Η ΜΑΧΗ


Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τα στρατεύματα του Μουσολίνι το 1939 ο κίνδυνος επίθεσης της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας ήταν πλέον ορατός. Από την άνοιξη του 1940 οι ιταλικές προκλήσεις άρχισαν να πυκνώνουν, με κορύφωση τον τορπιλισμό του εύδρομου «Ελλη» στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου.


Ο Ιωάννης Μεταξάς, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στα φιλογερμανικά αισθήματά του και στις διπλωματικές δεσμεύσεις του απέναντι στους Βρετανούς, επέμενε στην ουδετερότητα της Ελλάδας και προτιμούσε να αγνοεί τις προκλήσεις. Στο ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, με το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο στρατηγικών σημείων της χώρας, ο Μεταξάς, αντιλαμβανόμενος επιτέλους τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων, αντέτεινε το θρυλικό «Οχι».


Η ιταλική επίθεση


Η απόφαση του Μουσολίνι να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας ελήφθη στις 15 Οκτωβρίου σε συμβούλιο με τους επιτελείς του και κυρίως με τον υπουργό Εξωτερικών και σύζυγο της κόρης του Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος είχε μεγάλη ανυπομονησία για την έναρξη των εχθροπραξιών εναντίον της Ελλάδας επειδή θεωρούσε ότι αυτός ήταν «ο δικός του πόλεμος», όπως έλεγε. Το οριστικό επιχειρησιακό σχέδιο με την ονομασία «Emergenza G» προέβλεπε κατάληψη όλης της Ελλάδας σε δύο φάσεις: η πρώτη περιελάμβανε επίθεση για την κατάληψη της Ηπείρου με ταυτόχρονες αποβάσεις σε Κέρκυρα, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο και στη συνέχεια κατάληψη του Αμβρακικού. Μετά την επιτυχία της πρώτης φάσης θα ξεκινούσε η δεύτερη με στόχο τη Θεσσαλία, απ’ όπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα προχωρούσαν προς Αρτα, Λαμία, Αταλάντη, Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Αθήνα και μετά προς Κόρινθο, Πελοπόννησο και Κρήτη. Το όνειρο του Ντούτσε θα ολοκληρωνόταν με την κατάληψη της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Θεσσαλονίκης με ορμητήριο την Κορυτσά.


Παρά τον στρατό 105.000 ατόμων που οι Ιταλοί είχαν στείλει στην Αλβανία, τις περίφημες μεραρχίες με τα ονόματα ιταλικών πόλεων («Βενέτσια», «Φεράρα», «Σιένα», «Πάρμα», «Αρέτσο» κτλ.), την 131η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, τους τρομερούς «Κενταύρους» ή την 3η Μεραρχία Αλπινιστών, την περίφημη «Τζούλια», καθώς και τα υπερσύγχρονα για την εποχή τους αεροπλάνα, το όνειρο του Μουσολίνι μεταβλήθηκε σε εφιάλτη.


Προτού ακόμη εκπνεύσει η διορία του τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν διαβεί τα ελληνοαλβανικά σύνορα και είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος καταλαμβάνοντας Φιλιάτες και Κόνιτσα και προχωρούσαν προς το Μέτσοβο για να αποκόψουν την Ηπειρο από τη Θεσσαλία. Αν οι Ιταλοί είχαν επιτύχει σε αυτή τη φάση, ίσως η έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου να ήταν διαφορετική.


Η Ελλάδα απέναντι στην ιταλική υπεροπλία ήταν ουσιαστικά απροετοίμαστη. Το μοναδικό εφόδιό της στην πραγματικότητα ήταν το υψηλό φρόνημα και η ομοψυχία των πολιτών της. Η επιστράτευση εξελίχθηκε σε αληθινό πανηγύρι, άρματα μάχης όμως δεν υπήρχαν ούτε μεταγωγικά. Τα αεροπλάνα ήταν παλιά, σχεδόν άχρηστα, και τα λιγοστά αεροδρόμια εντελώς ανεπαρκή. Οσο για τον εξοπλισμό, υπήρχαν ελλείψεις ακόμη και στα πιο αναγκαία εφόδια. Ωστόσο οι Ελληνες ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν τον εχθρό. Πρώτος στόχος της ιταλικής επίθεσης ήταν η Ηπειρος και η Πίνδος. Εκεί τις πρώτες ημέρες του πολέμου αντιστάθηκαν ηρωικά η VIII Μεραρχία με διοικητή τον στρατηγό Χαράλαμπο Κατσιμήτρο και το Απόσπασμα Πίνδου υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη.


