Επί μία δεκαετία η Τουρκία αγωνιζόταν να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή της υποψηφιότητα. Διαδοχικές κυβερνήσεις, από διαφορετικά κόμματα, με μοναδική εξαίρεση τους ισλαμιστές, έμεναν προσηλωμένες στον ίδιο στόχο. Παρά τα εμπόδια που παρενέβαλλαν η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η τουρκική πολιτική ηγεσία επέμενε. Τελικά δέχθηκε να προβεί σε μεγάλης έκτασης αλλαγές τόσο στο εσωτερικό νομικό της πλαίσιο όσο και στη διεθνή συμπεριφορά της ώστε να ανταποκριθεί στα ευρωπαϊκά πρότυπα και να εγκαινιάσει μια ενταξιακή πορεία.


Ποια δύναμη κρυβόταν πίσω από την ευρωπαϊκή επιμονή της Τουρκίας; Την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στις τάξεις της νέας επιχειρηματικής ελίτ που αναδύθηκε μέσα από τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες έγιναν τη δεκαετία του 1980. Ως τότε η τουρκική οικονομία ήταν δέσμια της δογματικής προσήλωσης στις αρχές του κρατισμού και στις αυταρχικές μεθόδους άσκησης της εξουσίας. Ο κεμαλισμός είχε μετατραπεί σε νεκρό γράμμα και την αυθεντική ερμηνεία του είχε αναλάβει το Γενικό Επιτελείο Ενόπλων Δυνάμεων, βοηθούμενο από μια πειθήνια κρατική γραφειοκρατία. Υπό το βάρος αυτών των καταστάσεων η Τουρκία ακολούθησε τη δεκαετία του 1970 μια τακτική επιβράδυνσης των διαπραγματεύσεων με την τότε Κοινή Αγορά.


Από το 1980 και μετά, η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, έργο του τότε προέδρου Τουργκούτ Οζάλ, έδωσε τη δυνατότητα σε πολλές επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν άλματα και να φθάσουν στο σημείο να έχουν μεγάλης κλίμακας διεθνείς δραστηριότητες. Στην παραλιακή περίμετρο της Τουρκίας ξεπετάχτηκαν σαν μανιτάρια εκατοντάδες νέες μονάδες, πολλές από τις οποίες εξελίχθηκαν σε μεγάλους ομίλους. Και επειδή η πολιτική είναι πάντοτε η συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας, η Τουρκία έπρεπε, όσο άλλαζε η οικονομία της, να αναζητήσει μια νέα θέση στον κόσμο.


Η νέα επιχειρηματική ελίτ έμαθε τον κόσμο αναλαμβάνοντας ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας, έχει αυτοπεποίθηση και διαφορετικές προτεραιότητες από τους παλιούς κρατικούς παράγοντες. Οι προκαταλήψεις απέναντι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη είναι πολύ μικρότερες και σε φθίνουσα πορεία. Ενα μέρος της κληρονόμησε κάποια θραύσματα από τον κοσμοπολιτισμό των παλιών ελίτ που αναπτύχθηκαν τους προηγούμενους αιώνες στις ίδιες αυτές περιοχές. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η οικογένεια Κοτς αναστήλωσε ένα κτίριο του 12ου αιώνα για να το καταστήσει έδρα των πολιτιστικών-μορφωτικών δραστηριοτήτων τις οποίες στηρίζει με δικούς της πόρους.


Στο άνοιγμα του νέου αιώνα δημιουργείται μια νέα κοινωνική δυναμική την οποία εκφράζουν και νέοι πολιτικοί. Ο υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ αλλά και ο μαχητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ακίν Μπιρντάλ είναι δύο πόλοι της νέας πολιτικής φυσιογνωμίας της Τουρκίας. Η φυσιογνωμία αυτή είναι πολύ πιο οικεία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και μέσα από τις αντιφάσεις της θα χρωματίσει καθοριστικά τις εξελίξεις στην περιοχή μας.


