Διαβάζοντας για στυγνά εγκλήματα αναρωτιόμαστε: «Μα γιατί το έκανε;». Σε ορισμένους ενήλικους εγκληματίες λόγοι και κίνητρα των πράξεών τους δεν υπάρχουν ή είναι ασήμαντα σε σχέση με τις συνέπειες. Αυτό που βλέπουμε είναι παρορμητικές, συχνά άσκοπες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες, χωρίς οργάνωση και ενδιαφέρον για τις προσωπικές επιπτώσεις. Το ιδιαίτερο αυτό σύνολο συμπεριφορών είναι αναγνωρίσιμο ως μια ψυχιατρική ασθένεια που ονομάζεται διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας. Υπολογίζεται ότι περίπου το 40% των τροφίμων φυλακών έχει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η προσωπικότητα του εγκληματία με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας έχει αναλυθεί από τον δόκτορα Cleckley σε μια εντυπωσιακή εργασία.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η ικανότητα του ατόμου με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας να προκαλεί καλή πρώτη εντύπωση. Συνήθως αυτό το άτομο είναι σε εγρήγορση, έξυπνο, φιλικό, χαρακτηρίζεται από σπιρτάδα και πιάνει εύκολα κουβέντα. Δεν παρουσιάζει τίποτε το παράξενο εκ πρώτης όψεως (και γι’ αυτό συχνά οι γείτονες στη μαρτυρία τους για τον χαρακτήρα ενός εγκληματία λένε: «Μα ήταν καλό παιδί, δεν του φαινόταν») και έχει τα πάντα υπό έλεγχο, ώστε μοιάζει να έχει ανοσία στο άγχος και στις στενοχώριες της καθημερινότητας. Η γοητεία και η ειλικρίνειά του σε αφοπλίζουν.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η παρορμητικότητα και η ασέβεια για τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Το άτομο με αντικοινωνική προσωπικότητα έχει ένα αξιομνημόνευτο ιστορικό παρορμητικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς εγκληματικής, ανήθικης ή απλώς ενοχλητικής , όπως κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, ανόητες φάρσες, καβγάδες, κλοπές και, γενικά, συμπεριφορές για να ανεβάσουν την αδρεναλίνη. Το άτομο αυτό συχνά φέρεται άσχημα απέναντι σε άτομα φιλικά προσκείμενα. Ετσι κλέβει τα λεφτά ενός παπά που τον βοήθησε ή αποπλανεί τον άνδρα της καλύτερής της φίλης. Συχνά αυτές οι συμπεριφορές έχουν υψηλό ρίσκο σύλληψης και μικρό κέρδος. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Αμερικανού Γκάρι Γκίλμορ, ενός εγκληματία με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας, του οποίου ο χαρακτήρας αναλύθηκε από τον συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ. Ο Γκίλμορ λήστευε τα θύματά του, τα ανάγκαζε να ξαπλώσουν στο πάτωμα και στη συνέχεια τα πυροβολούσε. Οταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, απάντησε: «Συνήθεια, φίλε μου, το στυλ της ζωής μου». Και συνέχισε: «Δεν ξέρω, είμαι παρορμητικός, δεν σκέφτομαι».
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ανικανότητα αυτού του ατόμου να αγαπήσει. Είναι μοναχικός τύπος, χωρίς αληθινούς συναισθηματικούς δεσμούς. Αν και μπορεί να υποκριθεί ότι αγαπάει και καταλαβαίνει τα συναισθήματα των άλλων, στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα αληθινό αίσθημα. Δεν σταματά να φέρνει ψυχικό και σωματικό πόνο, ντροπή και οικονομική στέρηση σε αυτούς που υποτίθεται ότι αγαπά γονείς, σύζυγο, παιδιά. Παρ’ όλα αυτά μπορεί κατά καιρούς να δείξει στους γύρω του ευχάριστη συμπεριφορά, όπως να βοηθήσει μια ηλικιωμένη γειτόνισσα. Ενα παράδειγμα, πάλι από τον Γκίλμορ, είναι τα ερωτικά γράμματά του από τη φυλακή στην έφηβη κοπέλα του, τα οποία όμως, όπως αποκαλύφθηκε, τα είχε γράψει πληρώνοντας αδρά κάποιον. Ενα άλλο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη μεταμέλειας και ντροπής. Οι περισσότεροι από εμάς θα νιώθαμε άσχημα αν φερόμασταν με κάποιον από τους τρόπους που έχουμε περιγράψει. Τα άτομα με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας όμως δεν νιώθουν ενοχές, τύψεις ή ντροπή, αποποιούνται τις ευθύνες τους και όλα αυτά σε υπερβολικό βαθμό. Ακολουθεί ένα αληθινό παράδειγμα συνέντευξης με 14χρονο που δολοφόνησε μια γυναίκα βάζοντάς της φωτιά, από τα αρχεία ενός ψυχολόγου:
Κοιμήθηκες καλά το βράδυ εκείνο;
«Ναι».
Το πρωί τι έγινε; Πώς ένιωθες; Ησουν στενοχωρημένος, ταραγμένος αφότου περιέλουσες τη γυναίκα με βενζίνη και την έκανες κάρβουνο;
«Οχι, δεν την έκανα κάρβουνο».
Δεν την έκανες κάρβουνο;
«Οχι, έζησε μία εβδομάδα προτού πεθάνει. Το πρωί εκείνο ήταν όπως κάθε άλλο πρωί, τίποτε ιδιαίτερο…».
Εκλαψες μετά καθόλου;
«Οχι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα κανένα συναίσθημα αφότου το έκανα».
Απολύτως κανένα;
«Οχι, το ξέχασα, ώσπου με έπιασαν».
Τέλος, το άτομο με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από αδυναμία να διδαχθεί από τις εμπειρίες του. Ετσι, αν και το άτομο αυτό μπορεί να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για το πώς πρέπει να φέρονται οι άλλοι, οι πράξεις του είναι εντελώς αντίθετες. Η τιμωρία δεν έχει νόημα, γιατί αυτό το άτομο δεν μαθαίνει ούτε να καταστέλλει την αντικοινωνική ή εγκληματική του δράση ούτε να βελτιώνει τις μεθόδους του ώστε να μην ξανασυλληφθεί. Οι έγκλειστοι με διαταραχή αντικοινωνικής προσωπικότητας είχαν τη μεγαλύτερη δυσκολία να μάθουν να αποφεύγουν την τιμωρία και κρατούσαν μια στάση του στυλ «δεν μπορείς να με βλάψεις», χωρίς αίσθηση του ίδιου του πόνου.
Η κυρία Λίζα Βάρβογλη είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας μετεκπαιδευμένη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και ανήκει στην ερευνητική ομάδα του Children’s Hospital της Βοστώνης.