι Ελληνες στράφηκαν απεγνωσμένα προς τις μεγάλες δυνάμεις αναζητώντας διέξοδο στη δυσχερή τους κατάσταση. Είχαν αρχίσει να σκέπτονται ότι έπρεπε να συγκαλέσουν γενική συνέλευση του έθνους για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων ή και ενός που θα είχε τη δύναμη και το κύρος να διαπραγματευθεί με τις ξένες δυνάμεις για την επίλυση του ζητήματος. Δεν στέγνωνε όμως το μελάνι του ψηφίσματος για τη διεκδίκηση νέου δανείου που να χρησιμεύσει «για το Μεσολόγγι και τα γύρω στρατόπεδα» και η πόλη έπεφτε ύστερα από μαραθώνια πολιορκία με ηρωική έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Βαριά έπεσε η σιωπή στη Συνέλευση όταν έφθασε η είδηση. Καθώς έλεγε ο Κολοκοτρώνης: «Εμέτραε ο καθένας με το νου του τον αφανισμό μας…».


Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης


Κι όμως. Δεκατέσσερις ημέρες αργότερα υπογραφόταν στην Πετρούπολη το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα. Οι συνθήκες στο διεθνές διπλωματικό πεδίο είχαν ωριμάσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ελληνικές επιτυχίες είχαν παρουσιάσει την Επανάσταση στην Ευρώπη πολύ πιο σπουδαία απ’ ό,τι λογιζόταν, οι σφαγές και οι καταστροφές των Τούρκων δυνάμωσαν τη συμπάθεια για το ελληνικό έθνος (χαρακτηριστική η περίπτωση του λόρδου Βύρωνα που άφησε την τελευταία του πνοή επί ελληνικού εδάφους), η επιτήδεια εργασία του Μαυροκορδάτου συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης υπέρ της Ελλάδας στη Δύση και η καίρια διπλωματική παρέμβαση του Καποδίστρια έφερε αποτέλεσμα την αναχώρηση του ρώσου πρεσβευτή Στρογκανόφ από την Κωνσταντινούπολη ήδη από τον Ιούλιο του 1821. Αποχωρώντας από το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας το 1822, ο Καποδίστριας άφηνε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που έμελλε να καρποφορήσουν αργότερα. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν η ανάρρηση του Τζορτζ Κάνινγκ («ο οποίος έτρεφε γνήσια συμπάθεια στο ελληνικό ζήτημα», σύμφωνα με τον βρετανό καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας Ρίτσαρντ Κλογκ) στο πόστο του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας το 1822 που σήμανε μεταστροφή τής ως τότε φιλοτουρκικής, αγγλικής πολιτικής. Κυρίως όμως οι μεγάλες δυνάμεις στράφηκαν στην υιοθέτηση ενός παρεμβατικού ρόλου, όχι μόνο γιατί θίγονταν τα εμπορικά τους συμφέροντα αλλά και γιατί η καθεμιά φοβόταν ότι η άλλη θα κατάφερνε να στρέψει τη συνεχιζόμενη σύγκρουση προς δικό της πολιτικό όφελος.


Με θετικό στοιχείο, ως διαπραγματευτικό όπλο, την εμπιστευτική διαβεβαίωση του Μαυροκορδάτου και του Ζωγράφου ότι πολλοί έλληνες αρχηγοί θα δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας στον έκτακτο απεσταλμένο της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ, μια αποστολή του δούκα του Γουέλινγκτον κατέληξε στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 24 Απριλίου του 1826, σύμφωνα με το οποίο η Βρετανία και η Ρωσία ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν στη σύγκρουση. Το Πρωτόκολλο δεν ήταν πρότυπο στο είδος του (ο Κάνινγκ το χαρακτήρισε «όχι πολύ αριστοτεχνικά συντεταγμένο») και ιδιαίτερα αόριστο. Ναι μεν τα μέλη όριζαν να δράσουν, αλλά δεν καθόριζαν τον τρόπο της ενδεχόμενης δράσης τους.


