Σχεδόν επί μισό αιώνα οι δύο Γιωτόπουλοι, πατέρας και γιος, εναλλάσσονταν στο Παρίσι. Πορείες αντίθετες, πορείες αντίστροφες αλλά και ταυτοχρόνως συμπληρωματικές. Στα ίδια παγκάκια, στα ίδια καφενεία ίσως, ξεδίπλωσαν δύο προσωπικότητες που προκύπτουν εντυπωσιακά διαφορετικές.
Ο πατέρας του Αλέκου, Δημήτρης ή Μήτσος Γιωτόπουλος, δεν ήταν μια τυχαία φυσιογνωμία. Για το «μυθικό πρόσωπο του Βίτε» μιλούσε ένα άλλο μυθικό πρόσωπο του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, ο Μιχάλης Ράπτης ή «Πάμπλο», στην αυτοβιογραφία του.
«Βίτε» ή «Vitte» ήταν το επαναστατικό του ψευδώνυμο. Από το 1927-28 ηγείται της ομάδας που κινείται γύρω από το περιοδικό «Αρχείο Μαρξισμού» και το οποίο, περισσότερο από ένα απλό περιοδικό, ήταν μια ολόκληρη τάση στο κομμουνιστικό κίνημα εκείνης της εποχής. Κάποια στιγμή είχε φθάσει να αριθμεί γύρω στα 1.500-2.000 μέλη.
Τον περιγράφουν ως ευρυμαθή, καλλιεργημένο αλλά και αυταρχικό, συγκεντρωτικό, άνθρωπο που δεν σήκωνε πολλές αντιρρήσεις και πεπεισμένο ότι έχει πάντα δίκιο. Μια ηγετική προσωπικότητα. Περισσότερο κουβέντα όμως και λιγότερο δράση. Τρία στοιχεία είναι ίσως αρκετά για να καταλάβουμε για ποιον μιλάμε.
* Ηταν ουσιαστικά το Νο 2, ο οργανωτικός υπεύθυνος, στη λεγόμενη «Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση» που είχε ιδρύσει το 1931 ο Λέον Τρότσκι. Ενα Νο 2 που δεν δίσταζε να διαφωνήσει με το Νο 1. Το 1934 Τρότσκι και «Βίτε» συγκρούστηκαν ευθέως και το γεγονός θεωρήθηκε περίπου σαν σχίσμα της «Αριστερής Αντιπολίτευσης».
* Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά επικήρυξε τον «Βίτε» (ο οποίος βρισκόταν ήδη στο Παρίσι) με διπλάσιο ποσό από τον Γραμματέα του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη. Εντυπωσιακή μεταχείριση για τον επικεφαλής μιας κομμουνιστικής ομάδας που τότε πια δεν είχε περισσότερα από εξήντα μέλη!
* Το 1937 βρίσκεται στην Ισπανία όπου παίρνει μέρος στον εμφύλιο από τις γραμμές του POUM, κόμματος του ευρύτερου τροτσκιστικού χώρου που είχε ισχυρή βάση στη Βαρκελώνη.
Οταν οι κομμουνιστές άρχισαν τις εκκαθαρίσεις στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ο Γιωτόπουλος συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές. Παρ’ όλα αυτά δεν εκτελέστηκε (όπως ολόκληρη η ηγεσία του POUM και ο Γραμματέας του Αντρες Νιν) αλλά αποφυλακίστηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1939, ύστερα από σημαντική κινητοποίηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και του Μαρσό Πιβέρ προσωπικά. Ο Πιβέρ δεν ήταν άνθρωπος που θα ασχολιόταν εύκολα με πρόσωπα δεύτερης διαλογής.
Με άλλα λόγια, ο «Βίτε» είναι τη δεκαετία του ’30 μια σημαντική προσωπικότητα, εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλά από εκεί και πέρα αρχίζει η παρακμή. Ο «Βίτε» έλαμψε πολύ. Αλλά έλαμψε για λίγο.
