Καθώς η σύγχρονη κοινωνία δεν παύει να ανακαλύπτει ή και να επανανακαλύπτει το σώμα, κάποιες τεχνικές του χορού που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν πειραματικές ή εναλλακτικές σαν τον αυτοσχεδιασμό κερδίζουν ολοένα έδαφος. Ετσι ο Κωνσταντίνος Μίχος, από τους βασικούς εισηγητές της τεχνικής του contact improvisation εδώ και 10 χρόνια στην Ελλάδα, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος, αναλογιζόμενος τη μοναξιά των πρώτων χρόνων. «Την τελευταία δεκαετία έγιναν τρομακτικά άλματα στον χορό, άλματα γνώσεων κατ’ αρχήν. Να σκεφθεί κανείς ότι το 1979 ήρθε ο Κάνινγκαμ και τον γιουχάισαν στο Ηρώδειο και 20 χρόνια μετά έρχεται η Τρίσα Μπράουν και γίνεται αποδεκτή. Το κοινό είναι πια περισσότερο πληροφορημένο». Φυσικά, αναγνωρίσιμος κώδικας για την έννοια «χορός» στο ευρύ κοινό παραμένουν η μπαλαρίνα, οι πουέντ και τα αφηγηματικά μπαλέτα. Υπάρχει όμως ταυτόχρονα και αυτό το «άλλο κοινό», αυτό με το οποίο συναντήθηκαν οι άλλες τέχνες όταν είχαν έρθει σε σύγκρουση με τους καθιερωμένους κώδικες, αμφισβητώντας τη λατρεία του Ωραίου. «Με ενδιαφέρει η μνήμη των κινήσεων προτού εξωραϊστούν και όχι τα κινητικά κλισέ που αναπαράγονται ευρύτατα μέσα από την εκπαίδευση. Για μένα ο αυτοσχεδιασμός έχει νόημα μόνο στον βαθμό που συμβάλλει σε μια άλλου τύπου αισθητική για τον χορό: για να επανεκπαιδεύσει το κοινό πέρα από τα χολιγουντιανά πρότυπα όπου όλα είναι τέλεια, άψογα και στον σωστό χρόνο ώστε να μην κουράζουν τον θεατή».


Πάντως ο Κ. Μίχος με αφορμή την παραγγελία του Μεγάρου έβαλε στοίχημα να υπερβεί και τα δικά του κλισέ, να ξεφύγει από εύκολες αυταρέσκειες. Στην τελική ευθεία λίγο πριν από τις παραστάσεις είναι ορατές η αγωνία και οι διερωτήσεις για το κατά πόσον οι κώδικες ενός πειραματικού καλλιτέχνη αφορούν ένα ευρύτερο κοινό, πόσο κατάφερε τον αναβαθμό που αισθανόταν αναγκαίο, να ελευθερωθεί ο ίδιος λ.χ. από τα δεσμά της φόρμας του αυτοσχεδιασμού. «Κατάλαβα με τον χρόνο ότι δεν με ενδιαφέρουν ούτε οι αυτοσχεδιαστές που έχουν κάνει μόνο αυτοσχεδιασμό. Με ενδιαφέρουν τα όρια του σώματος και αποφάσισα να δουλέψω με μεικτό υλικό».


Η παρούσα σύνθεση της ομάδας εμφανίζεται ολοκληρωτικά αλλαγμένη. Πέντε χορευτές με διαφορετικές κινητικές εμπειρίες ο καθένας ­ ο Φώτης Νικολάου π.χ. έχει χορέψει με την Ομάδα Εδάφους και την Οκτάνα, η Τζένη Αργυρίου με τη Sine Qua Non ­ και μαζί τους ένας σημαντικός αμερικανός αυτοσχεδιαστής (Ray Chang) διασταυρώνονται, έρχονται σε επαφή, απομακρύνονται ως μοναχικά μόρια στον χώρο, κάνουν απόπειρες επαναφοράς. Ο ίδιος ο χορογράφος της Λάθος Κίνησης, ως πιο έμπειρος αυτοσχεδιαστής, ανέλαβε να μυήσει τους τελευταίους μήνες τους χορευτές στα βασικά credo του αυτοσχεδιασμού. «Η συνάντηση ήταν επώδυνη όσο και γόνιμη για όλους» λέει ο Κ. Μίχος. «Αλλωστε ο αυτοσχεδιασμός είναι ο καλύτερος δρόμος επικοινωνίας ανάμεσα στους χορευτές και στον χορογράφο αλλά και ο μόνος τρόπος να εμπλουτίζεται η γλώσσα του χορού».