Τα πυροβόλα της ειρήνης


Ιδού πώς χαρακτήρισε την πολιτική των δυνάμεων σε απόρρητη επιστολή του ο μεγάλος πολέμιος των ελληνικών συμφερόντων, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, που αρεσκόταν να φιλοσοφεί: « H πορεία της Ρωσίας είναι αμφίβολη, γιατί έχει χαρακτήρα πότε αυστηρό και πότε ήπιο. Της Αγγλίας αγέρωχη, αλαζονική και γεμάτη απροσδόκητα τολμήματα. Της Γαλλίας είναι απερίσκεπτη, αμφίρροπη και αμφιταλαντευόμενη…». Πράγματι, η Γαλλία δεν συντάχθηκε με τις άλλες δύο δυνάμεις ώσπου πείστηκε ότι θα προέβαιναν σε πράξεις χωρίς αυτή.


Ετσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή της Γαλλίας για την πιο πρακτική ειρήνευση. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη Συνθήκη που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου του 1827, που σήμανε σπουδαιότατη πρόοδο του ελληνικού ζητήματος: το πρώτο άρθρο της όριζε ότι θα απαιτηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη συμβιβασμός και ανακωχή. Αν ο σουλτάνος δεν το δεχόταν θα επιβαλλόταν η ανακωχή και ύστερα ειρήνη με τον όρο της επικυριαρχίας της Πύλης στην αυτόνομη Ελλάδα διά μέσου ετήσιου φόρου. Οπωσδήποτε οι τρεις σύμμαχοι (η Αυστρία έμεινε απ’ έξω από την «Ιουλιανή Συνθήκη») θα δημιουργούσαν προξενικές σχέσεις με την Ελλάδα. Το σημαντικότερο όμως απ’ όλα ήταν ότι σε ένα άρθρο της Συνθήκης οριζόταν ότι «εάν η ανακωχή δεν εγένετο δεκτή εντός μηνός, οι υπογράφουσαι Δυνάμεις ήθελον λάβη τα προσήκοντα εις τας περιστάσεις μέτρα…». Τι σήμαινε αυτό; Ιδού τι απάντησε ο Στράτφορντ Κάνινγκ στον άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον, αρχηγό των αγγλικών δυνάμεων της Μεσογείου, που προέβλεψε άρνηση του Ιμπραήμ: «… Αν δεν γίνεται αλλιώς, να επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας».


Λίγους μήνες νωρίτερα, η ηγεσία του Αγώνα στη θάλασσα και στη στεριά ανετέθη στους Βρετανούς στην Γ´ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (η οποία συστήθηκε μετά τη διακοπή που είχε προκαλέσει η ανακοίνωση της πτώσης του Μεσολογγίου). Ο λόρδος Κόχραν διορίστηκε αρχηγός του στόλου, ο Ριχάρδος Τσορτς αρχιστράτηγος των δυνάμεων της ξηράς και ο Ιωάννης Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που το 1827 είχε περιορίσει την Επανάστασή της στα τείχη του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου, στους βράχους της Μάνης και της Υδρας. Παρά την ηρωική δράση του Καραϊσκάκη, η Στερεά Ελλάδα είχε υποταχθεί εντελώς, ενώ το Αιγαίο είχε μεταβληθεί σε ορμητήριο ληστών. Ο Ιμπραήμ, μάλιστα, άρχισε να ετοιμάζεται για το αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων, την εκστρατεία εναντίον της Υδρας που ο ίδιος ονόμαζε «Μικρή Αγγλία», παρ’ ότι η Ιουλιανή Συνθήκη είχε ανακοινωθεί επισήμως. Ωστόσο πολεμικά πλοία των Αγγλων και των Γάλλων από τους στόλους της Μεσογείου συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1827 στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, όπου πήγε να ενωθεί μαζί τους και μια μοίρα του ρωσικού στόλου με ναύαρχο τον Χέυδεν. Οταν ενώθηκαν οι τρεις μοίρες σχημάτισαν ενιαίο στόλο υπό τις διαταγές του άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον. Στη σύστασή τους να επιβληθεί η ανακωχή, ο Ιμπραήμ απάντησε ότι θα ζητούσε διαταγές από Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη. Και ίσως να τις περίμενε άπρακτος αν οι αντίπαλοί του δεν επιχειρούσαν νέες εχθροπραξίες. Οι ναύαρχοι των συμμαχικών δυνάμεων, φοβούμενοι τις συνέπειες της πράξης, απαίτησαν πιο αυστηρά την αποδοχή της ανακωχής από τον Ιμπραήμ. Αυτός ζήτησε να τιμωρήσει εκείνους που προέβησαν σε εχθροπραξίες. Δεν τήρησε έτσι τα υπεσχημένα και τα πράγματα οδηγήθηκαν στην ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), τελευταία μεγάλη ναυμαχία στην ιστορία του ναυτικού, όπου έγινε σχεδόν ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τους ενωμένους στόλους των τριών δυνάμεων.


Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου


H Υψηλή Πύλη όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να υποχωρήσει στα δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά κάλεσε στα όπλα εναντίον του άπιστου λαού, με αποτέλεσμα η Ρωσία να της κηρύξει τον Απρίλιο 1828 τον πόλεμο που απειλούσε να ξεσπάσει εδώ και επτά χρόνια. Πόλεμος που αποδυνάμωσε τη θέση των Οθωμανών και διευκόλυνε τις περαιτέρω ενέργειες των δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1828 είχε φθάσει στην Ελλάδα ο νέος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση που άξιζε να αποκαλείται έτσι.


Ηταν ιδιαίτερα κρίσιμες οι στιγμές για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, ιδιαίτερα αφότου ο θάνατος του Τζορτζ Κάνινγκ (Αύγουστος 1827) είχε συμβάλει στο να ατονήσει το ενδιαφέρον της Αγγλίας. Τις διπλωματικές ενέργειες ανέλαβε ο υπερέμπειρος Καποδίστριας και εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση με άκρα επιμέλεια, έμπνευση και αποτελεσματικότητα. Πρωτίστως φρόντισε να ενισχύσει την εξουσία του εξαιτίας των περιστάσεων (η νέα πολιτειακή οργάνωση του κράτους οριστικοποιήθηκε με την Δ´ Εθνική Συνέλευση του Αργους τον Ιούλιο του 1829) και εν συνεχεία να ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις της Επανάστασης παράλληλα με τα επιτεύγματά του στους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και κυρίως της παιδείας. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1828 ο Ιμπραήμ είχε αποχωρήσει αμαχητί από την Πελοπόννησο βοηθούντων και των ξένων δυνάμεων, ενώ η έγκαιρη ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας το 1828 και το 1829 είχε σκοπό να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός όταν επρόκειτο να κριθεί από τις μεγάλες δυνάμεις το θέμα των συνόρων της χώρας.


Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ωστόσο, που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου του 1829, περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων, που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης». H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν καταβλήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Ενώ στις 27 Ιουλίου του 1829 απέρριπτε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, η οθωμανική Πύλη έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους». Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».


H Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση δημιουργώντας αυξημένο γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Εξάλλου εμφανίστηκε στη σκέψη πολλών ως λύση του κενού από τη μελλοντική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ύπαρξη ανεξάρτητου, ισχυρού ελληνικού κράτους. Προς τη λύση αυτή προσανατολίστηκε κατ’ εξοχήν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Αμπερντίν, που ξαναβρήκε τον, φλογερό πριν από 8 χρόνια, φιλελληνισμό του. Οι διαθέσεις και η κατάσταση, όπως είχαν διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχναν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά. Και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Γουέλινγκτον απότομα στράφηκε προς την προοπτική ίδρυσης ελληνικού κράτους ολωσδιόλου ανεξάρτητου.


Υστερα από διαβουλεύσεις επί περίπου τρεις μήνες γύρω από το πρόσωπο του «Ηγεμόνα της Ελλάδος» και αφού ο Γουέλινγκτον είχε αποδεχθεί τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ – Κοβούργου, εγκρίθηκε από την αγγλική κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1830 σχέδιο πρωτοκόλλου για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος. Στο μεταξύ ο Λεοπόλδος είχε φροντίσει να εισηγηθεί, ύστερα από αναφορές του Καποδίστρια, τη συμπερίληψη της Κρήτης στο ελληνικό κράτος και να δηλώσει ότι δεν θα δεχόταν τον θρόνο αν δεν επιδοκίμαζε ο ελληνικός λαός την εκλογή του, όροι οι οποίοι αγνοήθηκαν.