Τον πόλεμο τον έζησε στο Παρίσι. Μάλλον παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει. Δεν αναφέρεται να πήρε μέρος σε κάποια αντιστασιακή δράση, σε αντίθεση με τον τροτσκιστή και ηθοποιό Γιώργο Βιτσώρη ή «Μπυσόν», πρώην υπαρχηγό του «Βίτε» στο «Αρχείο Μαρξισμού», ο οποίος πήρε ενεργά μέρος στη γαλλική αντίσταση. Εκείνη την περίοδο φαίνεται ότι γεννήθηκαν ο Αλέκος και η αδελφή του Ζωή.
Μετά τον πόλεμο ο Γιωτόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα. Ξεκομμένος από τα πράγματα, απομονωμένος από όλους, με μια αυξανόμενη πικρία για όλους, αποτυγχάνει να συγκροτήσει ξανά ένα δικό του πολιτικό ρεύμα, παραπαίει πολιτικά και πεθαίνει μόνος και ξεχασμένος το 1965. Μέχρι τέλους, λένε αυτοί που τον γνώρισαν, ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι είχε δίκιο εναντίον όλων.
Ο Αλέκος (που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, στο Παρίσι, ίσως το 1944) θα γνωρίσει τον πατέρα του μόνο της δεύτερης περιόδου. Γιος ενός αποτυχημένου επαναστάτη. Το 1963-64 επιστρέφει στο Παρίσι όπου γεννήθηκε για να σπουδάσει.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του πριν από τριάντα χρόνια, ο Αλέκος είναι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Κληρονόμος ενός διάσημου ονόματος, αν και κανένας δεν θυμόταν πια γιατί ήταν διάσημο.
«Ακούγαμε για τον γιο του Γιωτόπουλου, το όνομα ήταν γνωστό, αλλά για τον ίδιο τον Γιωτόπουλο θυμόμασταν αμυδρά ότι είναι κάποιος παλιός αριστερός. Τίποτε περισσότερο…» ομολογεί ένας από τους Ελληνες που βρέθηκαν στο Παρίσι κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Φαίνεται ότι τα έφερνε δύσκολα βόλτα. «Ηταν από τους πιο φτωχούς στο ελληνικό περίπτερο. Αλλά ψηλός, συμπαθητικός, με γαλάζια μάτια, όμορφο παιδί» θυμάται ο Κώστας Βεργόπουλος. Ολοι τού αναγνωρίζουν μια φυσική ευγένεια αλλά και μεγάλες επιτυχίες στο «ωραίο φύλο». Το 1971 η εξαφάνισή του θα αποδοθεί σε έρωτα για μια Πολωνέζα.
Κανένας δεν θυμάται τι ακριβώς σπούδαζε. Οι περισσότεροι λένε για νομικά. Μερικοί μιλούν για οικονομικά ή κοινωνιολογία. Αν κρίνει κανείς πάντως από τις προκηρύξεις της 17Ν, τίποτε από αυτά δεν κατάφερε να μάθει.
Διατυπώνονται υπόνοιες ότι μάλλον δεν τελείωσε ποτέ το Πανεπιστήμιο και σίγουρα δεν υπήρξε καθηγητής ή διδάσκων σε κάποιον γνωστό πανεπιστημιακό οργανισμό. Ο «καθηγητής» είναι άλλο ένα παραμύθι των ημερών. Κανένας δεν μπορεί να πει αν εργάστηκε ποτέ και τι δουλειά έκανε.
«Μιλούσε λίγο, ήταν πολύ συνεσταλμένο παιδί, διακριτικός, δεν καταλάβαινες πάντα τι σκέπτεται» ήταν η εντύπωση που είχε αφήσει στον Ριχάρδο Σωμερίτη. Η γενική εντύπωση μιλάει για ένα συμπαθητικό και όμορφο παιδί, το οποίο σπανίως εκδηλωνόταν και ακόμη σπανιότερα αποκάλυπτε τη σκέψη του. Κανένας δεν μπορεί να θυμηθεί μια συγκεκριμένη πολιτική ή άλλη κουβέντα του Αλέκου Γιωτόπουλου.
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, το πιο αξιοσημείωτο του παρισινού βίου του Αλέκου Γιωτόπουλου ήταν ότι δεν έκανε τίποτε το αξιομνημόνευτο.
