Η εξέγερση του Πολυτεχνείου πριν από 29 χρόνια στη μνήμη όσων την έζησαν παραμένει ίσως η κορυφαία συλλογική εποποιία μιας ολόκληρης γενιάς. Η σύγκρουση των φοιτητών το 1973 με την καταπίεση και την ανελευθερία μετατράπηκε σε σύμβολο μιας εξέγερσης όπου κυριάρχησε το αυθόρμητο, μιας κορυφαίας αντιδικτατορικής εκδήλωσης που ξεπέρασε τις όποιες διαφορές στρατηγικής για το χτύπημα στο δικτατορικό καθεστώς. Οποιος έχει ζήσει εκείνη την εποχή και γνωρίζει τι σήμαινε ζύμωση, γραμμή, βήματα για την κατάκτηση του κοινού στόχου που ήταν να πέσει η χούντα ξέρει ότι δεν υπήρχε σωστό ή λάθος εκ των προτέρων για τις όποιες στρατηγικές επιλογές. Καμία δεν πέρασε τελικά, γιατί η δυναμική της «στιγμής» – που την είχαν καλλιεργήσει οι αγώνες της γενιάς του 114, των παράνομων αντιστασιακών οργανώσεων του αντιδικτατορικού αγώνα, της Αριστεράς που βρέθηκε πολλές φορές στις φυλακές – επέβαλε τη δική της στρατηγική. Η αλήθεια για τις μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα είναι η αλήθεια του καθενός εκ των μετεχόντων στην εξέγερση. Κομμάτια και θρύψαλα δίνουμε και εμείς σήμερα της αλήθειας ενός κινήματος όπως τη διατηρούν στη μνήμη τους ορισμένοι εκ των πρωταγωνιστών.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου άρχισε με ένα ψέμα, θυμάται ο φαρμακοποιός Διονύσης Μαυρογένης. Ενα «αριστερίστικο» ψέμα: ότι η Αστυνομία χτυπάει φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ηταν Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973. Μεσημέριαζε όταν ο φαρμακοποιός Γιώργος Γαβριήλ πλησίασε τους συναδέλφους του στη Φυσικομαθηματική, έκλεισε το μάτι σε κάποιους από αυτούς και τους ανακοίνωσε βαρύγδουπα: «Σκοτώνουν τα αδέλφια μας στο Πολυτεχνείο». Η Φυσικομαθηματική ήταν σχολή με δύναμη των αριστεριστών και σε αυτήν, όπως και στην Ιατρική, την «κίτρινη σχολή» στήριζαν οι πέραν των δύο Κομμουνιστικών Κομμάτων φοιτητικές παρατάξεις της άκρας Αριστεράς τη δυνατότητα να κερδίσουν την πλειοψηφία σε συνελεύσεις των σχολών.
Ο φοιτητής Ιατρικής Νίκος Σιδέρης, 21 ετών τότε, θυμάται ότι κάπως έτσι ξεκίνησε και η διαδήλωση από τη Νομική όπου βρισκόταν. Το σύνθημα της κατάληψης πανεπιστημιακών κτιρίων είχε ακουστεί για πρώτη φορά στις αρχές του Νοέμβρη 1973 και η Νομική σε καμία περίπτωση δεν προσφερόταν για κατάληψη τόσο εξαιτίας της αρνητικής εμπειρίας του Φλεβάρη όσο και εξαιτίας της θέσης της: μπορούσε εύκολα να απομονωθεί από τον κόσμο που κυκλοφορούσε στο κέντρο.
* Η πρώτη αντίδραση
Τριακόσιοι πενήντα φοιτητές, που αργότερα θα χαρακτηριστούν σε φύλλο της Πανσπουδαστικής «350 προβοκάτορες της ΚΥΠ», μπαίνουν στο Πολυτεχνείο αφού πρώτα «μερικοί από αυτούς έχουν ρίξει μερικά νεράντζια στους μπάτσους» (Μαυρογένης) και «τους έχουν περιλούσει με μερικές σκληρές φράσεις» (Σιδέρης). Η Αστυνομία χτυπάει τη διαδήλωση με αποτέλεσμα οι μισοί περίπου από τους διαδηλωτές να βρουν καταφύγιο στο κτίριο του Πολυτεχνείου και οι άλλοι μισοί να σκορπιστούν στους γύρω δρόμους.
