«Δεν επινόησα τον χορό, υπήρχε πριν από εμένα. Κοιμόταν όμως κι εγώ τον ξύπνησα» είπε κάποτε η Ισιδώρα Ντάνκαν. Και αν η παραπάνω δήλωση ακούγεται ίσως υπερφίαλη, δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας η «ξυπόλυτη χορεύτρια» υπήρξε ο άνθρωπος που προσέφερε περισσότερα από κάθε άλλον στην τέχνη της κίνησης. Η Ισιδώρα Ντάνκαν δεν ήταν απλώς μια καλλιτέχνις που σφράγισε ανεξίτηλα την κουλτούρα του 20ού αιώνα. Ηταν ολοκληρωμένη πνευματική οντότητα: λάτρης της περιπέτειας, κοινωνικά συνειδητοποιημένη, φλογερή επαναστάτρια. Πεθαίνοντας το 1927 δεν άφησε πίσω της μόνο τη χαρακτηριστική τεχνική της και το αναντίρρητο παιδαγωγικό της έργο αλλά και μια πληθώρα από σχέδια, ζωγραφιές, φωτογραφίες και κείμενα για τα οποία υπήρξε ταυτόχρονα το μοντέλο και η έμπνευση.
Η Αντζελα Ισιδώρα Ντάνκαν γεννήθηκε το 1877 στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας. Η πρώτη της επαφή με τον χορό έγινε στα παιδικά της χρόνια όπου από πολύ νωρίς παρουσίασε δείγματα του «παραβατικού» χαρακτήρα της δηλώνοντας στη δασκάλα της πόσο «άσχημες» έβρισκε τις στάσεις του μπαλέτου. Το επαγγελματικό της ντεμπούτο έγινε το 1896 στο Σικάγο όπου γνώρισε τον θεατρικό παραγωγό Ογκυστέν Νταλί. Λίγο αργότερα, η Ντάνκαν έγινε μέλος του περιοδεύοντος συγκροτήματός του ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους. Εναν χρόνο αργότερα, με το ίδιο σχήμα πάντα, ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου παράλληλα έκανε και κάποιες ατομικές χορευτικές εμφανίσεις. Υστερα από μια σύντομη επιστροφή στη Νέα Υόρκη, όπου απογοητεύτηκε από την έλλειψη ενθουσιασμού απέναντι στην τέχνη της, το 1899 την βρίσκει και πάλι στη Βρετανία. Από τότε και για τα αμέσως επόμενα χρόνια η Ισιδώρα Ντάνκαν έζησε και δούλεψε σε πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Στο Λονδίνο μάλιστα συνδέθηκε με τους πρωτοπόρους πνευματικούς κύκλους της εποχής μέσω των οποίων μυήθηκε στην αρχαιοελληνική γλυπτική, στην ιταλική ζωγραφική της αναγεννησιακής περιόδου αλλά και στη συμφωνική μουσική. Εκείνη περίπου την περίοδο άρχισε να αναζητεί την έμπνευση στις νότες του Σοπέν και του Μπετόβεν.
Λίγο αργότερα η Ισιδώρα Ντάνκαν βρέθηκε στη Γερμανία, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε για τον οποίο ο χορός αποτελούσε τρόπο σκέψης: πολύ σύντομα διαμόρφωνε τη δική της φιλοσοφία για την τέχνη της. Το 1903, στο Βερολίνο, διατύπωνε τον περίφημο λόγο που έμεινε γνωστός ως «χορός του μέλλοντος». Σύμφωνα με την Ντάνκαν, η τέχνη της θα έπρεπε στο εξής να προσανατολιστεί στα αρχαιοελληνικά της πρότυπα: φυσικότητα και ελευθερία. Κατηγορούσε το μπαλέτο ότι «κατέστρεφε τη φυσική ομορφιά του σώματος» και πίστευε ότι ο χορευτής έπρεπε να νιώθει ότι βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση. Γι’ αυτό και οι κινήσεις που διάλεξε ήταν εξαιρετικά απλές: τρεξίματα, χοροπηδητά, πηδήματα κι όλα αυτά με τα χέρια ελεύθερα να κυματίζουν. «Η τέχνη μου δεν είναι παρά μια προσπάθεια να εκφράσω την ύπαρξή μου» συνήθιζε να λέει. Αναζητούσε τη «θεία έκφραση του ανθρώπινου πνεύματος» περισσότερο στην έμπνευση παρά στην τεχνική.
Από το 1904 ως το 1907 η Ντάνκαν έζησε και δούλεψε στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στη Ρωσία και στη Σκανδιναβία. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνεργάστηκε με πάμπολλους διάσημους καλλιτέχνες της εποχής, ανάμεσά τους ο περίφημος ρώσος σκηνοθέτης Κωνσταντίν Στανισλάφσκι. Το 1904 ίδρυσε την πρώτη της σχολή χορού λίγο έξω από το Βερολίνο, όπου άρχισε να εξελίσσει τη θεωρία της γύρω από τη χορευτική εκπαίδευση. Παρά το ότι ο μεγάλος της θρίαμβος προκλήθηκε στην Ευρώπη, η Ντάνκαν κατάφερε να κερδίσει και την Αμερική όπου επέστρεψε για λίγο το 1908. Παρά τις τραγωδίες που έπληξαν τη ζωή της (ο θάνατος των δύο παιδιών της και η γέννηση ενός τρίτου, νεκρού ωστόσο, παιδιού) η Ντάνκαν στάθηκε στα πόδια της και συνέχισε να μαγεύει το κοινό που έμενε εκστατικό σε κάθε της εμφάνιση. Ιδρυσε σχολές στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Ρωσία, έκανε διάφορες περιοδείες στις ΗΠΑ αλλά ουδέποτε έζησε ξανά εκεί. Το 1927 βρήκε φρικτό θάνατο στο Παρίσι όταν το μακρύ μαντήλι που φορούσε στον λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα του αυτοκινήτου της και την έπνιξε.
Καθώς η τέχνη της είχε τόνο πολύ προσωπικό, η Ντάνκαν δεν κατάφερε να αφήσει πίσω της μια σχολή. Ο,τι άφησε ήταν ένας θρύλος. Η άποψή της ωστόσο για τον χορό ως μέσο προσωπικής έκφρασης παραμένει ζωντανή μέσα από πολλές μεταγενέστερες τάσεις της τέχνης που υπηρέτησε η ίδια με τόσο πάθος.