Στις αρχές του 1917 ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος στέναζε κάτω από την πρωτοφανή βαρβαρότητα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις από τη μία (η Αυστροουγγαρία, η Γερμανία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι σύμμαχοί τους, όπως η Βουλγαρία) και οι δυνάμεις της Αντάντ – ή των Συμμάχων – από την άλλη (η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία και οι σύμμαχοί τους, όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ) είχαν κατορθώσει να γεννήσουν τόση φρίκη όση ποτέ δεν είχε δει η ανθρωπότητα ως τότε στους μακρούς αιώνες συγκρούσεων και πολέμων.
Στις 16 Ιανουαρίου εκείνου του χρόνου ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αρτουρ Τσίμερμαν είχε μια έμπνευση. H έμπνευση αυτή επρόκειτο να αλλάξει δραστικά τη ροή των γεγονότων, τη μοίρα των Κεντρικών Δυνάμεων και κατ’ επέκταση το ίδιο το πρόσωπο του 20ού αιώνα.
Ο υπουργός Εξωτερικών είχε σκεφθεί ότι ήταν καλή ιδέα να στείλει ένα τηλεγράφημα στον πρόεδρο του Μεξικού Βενουστιάνο Καράντσα, προτείνοντας την περαιτέρω σύσφιγξη των ήδη θερμών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών (το Μεξικό ήδη παρείχε στη Γερμανία χρήση των ναυτικών του βάσεων για τα υποβρύχιά της). H πρόταση του Τσίμερμαν λοιπόν ήταν η εξής: αν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κήρυσσαν πόλεμο στη Γερμανία, το Μεξικό θα συμμαχούσε μαζί της με τον στόχο να ανακτήσει τις πολιτείες του Τέξας, του Νέου Μεξικού και της Αριζόνας.
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Γερμανία ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά τεταμένες. Μετά τη διακήρυξη του καγκελαρίου της Γερμανίας Τέομπαλντ φον Μπέτμαν ότι, παρά τις προσπάθειες μεσολάβησης μεταξύ των εχθρικών πλευρών που κατέβαλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον, η Γερμανία θα εξαπέλυε μαζική επίθεση με τα υποβρύχιά της, οι ΗΠΑ διέκοψαν στις 3 Φεβρουαρίου τις διπλωματικές σχέσεις τους με το κράτος του Κάιζερ Γουλιέλμου B´. Εν τούτοις, οι Γερμανοί ήταν πολύ προσεκτικοί και απέφευγαν τις συμπλοκές με αμερικανικά εμπορικά πλοία, γεγονός που συνέβαλε στην απροθυμία της αμερικανικής κοινής γνώμης να στηρίξει τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο. Και είναι πιθανόν η εμπλοκή των ΗΠΑ να είχε καθυστερήσει αρκετά ακόμη, αν δεν είχε υπάρξει η – άθελά του – σωτήρια έμπνευση του υπουργού Εξωτερικών Τσίμερμαν.
Για κακή τύχη του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, το τηλεγράφημά του προς το Μεξικό έπεσε στα χέρια της βρετανικής Ναυτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία το αποκωδικοποίησε και το διεβίβασε στον πρόεδρο Γουίλσον στις 24 Φεβρουαρίου. Ο αμερικανικός εθνικός Τύπος δημοσίευσε το «Τηλεγράφημα Τσίμερμαν» την 1η Μαρτίου και μεμιάς ξεσήκωσε την κοινή γνώμη, η οποία πλέον απαιτούσε πόλεμο με τη Γερμανία. H απόφαση για την κήρυξη πολέμου επικυρώθηκε από τη Γερουσία στις 3 και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 6 Απριλίου 1917.
Οι ΗΠΑ και η Αντάντ
H είσοδος των ΗΠΑ στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο – όπως και αργότερα στον B’ – άλλαξε τρομακτικά την ισορροπία των δυνάμεων. Ως τις αρχές Απριλίου 1917 οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν σχεδόν φθάσει στο όριο της οικονομικής τους δυνατότητας. Δάνεια ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ έδωσαν τη δυνατότητα στις δυνάμεις της Αντάντ να εξακολουθήσουν να πολεμούν.