Στο Πολυτεχνείο οι φοιτητές των σχολών του ιδρύματος βρίσκονται εν συνελεύσει για φοιτητικά ζητήματα με κεντρικό αίτημα τις ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Οι «εισβολείς» αντιμετωπίζονται από τους προσκείμενους στον «Ρήγα Φεραίο» και στην Αντι-ΕΦΕΕ συνδικαλιστές των σχολών του Πολυτεχνείου σαν ενοχλητικοί παρείσακτοι. Μια κατάληψη αντιμετωπίζεται από τους συνδικαλιστές των σχολών του Πολυτεχνείου σαν κάτι που «δεν έχει προοπτική» (Δ. Χατζησωκράτης). Στο μεταξύ φθάνει στην Ομόνοια το τρένο «Πειραιεύς – Αθήνα» γεμάτο φοιτητές από τη Βιομηχανική. Τους είχαν ειδοποιήσει φοιτήτριες της Φιλοσοφικής που είχαν φτάσει στο Πολυτεχνείο με την ομάδα της πορείας από τη Σόλωνος και ξαναβγήκαν για να κινητοποιήσουν τους σπουδαστές των απομακρυσμένων σχολών. Οι «μαντατοφόροι» ήταν παιδιά της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ που πάλευαν μέσα τους «η επιθυμία για μια μεγάλη αντιδικτατορική εκδήλωση και ο δισταγμός, με την έννοια της πολιτικής εκτίμησης, για κάτι που δεν «πολυελέγχεις» και για το επόμενο βήμα»… Αρχίζει η συζήτηση για το τι είναι πιο σωστό: μένουμε «μέσα», όπως ήθελε η πέραν των ΚΚ κομμουνιστική Αριστερά, ή βγαίνουμε «έξω», όπως επιθυμούσαν «Ρήγας » και Αντι-ΕΦΕΕ; Γιατί, όπως λέει ο ψυχίατρος σήμερα Νίκος Σιδέρης, το Πολυτεχνείο ήταν «μια οικογενειακή υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς…».
* Οι δύο τακτικές
«Πιστεύαμε» λέει σήμερα ο Δ. Μαυρογένης «ότι το Πολυτεχνείο θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης για να μαζευτεί ο κόσμος. Κατά συνέπεια η επιλογή μας ήταν «μένουμε μέσα»». Οι αντίπαλοι της κατάληψης ακολούθησαν δύο διαφορετικές τακτικές. Την Τετάρτη το βράδυ οι συνδικαλιστές της Αντι-ΕΦΕΕ κάνουν προσπάθεια εγκαταλείποντας τον χώρο να οδηγήσουν το πλήθος που εν τω μεταξύ έχει συγκεντρωθεί γύρω από το Πολυτεχνείο «έξω», εκτιμώντας ότι οι συνθήκες για μια μετωπική σύγκρουση δεν ήταν ώριμες. «Δεν υπάρχει η δυνατότητα ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος» ήταν η θέση του «Ρήγα Φεραίου», με την οποία συμφωνούσε και η Αντι-ΕΦΕΕ. Ο Ν. Σιδέρης όμως θυμάται ότι, σε αντίθεση με την Αντι-ΕΦΕΕ που προσπαθούσε είτε να «καπελώσει» είτε να σταματήσει τις εξελίξεις, ο «Ρήγας» «έδειχνε νομιμοφροσύνη στους μαζικούς χώρους».
Η πρόταση των «Ρηγάδων» ή των προσκείμενων στον «Ρήγα» συνδικαλιστών ήταν να συνδυαστεί μετά την Πέμπτη ένας απεγκλωβισμός με διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας με το αίτημα για τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε μεν, αλλά το αίτημα για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας μεταδόθηκε αργότερα από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου.
