Στην αρχή ο τρόμος: η νύχτα, η αστραπή, η βροντή, το σφύριγμα του ανέμου, του ζώου το ουρλιαχτό και πάνω από όλα το μέγα μυστήριο του αιφνίδιου θανάτου. Και ο τρόμος αυτός ήταν ο ύψιστος θεός. Ο μόνος από τους ανθρώπους που τολμούσε να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στον θεό – τρόμο ήταν ο μάγος της φυλής. Ο ιερέας, η αναιμική μετεξέλιξη του μάγου, γονυκλινής και πελιδνός, κλαψούριζε ικεσίες. Ο μάγος αντιθέτως απαιτούσε, διεκδικούσε, διέταζε, απειλούσε. Αυτός ισχυριζόταν πως είχε την εξουσία του δεσμείν και του λύειν πάνω στη φύση, στους ανθρώπους και στους δαίμονες. Μπορούσε να κατεβάσει τη Σελήνη από τον ουρανό, να αμαυρώσει το φως των άστρων, να γυρίσει πίσω στις πηγές τους τα ποτάμια, να δέσει χειροπόδαρα τα αερικά του ανέμου, να ξελογιάσει την αισχυντηλή παρθένα για το γερόντιο…
Η θρησκεία θεωρείται από πολλούς εξημερωμένη παραφυάδα της μαγείας. Η επιστήμη, η προσπάθεια δηλαδή του ανθρώπου να κατανοήσει τις αρχές και τις δυνάμεις της φύσης για να τις υποτάξει στη θέλησή του, είναι το όψιμο έκγονο της μαγείας. Τα όπλα του μάγου ήταν η χειρονομία, ο χορός, το φτύσιμο, το ατενές βλέμμα, οι «ουσίες» (φίλτρα κττ.) και προπάντων ο λόγος, κυρίως ο προφορικός: κατάρα, αγωγή, διάκοπος, επωδή. Ο μαγικός λόγος είναι οριακός: συμπεριφέρεται απέναντι στην κοινή λαλιά, στη ρυθμισμένη γλώσσα, με αυτοκρατορική αυθαιρεσία. Συγχέει τα επίπεδα ύφους, προσοικειώνεται τις άσημες φωνές, τα βάρβαρα ονόματα, το παραλήρημα, τις κατακηλητικές επαναλήψεις.
Τις τελευταίες δεκαετίες η μελέτη της μαγείας κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα βρίσκεται σε άνθηση. Θέματα που παλιότερα ήταν απωθημένα στο περιθώριο (καθημερινή ζωή, θέση της γυναίκας, μαγεία) έχουν τοποθετηθεί σήμερα στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Η κατανόηση ενός πολιτισμού και η αξιολόγησή του δεν μπορούν φυσικά να βασισθούν μόνο στα υψηλά επιτεύγματα, στην επίσημη λογοτεχνία, στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας, αλλά και στο ταπεινό, στο περιθωριακό, στο ιδιωτικό. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τα μεγάλα, το κοινωνικό σύνολο ωστόσο πορεύεται ασχολούμενο με τις καθημερινές του ανάγκες και της τύχης τις αναποδιές. Αποφασιστική ώθηση στη μελέτη της μαγείας κατά την αρχαιότητα έδωσε και η σταδιακή απελευθέρωση των μελετητών του χριστιανισμού από την ποδοκάκη της επίσημης Εκκλησίας: «Ουδ’ έτι γλώσσα βροτοίσιν εν φυλακαίς». Πρωτοπόροι σ’ αυτήν την προσπάθεια στάθηκαν οι φιλελεύθεροι εξηγητές της Βίβλου στις προτεσταντικές χώρες κατά τον 19ο αιώνα. Το πνεύμα και το ανθρωπιστικό μήνυμα του χριστιανισμού, πίστευαν οι θαρραλέοι εκείνοι ερευνητές, δεν παραβλάπτονται σε τίποτε από την επιστημονική αλήθεια. Ετσι σήμερα δεν ξενίζει το ότι, επί παραδείγματι, ο εκδότης των ελληνικών μαγικών παπύρων σε αγγλική μετάφραση (GMPT, δεύτερη έκδοση 1992), ο Hans Dieter Betz, είναι καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Τα κείμενα αυτά είναι πολύτιμα για την ερμηνεία της Καινής Διαθήκης και της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας γενικότερα.