Πέραν της οικονομικής τους συνδρομής, οι ΗΠΑ πρόσφεραν πολυπόθητη ενίσχυση προς το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, απέναντι στην ισχυρή ναυτική δύναμη της Γερμανίας. Το εξοπλιστικό πρόγραμμα των ΗΠΑ ήρθε να καλύψει όχι μόνο τις δικές τους ανάγκες αλλά και αυτές της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας. Οι ΗΠΑ ναυπήγησαν πολεμικά πλοία με ταχύτατους ρυθμούς. Ηδη ως τον Ιούλιο του 1917 υπήρχαν 35 αμερικανικά πλοία στις ιρλανδικές ακτές. Ως το τέλος του πολέμου, τα πλοία των ΗΠΑ στην Ευρώπη έφθαναν τα 380.
Από την άποψη του έμψυχου υλικού, οι ΗΠΑ ήταν πιο αργές. Ως τον Μάρτιο του 1918 – τις πρώτες ημέρες της τελευταίας μεγάλης γερμανικής επίθεσης – είχαν στείλει μόνο 85.000 στρατιώτες στη Γαλλία. Ως τον επόμενο Σεπτέμβριο όμως οι στρατιώτες των ΗΠΑ, υπό τις διαταγές του στρατηγού Τζον Τζ. Πέρσινγκ, είχαν φθάσει το 1,2 εκατ.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ στάθηκε σημαντικό για πολλές άλλες χώρες, όχι τόσο επειδή εμπνεύστηκαν από την ηθική του διάσταση αλλά επειδή πλέον αντιλαμβάνονταν ποια επρόκειτο να είναι η έκβαση της σύγκρουσης. Ως τον Ιούλιο του 1918, η Κούβα, ο Παναμάς, η Αϊτή, η Βραζιλία, η Γουατεμάλα, η Νικαράγουα, η Κόστα Ρίκα και οι Ονδούρες, όλες κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία.
Το Δυτικό Μέτωπο
H Γερμανία ενίσχυε ολοένα τη δύναμή της στο Δυτικό Μέτωπο με στρατεύματα τα οποία δεν ήταν πλέον αναγκαία στο Ανατολικό (η Ρωσία είχε αποσυρθεί από τον πόλεμο με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, στις 3 Μαρτίου 1917, την οποία είχε επιδιώξει ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν). Ο γερμανός στρατηγός Λούντεντορφ είχε το σχέδιο να εξαπολύσει μαζική επίθεση εγκαίρως, όσο ακόμη διέθετε υπεροχή δυνάμεων, δηλαδή προτού οι μεγάλες ενισχύσεις προς τη Γαλλία και τη Βρετανία προλάβαιναν να φθάσουν από τις ΗΠΑ.
Το γερμανικό σχέδιο προέβλεπε τα εξής: Δύο σώματα στρατού, το 2ο και το 17ο, θα επετίθεντο στη γραμμή του μετώπου ανάμεσα στο Αράς και στο Σεν Κεντέν, βόρεια του ποταμού Σομ, ενώ το 18ο Σώμα Στρατού θα προστάτευε το αριστερό πλευρό των δύο άλλων σε περίπτωση αντεπίθεσης από τον Νότο. H επίθεση αυτή, με τον κωδικό «Michael», θα συνοδευόταν από τρεις ακόμη επιθέσεις: τη «St. George Ι» εναντίον των Βρετανών στον ποταμό Λις, τη «St. George ΙΙ» εναντίον των Βρετανών και πάλι ανάμεσα στο Αρμαντιέρ και στο Υπρ, και την «Bluecher» εναντίον των Γάλλων στην Καμπανία.
H επίθεση «Michael» εξαπολύθηκε στις 21 Μαρτίου 1918 και αιφνιδίασε ολοκληρωτικά τους Βρετανούς. Το βρετανικό μέτωπο στο Αράς άντεξε αλλά στα νότια το γερμανικό 18ο Σώμα Στρατού πέρασε κατά πολύ τις εχθρικές γραμμές. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν αναμφίβολα θετικό για τη Γερμανία, ολωσδιόλου διαφορετικό όμως από αυτό που περίμενε ο στρατηγός Λούντεντορφ. Ετσι, αντί να το εκμεταλλευθεί, ο στρατηγός επέμεινε πεισματικά στο αρχικό σχέδιο, το οποίο όμως είχε ήδη συναντήσει δυσκολίες. H γερμανική προέλαση σταμάτησε ανατολικά της Αμιένης.
Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την επίθεση «St. George Ι». H επίθεση ήταν επιτυχής πέρα από τις προσδοκίες τους και έτσι την επόμενη ημέρα εξαπέλυσαν και τη «St. George ΙΙ». Και αυτή ήταν επίσης επιτυχής. Τέλος, στις 27 Μαΐου, ο Λούντεντορφ διέταξε να ξεκινήσει και η επίθεση «Bluecher». Για μία ακόμη φορά τα οφέλη για τη γερμανική πλευρά ήταν μεγαλύτερα των προσδοκιών της. Από την άποψη του εδάφους που είχαν ανακτήσει, οι Γερμανοί είχαν να βρεθούν σε τόσο καλή θέση από το 1914.
Σε σύγχυση και ο ίδιος λόγω της απρόσμενης επιτυχίας των επιθέσεών του, ο στρατηγός Λούντεντορφ αποφάσισε να παύσει την προέλαση για ένα μήνα, ώστε να ανασυντάξει τα στρατεύματά του. Είχε επιτύχει να διεισδύσει στις εχθρικές γραμμές κατά πολύ και σε τρία σημεία. Σε κανένα από αυτά τα σημεία όμως δεν κατόρθωσε να κόψει έστω μία βασική γραμμή ανεφοδιασμού, ενώ τα στρατεύματά του παρέμεναν εκτεθειμένα στο πλευροκόπημα των Γάλλων και των Βρετανών. Και βέβαια είχε χάσει 800.000 στρατιώτες κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών, ενώ από την άλλη η Αντάντ ενισχυόταν πλέον με τον ρυθμό των 300.000 αμερικανών στρατιωτών κάθε μήνα.
Το βρετανικό 4ο Σώμα Στρατού μαζί με αυστραλιανές και καναδικές δυνάμεις αιφνιδίασε τα γερμανικά στρατεύματα με την επίθεση που εξαπέλυσε στις 8 Αυγούστου. Ο στρατηγός Λούντεντορφ αποτίμησε τη μάχη ως εξής: «H 8η Αυγούστου ήταν η μαύρη ημέρα του γερμανικού στρατού στην ιστορία του πολέμου. Εθεσε την παρακμή της μαχητικής δύναμής μας πέραν πάσης αμφιβολίας. Ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει…».
Το Βαλκανικό και το Τουρκικό Μέτωπο
Στις 15 Σεπτεμβρίου σερβικά και γαλλικά στρατεύματα επιτέθηκαν στα βουλγαρικά. Σε μία ημέρα διείσδυσαν στις βουλγαρικές γραμμές κατά 8 χιλιόμετρα. Την επομένη οι Σέρβοι προήλασαν για άλλα τριάντα, ενώ γαλλικά και ελληνικά στρατεύματα ενίσχυαν τα πλευρά τους. Ως τις 21 Σεπτεμβρίου όλο το βουλγαρικό μέτωπο δυτικά του ποταμού Βαρδάρη (Αξιού) είχε καταρρεύσει.
H Βουλγαρία αμέσως δήλωσε ότι επιθυμούσε ανακωχή. Οταν στις 29 Σεπτεμβρίου το γαλλικό ιππικό κατέλαβε τα Σκόπια, οι Βούλγαροι υπέγραψαν την Ανακωχή της Θεσσαλονίκης και δέχθηκαν όλους τους όρους που τους επιβλήθηκαν.
Στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο βρετανός στρατηγός Αλενμπι χτύπησε τα τουρκικά στρατεύματα στις 19 Σεπτεμβρίου. Στη μάχη του Μεγκίντο, αφότου το βρετανικό πεζικό είχε ανοίξει δρόμο αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους, ακολούθησε το ιππικό και η προέλασή του έφθασε τα 45 χιλιόμετρα.
Ως τον Οκτώβριο, στη Μεσοποταμία, οι Βρετανοί είχαν καταλάβει πολλά στρατηγικά σημεία, προήλαυναν κατά μήκος του ποταμού Τίγρη και ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Μοσούλη. H οθωμανική κυβέρνηση όμως είχε αντιληφθεί ότι με τη νίκη της Αντάντ στο βαλκανικό μέτωπο και την ήττα της Βουλγαρίας, οι ανατολικές περιοχές ήταν ανυπεράσπιστες. Τίποτε δεν θα εμπόδιζε τις δυνάμεις της Αντάντ να προελάσουν ως την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπήρχε άλλη λύση από την παράδοση.