Η Νάντια Βαλαβάνη, 19χρονη φοιτήτρια τότε και μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ, περιγράφει μια εικόνα που δείχνει πόσο εύθραυστες ήταν οι όποιες κομματικές γραμμές – το κύμα του αυθορμητισμού. Ηταν γύρω στις 10.00 το βράδυ της Τετάρτης. «Ενας νέος σκαρφαλωμένος σε ένα τραπέζι κραυγάζει όσο αντέχει η φωνή του «γιατί πρέπει να μείνουμε μέσα». Μαοϊκός, θα είναι, σκέφτηκα». Είχε κάνει λάθος. Ο Στέλιος Λογοθέτης ήταν μέλος της ΚΝΕ και μετέπειτα μέλος της Συντονιστικής του Πολυτεχνείου. «Η γραμμή του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν οργανωμένη απαγκίστρωση με διαδηλώσεις, μαζικοποίηση του κινήματος και σταδιακή κλιμάκωση του αγώνα, η οποία ξεπεράστηκε σύντομα. Και σίγουρα από το μεσημέρι της Πέμπτης, όταν πια συνέρεε πλήθος κόσμου, το Πολυτεχνείο έγινε κέντρο αντίστασης και η απάντηση δεν μπορούσε να είναι άλλη από μετωπική σύγκρουση» λέει η Νάντια Βαλαβάνη.
* Η Πέμπτη της χαράς
Σε κάθε περίπτωση οι «καταληψίες» έχουν επιβάλει τη θέλησή τους το πρωί της Πέμπτης καθώς η επιλογή «μένουμε μέσα» έχει αγκαλιαστεί από αυτό που ο Σιδέρης σήμερα αποκαλεί «θαλπωρή του πλήθους». Εκείνο το πρωί η Νάντια Βαλαβάνη χρειάστηκε να φύγει για μία ώρα. Είχε παράνομο ραντεβού με τον καθοδηγητή της: «Μου έβαλε το θέμα της απαγκίστρωσης, τον κίνδυνο αν γίνει κατάληψη να πισωγυρίσει το κίνημα, και μου έδωσε μια σακούλα με τρυκάκια που έγραφαν από τη μια μεριά «Κάτω η χούντα» και από την άλλη «Ελεύθερες Φοιτητικές Εκλογές». Δηλαδή όλα αυτά που είχαν ήδη τελειώσει. Πού να τα ρίξω στον αέρα; Τα κράτησα στην τσέπη μου και τα πέταξα πολύ αργότερα στο περιστύλιο της Σχολής Καλών Τεχνών».
Η Νάντια Βαλαβάνη είναι σίγουρη για το Πολυτεχνείο ότι «δεν θα μπορούσε να τελειώσει αλλιώς. Η μόνη νίκη ήταν αυτό: να κρατήσει. Μπορεί να ήταν πρόωρο, ίσως αν γινόταν μετά από έξι μήνες τα πράγματα να ήταν αλλιώς, αλλά η ιστορία δεν γράφεται με στρατηγικά σχέδια επί χάρτου. Υπάρχει και στρατηγική στιγμή».
Δεν υπάρχει σχεδιασμός, όλα γίνονται βήμα βήμα και τα συνθήματα και οι επιλογές «τροφοδοτούνται από την ισχυρή πολεμόχαρη διάθεση των ημερών» (Σιδέρης). Αρχίζει να λειτουργεί η άμεση δημοκρατία. Ανά τέσσερις ώρες συγκροτούνται συνελεύσεις. Σε αυτές εμφανίζονται οι εκπρόσωποι στη Συντονιστική Επιτροπή που έχει εκλεγεί την Πέμπτη και δίνουν πληροφορίες. Στελέχη των παρατάξεων που πρόσκεινται στα δύο ΚΚ και έχουν πάρει απολυτήριο μόλις από τον στρατό εμφανίζονται στον «χώρο» σε μια προσπάθεια να στρέψουν τις εξελίξεις σε όφελος των επιλογών τους. Ο Γραμματέας του «Ρήγα» Σταύρος Τσακιράκης έχει τους γονείς του και περιμένουν σε ένα ξενοδοχείο του κέντρου για να πεταχτεί ως τη… συνέλευση της Νομικής. Οι άνθρωποι θα περιμένουν μερικές ημέρες. Ο Τσακιράκης δεν καταφέρνει να πείσει τη συνέλευση της σχολής του για την ορθότητα των απόψεων της δικής του οργάνωσης και οι δύο σύντροφοί του εκλέγονται μεν από τους «καταληψίες» της Νομικής αλλά με εντολή αντίθετη από εκείνη της ηγεσίας του «Ρήγα»: «Δεν σταματάμε. Μένουμε μέσα». Αργότερα στη Συντονιστική Επιτροπή ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και ο Χρήστος Λάζος στηρίζουν τη γραμμή της συνέλευσής τους.