H Ελλάδα ανεξάρτητη


Στις 22 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου του 1830 η διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».


H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διπλωματική πράξη ιδρυτική του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας. H πρόοδος σχετικά με τους αντίστοιχους ορισμούς του Πρωτοκόλλου της 10-22 Μαρτίου 1829 ήταν μεγάλη και είχε σπουδαιότητα κρίσιμη. Αντίθετα οι ορισμοί του Πρωτοκόλλου εκείνου για τα σύνορα του ελληνικού κράτους αθετούνταν μερικώς με ό,τι όριζε πολύ δυσμενέστερα για την Ελλάδα το άρθρο 2 του νέου Πρωτοκόλλου.


H συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ως αντάλλαγμα προς την Πύλη για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, έγινε περικοπή της νέας γραμμής στη Δυτική Ελλάδα και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του σουλτάνου. Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου επίσης αποσκοπούσαν να ικανοποιηθεί η επιθυμία των άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, τον απότοκο της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία.


Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός.


H εκπλήρωση του αρχικά διακηρυγμένου σκοπού της επεμβάσεως των τριών συμμάχων στον ελληνοτουρκικό αγώνα εξαίρεται και στο «Συμπέρασμα» του Πρωτοκόλλου όπου «αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας» για το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος. Πράγματι, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έβλεπαν σε αυτό το Πρωτόκολλο την οριστική διευθέτηση ενός ενοχλητικού ζητήματος. Οι Ελληνες, αντίθετα, έβλεπαν σε αυτό την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους. Το νέο κράτος, αν και περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας, ωστόσο αναγνωριζόταν επίσημα στη διεθνή κοινωνία. Ετσι πραγματοποιούνταν κρίσιμη καμπή της ελληνικής Ιστορίας.


«…Ροζιασμένος, γέρος, γερακομύτης, πρόσωπο μελαμψό και ρυτιδωμένο, με έκφραση σκληρή και μάτια που σπίθιζαν ή θόλωναν… Εδινε την εντύπωση πως είχε ξεπηδήσει από κάποια ρωγμή της πελοποννησιακής γης σα δαιμονικό που ξεπετάχτηκε, κι ελευθερωμένο πια δεν το χωράει τίποτα…». H περιγραφή του Αγγελου Σ. Βλάχου αιχμαλωτίζει τη μορφή του επιφανέστερου στρατιωτικού ηγέτη της ελληνικής Επανάστασης, του Γέρου του Μοριά, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με τις σημαντικότερες φάσεις του Αγώνα στην Πελοπόννησο. H ακτινοβολία και το κύρος της ηγετικής του φυσιογνωμίας επισφραγίστηκαν με την άλωση της Τριπολιτσάς (1821) και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822), αλλά ο φατριασμός και το παρασκήνιο του Αγώνα τον βρήκαν να ηγείται του «στρατιωτικού» κόμματος. Αποτέλεσμα της εμφύλιας σύγκρουσης ήταν η κράτησή του στο Ναύπλιο (1824), για να αποφυλακιστεί από την ανάγκη αντιμετώπισης του Ιμπραήμ, να του ανατεθεί η αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων και ως το τέλος της Επανάστασης να παρενοχλεί τις δυνάμεις του αιγύπτιου πασά διαδραματίζοντας ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Μπορεί να δέχθηκε την άφιξη του Οθωνα με ενθουσιασμό, γρήγορα όμως διαφώνησε με τα μέτρα της αντιβασιλείας, συνελήφθη (1833), κλείστηκε σε αυστηρή απομόνωση στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου και στις 25 Μαΐου του 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο για να αμνηστευθεί με την ενηλικίωση του Οθωνα και να αναλάβει το αξίωμα του συμβούλου της Επικρατείας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπαγόρευσε στον Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του.


ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831)


Κορυφαίος πολιτικός και διπλωμάτης, πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους (1830-1831), ανήκε σε επιφανή οικογένεια που είχε μετοικήσει στην Κέρκυρα κατά τον ΙΔ’ αιώνα από την Ιστρια της Δαλματίας. Διάσημος υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822 και «επ’ αδεία» ως το 1827) προστάτευσε στους δύσβατους δρόμους της διεθνούς διπλωματίας την ελληνική Επανάσταση και μετά την παραίτησή του – διαφωνώντας με τον τσάρο για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί στο ελληνικό ζήτημα – προσέφερε με διάφορους τρόπους τις υπηρεσίες του στον Αγώνα συνάπτοντας σχέσεις με επιφανείς Ευρωπαίους. Τον Απρίλιο του 1827 εξελέγη κυβερνήτης της Ελλάδας στο «απέραντον τούτον ερείπιον», με το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που ελευθερώθηκαν να έχουν καταληφθεί από τον εχθρό. Το έργο όμως που επετέλεσε και σε κυβερνητικό και σε διπλωματικό επίπεδο είναι θεαματικό. Με το διεθνές κύρος του και παράλληλα με την ανασυγκρότηση της Επανάστασης πέτυχε να προωθήσει το ελληνικό ζήτημα στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (1830), ενώ εξαιρετικά θεωρούνται τα επιτεύγματά του στους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και της ανοικοδόμησης της χώρας. Ηταν υπόδειγμα ανθρώπου που εργάζεται με αυταπάρνηση για τα κοινά. Ο συγκεντρωτισμός στην άσκηση της εξουσίας του όμως προκάλεσε δυσαρέσκεια στις ανώτερες τάξεις. H έξαψη παθών οδήγησε στη δολοφονία του την αυγή της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 στο Ναύπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ (1791-1865)


Πολιτικός και διπλωμάτης, αρχηγός του «αγγλικού» κόμματος, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο πιο άξιος υπουργός Εξωτερικών της ελληνικής Επανάστασης (αν και ποτέ δεν διορίστηκε επίσημα), ενώ ανέλαβε και πρωθυπουργός της Ελλάδας. Πολυμήχανος αλλά και φίλαρχος, ήρθε από νωρίς σε διάσταση με τους πελοποννήσιους στρατιωτικούς και τον Κολοκοτρώνη, καθώς και με τους Υψηλάντη και Καραϊσκάκη. H εμφύλια αντιπαλότητα μέσα στους κόλπους των ηγετικών φυσιογνωμιών του Αγώνα τον ανάγκαζε συχνά κατά τη διάρκειά του να αποσύρεται στη Δυτική Ελλάδα, όπου είχε αναλάβει την ευθύνη των πολιτικών και πολεμικών υποθέσεων. Θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα του Πέτα (1822) αλλά του αναγνωρίστηκε η συμβολή του στην επιτυχημένη οργάνωση της άμυνας του Μεσολογγίου (από τον Οκτώβριο του 1822). Στην επίσημη και ημιεπίσημη αλληλογραφία του προσπάθησε να πείσει την Ευρώπη για την πολιτική αξία του ελληνικού έθνους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι αρχές στις οποίες στήριξε την εξωτερική του πολιτική – μοναρχία, πλήρη ανεξαρτησία, ευρωπαϊκό δάνειο και ευρωπαϊκός στρατός – έγιναν στο τέλος δεκτές από τις μεγάλες δυνάμεις. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια δεν άργησε να αναδειχθεί ηγέτης της αντιπολίτευσης και η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας για τη δολοφονία του κυβερνήτη, κυρίως από τους οπαδούς του «ρωσικού» κόμματος, τον ακολούθησε ως τον θάνατό του, στο τέλος μιας σταδιοδρομίας που τον βρήκε μεταξύ άλλων και σε πρωθυπουργικό πόστο κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου.


