Η υπερβολική σιγουριά βύθισε το «Κωστάκος»

Οι αξιωματικοί της πυραυλακάτου αλλά και του «Σάμαινα» υπερτίμησαν τις ικανότητές τους με αποτέλεσμα να μην κατορθώσουν να αποφύγουν τη σύγκρουση Η υπερβολική σιγουριά βύθισε το «Κωστάκος» Ν. ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ ΕΧΕΙ γίνει πλέον κανόνας εδώ στην Ελλάδα. Τα περισσότερα και δυστυχώς πολύνεκρα δυστυχήματα τα προκαλούν οι έμπειροι: οδηγοί, μηχανοδηγοί, πιλότοι, πλοίαρχοι. Εμπειρος,




ΕΧΕΙ γίνει πλέον κανόνας εδώ στην Ελλάδα. Τα περισσότερα και δυστυχώς πολύνεκρα δυστυχήματα τα προκαλούν οι έμπειροι: οδηγοί, μηχανοδηγοί, πιλότοι, πλοίαρχοι. Εμπειρος, θυμάστε, ήταν ο πιλότος του C-130 (με πολλές ώρες πτήσης στο ενεργητικό του) που έπεσε στο όρος Οθρυς, έμπειρος και ο ελεγκτής εναερίου κυκλοφορίας στον πύργο ελέγχου στην Αγχίαλο που του έδινε τις εντολές για την πορεία που θα ακολουθούσε. Εμπειρος αξιωματικός ήταν και ο κυβερνήτης της πυραυλακάτου «Κωστάκος» που από τη γέφυρα του σκάφους είχε την ευθύνη για την ασφάλειά της. Εμπειρος ­ από τους πλέον έμπειρους μάλιστα ­ αξιωματικός του Εμπορικού μας Στόλου ήταν και ο πλοίαρχος του «Σάμαινα» που εμβόλισε την πανάκριβη πυραυλάκατο και έστειλε στον υγρό τάφο τέσσερις αξιωματικούς από το πλήρωμά της.


«Είδα το οχηματαγωγό να πηγαίνει βόρεια και ησύχασα. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία», ήταν η πρώτη δικαιολογία που είπε, χωρίς ακόμη να συνέλθει από το σοκ, ο σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού, ο άνθρωπος που ήταν στη γέφυρα, στη θέση του κυβερνήτη, την ώρα της σύγκρουσης. Αυτή η υπερεκτίμηση της ικανότητάς του να προβλέπει την πορεία των πλοίων από πολλά μίλια τον έκανε να παραμείνει ακίνητος, στη μέση της θάλασσας, με τις μηχανές στο ρελαντί και με σβηστά τα φώτα.


Τις ικανότητές του υπερεκτίμησε και ο πλοίαρχος του «Σάμαινα», που γνώριζε τα θαλάσσια περάσματα, εκεί στη Σάμο, σαν το σπίτι του και ήξερε πώς θα εξοικονομήσει χρόνο και καύσιμα και κυρίως πώς θα αυξομειώσει την ταχύτητά του, ανάλογα με τον άνεμο και τα θαλάσσια ρεύματα. Η υπερεμπιστοσύνη του και ο ανταγωνισμός των ακτοπλοϊκών εταιρειών τον έκαναν να νιώθει κυρίαρχος της θάλασσας της Σάμου, περίπου μοναδικός στην ανακάλυψη νέων «μονοπατιών» για να φθάνει γρηγότερα στα λιμάνια, καλύπτοντας έτσι τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις κατά την επιβίβαση και αποβίβαση. Και εκεί όπου πήγαινε βορειοανατολικά, έστριψε ξαφνικά για να βρίσκεται πολύ κοντά στην ακτή και να κερδίσει χρόνο ώστε να βρεθεί γρηγορότερα στο Καρλόβασι. Με αστραπιαία κίνηση, χωρίς να ενημερώσει κανέναν, άλλαξε κατεύθυνση και βρέθηκε στα πλάγια και πίσω από την πυραυλάκατο.


Η πυραυλάκατος «Κωστάκος» ήταν από τις πλέον αξιόμαχες μονάδες του Στόλου μας. Η ταχύτητά της ξεπερνούσε τα 35 μίλια. Ο οπλισμός της από τους πλέον επίφοβους στον εχθρό. Εξι πυραύλους επιφανείας (και ακριβείας) «Πένγκιουιν», ένα πυροβόλο «Οτομελάρα», αντιαεροπορικά πυροβόλα και τορπιλοσωλήνες τύπου SST-4, γερμανικής κατασκευής, ικανές να πλήξουν σκάφη επιφανείας ακόμη και υποβρύχια. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός άριστος, αφού διέθετε ραντάρ και ραντάρ κατεύθυνσης πυρός. Ηταν κατασκευασμένη αποκλειστικά από αλουμίνιο, για να είναι ελαφρότερη, ώστε να μπορεί να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες.