ΣΑΠΑΝΤΣΙ Το βαρύ πυροβολικό των ευρωπαϊστών



Η οικογένεια Σαπάντσι ήταν ανέκαθεν ένας από τους πλέον δραστήριους παράγοντες που ωθούσαν τη σύνδεση της Τουρκίας με τη Δύση. Θα είναι άλλωστε από εκείνους που θα ωφεληθούν εξαιρετικά από την επίσημη ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας καθώς έτσι θα ξεπεράσουν πολλά από τα εμπόδια που συναντούν στην ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στις χώρες-μέλη της Ενωσης. Η οικογένεια είχε πάντοτε ισχυρή παρουσία στην TUSIAD, την ομοσπονδία τουρκικών βιομηχανιών, και καταλαμβάνει σταθερά θέσεις στο Ανώτερο Συμβούλιο καθώς και στα εκτελεστικά όργανα. Ασκησε όλη την επιρροή της ώστε η κυβέρνηση της Τουρκίας να προσαρμοσθεί στις οδηγίες των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ιδιαίτερα του Διεθνούς Ταμείου, και να υιοθετήσει πολιτικές που προωθούν τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Πρωτοστάτησε μάλιστα στην υιοθέτηση ανάλογων αντιλήψεων από τα συνδικαλιστικά όργανα των τούρκων επιχειρηματιών.


Η διαδρομή της οικογένειας Σαπάντσι ξεκίνησε το 1925 από το εμπόριο βάμβακος στα Αδανα στη Νοτιοδυτική Τουρκία. Μετά από 75 χρόνια, έχει στην ιδιοκτησία της τον μεγαλύτερο όμιλο εταιρειών στην Τουρκία. Σε παγκόσμιο επίπεδο κατατάσσεται ανάμεσα στους 300 μεγαλύτερους. Από το 1980 και μετά, ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των εισπράξεών του προέρχεται από τις διεθνείς δραστηριότητές του, τις οποίες αναπτύσσει σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία), της Αμερικανικής ηπείρου καθώς και της Μέσης Ανατολής. Το αρχηγείο των επιχειρήσεών τους το εγκατέστησαν πλέον σε ιδιόκτητο πύργο, ο οποίος φρουρείται σαν στρατόπεδο.


Ως γνήσιοι εκπρόσωποι του τουρκικού κατεστημένου, το οποίο έχει ισχυρή αίσθηση προορισμού, οι Σαπάντσι χρηματοδοτούν, από δικούς τους πόρους, ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο και 108 ιδρύματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται μουσεία, ωδεία κ.ά.


ΚΟΤΣ Ο κοσμοπολίτης του τουρκικού κατεστημένου


Ο όμιλος Κοτς είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στην Τουρκία και ένας από τους 500 μεγαλύτερους στον κόσμο. Η οικογένεια Κοτς, με πρώτο τον «αρχηγό» της Ραχμί, είναι όμως η πιο κοσμοπολίτικη, με διεθνή παρουσία στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ξεκίνησε πρώτη τις διαδικασίες για την είσοδο των εταιρειών της στη Γουόλ Στριτ, έστω κι αν υποχρεώθηκε να αναβάλει το εγχείρημα όταν ξέσπασε η «ασιατική κρίση» των διεθνών χρηματιστηρίων. Η δυναμική εμπορική τράπεζα του ομίλου, η Κότσμπανκ, θα είναι η πρώτη που θα ωφεληθεί από την ευρωπαϊκή δυναμική της Τουρκίας καθώς θα μπορέσει να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες λειτουργίας στις χώρες της Ενωσης, ενώ ως τώρα εμποδιζόταν από τους ισχύοντες κανονισμούς ­ όπως διαπίστωσε έμπρακτα πολλές φορές στο παρελθόν. Οι υπόλοιπες 90 περίπου εταιρείες του έχουν εδραιωμένες θέσεις στις αγορές της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ασίας και θα επηρεασθούν σχετικά λιγότερο.