Η μάχη στο Καλπάκι


Ο Κατσιμήτρος είχε αναλάβει την VIII Μεραρχία το 1938 και, αδιαφορώντας για τις αμφιταλαντεύσεις και τις πολιτικές ισορροπίες της Αθήνας, πίστευε ότι αν γινόταν ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας αυτή θα ξεκινούσε από την Αλβανία και επομένως η Ηπειρος θα ήταν ο πρώτος στόχος. Ετσι, αξιοποιώντας με θαυμαστό τρόπο τις μικρές πιστώσεις που του δόθηκαν από την Αθήνα τον Απρίλιο του 1939 και με την εθελοντική εργασία των ντόπιων κατοίκων, ο στρατηγός ετοιμάστηκε να υποδεχθεί τους εισβολείς: έστησε πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια, κατασκεύασε πολυβολεία σε καίρια σημεία και σταυροδρόμια και έκρυψε τα λιγοστά πυροβόλα του σε ορεινές σπηλιές.


Τις πρώτες ημέρες του πολέμου οι Ιταλοί είχαν μερικές επιτυχίες, πολύ μικρές είναι αλήθεια σε σχέση με την ετοιμοπόλεμη υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων. Το μέτωπο άνοιξε από τον Γράμμο ως το Ιόνιο. Το σχέδιο του στρατηγού Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, ανωτάτου διοικητή των στρατευμάτων στην Αλβανία, ήταν σχετικά απλό: στο μισό μέτωπο, από το Λεσκοβίκι ως τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, οι μεραρχίες «Πάρμα», «Βενέτσια», «Πιεμόντε» και «Αρέτσο» θα κρατούσαν την άμυνα. Στο άλλο μισό του μετώπου, από το Λεσκοβίκι ως τη θάλασσα, θα γινόταν η επίθεση με τις μεραρχίες «Τζούλια», «Φεράρα», «Κένταυροι» και «Σιένα». Η μεραρχία «Τζούλια», αφού θα κατελάμβανε την Πίνδο και θα έκοβε την επικοινωνία ανάμεσα στη Μακεδονία και στην Ηπειρο, θα έφθανε στο Μέτσοβο και θα προχωρούσε για να καταλάβει τα Γιάννενα.


Ετσι το μέτωπο που έπρεπε να υπερασπιστεί η μεραρχία του Κατσιμήτρου εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα ως τις δυτικές πλαγιές της Πίνδου. Με διορατικότητα ο στρατηγός αποφάσισε ότι η αποφασιστική μάχη εναντίον της προέλασης των Ιταλών θα έπρεπε να δοθεί στα στενά του Καλπακίου (Ελαίας). Πίστευε ότι εκεί θα στρεφόταν η κύρια επίθεση των Ιταλών, δεδομένου ότι το Καλπάκι ήταν η κυριότερη δίοδος προς τα Γιάννενα. Με το σχέδιο αυτό δεν συμφώνησαν το Γενικό Επιτελείο Στρατού και ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, αλλά ο Κατσιμήτρος ήταν πεισματάρης και επέμεινε στην άποψή του.


Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, σκοτάδι ακόμη, οι άνδρες τμημάτων της VIII Μεραρχίας είδαν απέναντί τους να ανάβουν χιλιάδες φλογίτσες και αμέσως μετά να σκάνε οβίδες που τίναζαν στον αέρα τα οχυρωματικά έργα του στρατηγού. Οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει με τον «φραγμόν πυρός» ο οποίος προηγείται της επίθεσης. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι ερπύστριες των τεθωρακισμένων αρμάτων, των «Κενταύρων», το κροτάλισμα των πυροβόλων και οι πεζικάριοι της «Σιένα» και της «Φεράρα» ξεχύθηκαν σε πυκνούς σχηματισμούς. Με το χάραμα της πρώτης ημέρας του πολέμου από τις βάσεις στην Αλβανία άρχισαν να απογειώνονται τα ιταλικά αεροπλάνα και να βομβαρδίζουν την Ηπειρο. Μπροστά σε αυτή την τρομερή επίθεση οι άνδρες του Κατσιμήτρου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την κύρια γραμμή άμυνας, δηλαδή το Καλπάκι.


Την 1η και στις 2 Νοεμβρίου οι Ιταλοί επιχείρησαν να μπουν στα στενά του Καλπακίου. Οι Ελληνες όμως ήταν αποφασισμένοι να μην τους αφήσουν να περάσουν. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου τα ιταλικά βομβαρδιστικά εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Βομβάρδισαν ακόμη και τα Γιάννενα σκοτώνοντας αμάχους. Το μεσημέρι με έναν «φραγμό πυροβολικού» οι Ιταλοί επιτίθενται με μεγάλες δυνάμεις στο Καλπάκι. Ο Κατσιμήτρος όμως με τους άνδρες του τούς περιμένει. Η ιταλική επίθεση καθηλώθηκε από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού και πεζικού. Ωστόσο οι Ιταλοί με τη βοήθεια ενός τάγματος Αλβανών κατέλαβαν το ύψωμα της Γκραμπάλας, το οποίο, μολονότι βρισκόταν εκτός της αμυντικής περιμέτρου του Καλπακίου, ήταν στρατηγικά απαραίτητο για την έκβαση των επιχειρήσεων γιατί δέσποζε των στενών. Τα ξημερώματα της επομένης το ύψωμα ανακαταλήφθηκε από τους Ελληνες, αλλά μετά από λίγο το ξαναπήραν οι Ιταλοί και μετά πάλι το κατέκτησαν οι Ελληνες. Αυτές οι «καντρίλιες» Ελλήνων και Ιταλών στην Γκραμπάλα συνεχίστηκαν ώσπου έληξε η μεγάλη μάχη στο Καλπάκι.


Στις 3 Νοεμβρίου από τα προκεχωρημένα παρατηρητήρια της VIII Μεραρχίας στάλθηκε στον Σταθμό Διοικήσεως το μήνυμα ότι «εχθρική φάλαγξ αρμάτων εκκινεί επί της οδού από Δολιανά προς Καλπάκι». Πράγματι, μοιρασμένοι σε δύο φάλαγγες, 30 αρμάτων η μία και 50 αρμάτων η άλλη, οι «Κένταυροι» εφόρμησαν πλησιάζοντας σε απόσταση βολής από τους ταμπουρωμένους Ελληνες που τους περίμεναν.


Οι πρώτες ομοβροντίες από τα ελληνικά πυροβόλα αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, οι οποίοι στη συνέχεια δέχθηκαν την επίθεση του «αντιαρματικού συγκροτήματος», το οποίο απετελείτο από τέσσερα αντιαρματικά όλα κι όλα. Εννέα τεθωρακισμένα άρματα των «Κενταύρων» αχρηστεύονται. Ορθιοι έξω από τα χαρακώματα οι έλληνες στρατιώτες αλάλαζαν «Αέρααα!», ιαχή που πρωτακούστηκε στο Καλπάκι και έμελλε να τρομοκρατεί τους αντιπάλους καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.


Ως τις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί έκαναν πολλές σφοδρές προσπάθειες να καταλάβουν το Καλπάκι και να περάσουν από εκεί. Δεν τα κατάφεραν όμως και στις 9 Νοεμβρίου το πήραν απόφαση ότι το μέτωπο στο Καλπάκι δεν σπάει και υποχώρησαν. Η άρτια σχεδιασμένη επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ηπείρου είχε αποτύχει εντελώς.