Το αλουμίνιο δεν αντέχει στα τρακαρίσματα και αυτό το γνωρίζουν όλοι οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού που προσέχουν τις πυραυλακάτους και τις τορπιλακάτους σαν τα μάτια τους. Πουθενά να μην ακουμπήσουν, ούτε καν στις προβλήτες των λιμανιών. Με την ταχύτητα που έπεσε το οχηματαγωγό πάνω της ήταν σίγουρο ότι θα την βύθιζε. Από θαύμα (ή από καθαρή τύχη) δεν υπήρξαν περισσότερα θύματα.


Σε παρόμοιες θαλάσσιες συγκρούσεις τα θύματα σχεδόν πάντοτε είναι πολλά. Οπως συνέβη το 1972, μέρα μεσημέρι, λίγο έξω από τον Πειραιά, όταν συγκρούστηκε το «Μέρλιν» ­ οχηματαγωγό του Πολεμικού Ναυτικού ­ με το πετρελαιοφόρο, 30.000 τόνων, του Νιάρχου. Το οχηματαγωγό βυθίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τα θύματα ήταν 42 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες.


«Το είδα που πήγε βόρεια και ησύχασα», επέμεινε ακόμη και ως χθες ο εκτελών χρέη κυβερνήτη της πυραυλακάτου, που δεν μπορούσε ακόμη να καταλάβει πώς έγινε το κακό. Και κανείς από το Πολεμικό Ναυτικό δεν είναι σε θέση ή επιθυμεί να πει το παραμικρό. Οι αξιωματικοί του έχουν ένα σπάνιο συναίσθημα συναδέλφωσης, κάτι που δεν το συναντάς ούτε στον Στρατό ξηράς, ούτε στην Πολεμική Αεροπορία. Ποτέ δεν θα «καρφώσει» ο ένας στον άλλο, ποτέ δεν θα τον κατηγορήσει και βεβαίως πάντοτε θα προστρέξει ανά πάσα στιγμή αυτόκλητος να καλύψει, στη δύσκολη ώρα, τον συνάδελφό του. Είναι από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, προτού ακόμη γίνουν σημαιοφόροι. Και αυτή την «ιερή συναδελφοσύνη» την κρατούν ώσπου να πεθάνουν: «Από τους αξιωματικούς δεν πρόκειται να μαθευτεί το παραμικρό», προειδοποίησε και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας κ. Α. Τσοχατζόπουλος, που εναποθέτει τώρα τις ελπίδες του στο ανακριτικό πόρισμα. Και πράγματι, όποιον αξιωματικό και αν ρωτήσεις, είτε είναι εν ενεργεία είτε εν αποστρατεία είτε ακόμη και πρώην αρχηγός του ΓΕΝ με συγκεκριμένες πολιτικές τοποθετήσεις, αποφεύγει να κατηγορήσει άλλον αξιωματικό. Οπως συνέβη τότε και με το «κίνημα του ναυτικού» επί χούντας, που κανένας αξιωματικός του Π.Ν. δεν πρόδωσε συνάδελφό του, όσα βασανιστήρια και αν υπέστη…


Η δικαιολογία της κόπωσης (τρεις ημέρες έμειναν άγρυπνοι οι αξιωματικοί και το υπόλοιπο πλήρωμα της πυραυλακάτου, λόγω της άσκησης «Παρμενίων») δεν ευσταθεί και κανείς ως σήμερα δεν την προέβαλε. Ούτε βέβαια ότι τους πήρε ο ύπνος. Μπορεί ο κυβερνήτης κ. Κ. Λάζαρης να μη βρισκόταν εκείνη την ώρα στη γέφυρα, μπορεί ο ύπαρχος, υποπλοίαρχος κ. Ι. Νικηφόρος, να μη βρισκόταν στη γέφυρα (βρισκόταν στον θάλαμο επιχειρήσεων), αλλά στο πλοίο βρίσκονταν τουλάχιστον τέσσερα ζευγάρια άγρυπνα μάτια: του σημαιοφόρου, που ήταν στη γέφυρα (στη θέση του κυβερνήτη και του υπάρχου), του οπτήρα, του σηματωρού και βεβαίως του πηδαλιούχου. Ολοι αυτοί παρακολουθούσαν το «Σάμαινα», αλλά δεν το αντελήφθησαν όταν τους πλησίασε. Το είδαν μόνο στις 500 γιάρδες. Αλλά τότε ήταν πλέον αργά…