Στον προκείμενο λίαν καλαίσθητο και χρηστικό τόμο δημοσιεύονται τα πρακτικά της 14ης ετήσιας συνάντησης (28-29 Απριλίου 1993) του Τομέα Γλωσσολογίας του Φιλολογικού Τμήματος (ΑΠΘ). Συνδιοργανωτής ήταν η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Στην πρώτη ενότητα του τόμου (Γλώσσα και μαγεία) συμπεριλαμβάνονται δέκα μελετήματα. Η Ελεωνόρα Σκουτέρη – Διδασκάλου συνεισφέρει ένα εκτενές ανθρωπολογικό δοκίμιο με τον τίτλο «Το στίγμα της «μαγείας»». Ο Α. – Φ. Χρηστίδης διερευνά τη μαγική χρήση της γλώσσας, ο David Jordan τη μαγική διάσταση της πρώιμης γραφής, η Αγγελική Κοτταρίδου τη μαγεία στην Αθήνα του χρυσού αιώνα και ο Allaire Brumfield τη γονιμοποιητική δύναμη της αισχρολογίας. Επίσης ο Εμμανουήλ Βουτυράς ερμηνεύει τη δυσείκαστη έκφραση «επιτέλεια αγαθών» που απαντά σε ορισμένα επιγραφικά κείμενα, ο Ιωάννης Πετρόπουλος συζητεί τα συμπτώματα έρωτος στους ερωτικούς μαγικούς παπύρους, ο Δημήτρης Κυρτάτας παρουσιάζει το πρόβλημα της μαγείας στον κόσμο των πρώτων χριστιανών και ο Χρ. Τζιτζιλής σχολιάζει τις «θρακικές» επιγραφές του Duvanhi. Η ενότητα κλείνει με το δοκίμιο της Χρυσούλας Χατζητάκη – Καμωμένου «Η λογική του παραλόγου στον αινιγματικό λόγο».
Στη δεύτερη ενότητα (Κείμενα από την αρχαιότητα), που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της αώρως θανούσης Χάριτος Κάντζια, ο D. Jordan συνεισφέρει μια κατατοπιστικότατη εισαγωγή στις εκδόσεις των αρχαίων μαγικών κειμένων που διασώζονται σε μολύβδινες πινακίδες, σε ελάσματα από πολύτιμα μέταλλα, σε σφραγιδολίθους και σε παπύρους. Η Ελένη Τρακοσοπούλου – Σαλανίδου σχολιάζει καταδέσμους από την Ακανθο και η Χάρις Κάντζια την κατακλιτική ευχή κατά Ερμία Πυθιάδος (ένας εικονογραφημένος κατάδεσμος από την Κω). Τέλος, η Σ. Μοσχονησιώτη, ο Α. – Φ. Χρηστίδης και η Θ. Γλαράκη παρουσιάζουν έναν κατάδεσμο από την αρχαία Αρέθουσα, την οποία οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει σε λόφο των Μακεδονικών Τεμπών (Στενά Ρεντίνας).