Ο Ράπτης, ο Σαρτρ και η προκήρυξη στη «Λιμπερασιόν» Μία τουλάχιστον αξιόπιστη μαρτυρία ισχυρίζεται ότι το 1992 το κλιμάκιο της CIA στο Παρίσι είχε ήδη διαμορφωμένη σαφή εικόνα για την ηγεσία της 17Ν
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στο Παρίσι άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα του μυστηρίου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών που αναζητούν τον δολοφόνο του Γουέλς και των άλλων Αμερικανών φαίνεται ότι καταλήγουν πλέον στον Αλέκο Γιωτόπουλο.
Για την ακρίβεια, μία τουλάχιστον αξιόπιστη μαρτυρία ισχυρίζεται ότι το 1992 το κλιμάκιο της CIA στη γαλλική πρωτεύουσα είχε ήδη διαμορφωμένη σαφή εικόνα για την ηγεσία της 17Ν. Τώρα ο πρώην πρέσβης στην Αθήνα Τομ Νάιλς φέρεται να ισχυρίζεται ότι το όνομα του Γιωτόπουλου συμπεριλαμβανόταν στις λίστες υπόπτων που διαβίβαζε στην ελληνική κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Μια εικόνα της κατάστασης φαίνεται ότι είχαν και οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες. Οταν πριν από δύο χρόνια ο κ. Μ. Χρυσοχοΐδης επισκέφθηκε το Παρίσι, οι Γάλλοι τον υποδέχθηκαν με τη φράση «ήλθατε να μας βρείτε με είκοσι πέντε χρόνια καθυστέρηση».
Γιατί το Παρίσι; Διότι εκεί η 17Ν έκανε την πρώτη πολιτική εμφάνισή της. Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία του Γουέλς, αρχές του 1976, ο διευθυντής της «Λιμπερασιόν» Σερζ Ζυλί φωνάζει τον ειδικό συντάκτη για θέματα τρομοκρατίας Φρεντερίκ Λοράν και του λέει:
– Πήγαινε στο σπίτι του Σαρτρ. Εχει κάτι να μας δώσει.
Ο Λοράν (σήμερα είναι παραγωγός CD-ROM κλασικής μουσικής) δεν δέχθηκε να μιλήσει στο «Βήμα» επιμένοντας ότι δεν θέλει να θυμάται και δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτή την υπόθεση. Ισως δεν έχει άδικο: του δηλητηρίασε τη ζωή σχεδόν επί μία δεκαπενταετία. Οι Αμερικανοί ήταν περίπου πεπεισμένοι ότι αυτός και ο Σερζ Ζυλί ήξεραν ποιοι βρίσκονται πίσω από την προκήρυξη και τους καλύπτουν.
Πριν από λίγα χρόνια όμως ο Λοράν είχε αφηγηθεί την ιστορία στον Ζαν Γκισνέλ, για να τη χρησιμοποιήσει σε ένα βιβλίο που έγραφε για την ιστορία της «Λιμπερασιόν». Τα περιστατικά (όπως μας τα επιβεβαίωσε και προφορικά ο Γκισνέλ) έχουν ως εξής:
* Ο Λοράν πηγαίνει στο σπίτι του Σαρτρ, στο βουλεβάρτο Εντγκάρ Κινέ, αλλά ο Σαρτρ έχει πέσει για μεσημεριανό ύπνο. Η φίλη του φιλοσόφου, Μισέλ Βιάν, του παραδίδει έναν κλειστό φάκελο λέγοντας:
– Μου είπε να σας δώσω αυτό το έγγραφο που του παρέδωσε ένα άτομο απολύτου εμπιστοσύνης.
* Ο Λοράν επιστρέφει στην εφημερίδα και βρίσκουν μέσα στον φάκελο την πρώτη προκήρυξη της 17Ν για τη δολοφονία του Γουέλς και ένα σχέδιο που εξηγούσε πώς έγινε η δολοφονία.
