­ Πού κατατάσσετε το βιβλίο σας «Γυναίκες και Αντρες ­ Τα Λήμνια Κακά»; Στο αφήγημα ή στο θέατρο;


Πιστεύω στην αλχημεία θεάτρου και σινεμά γιατί δίνει τις εικόνες του υποσυνείδητου και δυναμώνει το θέμα. Η ανάμνηση και το παρόν ενώνονται. Εξάλλου η θεατρικότητα είναι μέρος του σινεμά, δίνει στον θεατή έντονο κείμενο. Καμιά φορά διερωτώμαι μήπως εμείς όλοι, σαν θεατές, δεν κινούμε τη θεατρική μηχανή για να μας δώσει κάποιο κλειδί και να μπορέσουμε έτσι να λύσουμε το αίνιγμα που κρύβει κάθε ανθρώπινη ζωή. Μήπως σκηνοθετούμε τον βίο μας; Μήπως εμφανίζουμε ή εξαφανίζουμε πρόσωπα όπως μας αρέσει; Οταν είδα την ταινία «Much ado about nothing» (του Κένεθ Μπράνα) έκλαψα από χαρά, από την έκρηξη χαράς που είχε το έργο. Και γιατί με άγγιξε η συνύπαρξη θεάτρου και σινεμά που ήταν θεληματική και φανερή. Αφήγηση στα «Λήμνια Κακά» υπάρχει σε ορισμένους μονολόγους των γυναικών. Από αυτούς τους μονολόγους βγαίνει το νήμα: η μανία των γυναικών, η εξαφάνιση των αντρών (φόνος ή ταξίδι μακρινό;) και η τελετή καθαρμού σε δύο χρόνους: το Πένθος και τη Χαρά. Στο πένθος οι άντρες εξαφανίζονται. Στη χαρά γίνεται η επιστροφή των αντρών και το ζευγάρωμα.


­ Πώς περάσατε από το μυθιστόρημα στο θέατρο;


«Η Γυναίκα του Κανδαύλη» ήταν το πρώτο θεατρικό μου έργο (1954) και το τελευταίο που παίχτηκε (1997). Πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Γιώργο Σαββίδη στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Οταν διάβασα στον Ηρόδοτο την ιστορία του βασιλιά της Λυδίας Κανδαύλη, που έδειξε τη γυναίκα του γυμνή στον στρατηγό και καλύτερό του φίλο Γύγη, για να πεισθεί κι αυτός πως είναι η ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο, δεν άφησα τον Ηρόδοτο από κοντά μου ­ χωρίς να είμαι «ο άγγλος ασθενής»! Ετσι γεννήθηκε η πρώτη θεατρική μου ηρωίδα και το βασικό για μένα θέμα της διαμάχης των δύο φύλων που με τυράννησε πολλά χρόνια, ως και τα «Λήμνια Κακά» (1974).



Στο Παρίσι όμως, το 1957, είχε παιχτεί «Ο άλλος Αλέξανδρος». Ο Gallimard, ύστερα από την επιτυχία του βιβλίου «Trois Etes» (γαλλικός τίτλος των «Ψάθινων Καπέλων»), έβγαλε το μυθιστόρημα «Ο άλλος Αλέξανδρος». Το θέμα αυτό της αναζήτησης ταυτότητας έπεσε στην κατάλληλη στιγμή για το κοινό. Η διπλή οικογένεια, οι συγκρούσεις ανάμεσα στ’ αδέρφια που είχαν το ίδιο όνομα, υπήρχαν ήδη στο μυθιστόρημα, έτσι έκανα το πέρασμα από το μυθιστόρημα στο θέατρο. Στη θεατρική του μορφή δημοσιεύτηκε κι αυτό στον Gallimard και παίχτηκε στην Alliance Francaise. Θυμάμαι την πρεμιέρα. Πρώτος πρώτος ήρθε ο Αλμπέρ Καμύ. Ο Φιλίπ Νουαρέ, φίλος του σκηνοθέτη Κλοντ Ρεζί ήταν μόνιμος ακροατής, παρακολουθούσε τις πρόβες. Στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη συναδελφικότητα και φιλία σε ορισμένους θεατρικούς κύκλους.