Στις 30 Οκτωβρίου η οθωμανική κυβέρνηση υπέγραψε την Ανακωχή του Μούδρου, σε ένα βρετανικό πλοίο έξω από τη Λήμνο. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, η οθωμανική κυβέρνηση θα παρείχε στους Συμμάχους ελεύθερη πρόσβαση στα Στενά, θα διέτασσε όλες τις δυνάμεις της να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους, θα επέτρεπε στους Συμμάχους να καταλάβουν οποιοδήποτε στρατηγικό σημείο έκριναν απαραίτητο, καθώς και να χρησιμοποιήσουν όλα τα λιμάνια και τις σιδηροδρομικές γραμμές και, τέλος, θα διέτασσε όλες τις εναπομείνασες φρουρές της στη Συρία και στη Μεσοποταμία να παραδοθούν. Είχε πια φθάσει το τέλος της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα Εθνικά Κινήματα
Τα εθνικά κινήματα των Τσέχων – Σλοβάκων, των Νότιων Σλάβων (Γιουγκοσλάβων) και των Πολωνών ενισχύονταν, όπως είναι λογικό, παράλληλα με την επικράτηση της Αντάντ στο πεδίο της μάχης.
Οι Τσέχοι δυσφορούσαν για χρόνια υπό το αυστριακό καθεστώς. Ο πιο προβεβλημένος και μαχητικός διανοούμενος υπέρ της τσεχικής ανεξαρτησίας – αν και ο ίδιος ήταν Σλοβάκος -, ο Τόμας Μάζαρικ, είχε οραματιστεί τη σύσταση του τσεχοσλοβακικού και του γιουγκοσλαβικού κράτους από εδάφη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας ήδη από το 1914. Το 1916 ο Μάζαρικ, που ζούσε εξόριστος στο Λονδίνο, μαζί με τον Εντβαρντ Μπένες (τον μετέπειτα πρόεδρο που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη χιτλερική φρίκη), που ζούσε στο Παρίσι, οργάνωσαν το Τσεχοσλοβακικό Εθνικό Συμβούλιο.
Οι νότιοι Σλάβοι της Αυστροουγγαρίας είχαν ιδρύσει τη Γιουγκοσλαβική Επιτροπή, με αντιπροσώπους στο Λονδίνο και στο Παρίσι, τον Απρίλιο του 1915. Στις 20 Ιουλίου 1917 η επιτροπή αυτή μαζί με την εξόριστη σερβική κυβέρνηση δημοσιοποίησαν τη Διακήρυξη της Κέρκυρας, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία ενός κράτους Νοτίων Σλάβων που θα συμπεριελάμβανε Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους.
Οι ηγέτες του εθνικού κινήματος της Πολωνίας παρέμειναν επί μακρόν αναποφάσιστοι ως προς το ποια πλευρά θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας τους. Το 1914 είχαν πολεμήσει ως σύμμαχοι των Αυστριακών κατά των Ρώσων. Οταν όμως, μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου -Μαρτίου 1917 στη Ρωσία, η ρωσική προσωρινή κυβέρνηση αναγνώρισε το δικαίωμα ανεξαρτησίας της Πολωνίας, η Πολωνική Εθνική Επιτροπή αποφάσισε να βασιστεί στην εύνοια των Συμμάχων. Οι Πολωνοί αρνήθηκαν να εξακολουθήσουν να πολεμούν κατά της Ρωσίας – η οποία σύντομα θα διέβαινε το κατώφλι της Οκτωβριανής Επανάστασης – και αντ’ αυτού συγκρότησαν ένα στράτευμα στη Γαλλία για να πολεμήσουν κατά των Κεντρικών Δυνάμεων.
H ήττα και η ανακωχή
Τα δεκατέσσερα σημεία
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον είχε διατυπώσει τους στόχους της συμμαχίας Αντάντ – ΗΠΑ στις 8 Ιανουαρίου 1918, με τα περίφημα δεκατέσσερα σημεία. Κάποια από αυτά αντανακλούσαν τα αιτήματα των εθνικών κινημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κύριο μέλημα δεν ήταν η διαφύλαξη των συμφερόντων των Συμμάχων.