Το κείμενο είναι στα γαλλικά. Το διαβάζουν, το βρίσκουν μάλλον παρανοϊκό και αποφασίζουν να μην το δημοσιεύσουν. Πράγμα που λέει ίσως πολλά για την αξιολόγηση του κειμένου. Στη «Λιμπερασιόν» εκείνης της εποχής δεν δούλευαν παιδιά της χορωδίας και ούτε κοκκίνιζαν από ντροπή όταν άκουγαν τις λέξεις «τρομοκρατία» και «επαναστατική βία».
* Εναν χρόνο αργότερα, μετά τη δολοφονία του Μάλλιου, έρχεται στα γραφεία της «Λιμπερασιόν» (με το ταχυδρομείο αυτή τη φορά) και δεύτερη προκήρυξη που αναφερόταν και στο αδημοσίευτο πρώτο κείμενο. Η «Λιμπερασιόν» πλέον δημοσιεύει και τις δύο.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τρία:
* Γιατί η 17Ν χρειάζεται τη μεσολάβηση του Σαρτρ για να δώσει ένα τέτοιο κείμενο στη «Λιμπερασιόν»; Γιατί να μην το στείλει κανονικά, όπως έκανε τη δεύτερη φορά;
* Ο Σαρτρ γνωρίζει το περιεχόμενο του φακέλου; Και αν το γνωρίζει, πάει να κοιμηθεί αντί να βεβαιωθεί ότι έφθασε στον παραλήπτη;
* Ποιο είναι αυτό το «πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης» του Σαρτρ που παρέδωσε στον γάλλο φιλόσοφο τον φάκελο; Τι σχέση έχει με την προκήρυξη και τι ξέρει για τη 17Ν;
Η ουσιαστική απορία είναι η τρίτη. Αλλά ίσως να μην μπορεί να απαντηθεί χωρίς τις άλλες δύο. Διότι αν δεχθούμε ότι ο συγγραφέας της προκήρυξης είναι ο Γιωτόπουλος (ο οποίος επέστρεψε στο Παρίσι μετά τη δολοφονία του Γουέλς), πολύ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης» του Σαρτρ. Το πιθανότερο είναι πως ούτε καν τον γνώριζε. Αρα κάποιος άλλος πρέπει να μεσολάβησε μεταξύ του συντάκτη της προκήρυξης και του βουλεβάρτου Εντγκάρ Κινέ.
Η συνέχεια μπορεί να στηριχθεί μόνο σε υποθέσεις. Είναι βέβαιο, ας πούμε, ότι ένας που γνώριζε και τον Σαρτρ και τον Γιωτόπουλο ήταν ο Μιχάλης Ράπτης. Ο Σαρτρ μάλιστα είχε πρωτοστατήσει μαζί με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ στις κινητοποιήσεις για την αποφυλάκιση του Ράπτη και της Ελλης Δυοβουνιώτη, όταν το 1961 είχαν συλληφθεί και δικάζονταν στην Ολλανδία επειδή βοηθούσαν παράνομα το FLN, στην Αλγερία.
Ο Γιωτόπουλος πάλι γνώριζε τον Ράπτη όχι μόνο λόγω του πατέρα του αλλά και επειδή είχε μετάσχει στο ταξίδι στην Κούβα που είχε οργανώσει το 1968 ο τροτσκιστής ηγέτης. Από πουθενά πάντως δεν επιβεβαιώνεται ότι η σχέση τους ήταν τόσο στενή όσο γράφτηκε αυτές τις μέρες στον ελληνικό Τύπο. Οτι «τον είχε σαν παιδί του» και άλλα τέτοια.
Το αξιοσημείωτο με την «υπόθεση Ράπτη» είναι ότι εξηγεί ίσως την ανάγκη μεσολάβησης του Σαρτρ. Την εποχή εκείνη η «Λιμπερασιόν» στελεχώνεται σχεδόν αποκλειστικά από μαοϊκούς της «Προλεταριακής Αριστεράς», οργάνωσης από την οποία είχαν περάσει και ο Ζυλί και ο Λοράν.
Το κλίμα στην εφημερίδα είναι φανατικά «αντι-τροτσκιστικό»: μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μερικοί (ελάχιστοι) πρώην τροτσκιστές θα κάνουν την εμφάνισή τους στη σύνταξη της «Λιμπερασιόν».