Οπως σήμερα αποκαλύπτει «Το Βήμα», από τα πρώτα επίσημα συμπεράσματα προκύπτουν τα εξής. Η πυραυλάκατος βρισκόταν σε φάση «αγκίστρωσης», δηλαδή σε κατάσταση πλήρους συσκότισης, με τις μηχανές στο ρελαντί και το ραντάρ σε λειτουργία, αλλά και τον ασύρματο, όχι όμως για να μεταδίδει αλλά για να λαμβάνει. Ηταν σε άσκηση νυκτερινού αιφνιδιασμού. Οι αξιωματικοί της πράγματι παρακολουθούσαν το «Σάμαινα», ολόφωτο να κατευθύνεται βορειοανατολικά. Και πράγματι ησύχασαν. Είχαν άλλωστε δει και άλλα πλοία να βγαίνουν από το Βαθύ, περίπου με την ίδια πορεία και ταχύτητα. Δεν υπολόγισαν όμως τρία πράγματα και εδώ ακριβώς είναι αυτό που λέμε «υπερεκτίμηση των ικανοτήτων τους»: Πρώτον, την ταχύτητα του ανέμου εκείνη τη στιγμή, δεύτερον, τα θαλάσσια ρεύματα που παρέσυραν την πυραυλάκατο και της άλλαξαν κατεύθυνση (με την πρύμνη πλέον στο οχηματαγωγό) και, τρίτον (και σημαντικότερο), τις απρόβλεπτες κινήσεις του πλοιάρχου κ. Ματθ. Πνευματικάκη, που θεώρησε σκόπιμο να αλλάξει ξαφνικά πορεία, να πλησιάσει την ακτή για να εξοικονομήσει χρόνο και καύσιμα.


Το οχηματαγωγό έπλεε κατάφωτο, το έβλεπαν όλοι, ακόμη και από την ακτή. Οι αξιωματικοί όμως της πυραυλακάτου, λόγω του ανέμου και των θαλασσίων ρευμάτων, του είχαν στρέψει σε κάποια στιγμή άθελά τους την πλάτη. Το ραντάρ του «Σάμαινα» τους είδε κάποια στιγμή, αλλά δεν αναγνώρισε την πυραυλάκατο (άλλη μια υπερεκτίμηση της ικανότητας του χειριστού ραντάρ) και όταν σε κάποια στιγμή την πλησίασε στα 550 μέτρα και με ταχύτητα 17 μίλια, ε, τότε ήταν αργά. Τα 550 αυτά μέτρα τα κάλυψε μέσα σε 1,5 λεπτό. Και όμως η πυραυλάκατος, σε αυτό το 1,5 λεπτό, είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη σύγκρουση. Αλλά δεν το έκανε, γιατί υπήρξε και λάθος ελιγμός του κυβερνήτη της.


Αυτός ήταν και ο λόγος που η σύγκρουση έγινε στην πρύμνη του πολεμικού. Το αλουμίνιο τρύπησε αμέσως. Το σκάφος, «τραυματισμένο», έμεινε για λίγα λεπτά στην επιφάνεια και βυθίστηκε σε βάθος 150 μέτρων, 880 μέτρα από την ακτή, παρασύροντας μαζί του τα τέσσερα μέλη του πληρώματος που εκείνη την ώρα, κατά πάσα πιθανότητα, κοιμούνταν. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑΣ 20 ΔΙΣ.


Η πυραυλάκατος «Κωστάκος» με πλήρη οπλισμό είχε αξία, σύμφωνα με την εκτίμηση του πλοιάρχου κ. Κοροβέση (Γραφείο Τύπου ΓΕΝ), 20 δισ. δρχ. Οι προσπάθειες για την ανέλκυσή της (αν τελικά επιτύχουν) θα στοιχίσουν μερικά ακόμη εκατομμύρια. Αλλά το σκάφος θα είναι άχρηστο. Ο οπλισμός ­ οι περίφημοι πύραυλοι Πένγκιουιν ­ έχει καταστραφεί, το ίδιο και τα πυροβόλα της, ενώ αμφισβητείται αν μπορούν και πάλι να χρησιμοποιηθούν οι τέσσερις πανάκριβες μηχανές της, τύπου MDU, γερμανικής κατασκευής, όμοιες με αυτές που χρησιμοποιούν και τα υποβρύχια.


Αξιοσημείωτο είναι ότι η πυραυλάκατος αυτή θωρείται ένα από τα πιο αξιόμαχα όπλα των Ενόπλων Δυνάμεων. Ταχύπλοο, ευέλικτο, με ισχυρότατο οπλισμό, ιδανική για το Αιγαίο, αφού μπορεί να κρυφτεί σε θαλάσσιες σπηλιές και να εφορμήσει ξαφνικά στον εχθρό.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.