­ Τώρα αναβιώνει αυτός ο κύκλος των θεατρικών σας έργων;


Η «Γυναίκα του Κανδαύλη» έμενε άπαιχτη επί 40 χρόνια. Τέλος, σε παγκόσμια πρώτη στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Μαρτίου του 1997, στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», άνοιξε η αυλαία και είδα επιτέλους τη βασίλισσα αυτή της Ανατολής, τη βασίλισσα του θεάτρου μας που λέγεται Λυδία Φωτοπούλου. Η «Γυναίκα του Κανδαύλη» ήταν ανακάλυψη του Νικηφόρου Παπανδρέου, όπως τα «Λήμνια Κακά» ήταν ανακάλυψη του οίκου Λιβάνη. Για μένα είναι σαν δύο έργα νεογέννητα που έκρυβα μέσα μου για πολλά χρόνια.


­ Εχετε πάθος με τους ελληνικούς μύθους;


Πολύ μεγάλο. Οχι όμως εν ονόματι της περίφημης «ελληνικότητας» αλλά εν ονόματι της οικουμενικότητας. Τα θέματα αυτά είναι παγκόσμια. Εξάλλου οι ελληνικοί μύθοι είναι βάση της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Μιλάνε για την ανθρώπινη περιπέτεια. Αυτούς τους μύθους μπορούμε να τους ονομάσουμε και ευρωπαϊκούς: οι πρώτες ναυτικές εκστρατείες ­ για παράδειγμα οι Αργοναύτες ­ ή ο Τρωικός πόλεμος είναι μύθοι αποικισμού, στο μεταίχμιο της Ιστορίας, της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Είναι η γέννηση της Ευρώπης.


­ Η σημερινή Ελλάδα πόσο αποτελεί ερέθισμα και κέντρισμα για το έργο σας;


Εχω συχνά την αίσθηση πως κατά κάποιον τρόπο η Ελλάδα παραμένει μυθική, στη θάλασσά της βρίσκεις και σήμερα ναυάγια με θησαυρούς, θησαυρούς ατόφιους που δεν αφορούν μόνο το παρελθόν αλλά που δίνουν και στη σημερινή Ελλάδα μιαν υπόσταση, σε πείσμα της χυδαίας καθημερινότητας. Αυτό το νιώθεις ακόμη περισσότερο όταν είσαι μακριά της. Τα περισσότερα «μυθικά» μου έργα τα έγραψα στην καρδιά του Παρισιού, ίσως γιατί είχα ανάγκη από εργαλεία που όντας ελληνικά ήταν και ευρωπαϊκά. Πολλά απ’ αυτά παίχτηκαν σε γαλλικά κρατικά θέατρα, όπως ο «Σπαραγμός» (Palais des Papes, στην Αβινιόν), οι «Δαναΐδες» στη Ναντέρ. Ετσι, κατά παράδοξο τρόπο, η Ελλάδα έγινε περισσότερο πατρίδα μου στη Γαλλία. Η Γαλλία με βοήθησε να βρω την Ελλάδα. Την ευχαριστώ γι’ αυτό.


­ Πώς προετοιμάζετε το υλικό σας για ένα νέο βιβλίο;


Δεν το προετοιμάζω. Το αφήνω να με οδηγήσει.


­ Εχετε κάποτε βιωματική βάση ως αφετηρία στο έργο σας;


Ολοι οι συγγραφείς έχουν κάποιο βιωματικό ερέθισμα. Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας πολλές φορές το αγνοεί όταν αρχίζει ένα έργο. Ισως έτσι να είναι καλύτερα, γιατί το έργο παραμένει ανεξάρτητο, ελεύθερο, κι ας είναι κάπου κρυμμένη η βιωματική βάση.


­ Γράφετε στις συνθήκες της κανονικής σας ζωής ή απομονώνεστε κάπου;


Εχω ένα καπεταναίικο σπίτι στην Υδρα που βλέπει όλη τη θάλασσα και πέρα την Πελοπόννησο. Αυτό είναι το εργαστήριό μου. Και στην Αθήνα όμως ή στο Παρίσι μπορώ να δουλέψω. Στα «Λήμνια Κακά» η πρώτη γραφή είναι γαλλική και η πρώτη έκδοση γαλλική (Erotica, 1974, Christian Bourgois).


­ Εχει προηγηθεί έρευνα ή αυτοψία στους τόπους και στις συνθήκες που περιγράφετε;


Για τα «Λήμνια Κακά», μου έγινε έμμονη ιδέα να πάω στον τόπο του εγκλήματος. Και πραγματικά όλο το νησί είναι ποτισμένο απ’ αυτή την ιστορία. Στα δεξιά της παραλίας της Μύρινας βλέπεις τον ψηλό βράχο από τον οποίο οι γυναίκες πετάξανε τους άντρες. Ο βράχος λέγεται «Πέτασος». Και δίπλα υπάρχει το χωριό «Ανδροφόνι». Η γη της Λήμνου μυρίζει θειάφι. Κι έχεις την αίσθηση πως το νησί μετακινείται μπρος στα μάτια σου, πως αλλάζει θέση.


