Με τη στήριξη Γιλμάζ – Τσιλέρ η νέα κυβέρνηση
Οι πέντε μεγαλύτερες συνδικαλιστικές και εμπορικές συνομοσπονδίες της Τουρκίας ετάχθησαν υπέρ του Μπουλέντ Ετζεβίτ, ζητώντας από όλους τους πολιτικούς ηγέτες να τον υποστηρίξουν για να μπορέσει να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας ερήμην των ισλαμιστών (που είναι το μεγαλύτερο κόμμα).
«Η χώρα σήμερα χρειάζεται πολιτική και οικονομική σταθερότητα» δήλωσε ο Ντερβίς Γκουντάι, εκ των στελεχών της συνομοσπονδίας των εργατικών συνδικάτων, προεξοφλώντας έτσι τη «συνεργασία» του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο άλλωστε πέρυσι είχε συμβάλει (οργανώνοντας μεγάλες διαδηλώσεις) στην ανατροπή της τότε κυβέρνησης, στην οποία ηγετικό ρόλο έπαιζε το κόμμα των ισλαμιστών.
Θα χρειαστεί όμως να περάσουν μερικές ημέρες ακόμη για να φανεί αν θα καταφέρει ο εντολοδόχος πρωθυπουργός να σχηματίσει κυβέρνηση. Οι έδρες που κατέχει το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα του δεν επαρκούν και χρειάζεται τη βοήθεια των δύο κεντροδεξιών, δηλαδή του Μεσούτ Γιλμάζ και της Τανσού Τσιλέρ (φτάνει να τα βρουν μεταξύ τους), για να μπορέσει να δημιουργήσει ένα συνασπισμό χωρίς τους ισλαμιστές.
Το τουρκικό κοινοβούλιο από τις αρχές της εβδομάδας φρόντισε να απορρίψει πρόταση για παραπομπή του Γιλμάζ και της Τσιλέρ στο Ανώτατο Δικαστήριο με την κατηγορία της διαφθοράς, γεγονός που ερμηνεύθηκε ως κίνηση καλής θέλησης προκειμένου να διευκολυνθεί η (ενδεχόμενη) συνεργασία των δύο ηγετών στην κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ.
Ο Γιλμάζ (που παραμένει ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός ώσπου να αναδειχθεί το διάδοχο σχήμα) είχε την Παρασκευή συνάντηση με την ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, ως μέλος της επιτροπής εκκαθάρισης των υπόπτων για «διασυνδέσεις» με τους ισλαμιστές αξιωματικών πενήντα άτομα περίπου.
Σενάριο για αναβολή εκλογών
Δύο μόνο θεσμοί δεν επηρεάσθηκαν καθόλου από τη σκανδαλολογία: ο στρατός και οι ισλαμιστές. «Εμάς μας συμφέρει το θέαμα της αλληλοεξόντωσης Τσιλέρ και Γιλμάζ» μας λέει με πονηρό χαμόγελο ο εκπρόσωπος των ισλαμιστών βουλευτής Αμπντουλά Γκιουλ, για να προσθέσει: «Εμάς δεν μας κατηγόρησε κανείς, ούτε μία φορά, όσο ήμασταν στην κυβέρνηση ότι είχαμε εμπλακεί σε σκάνδαλα. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Γιλμάζ έπεσε λόγω κατηγοριών για σκάνδαλα». Ο Γκιουλ προβλέπει με εμφανή αυτοπεποίθηση ότι το κόμμα των ισλαμιστών θα πάρει πάνω από το 30% των ψήφων στις επόμενες εκλογές. Με εξίσου πονηρό χαμόγελο υποστηρίζει ότι ο στρατός δεν θα θελήσει να απαγορεύσει εκ νέου το κόμμα των ισλαμιστών με τη σημερινή ταυτότητά του. Επιμένει μάλιστα ότι «δεν φύγαμε από την κυβέρνηση με παραίτηση. Φύγαμε γιατί κάποιοι «έπεισαν» με διάφορους τρόπους τους βουλευτές των άλλων κομμάτων που μας υποστήριζαν ότι έπρεπε να μας ρίξουν, πράγμα το οποίο και συνέβη».
Δυτικοί διπλωμάτες, αναλυτές και τούρκοι δημοσιογράφοι συμφωνούν ότι αν οι εκλογές διεξαχθούν κανονικά τον Απρίλιο του 1999 οι ισλαμιστές θα είναι το πρώτο κόμμα, με μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα. Οι απόψεις για το ποιοι τελικά είναι οι ισλαμιστές διίστανται. Ο άκρως ευρωπαϊστής Γιουσούφ, που εργάζεται σε μια μεγάλη επιχείρηση, τους απεχθάνεται και επιμένει ότι «αν τους αφήσουμε ανεξέλεγκτους, θα αυξάνουν συνεχώς τη δύναμή τους και μια μέρα θα ξυπνήσουμε και θα καταλάβουμε ότι έχουν διαβρώσει όλο το σύστημα».