Ο Ραχμί Κοτς είναι ένας από τους πιο σταθερούς και μαχητικούς υποστηρικτές του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας, πιστός οπαδός του κοσμικού καθεστώτος και σκληρός πολέμιος των ισλαμιστών. Ηταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και για πολλά χρόνια προσπάθησε να δημιουργήσει μια οικονομική βάση για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Απέτυχε διότι από την ελληνική πλευρά κινητοποιήθηκαν αρχικά μερικοί μικροί επιχειρηματίες που δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ισότιμα. Τελικά κουράστηκε και όταν ξέσπασε η κρίση με αφορμή την «υπόθεση Οτσαλάν» αποσύρθηκε προσωρινά από τις μεικτές ελληνοτουρκικές επιχειρηματικές οργανώσεις. Ο επόμενος πάντως «αρχηγός» της οικογένειας, ο Ομέρ, έχει πτυχίο στα αρχαία ελληνικά από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια ­ το οποίο είναι ένα από τα καλύτερα του κόσμου.


Παρά το γεγονός ότι ο ιδρυτής της δυναστείας των Κοτς ξεκίνησε το 1917 στην Αγκυρα με ένα μικρό οπωροπωλείο, σήμερα έχουν κατορθώσει να αισθάνονται και να λειτουργούν ως πολίτες του κόσμου. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η οικογένεια έχει ένα δικό της πανεπιστήμιο στην Τουρκία και χρηματοδοτεί έδρες στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.


ΤΑΡΑ Ο επιχειρηματίας που ήθελε να γίνει πολιτικός


Ο Σαρίκ Τάρα είναι η τυπική περίπτωση ενός επιτυχημένου επιχειρηματία που μάλλον θα επιθυμούσε να είναι πολιτικός. Ο όμιλος της ΕΝΚΑ αποτελεί ένα σύμπλεγμα κατασκευαστικών εταιρειών που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην Τουρκία. Μόνιμος εταίρος του αμερικανικού κολοσσού Μπέχτελ, αναπτύσσει τις δραστηριότητές του από την Αδριατική ως την Κεντρική Ασία, περνώντας από τη Μόσχα ­ όπου έχει υπογράψει μερικά από τα μεγαλύτερα συμβόλαιά του. Ο κ. Τάρα όμως είναι διαρκώς μέσα στην πολιτική, όπως φαίνεται από τα πολλά κρατικά μετάλλια με τα οποία έχει τιμηθεί από την (πάλαι ποτέ σοσιαλιστική) Πολωνία, τη Ρωσία, την Ιαπωνία και το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών! Ο γιος του Σινάν ήταν ο μοναδικός τούρκος εκπρόσωπος που παραβρέθηκε στη συνάντηση της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ τον Ιούνιο του 1997, όταν πολλοί διαπρεπείς επιχειρηματίες, πολιτικοί και ειδικοί επιστήμονες μελέτησαν το θέμα του Ισλάμ και τις στρατηγικές αντιμετώπισης του θρησκευτικού φανατισμού.


Είναι εδώ και πολλά χρόνια ιδιαίτερα δραστήριος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατέχοντας διάφορες θέσεις στο Ελληνοτουρκικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο. Μόλις ανανεώθηκαν οι δυνατότητες επικοινωνίας των δύο πλευρών κατέβαλε συστηματική προσπάθεια για την αναζωογόνηση του διμερούς διαλόγου σε όλα τα επίπεδα. Είναι από αυτούς που έχουν βαθιά κατανοήσει την προτεραιότητα που έχει για τη χώρα του η ευρωπαϊκή προοπτική της έναντι των διαφορών της με την Ελλάδα. Εχει στείλει αρκετά προσωπικά γράμματα στον έλληνα υπουργό Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου, τα οποία έχουν βασικό χαρακτηριστικό τους το ειλικρινές ενδιαφέρον για την επίτευξη προόδου στις διμερείς σχέσεις. Κατόρθωσε να οικοδομήσει σταθερές σχέσεις με έλληνες επιχειρηματίες και έχει πάντοτε καλούς φίλους να τον περιμένουν στην Αθήνα.