Τα σημεία ήταν τα εξής: 1. Ανοικτά σύμφωνα ειρήνης και αποκήρυξη της μυστικής διπλωματίας. 2. Ελευθερία στη ναυσιπλοΐα σε καιρό είτε πολέμου είτε ειρήνης. 3. Οσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελευθερία για το εμπόριο. 4. Εγγύηση για τη μείωση των εξοπλισμών. 5. Αντικειμενική διευθέτηση των αποικιών που να ικανοποιεί όχι μόνο τις αποικιοκρατικές δυνάμεις αλλά και τους λαούς των αποικιών. 6. Απόσυρση από όλες τις περιοχές της ρωσικής επικράτειας και σεβασμός στο δικαίωμα της Ρωσίας στην αυτοδιάθεση. 7. Πλήρης αποκατάσταση του Βελγίου. 8. Ολοκληρωτική απόσυρση της Γερμανίας από τη Γαλλία και ικανοποίηση των γαλλικών αιτημάτων για την Αλσατία και τη Λωρραίνη. 9. Αναδιάταξη των συνόρων της Ιταλίας σε εθνική βάση. 10. Ανοικτή προοπτική αυτονομίας για τους λαούς της Αυστροουγγαρίας. 11. Αποκατάσταση της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, με ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα για τη Σερβία και διεθνείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των βαλκανικών κρατών. 12. Προοπτική αυτονομίας για τους μη τουρκικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανεμπόδιστη διέλευση από τα Στενά αλλά βέβαιη κυριαρχία των Τούρκων στις δικές τους περιοχές. 13. Ανεξαρτησία για την Πολωνία και πρόσβαση στη θάλασσα με διεθνείς εγγυήσεις. 14. Δημιουργία ενός «γενικού συνδέσμου εθνών», ο οποίος να «εγγυάται την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα όλων των κρατών, μεγάλων και μικρών».
H κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας
Τον Μάιο του 1917 η τσεχική ιντελιγκέντσια είχε στείλει μανιφέστο στην Αυστριακή Βουλή. Ζητούσε μια «δημοκρατική Ευρώπη αυτόνομων κρατών». Οι λαοί που ζούσαν υπό την εξουσία των Αψβούργων όμως ενθαρρύνθηκαν περαιτέρω από την επανάσταση των Μπολσεβίκων και από τα δεκατέσσερα σημεία του προέδρου Γουίλσον. Οι καιροί ήταν πρόσφοροι τόσο για σοσιαλιστικές τάσεις όσο και για εθνικιστικές και στα αιτήματα των λαών της Αυστροουγγαρίας τα δύο αυτά στοιχεία ευλόγως συνυπήρχαν.
Τον Σεπτέμβριο του 1918 η αυστροουγγρική κυβέρνηση πρότεινε μια διάσκεψη στην οποία όλες οι αντίπαλες δυνάμεις θα διαπραγματεύονταν τη δυνατότητα γενικής ειρήνης. Οι ΗΠΑ απέρριψαν την πρόταση με την αιτιολογία ότι η θέση τους διατυπωνόταν ξεκάθαρα στα δεκατέσσερα σημεία. Οταν όμως, μετά την παράδοση της Βουλγαρίας, η Αυστροουγγαρία ζήτησε ανακωχή επί τη βάσει των δεκατεσσάρων σημείων, οι ΗΠΑ απάντησαν ότι τότε πλέον είχαν δεσμευθεί προς τους Τσεχοσλοβάκους και τους Γιουγκοσλάβους, οι οποίοι δεν θα ικανοποιούνταν με απλή «αυτονομία»: οι Τσεχοσλοβάκοι στην Πράγα και οι Γιουγκοσλάβοι στο Ζάγκρεμπ είχαν ήδη συστήσει τα όργανα για τη διακυβέρνησή τους.
Στις 24 Οκτωβρίου (καθώς η Ιταλία εξαπέλυε την τελευταία επίθεσή της εναντίον των στρατευμάτων της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων) το νεοσυσταθέν Ουγγρικό Εθνικό Συμβούλιο διακήρυξε ειρήνη και διαχωρισμό από την Αυστρία. Στις 28 Οκτωβρίου το αυστριακό επιτελείο διέταξε γενική υποχώρηση. Και στις 30 Οκτωβρίου η Αυστριακή Βουλή διακήρυξε την ανεξαρτησία της γερμανικής Αυστρίας.