Αρα ο τροτσκιστής Ράπτης, ο «Πάμπλο» της «Τετάρτης Διεθνούς», ήταν γι’ αυτούς σχεδόν μισητό πρόσωπο και πάντως ανάξιος πολιτικής εμπιστοσύνης για μια τόσο σοβαρή υπόθεση. Ο Σαρτρ, αντιθέτως, ήταν περίπου ο πνευματικός τους πατέρας και ιδρυτής της εφημερίδας. Ο λόγος του αποτελούσε εγγύηση.
Ολα αυτά βεβαίως δεν είναι παρά περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες υποθέσεις. Οι βασικοί πρωταγωνιστές (ο Σαρτρ, ο Ράπτης…) δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας και είναι αμφίβολο αν ο Γιωτόπουλος θα διαλευκάνει κάποια στιγμή την υπόθεση.
Αλλωστε ακόμη κι αν η αλυσίδα της διακίνησης διαλευκανθεί, ποτέ δεν θα μάθουμε με βεβαιότητα αν οι διακινητές γνώριζαν ακριβώς το περιεχόμενο του φακέλου. Ή αν είχαν απλώς μια γενική ιδέα γι’ αυτό που μπορούσε να περιέχει.
Να τελειώσουμε με μια υποσημείωση. Πεντέμισι χρόνια αργότερα, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Λοράν μετακόμισε στο Προεδρικό Μέγαρο των Ηλυσίων όπου στο πλευρό του Φρανσουά ντε Γκροσούβρ ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών. Χρειάστηκε κάπου δεκαπέντε χρόνια για να βγάλει από πάνω του τη «ρετσινιά» της 17Ν.
* Η θολή ιδεολογία Πολιτική ταυτότητα χωρίς αντίκρισμα
Κανένας δεν δείχνει σίγουρος ούτε καν για τις απόψεις ή τη δράση του Αλέκου Γιωτόπουλου. Την περίοδο 1965-66 φαίνεται ότι μετείχε σε μια κομματική οργάνωση του Γαλλικού ΚΚ που απετελείτο από τους ξένους κομμουνιστές που βρίσκονταν στη Γαλλία. Ηταν μια ασύνδετη πολυεθνική οργάνωση χωρίς πραγματικό αντικείμενο δράσης αφού η δραστηριότητα των μελών της περιοριζόταν στη μελέτη κειμένων του μαρξισμού.
Υπεύθυνος για τους έλληνες κομμουνιστές ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, ο Γιωτόπουλος δεν διακρίθηκε ποτέ για την κομματική επιμέλειά του ούτε θεωρήθηκε ποτέ σοβαρό στέλεχος.
Οι επισκέψεις του στις συνεδριάσεις αραιώνουν σιγά σιγά, αρχίζει να διατυπώνει αποκλίνουσες απόψεις και κάποια στιγμή, γύρω στο 1966-67, αποκόπτεται εντελώς από την κομματική δραστηριότητα. Ουδέποτε διεγράφη. Απλώς μέσα στην αναμπουμπούλα της διάσπασης που ακολούθησε κανένας δεν μπήκε στον κόπο να τον αναζητήσει.
Κατά τα άλλα, έχει μια συμμετοχή στον φοιτητικό σύλλογο (εκλέγεται και στο διοικητικό συμβούλιο) και στις συζητήσεις του ελληνικού περιπτέρου της Πανεπιστημιούπολης (όπου κατοικούσε) αλλά ουδείς θυμάται με ακρίβεια αν είχε σαφή πολιτική θέση.
«Φιλομαοϊκό» τον θυμούνται ορισμένοι. «Τροτσκιστή προσκείμενο στον Αλέν Κριβίν» τον θεωρούν άλλοι. «Γκεβαριστή που μιλούσε για ένοπλο αγώνα» ή «γενικώς μάλλον αριστεριστή» τον ανακαλούν στις αναμνήσεις τους δυο-τρεις. Μπερδεμένα και αντιφατικά πράγματα.