­ Κατά πρώτο λόγο επιμένετε στην αισθητική μορφή του κειμένου ή στην πλοκή της υπόθεσης, στο περιεχόμενο;


Επιμένω να βρω την ουσία του θέματος. Τι κρύβει αυτό το περιεχόμενο; Τι θέλει να πει; Ως πού μπορεί να φθάσει; Οσο για την αισθητική, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει δεν είναι τα ωραία λόγια, αλλά ο ρυθμός του κειμένου, η μουσική του. Πάντως πρόκειται για «χθόνιο» έργο με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα και επίκεντρο τον «έρωτα».


­ Τον έρωτα, πώς τον αντιμετωπίζετε στο έργο σας;


Ερωτας δεν σημαίνει πάντα την έλξη του αρσενικού και του θηλυκού. Με τα «Λήμνια Κακά», που κλείνει κατά κάποιον τρόπο τον κύκλο που άρχισε με τη «Γυναίκα του Κανδαύλη», βρήκα νομίζω μια βαθύτερη ουσία του έρωτα που είναι η έλξη – απώθηση, η ένωση – χωρισμός. Είναι ίσως το πιο ερωτικό, αλλά και το πιο «πολεμικό» από τα έργα αυτού του κύκλου. Οι γυναίκες της Λήμνου κάνουν την πρώτη γυναικεία επανάσταση. Ολος ο αρσενικός πληθυσμός του νησιού ­ σύζυγοι, πατέρες και υιοί ­ εξαφανίζεται. Αργότερα οι Αργοναύτες, ξεκινώντας για την Κολχίδα, θα κάνουν έναν σταθμό στη Λήμνο, θα ενωθούν με τις γυναίκες της Λήμνου κι έτσι η ζωή θα ξαναρχίσει. Ο κόσμος όλος θα ξαναγεννηθεί. Η ερωτική πράξη λειτουργεί δηλαδή σαν μια κοσμογονία. Μια κοσμογονία ύστερα από την καταστροφή. Τολμώ να πω, έχουμε… happy end.


­ Η κόρη σας, η Μαργαρίτα Καραπάνου έχει γράψει: «Ολα τα έργα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι δομημένα πάνω σ’ ένα Μύθο, που μας βάζει μπροστά σε μία Πράξη, όπου συντελείται ένας Φόνος». Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;


Το στοιχείο του Μύθου ήταν αυτό που με έφερε στον χώρο του Θεάτρου, και συνεπώς στον χώρο του Φόνου. Ο φόνος είναι το μυθικό υλικό, η πρώτη ύλη του Μύθου. Και το θέατρο είναι αυτός ο κρίκος, ο κλοιός: Μύθος ­ Θέατρο ­ Φόνος. Ενας κλοιός φοβερός, απ’ τον οποίο κανένας θεατρικός συγγραφέας δεν μπορεί να ξεφύγει. Ολα τα έργα του Σαίξπηρ είναι η ιστορία ενός φόνου. Στους αρχαίους τραγικούς βλέπουμε το ίδιο.


­ Η διαμάχη του άντρα και της γυναίκας και η αναζήτηση ταυτότητας είναι θέματα που επανέρχονται στο έργο σας. Πώς θα χαρακτηρίζατε, απ’ αυτή την άποψη, τα «Λήμνια Κακά»;


Θα ‘λεγα πως είναι ένα έργο αινιγματικό. Ο μύθος γεννιέται από την τελετή. Ισως αυτό να κάνει το θέμα αινιγματικό. Στην τελετή οι άντρες φεύγουν και ξαναγυρίζουν. Στον μύθο οι γυναίκες φονεύουν τους άντρες. Στα «Λήμνια Κακά» (όπου αναμειγνύονται τελετή και μύθος) οι άντρες φεύγουν, ξαναγυρίζουν, αλλά ποτέ δεν θα μάθουμε (ούτε εγώ η ίδια το ξέρω) αν πρόκειται για τους νεκρούς ­ τους σκοτωμένους από τις γυναίκες ­ ή για ζωντανούς (τους συζύγους που φύγανε; ή για άλλους αγνώστους;). Με την τελετή αυτή οι γυναίκες ανακαλύπτουν τη γυναικεία τους φύση, τον αινιγματικό εαυτό τους, το μίσος και τον έρωτα για τον άντρα. Οι σχέσεις των δύο φύλων παραμένουν λοιπόν αινιγματικές, όπως και τα φαινόμενα της ζωής και του θανάτου.