ΤΖΟΡΤΖ ΚΑΝΙΝΓΚ (1770-1827)


Αγγλος πολιτικός που συνέβαλε στον διπλωματικό τομέα στην ευνοϊκή για τους Ελληνες έκβαση του Αγώνα του 1821. Εζησε μέσα στη φτώχεια ως το 1778 οπότε ανέλαβε την εκπαίδευσή του ο θείος του, Στράτφορντ, και ακολούθησε, εν συνεχεία, μια δικηγορική και πολιτική σταδιοδρομία. Και ήταν από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών (ανέλαβε τον Μάρτιο του 1807) που συγκρούστηκε με τον υπουργό Πολέμου Κάσελρι, μια διαμάχη η οποία κατέληξε σε μονομαχία κατά την οποία ο Κάνινγκ τραυματίστηκε ελαφρά αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκαν και οι δύο. Δεν ήταν όμως παρά τον Αύγουστο του 1822 που ο Κάνινγκ κλήθηκε να αντικαταστήσει στο υπουργείο Εξωτερικών τον παλιό του αντίπαλο, που είχε μόλις αυτοκτονήσει, και με τις πράξεις του να ανατρέψει την όχι ιδιαίτερα φιλελληνική πολιτική του προκατόχου του. H φιλελεύθερη εξωτερική πολιτική του αποδείχθηκε καίριας σημασίας για την ελληνική Επανάσταση, ιδιαίτερα για τη συμβολή του στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (Απρίλιος 1826) και στη Συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827) που έθεσαν τις βάσεις της ελληνικής ανεξαρτησίας (1830). Ο Κάνινγκ ανέλαβε και την πρωθυπουργία της χώρας του από τον Απρίλιο του 1827 και για λίγους μήνες ως τον θάνατό του. Πρώτος εξάδελφός του ήταν ο διπλωμάτης σερ Στράτφορντ Κάνινγκ, ο οποίος υπηρέτησε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε με ζήλο για την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας.


ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΟΔΡΙΓΚΤΟΝ (1770-1851)


Αγγλος ναύαρχος, αρχηγός του συμμαχικού στόλου (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) που κατανίκησε τον τουρκοαιγυπτιακό στην ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), η οποία συνέβαλε στην ελληνική ανεξαρτησία. Κατετάγη νεότατος στο πολεμικό ναυτικό της χώρας του, διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις και το 1826, ήδη αντιναύαρχος, τοποθετήθηκε αρχηγός των αγγλικών ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Ο ίδιος διατάχθηκε να συμπράξει με τις μοίρες του γαλλικού και του ρωσικού στόλου για υλοποίηση των όσων συμφωνήθηκαν περί ανακωχής ανάμεσα στην επαναστατημένη Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη του 1827. Αναλαμβάνοντας την αρχηγία του συμμαχικού στόλου, ήρθε σε επαφή με τον Ιμπραήμ πασά ο οποίος προσέφερε τα λάθη τακτικής και πολιτικής που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή της ναυμαχίας του Ναυαρίνου. «Δεν ήλθα να λάβω αλλά να δώσω διαταγές» ήταν η απάντηση του αγέρωχου και τολμηρού Αγγλου σε σύσταση αιγυπτίων ναυάρχων να μην προχωρήσει. H ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τις συμμαχικές δυνάμεις εξασφάλισε την τύχη της ελληνικής Επανάστασης και την αίσια έκβαση του Αγώνα για ανεξαρτησία. Ο Κόδριγκτον, πάρα ταύτα, χρειάστηκε να δικαιολογηθεί στην αγγλική κυβέρνηση για την πρωτοβουλία ενός «ατυχούς συμβάντος», όπως χαρακτήρισε τη ναυμαχία του Ναυαρίνου ο πρωθυπουργός της Αγγλίας το 1828, δούκας του Γουέλινγκτον. Πέτυχε ωστόσο, τον Αύγουστο του 1828, την υπογραφή συμφωνίας για οριστική αποχώρηση των Αιγυπτίων από την Πελοπόννησο. Το 1837 προήχθη σε ναύαρχο και το 1839 σε αρχιναύαρχο.


Μέρος των εικόνων του σημερινού ενθέτου προέρχεται από το έργο «Historical Album of the Greek War of Indepedence 1821» των εκδόσεων Μέλισσα


KEIMENA: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