Η ποικιλία τέρπει και διδάσκει, αλλά φυσικά δυσχεραίνει την παρουσίαση του έργου. Η γενική όμως εντύπωσή μου είναι ότι όλες οι εργασίες βρίσκονται σε υψηλότατο επιστημονικό επίπεδο. Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμισθεί ότι το επίπεδο αυτό δεν λειτουργεί αποτροπαϊκώς προς τον αμύητο, αντιθέτως μάλιστα. Η απλότητα και η σαφήνεια της διατύπωσης επιτρέπουν και στον μη ειδικό να ξεναγηθεί χωρίς να τρομοκρατηθεί ή να πλήξει στους μαιάνδρους της έρευνας. Ας μου επιτραπεί πάντως να σταθώ σε μια λεπτομέρεια από όλο αυτό το πλούσιο θεωρητικό και πραγματολογικό υλικό. Ενας από τους καταδέσμους του Ακάνθου, που δημοσιεύει η Ε. Τρακοσοπούλου, διασώζει δύο κείμενα. Στη μια πλευρά του μολύβδινου ελάσματος κάποιος Παυσανίας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, «καταδεί» τη Σίμη Αμφιτρίτου έτσι ώστε ούτε τα θρησκευτικά της καθήκοντα να μπορεί να επιτελέσει ούτε τις χαρές της Αφροδίτης να μπορεί να απολαύσει. Στην άλλη πλευρά του καταδέσμου ο Παυσανίας πάλι «καταδεί» την Αίνιν να μην μπορεί επίσης να επιτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα ούτε να αποκτήσει κάποιο αγαθό προτού εξιλεώσει τον καταδέτη, δηλαδή προτού υποκύψει στις ερωτικές του ορέξεις. Ο τύπος αυτής της αγωγής δεν μας είναι άγνωστος, το δεύτερο όμως κείμενο μας ξαφνιάζει επειδή ο καταδέτης μνημονεύει στην αρχή και το όνομα της φαρμακίδος που συνέταξε τον κατάδεσμο: «Μελίσσης Απολλωνίδος»!
Μια ένσταση μόνο. Το όνομα Μέλισσα (ας θυμηθούμε τις γυναικογονίες του Σημωνίδη: η ιδεώδης σύζυγος κατάγεται από αυτό το ζώο) που κατά τη συγγραφέα (σελ. 162) «ήδη από τον 4ον αι. το βρίσκουμε μαρτυρημένο κυρίως στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και στην Κεντρική Ελλάδα» απαντά ήδη στον Ηρόδοτο (ΙΙΙ, 50 και V, 92): Μέλισσα ονομαζόταν η βιαιοθάνατος σύζυγος του τυράννου της Κορίνθου Περιάνδρου, ενός εκ των επτά σοφών. Η μητρωνυμία εδώ είτε θα πρέπει να αποσκοπεί σε μια ιδιότυπη σεμνολογία (πρβλ. Αρχίλοχος 196α, 10 Αμφιμεδούς Θυγάτηρ) είτε να υποδηλώνει ότι και η Απολλωνίς, η μητέρα της Μελίσσης, ήταν επίσης μάγισσα. Ενδέχεται πάντως να έχουμε και ένα είδος υπερβατού, οπότε Απολλωνίδος (ενν. θυγατρός) Μελίσσης.
Είναι λυπηρό πως για τη ζωή διασήμων ανδρών της αρχαιότητας γνωρίζουμε τόσο λίγα και τόσο αβέβαια. Είναι όμως οδυνηρότερο πως γι’ αυτήν την ηρωίδα της petite histoire (της μικροϊστορίας) δεν γνωρίζουμε παρά μόνο το όνομα και μερικές αράδες κειμένου. Ηταν νέα ή δυσειδές γραΐδιο; Είχε, όπως επιβάλλει η τυπολογία, κόκκινα μαλλιά (το «πυρρόξανθο μαστίγωμα») και γαλάζια μάτια; Ηταν λογία, όπως διαφαίνεται από το λεκτικό του κειμένου (βλ. το επικό-ιωνικό επήβολος και το από σημασιολογική άποψη άκρως ποιητικό ιλάσκομα = ευφραίνω); Πίστευε στη δύναμη του λόγου της ή καταβουκολούσε τον δυσέρωτα Παυσανία; Πού ζούσε; Ποια η αμοιβή της για τις εμπιστευτικές υπηρεσίες που προσέφερε; Ενα όνομα λοιπόν και λίγες αράδες κειμένου. Η «αόριστη γοητεία» της μικρής και ασήμαντης μνείας που επιτρέπει στον αισθαντικό αναγνώστη να πλάσει πιο ελεύθερα μέσα στον νου του τον βίο και τη μορφή της φαρμακίδος. Θέμα για καβαφικό ποίημα.
Ο κ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.