Γνωστοί διανοούμενοι, αριστερής μάλιστα προέλευσης, έχουν χάσει κάθε ελπίδα για κάποιου τύπου εκσυγχρονισμό και θεωρούν ότι οι ισλαμιστές είναι ένα άφθαρτο κόμμα που, αν ποτέ έλθει στην εξουσία, θα βάλει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της Τουρκίας μέσα στο σύστημα και στην κατανάλωση. Κάποιος μάλιστα παρομοιάζει τους ισλαμιστές με τον Ανδρέα Παπανδρέου του 1975-81.
Η τουρκική πραγματικότητα μοιάζει όμως με κινούμενη άμμο που ρουφάει κάθε βεβαιότητα πρόβλεψης με το πρώτο φύσημα του αέρα. Μόνη σταθερά, ο στρατός, πανταχού παρών, αγαπητός από τον μέσο Τούρκο και σεβαστός (με μεγάλη δόση φόβου) από την ελίτ.
Τι θέλει ο στρατός σε αυτή τη φάση; Ο Μπιράντ δίνει μια απάντηση όταν υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος Ντεμιρέλ με την ενίσχυση του στρατού θα ήθελε να «παγώσει» τις πολιτικές εξελίξεις επί μία διετία, αναβάλλοντας τις εκλογές για το 2000. Το σενάριο αυτό, που «παίζει» πολύ στα λόμπι των μεγάλων ξενοδοχείων και στα κοκτέιλς των πρεσβειών, θέλει τον Ντεμιρέλ να ορίζει έναν τεχνοκράτη εγνωσμένου κύρους ως επικεφαλής μιας οικουμενικής κυβέρνησης που θα πάει τη χώρα σε εκλογές, αφού πρώτα προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές του εκλογικού νόμου, ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις του κράτους.
Αυτό μπορεί να θέλει ο στρατός, αλλά κανείς δεν πιστεύει ότι οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες θα επιτρέψουν σε έναν αουτσάιντερ (όπως, π.χ., ο πρόεδρος της Βουλής Τσετίν ή ο ανεξάρτητος βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών Γκιουνενσάι) να ηγηθεί μιας προσπάθειας που θα έχει ως θύμα το σημερινό πολιτικό status quo. Να λοιπόν ποιος είναι ο σημερινός γόρδιος δεσμός που καλείται να κόψει, αν όχι να λύσει, ο στρατός και το τουρκικό κατεστημένο. Μέσα σε αυτή την ηχηρή και επικίνδυνη δομική κρίση είναι παντελώς αδιάφορο στον μέσο Τούρκο, αλλά και στο μέλος της ελίτ, ποιος θα είναι πρωθυπουργός αύριο ή την επόμενη εβδομάδα.
Ο γνωστός διανοούμενος και αρθρογράφος Μουράτ Μπελγκέ προβλέπει μάλιστα ότι θα χρειασθούν δύο-τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, θα χρειασθεί να περάσει μια καθαρτική περίοδος αποκαλύψεων σκανδάλων, για να προχωρήσει η χώρα σε μεταρρυθμίσεις και εκδημοκρατισμό. «Εν τω μεταξύ» τονίζει «διατρέχουμε τον κίνδυνο να απομονωθούμε εντελώς στον εαυτό μας ή να περάσουμε μια φάση φασισμού και μεγάλων εσωτερικών εντάσεων».
Συνεργασία Αθήνας και Ουάσιγκτον για τους S-300
Η Ουάσιγκτον συμφωνεί απόλυτα με την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να εγκαταστήσει τους πυραύλους S-300 στην Κρήτη. Αυτό τονίζουν αμερικανοί αξιωματούχοι μιλώντας στο «Βήμα», εκφράζοντας την ελπίδα ότι ο πρόεδρος Κληρίδης θα συνταχθεί με την άποψη αυτή. Οι ίδιοι αξιωματούχοι αναφέρθηκαν σκωπτικά στις αντιρρήσεις που διατύπωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ισμαήλ Τζεμ για την ενδεχόμενη τοποθέτηση των πυραύλων στην Κρήτη. «Πρόκειται μάλλον για χοντροκομμένη τουρκική υπερβολή» επεσήμανε δυτικός διπλωμάτης που παρακολουθεί από κοντά την υπόθεση.
Ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Νίκολας Μπερνς δήλωσε προς «Το Βήμα» πως «οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και των ΗΠΑ συνεργάζονται στενά και αποτελεσματικά σε αυτό το θέμα». Ανώτερος αξιωματούχος, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, υπογράμμισε εξάλλου ότι «οι ΗΠΑ εκτιμούν ιδιαίτερα τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στο θέμα των S-300 και ιδιαίτερα τις ενέργειες του υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου». Ο ίδιος αξιωματούχος εξέφρασε την ανακούφισή του για τη φόρμουλα της Κρήτης καθώς, όπως είπε, «μπορεί να βγάλει το αγκάθι των ρωσικών πυραύλων από τη μέση σε μια στιγμή όπου η κατάσταση στην Αγκυρα εμπνέει ανησυχία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις».
Ο Λευκός Οίκος θα ήθελε, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, να προσκαλέσει τον έλληνα πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη στην Ουάσιγκτον το πρώτο εξάμηνο του 1999. Τη σχετική πρόθεση του Λευκού Οίκου μετέφερε στην κυβέρνηση ο κ. Μπερνς, υπογραμμίζοντας τη σημασία τακτικών επαφών ανωτάτου επιπέδου ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος εξέφρασε την άποψη ότι η πρωθυπουργική επίσκεψη δεν έχει νόημα, εκτός αν είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν απτά θετικά αποτελέσματα για τα ελληνικά συμφέροντα. Κατόπιν αυτού ο κ. Σημίτης θα συναντηθεί μεν με τον κ. Κλίντον αλλά για λίγο, στο πλαίσιο της διάσκεψης κορυφής του ΝΑΤΟ που θα διεξαχθεί τον Απρίλιο στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Ο Πρωθυπουργός θα συναντήσει επίσης την επόμενη Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου τον ειδικό μεσολαβητή των ΗΠΑ για το Κυπριακό Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Ο αμερικανός διπλωμάτης θα επισκεφθεί προηγουμένως την Τουρκία όπου θα έχει συναντήσεις με τούρκους αξιωματούχους και θα συμμετάσχει σε συνέδριο στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του να φέρει σε επαφή οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Διπλωματικές πηγές εκτιμούν ότι ο κ. Χόλμπρουκ δεν μεταφέρει στις βαλίτσες του συγκεκριμένο σχέδιο ή εξαγγελίες για το Κυπριακό εκτός από τη διαβεβαίωση ότι η Ουάσιγκτον θα επιχειρήσει να βοηθήσει την κυπριακή ηγεσία να απεμπλακεί από την υπόθεση των S-300, προωθώντας μέσω του ΟΗΕ ένα ασαφές σχέδιο για αφοπλισμό της Κύπρου.
Τι φοβάται η Αγκυρα
«Βρώμα, βρώμα» φωνάζει στα τουρκικά η οικιακή βοηθός φιλικής οικογένειας στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την αρχική αμηχανία των υπολοίπων, διαπιστώνεται ότι το τουρκικό κανάλι που παρακολουθούσε στο δωμάτιό της έδειξε επί αρκετή ώρα τη φωτογραφία του Οτσαλάν. Η αντίδρασή της αντανακλά το πώς νιώθει ένας ολόκληρος λαός απέναντι στον ηγέτη του ΡΚΚ, αλλά και τη σύγχυση που του έχει προκαλέσει η αντίδραση των Ευρωπαίων μετά τη φυγή του στη Ρώμη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εικόνες που είδαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες μας από τις αντι-ιταλικές διαδηλώσεις καθρεφτίζουν τη συμπεριφορά ενός τυπικού Τούρκου. Αντιθέτως, ήταν εκδηλώσεις οργανωμένες από επαγγελματίες εθνικιστές.
Αυτό φάνηκε από τη στιγμή που οι διαδηλώσεις έπαυσαν λίγα 24ωρα πριν από το ματς Γαλατά Σεράι – Γιουβέντους έπειτα από σχετική άνωθεν εντολή. Ο μέσος τούρκος νοικοκύρης συμμερίζεται την οργή των διαδηλωτών, αλλά δεν είχε όρεξη να κατέβει στους δρόμους.
Κάθε τουρκική οικογένεια που ανήκει στα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας έχει έναν τουλάχιστον συγγενή που έχει υπηρετήσει ή σκοτωθεί στο τουρκικό Βιετνάμ, τη Νοτιοανατολική Τουρκία. Η κρατική και μη προπαγάνδα έχει αναγάγει τον Οτσαλάν στον νούμερο 1 εχθρό της τουρκικής κοινωνίας. Ο τούρκος συνάδελφος στον οποίο απευθύνεσαι για μια πληροφορία γύρω από το Κουρδικό απαντά πρώτα με τη στερεότυπη φράση: «Θέλω να ξέρεις ότι για μένα ο Οτσαλάν είναι τρομοκράτης».