Η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή του Πολυτεχνείου σιγά σιγά οργανώνει την εσωτερική ζωή και αναζητεί «ενιαίο τρόπο έκφρασης ακόμα και στα συνθήματα, που έπρεπε να αφουγκράζονται το πλατύ αίσθημα του κόσμου κατά της δικτατορίας» λέει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, φοιτητής της Φυσικομαθητικής τότε και βουλευτής του ΣΥΝ σήμερα. Η χούντα τα ακραία συνθήματα – μαζί με τις κατηγορίες για όργια, για… τρίγωνα και τετράγωνα – τα αξιοποιούσε για να δυσφημήσει το κίνημα ή να το περιθωριοποιήσει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται τη… μάχη για το ποιος θα πρωτοπάρει τον πολύγραφο: «Ο Νίκος Μπαλής, αναρχικός, έδινε μάχη στήθος με στήθος. Εγραφαν συνθήματα όπως «Κάτω το κράτος», «Ευνουχίστε τον πλανήτη από τον φαλλό της εξουσίας»…».
Τελικά τα συνθήματα που κυριαρχούν είναι: «Κάτω η χούντα», «Εξω οι Αμερικάνοι», «Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία».
Από το μεσημέρι της Πέμπτης έχει μπει σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός, εκπέμπει στους 1015 μεγάκυκλους και ακούγεται σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο: «Το χουντικό καθεστώς χρεοκόπησε σε όλους τους τομείς. Προσπαθεί να διασωθεί με σπασμωδικές ενέργειες, που το κάνουν όλο και τυραννικότερο, όλο και πιο ανυπόφορο. (…) Λαέ, σε καλούμε σε γενική απεργία!». Το Πολυτεχνείο πλημμυρίζει κόσμο. Φτάνουν μαθητές, εργάτες, φοιτητές που είχαν εξαναγκαστεί λόγω συνδικαλιστικής δράσης σε στράτευση από το καθεστώς γυρίζουν πίσω – τους αποστράτευσαν στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη – και μπαίνουν μαζικά στο Πολυτεχνείο.
Την Πέμπτη το βράδυ γίνεται σύσκεψη στο Πολυτεχνείο όπου η ΚΝΕ κατεβάζει πρόταση για διάλυση της κατάληψης με τη μέθοδο που είχε ακολουθηθεί στην πρώτη κατάληψη της Νομικής. Δεν ήταν ίδιες οι συνθήκες για να περάσει. «Και για μένα ήταν δύσκολη η στιγμή της διαπραγμάτευσης που έκανα με τον πρύτανη για την έξοδο από τη Νομική, κάτι που καταλάβαινα ότι λογικά ήταν ορθό αλλά συναισθηματικά επώδυνο» λέει ο Νίκος Μπίστης, που ήταν μέλος της συντονιστικής της πρώτης κατάληψης στη Νομική και μετά, στο Πολυτεχνείο, είχε τον ρόλο του συντονισμού των τοπικών συλλόγων και των διαδηλώσεων γύρω από το ίδρυμα. Μετά από εκείνη την κατάληψη το φοιτητικό κίνημα μαζικοποιήθηκε και ένα τμήμα του κόσμου έμπαινε πλέον ταχύτατα στις παράνομες οργανώσεις. «Η γραμμή της κλιμάκωσης του αγώνα ξεπεράστηκε στο Πολυτεχνείο και η δυναμική των πραγμάτων οδήγησε στο «όλα ή τίποτα»» λέει.
* Εκλογή επιτροπής
«Η Πέμπτη ήταν για μας μέρα «γιορτής». Ολη η Αθήνα ήταν στο πόδι» γράφουν πολλοί στο ημερολόγιο της μνήμης. Σε αυτό το κλίμα, αρκετοί σημειώνουν: «Μα, καλά, δεν βρέθηκε κάποιος από τους αστούς πολιτικούς να πει «ναι, μπορείτε να ρίξετε τη χούντα, ελληνικέ λαέ»; Περιμέναμε ότι ο Μαύρος, ο Κανελλόπουλος θα στήριζαν το σύνθημα «Γενική απεργία» ώστε ο πολύς κόσμος που ήταν κατά της δικτατορίας να ανοίξει τα φτερά του νιώθοντας εμπιστοσύνη. Ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Εγιναν επαφές από την πλευρά της Αριστεράς αλλά δεν εισακούστηκαν».