Η μάχη της Πίνδου


Αλλά το κρίσιμο πρόβλημα της ελληνικής αντίστασης στην επίθεση των ιταλικών στρατευμάτων ήταν η Πίνδος. Οι λιγοστοί άνδρες του Αποσπάσματος Πίνδου με διοικητή τον Δαβάκη ήταν εντελώς ανεπαρκείς για να υπερασπιστούν ένα μέτωπο 70 χιλιομέτρων, από την Κόνιτσα ως το Επταχώρι όπου βρισκόταν και ο Σταθμός Διοικήσεως.


Ο Δαβάκης ήταν καινούργιος στην περιοχή. Είχε αναλάβει τη διοίκηση του τομέα της Πίνδου μόλις δύο μήνες πριν και είχε υπό τις διαταγές του όλα κι όλα τρία τάγματα ή μάλλον δύο, αφού το ένα, στις 28 Οκτωβρίου, βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Επταχώρι από τον Πεντάλοφο. Ετσι, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου εμφανίστηκαν οι αλπινιστές της μεραρχίας «Τζούλια», σε ένα μέτωπο από τον Γράμμο ως την Κόνιτσα, ο Δαβάκης, εκτός από το πεζικό, διέθετε μόνο έξι διμοιρίες πυροβολικού, ελάχιστα πολυβόλα στους λόχους και ακριβώς μιάμιση ορεινή πυροβολαρχία. Είχε επίσης και δύο σωλήνες όλμων, χωρίς όμως βλήματα, μια και τους όλμους τους μετέφερε το τάγμα που ερχόταν από τον Πεντάλοφο στο Επταχώρι.


Οι ειδήσεις που έφθαναν στο Επταχώρι ήταν απελπιστικές: Τα λιγοστά φυλάκια προκάλυψης που είχε ο Δαβάκης δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον εχθρό, ο οποίος προχωρούσε ακάθεκτος στη διείσδυσή του στην Πίνδο. Τι μπορούσαν να κάνουν οι λίγοι αυτοί στρατιώτες, εκ των οποίων μάλιστα οι περισσότεροι έβλεπαν για πρώτη φορά πόλεμο; Ο Δαβάκης κρατώντας την ψυχραιμία του προσπάθησε να εμψυχώσει τους άνδρες του λέγοντάς τους ότι σε λίγο θα έφθαναν ενισχύσεις. Ωστόσο τις τρεις επόμενες ημέρες (29, 30 και 31 Οκτωβρίου) οι Ιταλοί έμοιαζαν αήττητοι: Από το βόρειο μέρος του μετώπου προσπαθούσαν να ανοίξουν δίοδο προς την Καστοριά, στο κέντρο το 8ο Σύνταγμα της «Τζούλια» ήθελε να περάσει ανάμεσα στον Γράμμο και στον Σμόλικα προς το Κεράσοβο και τη Σαμαρίνα και στα νότια το 9ο Σύνταγμα βάδιζε προς τη Βωβούσα για να φθάσει από εκεί στο Μέτσοβο. Ο Δαβάκης ήξερε ότι μόνο η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων μπορούσε να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών και να αποτρέψει την κατάρρευση του μετώπου. Με τις λιγοστές δυνάμεις του προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ούτως ώστε να φθάσουν οι ενισχύσεις.


Και, σαν πραγματικό θαύμα, χωρίς μεταγωγικά μέσα, με πεζοπορία ατέλειωτων ωρών, νηστικοί και άυπνοι έφθασαν στις 3 Νοεμβρίου στο Επταχώρι οι άνδρες της Ι Μεραρχίας Πεζικού της V Ταξιαρχίας Πεζικού ενώ ολόκληρη η Μεραρχία Ιππικού είχε αποστολή να ανακόψει την προέλαση των Ιταλών προς το Μέτσοβο. Σημαντικότατη βοήθεια στον αγώνα κατά των Ιταλών στην Πίνδο πρόσφεραν οι γυναίκες των γύρω χωριών. Με απαράμιλλο θάρρος και υπεράνθρωπη προσπάθεια κάλυπταν τις ελλείψεις του στρατού σε μεταγωγικά. Μέσα από δύσβατα μονοπάτια, κουβαλώντας στην πλάτη τους κάσες με πυρομαχικά και όπλα, ανέβαιναν στις βουνοκορφές για να δώσουν τα εφόδια στους μαχομένους.