ΕΚΖΑΣΙΜΠΑΣΙ Το «φάρμακο» για τη Δύση


Ο ιδρυτής της πρώτης εταιρείας του ομίλου Εκζασίμπασι, ο Νιχάτ, προσωποποιεί, με τον καλύτερο ίσως τρόπο, το λεπτό εκείνο στρώμα της τουρκικής κοινωνίας που ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη Δύση. Ο Νιχάτ είχε σπουδάσει στη Χαϊδελβέργη, στο Σικάγο και στο Βερολίνο προτού επιστρέψει, τη δεκαετία του 1930, στη Σμύρνη για να ιδρύσει μια μικρή φαρμακευτική εταιρεία η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο δυναμικούς παράγοντες της τουρκικής οικονομίας. Ο γιος του Μπουλέντ είναι σήμερα πρόεδρος του Ανώτερου Συμβουλίου της TUSIAD και ένας από τους πρωταγωνιστές της εκστρατείας των τούρκων επιχειρηματιών για ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Ο όμιλος Εκζασίμπασι, με κύριο αντικείμενο τα φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα, είναι άμεσα συνδεδεμένος με πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και μία ελληνική. Η συμμαχία αυτή, που έχει τη μορφή αδειών παρασκευής περίπου 180 προϊόντων, επιτρέπει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε αγορές (Ρωσία, Ουκρανία, Καζακστάν) που οι ίδιες δεν θα «χτυπούσαν» και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στον όμιλο Εκζασίμπασι να χρησιμοποιήσει την ευρωπαϊκή τεχνολογία, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να κινηθεί. Η ταύτιση των ευρωπαϊκών και των τουρκικών συμφερόντων στην περίπτωση αυτή είναι αδιάρρηκτη.


Σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του τουρκικού επιχειρηματικού κατεστημένου, η οικογένεια Εκζασίμπασι υποστηρίζει και αυτή άμεσα τις τέχνες και τα γράμματα, χρηματοδοτώντας μια σειρά πολιτιστικές δραστηριότητες μέσω του δικού της Ιδρύματος Τέχνης και Πολιτισμού καθώς και των πανεπιστημιακών εδρών που υποστηρίζει.


ΝΤΟΓΚΑΝ Η δύναμη στον Τύπο


Η ευρωπαΪκή προοπτική της Τουρκίας υποστηρίχθηκε ανεπιφύλακτα από τις δύο πιο σοβαρές και σημαντικές εφημερίδες της χώρας, τη «Μιλιέτ» και τη «Χουριέτ». Τα κύρια άρθρα τους παρότρυναν την κυβέρνηση Ετζεβίτ να διαπραγματευθεί όσο το δυνατόν πιο σκληρά και αποτελεσματικά, αλλά ο τελικός σκοπός της ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Η ταύτιση αυτή δεν ήταν διόλου συμπτωματική: αμφότερες ανήκουν στον όμιλο του Αϊντίν Ντογκάν, ο οποίος βλέπει σταθερά προς τη Δύση. Ξεκινώντας το 1950 από την εμπορία αυτοκινήτων έφθασε σήμερα να είναι ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες στη διαμόρφωση της τουρκικής κοινής γνώμης, ιδιοκτήτης δεκάδων τίτλων εφημερίδων και περιοδικών, τον οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει καμιά κυβέρνηση. Η όλη στάση του αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο για τον σχηματισμό της τελικής κατεύθυνσης της Αγκυρας στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα ο όμιλος Ντογκάν πήρε την πρωτοβουλία να διοργανώσει ένα συνέδριο ελλήνων και τούρκων δημοσιογράφων το οποίο αναζήτησε τρόπους για καλύτερη επικοινωνία και αμοιβαία κατανόηση. Η «στροφή» αυτή ήταν σημαντική γιατί αφορούσε έναν οργανισμό που δεν είχε στο παρελθόν πολλούς δισταγμούς να εκφρασθεί με όρους ισχύος και ο οποίος προχώρησε στην κίνηση αυτή μετά από ώριμη σκέψη. Ο πυρήνας των σκέψεων πίσω από τη διοργάνωση του συνεδρίου μπορεί να περιληφθεί σε δύο μόνο λέξεις: ευρωπαϊκή υποψηφιότητα. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν ότι η τουρκική πλευρά προέκρινε μια συμφιλιωτική στρατηγική αντί για αντιπαραθετική, κάτι που βοήθησε εξαιρετικά την όλη προσπάθεια.