Στο Πολυτεχνείο όταν ήρθε η ώρα τού «όλα ή τίποτα» το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν εκεί, δεν έλειψε κανένας, λέει ο Νίκος Μπίστης.
Την Πέμπτη το βράδυ εκλέγεται η 35μελής Συντονιστική Επιτροπή που θα διαχειριστεί την κατάληψη ως τη βίαιη εκκένωση του Πολυτεχνείου τα ξημερώματα του Σαββάτου. Το οξύμωρο είναι ότι τη διαχείριση σε μια σειρά κρίσιμους τομείς της οργάνωσης της ζωής αναλαμβάνουν στελέχη της Αντι-ΕΦΕΕ (περιφρούρηση, ιατρικό, επιμελητεία).
Η έξοδος των πολιορκημένων
Το πρωί της Παρασκευής οι έγκλειστοι έχουν κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων με τη δικτατορία χάρη στον ραδιοφωνικό σταθμό που οδηγεί στο «ξεμασκάρεμα της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος» λέει ο Δ. Μαυρογένης. Στελέχη του «Ρήγα», όπως ο Δημήτρης Χατζησωκράτης, αναζητούν τη συμβουλή του Λεωνίδα Κύρκου ώστε να βρεθεί δυνατότητα απεγκλωβισμού, αλλά οι έγκλειστοι έχουν αποφασίσει: «Θα μείνουμε μέσα και ας έρθουν να μας βγάλουν. Υπήρχε μια υπέρκοσμη ατμόσφαιρα, νιώθαμε ότι ήμασταν κάτι άθικτο και ότι πολιτικά είχαμε κερδίσει την παρτίδα» λέει ο Νίκος Σιδέρης. Πολλοί λίγοι όμως γνώριζαν ότι μονάδες της χούντας είχαν τεθεί σε κίνηση και ότι ο μηχανισμός του ιωαννιδικού πραξικοπήματος σχεδίαζε την τελική φάση της ανατροπής των Παπαδόπουλου – Μαρκεζίνη. Οι πληροφορίες ότι θα κατέβει ο στρατός και θα γίνει αιματοκύλισμα αντιμετωπίζονταν είτε σαν προπαγάνδα εκείνων που δεν ήθελαν την κατάληψη είτε αδιάφορα μέσα στο κλίμα μιας γενικής ευφορίας που είχε δημιουργήσει η εξέγερση.
Οταν το απόγευμα της Παρασκευής οι ακροβολιστές της Αστυνομίας άρχισαν να πυροβολούν κάποιους από εκείνους που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το Πολυτεχνείο, «οι έγκλειστοι αντέδρασαν με απόλυτη γαλήνη». Ο Νίκος Σιδέρης θυμάται ότι εκείνη την ώρα στο αίθριο της Αρχιτεκτονικής κάποιος έπαιζε πιάνο. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο πανικού και αταξίας.
«Φοιτητές έβγαιναν από την πόρτα και σήκωναν εκείνους που κείτονταν χτυπημένοι και τρεχάλα τούς έφερναν μέχρι το ιατρείο. Τον διάδρομο ως το ιατρείο τον κρατούσαν μικροί μαθητές 13-14 ετών στοιχημένοι σε δυο γραμμές και τραγουδούσαν. Συνέχεια, επί ώρα, ασταμάτητα» θυμάται η Νάντια Βαλαβάνη σαν εικόνα που «δεν θα τη θαμπώσει ποτέ ο χρόνος».
Την ίδια εκείνη ώρα ο Διονύσης Μαυρογένης και ο Νίκος Σιδέρης σκαρφαλώνουν στα κάγκελα της Πατησίων για να δουν πώς είναι η εξέγερση. «Ενιωσα ότι έχουμε νικήσει. Οι νεκροί υπήρχαν ήδη και υπογράμμιζαν το ιερό της εξέγερσης» λέει ο Ν. Σιδέρης. «Η Φιλελευθεροποίηση είχε ξεμπροστιαστεί. Ο Μαρκεζίνης είχε σκοτώσει ανθρώπους. Η πράξη είχε υπερβεί την πολιτική της διάσταση. Απέμενε το τελειωτικό και διεκπεραιωτικό της λήξης».