Στο μεταξύ οι ιταλικές δυνάμεις είχαν ήδη καταλάβει τη Σαμαρίνα και τη Βωβούσα και απείχαν μόλις έξι ώρες με τα πόδια από το Μέτσοβο, το οποίο, αν το έπαιρναν, θα έκοβε την Ελλάδα στα δύο.


Στις 3 Νοεμβρίου ωστόσο οι Ιταλοί κατάλαβαν ότι οι νίκες τους ήταν πρόσκαιρες. Τα τμήματα της «Τζούλια» που είχαν προωθηθεί από το Κεράσοβο προς τη Σαμαρίνα αποκόπηκαν. Προσπάθησαν να ξεφύγουν προς τα Γρεβενά και, όταν συνειδητοποίησαν ότι η δίοδος φυλασσόταν από την Ταξιαρχία Ιππικού, εξαπέλυσαν εναντίον της μια τρομερή επίθεση. Οι ιππείς κινδύνεψαν να αποδεκατιστούν αν δεν επενέβαινε την κατάλληλη στιγμή η μικρή, εξαθλιωμένη αλλά ηρωική Ελληνική Αεροπορία. Την ίδια ημέρα η Ταξιαρχία Ιππικού μπήκε θριαμβευτικά στη Σαμαρίνα. Την επομένη τμήματα της Ι Μεραρχίας Πεζικού ανακατέλαβαν τη Βωβούσα. Ο δρόμος προς το Μέτσοβο είχε αποκοπεί για τους Ιταλούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν όπως όπως. Ο μόνος δρόμος που τους απέμενε ήταν η οπισθοχώρηση.


Τις επόμενες ημέρες το σφυροκόπημα των Ιταλών από τους Ελληνες συνεχίστηκε και στις 10 Νοεμβρίου τα ράκη της υπερήφανης «Τζούλια» σύρθηκαν προς την Κόνιτσα όπου τους περίμενε η μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την κατάκτηση της Κέρκυρας αλλά το ιταλικό Επιτελείο αποφάσισε να τη στείλει στην Κόνιτσα για να αντιμετωπίσει το φιάσκο των πρώτων ημερών του πολέμου.


Η ελληνική προέλαση στην Αλβανία


Εξαλλος ο Μουσολίνι από την αποτυχία των ιταλικών δυνάμεων αντικατέστησε στη διοίκηση των στρατευμάτων της Αλβανίας τον στρατηγό Πράσκα με τον υφυπουργό Στρατιωτικών Σοντού. Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός, αφού πέταξε τους Ιταλούς έξω από τα σύνορά μας, άρχισε να προελαύνει μέσα στο αλβανικό έδαφος και να καταλαμβάνει τη μία πόλη μετά την άλλη: Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου), Πρεμετή (3 Δεκεμβρίου), Αγιοι Σαράντα (6 Δεκεμβρίου), Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου), Χιμάρα (22 Δεκεμβρίου), Κλεισούρα (10 Ιανουαρίου 1941).


Το αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση 27 ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από 16 ελληνικές μεραρχίες και η επέκταση των ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ο Μουσολίνι στην απελπισία του άλλαξε και πάλι τον στρατιωτικό διοικητή της Αλβανίας επιλέγοντας τον στρατηγό Καμπαλέρο, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.


Οι νίκες αυτές του ελληνικού στρατού εναντίον των Ιταλών στάθηκαν βαρύ πλήγμα για τον άξονα Βερολίνου – Ρώμης. Ο Χίτλερ θέλοντας να βοηθήσει τον σύμμαχό του υπέγραψε εντολή επίθεσης κατά της Ελλάδας στις 13 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει το σχέδιο της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Μουσολίνι χολωμένος από την αποτυχία του να κατακτήσει την Ελλάδα κάνοντας έναν απλό περίπατο, όπως είχε ελπίσει, σχεδίαζε τώρα να εξαπολύσει την περίφημη «εαρινή επίθεση» για να συντρίψει επιτέλους τον ελληνικό στρατό.