H Αυστροουγγαρία υπέγραψε ανακωχή με τους Συμμάχους στη Βίλα Τζιούστι, κοντά στην Πάδοβα της Ιταλίας, στις 3 Νοεμβρίου 1918. Ο τελευταίος αψβούργος αυτοκράτορας Κάρολος αποκήρυξε το κυριαρχικό του δικαίωμα επί της Αυστρίας στις 11 και επί της Ουγγαρίας στις 13 Νοεμβρίου.
H ήττα της Γερμανίας
Ο Γκέοργκ φον Χέρτλινγκ, που ήταν καγκελάριος της Γερμανίας εκείνον τον μήνα (οι καγκελάριοι παραιτούνταν ή παύονταν αδιάκοπα), παραιτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή. Οι στρατηγοί Λούντεντορφ και Χίντεμπουργκ ζήτησαν την άδεια του Κάιζερ να προχωρήσουν σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ο Κάιζερ την έδωσε.
Στις 3 Οκτωβρίου διορίστηκε νέος καγκελάριος ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης. Τη νύχτα εκείνη, ένα μήνυμα που ζητούσε ανακωχή και διαπραγματεύσεις έφθασε στον πρόεδρο Γουίλσον. Ο Γουίλσον απάντησε ότι δεχόταν το αίτημα με δύο προϋποθέσεις: ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα αποσύρονταν άμεσα από τα συμμαχικά εδάφη και ότι οι διαπραγματεύσεις θα διεξάγονταν αποκλειστικά επί τη βάσει των δεκατεσσάρων σημείων. Υστερα από διάφορες ρυθμίσεις που επιτεύχθηκαν με την ανταλλαγή αλλεπάλληλων μηνυμάτων, οι ΗΠΑ και η Γερμανία συμφώνησαν. Ο Γουίλσον προσπάθησε τώρα να πείσει τους υπόλοιπους Συμμάχους.
Οι Σύμμαχοι συμφώνησαν και αυτοί αλλά με δύο όρους: ο πρώτος ήταν ότι δεν συμφωνούσαν με το δεύτερο από τα δεκατέσσερα σημεία. Δεν επρόκειτο να αναγνωρίσουν ελευθερία ναυσιπλοΐας στους ηττημένους. Ο δεύτερος ήταν ότι ήθελαν αποζημίωση «για τη ζημία που υπέστη ο άμαχος πληθυσμός και η περιουσία τους από την επιθετικότητα της Γερμανίας».
Εν τω μεταξύ, ταραχές είχαν ξεσπάσει σε όλη τη Γερμανία. Τα πληρώματα των πλοίων εξεγείρονταν, συμβούλια εργατών και στρατιωτών συνεδρίαζαν αδιάκοπα και ο Μαξιμιλιανός έχανε την υποστήριξη της Βουλής. Στις 9 Νοεμβρίου, με δική του πρωτοβουλία, ο Μαξιμιλιανός ανακοίνωσε ότι ο Κάιζερ παραιτούνταν από το κυριαρχικό του δικαίωμα. Ο Γουλιέλμος B’ κατέφυγε στην Ολλανδία, όπου στις 28 Νοεμβρίου τελικά επικύρωσε ότι πράγματι δεν ήταν πλέον Κάιζερ. Ετσι, κοντά στην Οθωμανική και στην Αυστροουγγρική, εξέπνευσε και η Γερμανική Αυτοκρατορία.
H Γερμανία υπέγραψε τους όρους της ανακωχής στο προσωπικό βαγόνι τρένου του γάλλου στρατηγού Φερντινάν Φος. Την υπέγραψε ο Ματίας Ερτσμπεργκερ, πολιτικός και όχι στρατιωτικός. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην αντίληψη πολλών Γερμανών ότι η αυτοκρατορία είχε εξαπατηθεί και αναγκαστεί να συμφωνήσει με απαράδεκτους όρους.
H επίθεση που είχαν προγραμματίσει οι Σύμμαχοι για τις 14 Νοεμβρίου δεν έγινε ποτέ. Στις πέντε το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1918 υπογράφηκε η ανακωχή με τη Γερμανία. Στις 11.00 το πρωί της ίδιας ημέρας ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε. Αφησε πίσω του 8,5 εκατομμύρια μάχιμους και 13 εκατομμύρια άμαχους νεκρούς.