ΜΠΙΡΝΤΑΛ Ο αγωνιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων


Ο Ακίν Μπιρντάλ, ηγετική φυσιογνωμία της Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Τουρκία και εξέχων αγωνιστής για την κατάργηση των αυταρχικών νόμων, είναι ένας από τους ανθρώπους που προσπάθησαν τα τελευταία χρόνια να εισαγάγουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα στη χώρα τους. Τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της τουρκικής πολιτικής αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν τον Μάιο του 1998, ενώ τον ίδιο χρόνο είχαν χάσει τη ζωή τους από τις επιθέσεις των ακροδεξιών «Γκρίζων Λύκων» και άλλα μέλη της Ενωσης. Η απόπειρα εναντίον του Μπιρντάλ ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από όλο τον δυτικό κόσμο, την Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη και τις συνήθως πολύ διστακτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια γενναία στάση τήρησε και όταν, παρά τα προβλήματα της υγείας του, φυλακίστηκε για διάστημα μερικών μηνών καταδικασμένος από το Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και η Διεθνής Αμνηστία υπογράμμισαν τη σημασία του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προς την τουρκική κυβέρνηση και τις κρατικές αρχές. Το διαρκές πρόβλημα άλλωστε ήταν ότι η τότε τουρκική κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο κουρδικό ΡΚΚ, το οποίο είχε τρομοκρατική δραστηριότητα, και στις δραστηριότητες των αγωνιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα οι οποίοι ουδέποτε αμφισβήτησαν την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.


ΑΛΑΤΟΝ Ο «σύνδεσμος» με το Ισραήλ


Ο Ισαάκ Αλατον είναι ο επιχειρηματίας που εδώ και πολλές δεκαετίες παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και στο Ισραήλ και κρατάει τη θέση του άτυπου συνδέσμου ανάμεσα στις κυβερνήσεις των δύο χωρών. Η Αλάρκο, της οποίας είναι πρόεδρος, από την ίδρυσή της το 1954 ως σήμερα έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες και κράτησε έναν σταθερά δυτικόφιλο προσανατολισμό. Η παραδοσιακή φιλία του κ. Αλατον με τον πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ βοήθησε πολύ τον τελευταίο να αντιμετωπίσει με επάρκεια διάφορες απειλές σε βάρος του καθεστώτος, κυρίως την απειλή από τους ισλαμιστές.



Ο εικονιζόμενος Ισμαήλ Τζεμ δικαιούται τον τίτλο του «πιο ευρωπαίου» τούρκου πολιτικού. Στήριξε όλη την καριέρα του στην ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας και κέρδισε. Αντιμετώπισε πολλές φορές την κριτική των εθνικιστών αλλά αποδείχθηκε πιο ανθεκτικός από όσο τον περίμεναν. Είχε αναλάβει την ευθύνη της συστηματικής ενημέρωσης των στρατιωτικών για τις εξελίξεις τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ηταν βέβαια αυτός που κατόρθωσε να κρατήσει το Γενικό Επιτελείο στην ευρωπαϊκή τροχιά ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές των διαπραγματεύσεων.


ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ Το αντίδοτο στην κυριαρχία των στρατηγών


Η ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου από το 1983 και μετά δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ταχεία ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην Τουρκία. Ως τότε η οικονομία βρισκόταν στο μεγαλύτερο μέρος της υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους και η επιχειρηματική κοινότητα είχε ασήμαντη παρουσία και παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Εκτοτε, παρά το γεγονός ότι ο στρατός διατηρεί μια ηγεμονική θέση στο πολιτικό σύστημα, έχουν διαμορφωθεί επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους που μπορούν να ακούγονται από τους στρατηγούς και τους πολιτικούς.