Στο μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο Μεταξάς και διάδοχός του ορίστηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος δεν φάνηκε και τόσο επαρκής για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση και τον ορατό πλέον κίνδυνο της γερμανικής εισβολής. Στο μέτωπο, λόγω και του χειμώνα ο οποίος ήταν δριμύς, επικρατούσε στασιμότητα. Το κυριότερο ωστόσο πρόβλημα ήταν οι τεράστιες ελλείψεις σε εφόδια και η υπερβολικά συντηρητική τακτική του Γενικού Στρατηγείου. Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες ο ελληνικός στρατός ετοιμαζόταν και αυτός να αντικρούσει την «εαρινή επίθεση» του Μουσολίνι.


Οι ιταλικές δυνάμεις ήταν συντριπτικά υπέρτερες και ο εξοπλισμός τους ήταν ασύγκριτα αρτιότερος από των ελληνικών. Οι Ιταλοί, π.χ., είχαν 27 τάγματα πεζικού και οι Ελληνες μόνο 13. Οι Ιταλοί διέθεταν 120 πυροβόλα και οι Ελληνες μόλις 52. Επίσης τα ιταλικά στρατεύματα είχαν βοήθεια από 300 τελευταίου τύπου αεροσκάφη ενώ η Ελληνική Αεροπορία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Για να τονώσει το ηθικό του στρατού του ο Μουσολίνι αποφάσισε να πάει στην Αλβανία και να παραστεί ο ίδιος, επικεφαλής κλιμακίου αξιωματούχων της κυβέρνησής του, στην εξαπόλυση της μεγάλης επίθεσης εναντίον αυτών των αναιδών Ελλήνων που δεν τον άφηναν να αποδείξει στον Χίτλερ το πόσο σπουδαία στρατεύματα είχε και αυτός. Η επίθεση των Ιταλών εναντίον των Ελλήνων στην Αλβανία άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 και κράτησε ως τις 20 Μαρτίου χωρίς οι Ιταλοί να επιτύχουν τους στόχους τους.


Τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις ημέρες τα περιγράφει με τον απαράμιλλο τρόπο του ο Γιάννης Μπεράτης στο Πλατύ ποτάμι:


«Η μεγάλη ανοιξιάτικη επίθεση της 10ης Μαρτίου, όπως τη λέγαμε εμείς, που τόσο διθυραμβικά την προαναγγέλνανε τόσον καιρό και που σ’ αυτήν στήριζαν τις ύστατες ελπίδες τους, είχε αρχίσει – πραγματικά φοβερή. Το πολεμικό τους υλικό ήταν άφθονο και το ρίχνανε αφειδώς. Το δικό μας γλίσχρο, αγωνιώδες, προβληματικό, μα σε κάθε ελληνικό στήθος είχε ριζώσει μια βουβή αμετάκλητη απόφαση: «Δεν θα περάσουν».


Εδώ και δυο-τρεις ώρες πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές, η βοή της ακατάπαυτης μάχης μάς ερχότανε σαν ένα βαρύ, μόνιμο, χωρίς καμιά διακοπή, εξακολουθητικό μπουμπουνητό. Πίσω απ’ το βουνό οι λάμψεις φωτίζανε τη νύχτα εκτυφλωτικά τον βαρυσυννεφιασμένο ουρανό, κ’ οι νυχτερινές αεροπορικές επιδρομές, σε μας και στον αποκάτω μας δρόμο όπου πέρναγαν εσπευσμένως όλες οι εφοδιοπομπές μας, δεν παύανε μια στιγμή.