Τελικά στην παράσταση ο αυτοσχεδιασμός συναντά προαποφασισμένες κινήσεις, καθώς η ιδιοσυγκρατική κίνηση του κάθε χορευτή συνυπάρχει με το δοσμένο υλικό. Η νευρωτική κίνηση της Σταυρούλας Σιάμου όταν χορεύει μόνη μεταμορφώνεται και γίνεται παιγνιώδης στη συνάντησή της με τον άλλο. Η επίδειξη δεξιοτεχνίας απουσιάζει ολοσχερώς από μια τέτοια κινητική λογική.


Το έργο συνθέτουν τρία μέρη και έχει ως απώτερη αναφορά το μυθιστόρημα του Γιούκιο Μίσιμα «Ο εκπεσών άγγελος», με τη γνωστή ιστορία της πτώσης των αγγέλων και της επώδυνης ενανθρώπισης. Ο χορογράφος εστιάζει τη ματιά του στο τραυματικό πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, όπως αυτό είναι εγγεγραμμένο στη μνήμη του σώματος. Από την ασεξική, ιδανική κοινωνία των αγγέλων του πρώτου μέρους με τις αεροπλανικές κινήσεις στο νευρωτικό σώμα του δεύτερου μέρους και από εκεί στο παρόν με τις εμμονές που ολοένα επιστρέφουν αφού τα καρφιά φεύγουν, οι πληγές όμως μένουν.


Λέει ο ίδιος: «Μετά από το αγγελικό κοντσέρτο αφηρημένου χορού στο πρώτο μέρος, η παράσταση βυθίζεται στον βίαιο, γκροτέσκο, διφορούμενο κόσμο της παιδικής ηλικίας όπου φόντο στις κινήσεις είναι εικόνες βίντεο από την οικογένεια του καθενός αλλά και σκηνικά αντικείμενα-μινιατούρες αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Το τρίτο μέρος, που είναι και ο επίλογος, συμπίπτει με την επιστροφή στον παρόντα χρόνο».


Η μουσική του Αλέξανδρου Μούζα, δουλεμένη με κινηματογραφική λογική ως προς τα δρώμενα, άλλοτε τα αγκαλιάζει με τη συμπαντική διάστασή της και με επαναληπτικά μοτίβα, άλλοτε πάλι ανακαλεί παιδικά παιχνίδια ακολουθώντας τη διαδρομή του κομματιού.


Ο Κ. Μίχος με τους επινοητικούς τίτλους που τον χαρακτηρίζουν αυτή τη φορά κλείνει το μάτι στην Τρίσα Μπράουν, την τολμηρή κυρία του αμερικανικού μεταμοντέρνου χορού, την ταυτόσημη με τη χαρά και τη φυσική ελευθερία της κίνησης που δεν σχετίζεται με τη δεξιοτεχνία. Η Τρίσα σίγουρα δεν έφυγε από αυτό το σπίτι καθώς ο χορογράφος ονειρεύεται όλο και περισσότερη αλήθεια στην τέχνη του. «Γιατί το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να κρύβει πράγματα και να αναζητεί μόνο την καλλιέπεια. Πρέπει να μη φοβόμαστε να εκθέτουμε την ασχήμια, τη βία ή τον πόνο και να αντιστεκόμαστε στις αναστολές και στην αυτολογοκρισία. Είναι γεγονός ότι μπορεί να ανακαλύπτουμε στοιχεία του Εγώ αλλά τα αποκαλύπτουμε πολύ πιο δύσκολα». Καταλήγει ότι «πραγματικό θέμα της χορογραφίας είναι οι διαφορετικές καταστάσεις του σώματος ­ το ήρεμο σώμα, το ταραγμένο, το διαθέσιμο για επικοινωνία, το παθητικό, το εξουσιαστικό, το χαλαρό ­ ενώ όλα τα άλλα είναι απλά τεχνάσματα αφού το κορμί από μόνο του τα λέει όλα».


Η ομάδα του Κωνσταντίνου Μίχου Λάθος Κίνηση εμφανίζεται το Σάββατο, 8.30 μ.μ., καθώς και στις 24 και 25 Ιανουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο της σειράς που είναι αφιερωμένη στον χορό, με τη νέα δημιουργία του χορογράφου «Η Τρίσα δεν έφυγε απ’ αυτό το σπίτι». Χορεύουν οι: Τζένη Αργυρίου, Φώτης Νικολάου, Κωνσταντίνος Μίχος, Βαγγελιώ Ράντου, Σταυρούλα Σιάμου, Ray Chang. Η μουσική είναι του Αλέξανδρου Μούζα ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια έκανε η Χριστίνα Παπούλια.