Οι συνθήκες που μοίρασαν τον κόσμο
H Συνδιάσκεψη των Παρισίων
Οι αρχηγοί των νικητών και οι αντιπροσωπείες των ηττημένων συναντήθηκαν σε διάφορα σημεία γύρω από το Παρίσι. Μολονότι οι ηττημένοι είχαν υπογράψει ανακωχή – με τελευταία τη Γερμανία -, η συνδιάσκεψη δεν άρχισε τις εργασίες της ως τις 18 Ιανουαρίου 1919. Υπαίτιος για την καθυστέρηση ήταν κυρίως ο πρωθυπουργός της M. Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος επέλεξε να περιμένει πρώτα τις εθνικές εκλογές ώστε να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με ανανεωμένη λαϊκή εντολή.
Οι αρχηγοί των κυβερνήσεων των νικητών και οι υπουργοί Εξωτερικών (Ζορζ Κλεμανσό και Στεφάν Πισόν για τη Γαλλία, Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ και Αρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ για τη M. Βρετανία, Γούντροου Γουίλσον και Ρόμπερτ Λάνσινγκ για τις ΗΠΑ, Βιτόριο Εμανουέλε Ορλάντο και Σίντνεϊ Σονίνο για την Ιταλία), μαζί με τους εκπροσώπους της Ιαπωνίας (με επικεφαλής τον πρίγκιπα Σαϊόντζι Κιμότσι), αποφάσισαν στις 12 Ιανουαρίου 1919 ότι θα σύστηναν ένα ανώτατο συμβούλιο, ή Συμβούλιο των Δέκα, το οποίο θα χειριζόταν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της συνδιάσκεψης. Ωστόσο τον Μάρτιο το συμβούλιο αυτό έγινε Συμβούλιο των Τεσσάρων, δίχως τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών και δίχως τη συμμετοχή της Ιαπωνίας, η οποία επέλεξε να απόσχει από υποθέσεις που δεν αφορούσαν άμεσα το συμφέρον της.
Ειδικές επιτροπές συγκροτήθηκαν για να χειριστούν επί μέρους ζητήματα: την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, τον καθορισμό της ευθύνης για τον πόλεμο, τις εγγυήσεις για τη μελλοντική ειρήνη, τις πολεμικές αποζημιώσεις κ.ά.
Το καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης, είχε ασφαλώς ως αφετηρία το δέκατο τέταρτο από τα «σημεία» του προέδρου Γουίλσον. Προέβλεπε τη σύσταση μιας συνέλευσης με αντιπροσώπους όλων των μελών, ενός συμβουλίου μονίμων αντιπροσώπων των Συμμάχων, καθώς και μη μονίμων αντιπροσώπων των άλλων μελών εκ περιτροπής, και μια γραμματεία της οποίας θα προήδρευε ένας γενικός γραμματέας. (Πρόκειται για εντυπωσιακά παρόμοια δομή με αυτήν του κατοπινού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Την ισχύ της Κοινωνίας των Εθνών – όπως και του ΟΗΕ σήμερα, θα έλεγαν κάποιοι – την υπονόμευσαν αρχικά κυρίως οι ΗΠΑ, παρ’ ότι ο πρόεδρός τους ήταν ουσιαστικά ο εμπνευστής του όλου εγχειρήματος. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ δεν επικύρωσε ποτέ τη Συνθήκη των Βερσαλλιών – βλ. παρακάτω -, μέρος της οποίας ήταν το καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών.) H συνδιάσκεψη των Παρισίων τερματίστηκε με την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, στις 16 Ιανουαρίου 1920*.
Οι Συνθήκες του Τριανόν, του Σεν Ζερμέν και του Νεϊγί
Οι εκπρόσωποι της Ουγγαρίας, του ενός δηλαδή τμήματος της διαμελισμένης Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, υπέγραψαν τη Συνθήκη στο Ανάκτορο Τριανόν των Βερσαλλιών, στις 4 Ιουνίου 1920. H Ουγγαρία έχασε τα δύο τρίτα του πληθυσμού και της επικράτειάς της. Οι περιοχές μοιράστηκαν ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία, στην Αυστρία (μολονότι ηττημένη), στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, στη Ρουμανία και στην Ιταλία. Οι ένοπλες δυνάμεις της Ουγγαρίας περιορίστηκαν στις 35.000 στρατιώτες. Αποφασίστηκε ότι θα καταβάλλονταν αποζημιώσεις, το ποσό όμως δεν καθορίστηκε.