Το βέβαιον είναι ότι κανένας δεν μπορεί να πει με ακρίβεια τι ήταν τότε πολιτικά ο Γιωτόπουλος, αν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Μάλλον πρόκειται απλώς για ένα παιδί της εποχής του. Φοιτητής του ’68 στο Παρίσι, με το σύνηθες συγκεχυμένο επαναστατικό πάτσγουορκ των φοιτητών του ’68 στο μυαλό. Οταν όλοι μιλούσαν για όπλα αλλά ελάχιστοι τα πλησίαζαν.
Τυπικό παράδειγμα τέτοιας δραστηριότητας ήταν η 29 Μάη, μια αντιστασιακή οργάνωση που ίδρυσε ο Γιωτόπουλος με τον Ανδρέα Στάικο και τον οδήγησε ερήμην στο Στρατοδικείο της χούντας.
Ουδεμία αξιόλογη αντιστασιακή δράση της αναφέρεται, ο ένοπλος αγώνας που επαγγελλόταν εκδηλώθηκε μόνο στην κουβέντα και ένα συνωμοτικό ταξίδι στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη δεν φαίνεται να του απέφερε πολλούς οπαδούς. Η οργάνωση ουσιαστικά περιέπεσε σε αδράνεια και αυτοδιαλύθηκε.
Ολα αυτά την ίδια στιγμή που ένας μηχανισμός στο Παρίσι υπό τον Μιχάλη Ράπτη και με τη βοήθεια του Ζιλμπέρ Μαρκί φαίνεται ότι επιχειρεί όντως να μεθοδεύσει μια ένοπλη αντίσταση κατά της δικτατορίας.
Οι μηχανισμοί του «Πάμπλο» διέθεταν και όπλα αλλά και πείρα από μια διεθνή επαναστατική συνωμοτική δραστηριότητα δεκαετιών με αποκορύφωμα την Αλγερία. Απλώς τους έλειπαν οι εθελοντές. Με άλλα λόγια, αν όντως ήθελε ένοπλη δράση ο Γιωτόπουλος, πιθανώς θα μπορούσε να τη βρει.
Αντί για την Ελλάδα, όμως, το 1968 πηγαίνει στην Κούβα. Αλλος μύθος αυτό «το ταξίδι στην Αβάνα» που οργάνωσε ο Ράπτης σε συνεργασία με τον μορφωτικό ακόλουθο της Κούβας στο Παρίσι.
Δεκαοκτώ Ελληνες επισκέπτονται την «καρδιά της επανάστασης» αλλά, όπως φαίνεται, τα περί στρατιωτικής εκπαίδευσης και «αντάρτικου πόλεων» είναι απλώς ένα παραμύθι που ταιριάζει στη μυθολογία της εποχής.
Είναι προφανές ότι καμία στρατολόγηση ανταρτών δεν γίνεται σε στυλ σχολικής εκδρομής, κανένα συνωμοτικό ταξίδι δεν μεθοδεύεται με το μισό Παρίσι ενήμερο για την αποστολή και κυρίως καμία επαναστατική αποστολή δεν οργανώνεται επισήμως από την πρεσβεία της Κούβας.
Πόσο μάλλον που πολύ δύσκολα η Κούβα θα εκπαίδευε ανθρώπους που θα έφερνε ο τροτσκιστής Ράπτης: τέσσερα χρόνια νωρίτερα παραλίγο να εκτελέσουν οι Κουβανοί τον εκπρόσωπο της Τετάρτης Διεθνούς στη Λατινική Αμερική και ο άνθρωπος σώθηκε μόνο χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Τσε Γκεβάρα.
Με άλλα λόγια, ο «πρώιμος επαναστάτης Γιωτόπουλος» είναι μια ωραία εικόνα που ταιριάζει σήμερα στον «ιδρυτή της 17Ν» αλλά ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της εποχής.
Ο Γιωτόπουλος παραμένει ως το τέλος της χούντας περισσότερο ένα προϊόν του Παρισιού παρά ένα παιδί της επανάστασης. Απλώς ο υποψήφιος επαναστάτης, γιος ενός αποτυχημένου επαναστάτη, είναι ήδη πολύ περίεργο μείγμα.