Το Πολυτεχνείο τίθεται σε κλοιό από τον στρατό. «Καθαρίζει» ο περίγυρος από τους διαδηλωτές που υποστήριζαν τους εγκλείστους. Παρά το γεγονός ότι η χούντα είχε επιλέξει προσεκτικά τις μονάδες που έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση, οι στρατιώτες αντιμετωπίζουν με σεβασμό τους εγκλείστους. Η Πέπη Ρηγοπούλου, η κοπέλα που στις φωτογραφίες με την εισβολή του τανκ είναι σκαρφαλωμένη στην πόρτα του Πολυτεχνείου, μοιάζει να περιμένει το άρμα να περάσει πάνω από το σώμα της. Αρχίζει η διαδικασία της εκκένωσης. «Ρίξαμε τα κάγκελα για να βγούμε από τον περίβολο. Καταφύγαμε σε μια πολυκατοικία της Στουρνάρα αλλά όταν εισέβαλαν οι αστυνομικοί από ταράτσα σε ταράτσα πέσαμε από τον φωταγωγό και μπήκαμε σε κάποια γραφεία. Ηταν του περιοδικού με αντιδικτατορικό χαρακτήρα «Προσανατολισμοί» που έβγαζε ο Γιάννης Τζαννετάκος. Και εκεί δεν ήμασταν ασφαλείς. Φύγαμε αργότερα» θυμάται ο Παναγιώτης Λαφαζάνης.
Πολλοί φοιτητές καταφεύγουν σε γειτονικές πολυκατοικίες των Εξαρχείων και άλλοι καταφέρνουν να κοιμηθούν ύστερα από τρεις ξάγρυπνες μέρες σε σπίτια ανθρώπων που τους άνοιξαν την πόρτα. Οι μαυροσκούφηδες μαζεύουν και σπρώχνουν στην έξοδο τους τελευταίους 150 φοιτητές που ήταν σωριασμένοι και κοιμούνταν μέσα σε αίθουσα της Αρχιτεκτονικής. Στα Εξάρχεια φοιτητές σπάνε τον κλοιό της Αστυνομίας και αναζητούν καταφύγιο σε γειτονιές του κέντρου της Αθήνας.
Για πολλούς εγκλείστους το τέλος της κατάληψης οδήγησε στα συνήθη ανακριτικά γραφεία της χούντας – Μεσογείων, ΕΣΑ. Ηταν αξύριστοι, άπλυτοι και έδιναν την εικόνα αγρίων:
– Και τώρα τι να σε κάνουμε, Σιδέρη;, λέει ο ΕΣΑτζής.
– Ο,τι λέει ο νόμος, απαντά ο τότε φοιτητής της Ιατρικής.
Ο περίγυρός του δεν αντιλαμβάνεται την απάντηση. Την εκλαμβάνει σαν σύνθημα για να ορμήξουν πάνω του δέρνοντάς τον αλύπητα. Ενας χοντρός αστυνομικός χοροπηδάει πάνω στα πόδια του ανακρινόμενου που με δυσκολία κρατάει τα γέλια του – «δεν μ’ ένοιαζε ο πόνος» λέει σήμερα ο Ν. Σιδέρης.
Αλλα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, όπως ο Διονύσης Μαυρογένης, θα αναζητήσουν καταφύγιο στον Ψηλορείτη, όπου τον Φλεβάρη του 1974 θα ακούσει τον ραδιοφωνικό σταθμό «Η Φωνή της Αλήθειας» να τον αποκαλεί «χαφιέ».
Πλήθος φοιτητές από την Αντι-ΕΦΕΕ, τον «Ρήγα», την ΑΑΣΠΕ και άλλες οργανώσεις της Αριστεράς περνούν στην παρανομία, οι συλλήψεις είναι πολλές. Οι μαζικότερες οργανώσεις πληρώνουν μεγάλο τίμημα. Η σκληρή καταστολή αναγκάζει τις περισσότερες από αυτές να αναδιπλωθούν και άλλες να μπουν σε φάση «επανίδρυσης», ένας κύκλος που κλείνει με τη μεταπολίτευση.
Στις «Νέες Εποχές»: Το Πολυτεχνείο, η τζάμπα αντίσταση και η νέα Αριστερά