Οι εκπρόσωποι της Αυστρίας υπέγραψαν τη Συνθήκη στο Σεν Ζερμέν αν Λε, κοντά στο Παρίσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1919. H συνθήκη προέβλεπε επισήμως τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων και αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. H ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία απαγορεύθηκε ρητώς. Οι αυστριακές ένοπλες δυνάμεις περιορίστηκαν στις 30.000 στρατιώτες.
Οι εκπρόσωποι της Βουλγαρίας υπέγραψαν τη Συνθήκη στο Νεϊγί, στις 27 Νοεμβρίου 1919. H Βουλγαρία αναγκάστηκε να χάσει την πρόσβασή της στο Αιγαίο Πέλαγος παραχωρώντας εκτάσεις στην Ελλάδα και να περιορίσει τις ένοπλες δυνάμεις της στις 20.000 στρατιώτες.
H Συνθήκη των Βερσαλλιών
Στη Γερμανία – όπως και στους άλλους ηττημένους του πολέμου – δεν επετράπη η παραμικρή παρέμβαση στο κείμενο της συνθήκης. H Συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφηκε στην Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών, στις 28 Ιουνίου 1919.
Οι όροι ήταν ιδιαίτερα σκληροί. Ισως όμως το δυσκολότερο για τη Γερμανία ήταν να αποδεχθεί το σημείο της συνθήκης που της απέδιδε την ευθύνη για τον πόλεμο. Επιπλέον, η επικράτεια και ο πληθυσμός της Γερμανίας μειώθηκαν κατά 10%. H Γαλλία πήρε την Αλσατία και τη Λωρραίνη. Αλλες εκτάσεις δόθηκαν στο Βέλγιο και στη Δανία. Το ανεξάρτητο πλέον κράτος της Πολωνίας προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Πρωσίας και το Πόζεν (ή Πόζναν στα πολωνικά), δηλαδή έναν «διάδρομο» προς τη θάλασσα που χώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία. Το Δάντσιχ (ή Γκντανσκ) ανακηρύχθηκε ελεύθερη πόλη. H περιοχή του Σάαρ τέθηκε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών ως το 1935. Ολες οι αποικίες της Γερμανίας μοιράστηκαν μεταξύ των Συμμάχων.
H «ευθύνη για τον πόλεμο» υποχρέωνε τη Γερμανία να καταβάλει αποζημιώσεις. (Αργότερα, το 1921, η αρμόδια επιτροπή κατέληξε στο ασύλληπτο ποσό των 33 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο βεβαίως ήταν αδύνατον να καταβληθεί.)
Ο γερμανικός στρατός περιορίστηκε σε 100.000 στρατιώτες. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού καταργήθηκε. H κατασκευή τεθωρακισμένων, υποβρυχίων, αεροσκαφών ή χημικών όπλων απαγορεύθηκε. Το τμήμα της Γερμανίας δυτικά του Ρήνου και ως 50 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά ανακηρύχθηκε αποστρατοποιημένη ζώνη.
Οι Γερμανοί οργίστηκαν με τη σκληρότητα των όρων. Τα επόμενα χρόνια, αρκετοί όροι της συνθήκης άλλαξαν και έγιναν ηπιότεροι, ενώ άλλοι δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. H συνθήκη έγινε στόχος πολλών δημαγωγών, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που ακολούθησε τη βασιλεία του Κάιζερ. Γνωστότερος ανάμεσά τους ο Αδόλφος Χίτλερ που με μια μεγαλειώδη μπλόφα το 1936 εισέβαλε στην αποστρατοποιημένη ζώνη δυτικά του Ρήνου, δίχως να προκαλέσει τη στρατιωτική αντίδραση των Συμμάχων, οδηγώντας έτσι τη Γερμανία προς έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο.
* H Συνθήκη των Σεβρών, μεταξύ των Συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπογράφηκε στις 10 Αυγούστου 1920, μετά τη λήξη της Συνδιάσκεψης των Παρισίων.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