Μα μ’ αυτά τα Υ.Α. που τους πιάναμε κάθε στιγμή με τα μηχανήματά μας υποκλοπής, μ’ αυτά τα συνεχή ραδιοτηλεφωνήματα και τα τηλεγραφήματά τους, παρακολουθούσαμε και βλέπαμε καλά την κατάστασή τους: Τις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, την άμεση ανάγκη τους από τραυματιοφορείς, από υγειονομική υπηρεσία, και από πολεμικό υλικό, τις δικαιολογίες τους «εν αμαρτία» για την ομίχλη που εμποδίζει κάθε ορατότητα, τη σχεδόν αδιάκοπη αλλαγή κι αντικατάσταση των Διοικητών τους, τους νεκρούς, τους τραυματίες και τις εσπευσμένες, αγωνιώδεις τους αιτήσεις για όλμους! για όλμους! για όλμους! και για εντονότερη, συνεχή, ακατάπαυστη και ιδίως πιο αποτελεσματική δράση του Πυροβολικού τους. Και προσοχή! Προς Θεού, προσοχή! – τους χτυπάει πολλές φορές αυτούς τους ίδιους!





Μα και τα δικά μας τηλεφωνήματα που λάβαινα τη νύχτα,
είχαν κι αυτά μέσα τους όλη τη δραματικότητα της στερνής απόφασης με σφιγμένα δόντια: «Υλικό! Υλικό! » γυρεύανε από παντού. Ολα τελειώνουν, οι εφοδιοπομπές είναι ανεπαρκείς, υπάρχουν τμήματα που σε λίγο θα εξαντλήσουν το τελευταίο τους φυσίγγιο. Και τότε ήταν οι κατεπείγουσες διαταγές να παρθούν όλα, ανεξαιρέτως όλα τ’ αυτοκίνητα, από κάθε μονάδα, όπου και να βρίσκεται, όποια και να ‘ναι – Πυροβολικό, Μηχανικό, Αεροπορία, Ορχος – και να μη μείνει ούτ’ ένα, ό,τι και να ‘ναι, όποιο σαράβαλο και να ‘ναι, που να μην κατέβει να φορτώσει στα Γιάννενα και να τραβήξει ολοταχώς, μες στα όλα, για πάνω.


Κάθε βράδυ, μόλις σουρούπωνε, έφταναν από το μύλο, όπου τους ξεφορτώνανε, πλήθος έφεδροι αξιωματικοί του πεζικού που ίσαμε τώρα ήτανε σε υπηρεσίες κάπως πιο μετόπισθεν, και παρουσιάζονταν ένας ένας, δυο δυο, τρεις τρεις, στο Ι Γραφείο, που αμέσως τους έδινε φύλλο πορείας, για την καινούργια τους μονάδα. Επρεπε να φύγουν αμέσως και να φτάσουν στον προορισμό τους το γρηγορότερο, για να συμπληρωθούν τα κενά που ‘χαν δημιουργηθεί στις τάξεις μας. Ολοι τους ήτανε παραζαλισμένοι, ακατατόπιστοι ακόμα, φορτωμένοι μ’ όλα τους τα εφόδια – έπαιρναν το χαρτί, χαιρετούσαν, το τύλιγαν στα τέσσερα, το ‘βαζαν στην έξω τσέπη του στήθους τους, τραβούσαν προς την κοντοστούπικια πράσινη πορτούλα μας που όλο ανοιγόκλεινε σπασμωδικά – και χάνονταν μέσα στη νύχτα.


Τα τηλέφωνα, οι διαταγές, οι αναφορές, οι αιτήσεις δεν παύανε ούτε στιγμή. Ολοι οι σύνδεσμοι ήταν στο πόδι, κι ο Δαλθανάσης μόλις πρόφτασε να μου φωνάξει ένα «Για σου, Μπεράτη» και να μου κλείσει, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό του, το μάτι. Παρ’ όλες τις επιδρομές, δε γινόταν τώρα πια συναγερμός, ή, αν γινόταν, κανένας σχεδόν δεν το κουνούσε από τη θέση του, όπου κάθε στιγμή ήταν εντελώς απαραίτητος. Η μεγάλη χαρά όλων μας ήταν το βράδυ, όταν πια μαζεύονταν όλες οι αναφορές των Μονάδων μας, που επικυρώνανε λακωνικά κάθε πεποίθησή μας κι ελπίδα μας. Οχι, δε θα περάσουν. Οι απώλειες του εχθρού ήταν τεράστιες».


(Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1992, σελ. 124-126)


ΚΕΙΜΕΝΑ: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