Με βάση αυτές τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις, ήταν φυσικό να εξαγριωθεί ο μέσος Τούρκος όταν ακούει ότι ορισμένοι Ιταλοί αποκαλούν τον Οτσαλάν «πρεζιτέντε» ή ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν να δικάσουν όχι μόνο τον Οτσαλάν αλλά και την Τουρκία για την αντιμετώπιση των Κούρδων. Χωρίς αμφιβολία, η υπόθεση Οτσαλάν τραυμάτισε καθοριστικά τη σχέση Ευρώπης – Τουρκίας.
Ο νεοαφιχθείς ιταλός πρέσβης δήλωνε προ μηνός σε συνέδριο στην Αττάλεια ότι η Τουρκία είναι ο «μεγάλος παρεξηγημένος της Ευρώπης» και υπογράμμιζε με πομπώδες ύφος ότι στόχος του θα ήταν να «εξηγήσει την Τουρκία στην Ευρώπη και τούμπαλιν». Τώρα αναρωτιέται μεγαλοφώνως σε διπλωματικά πάρτι αν θα ήταν καλύτερο να λείψει μερικές εβδομάδες στη Ρώμη…
Ο τουρκικός στρατός και η κυβερνούσα ελίτ πιστεύει ότι «κέρδισε τον πόλεμο εξοντώνοντας τον Οτσαλάν».
Τώρα που έχασε το άλλοθι της τρομοκρατίας, η Αγκυρα δεν είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει το πολιτικό πρόβλημα του Κουρδικού. Ο αρθρογράφος Μουράτ Μπελγκέ θεωρεί ότι «το ΡΚΚ εξοντώθηκε, κουράσθηκε, και αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη μετριοπαθών κουρδικών δυνάμεων, που θα φέρουν το ζήτημα μέσα στο πολιτικό παιχνίδι. Θα είναι κρίμα να χαθεί αυτή η ευκαιρία».
Ο Μπιράντ συμφωνεί και προσθέτει ότι «οι πολιτικοί ηγέτες θα έπρεπε να μαζευτούν και να ανακοινώσουν ένα σοβαρό πακέτο μέτρων για τη Νοτιοανατολική Τουρκία: την παροχή οικονομικής βοήθειας, σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ.».
Μέχρι στιγμής, ούτε ο στρατός ούτε η πολιτική ηγεσία μοιάζουν έτοιμοι να προχωρήσουν σε παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Αντιθέτως, στην Αγκυρα υπάρχει ο έντονος φόβος πως οι Αμερικανοί μαζί με τους Ευρωπαίους θα ζητήσουν σοβαρά ανταλλάγματα για την υποστήριξη της Τουρκίας στη μάχη με το ΡΚΚ.
Κορυφαία αγωνία των τούρκων αξιωματούχων, σύμφωνα με τον Μπιράντ, «το ενδεχόμενο να ζητήσει η Ουάσιγκτον το πράσινο φως από την Τουρκία για να προχωρήσει στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν στο Βόρειο Ιράκ».
Ο φόβος αυτός έχει ενισχυθεί από την προσπάθεια των Αμερικανών να πετύχουν τη συνεργασία των δύο θανάσιμων αντιπάλων ηγεμόνων του κουρδικού πληθυσμού στο Βόρειο Ιράκ, του Μπαρζανί και του Ταλαμπανί. Η Αγκυρα φοβάται ότι η ευόδωση ενός αμερικανικού σχεδίου για ένα νέο κουρδικό κράτος θα λειτουργεί ως πόλος έλξης για αποσχιστικές κινήσεις των Κούρδων της Τουρκίας.
Ολοι αναγνωρίζουν ότι η φυγή του Οτσαλάν στη Ρώμη άνοιξε μια νέα εποχή για την Τουρκία και το κουρδικό ζήτημα. Το ερώτημα είναι αν η περιρρέουσα πολιτική κρίση θα οδηγήσει σε μια ριζική αλλαγή της αντιμετώπισης του ζητήματος ή αν θα αναζητηθούν νέα άλλοθι για να μην προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Ο Οτσαλάν στη Ρώμη ή θα ανοίξει τα παράθυρα του τουρκικού οικοδομήματος για να μπει φρέσκος αέρας ή θα τα κλείσει ερμητικά, με τη δικαιολογία ότι «όλοι κυνηγούν την Τουρκία και θέλουν τον εκ νέου διαμελισμό της».