Η άγνωστη «υπόθεση Χασάν» για καταγγελλόμενη συνεργασία αστυνομικών, δικαστών και εμπόρων ναρκωτικών αποτελεί ένα από τα νέα τμήματα της έρευνας του Αρείου Πάγου για το παραδικαστικό κύκλωμα. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου διερευνά τη δραστηριότητα αλλά και τη δικαστική μεταχείριση – την περίοδο 2003-2004 – δύο αιγύπτιων κατηγορουμένων για εμπόριο ναρκωτικών, οι οποίοι εμφανίζονται ταυτόχρονα να είναι «πληροφοριοδότες» της Αστυνομίας και κυρίως αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. στον Πειραιά. Ακόμη από τη δικαστική έρευνα διαπιστώνεται ότι σε τουλάχιστον επτά περιπτώσεις ιδιωτών που φέρεται να έχουν σχέση με το παραδικαστικό κύκλωμα οι ίδιοι άνθρωποι εμφανίζονται να είναι «πληροφοριοδότες» της ΕΛ.ΑΣ. Επίσης την ίδια στιγμή για τα ίδια πρόσωπα διεξάγονταν έρευνες από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας για ύποπτες σχέσεις με άλλους αστυνομικούς. «Το Βήμα» αποκαλύπτει το περιεχόμενο του φακέλου που ερευνά η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Εναυσμα της έρευνας αποτέλεσε η σύλληψη στις 11 Νοεμβρίου 2002 στο Φάληρο ενός 37χρονου Αιγυπτίου – πρώην στρατιωτικού – με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών. Λίγο μετά τη σύλληψή του ο Αιγύπτιος, που κρατούνταν στις φυλακές Κορυδαλλού, ήλθε σε επικοινωνία με αξιωματικούς της Ασφάλειας Αττικής προκειμένου να τους παράσχει πληροφορίες για άλλες υποθέσεις ναρκωτικών. Ετσι λοιπόν με βάση αυτές τις πληροφορίες στις 28 Ιανουαρίου 2003 συνελήφθη ένας ολλανδός διακινητής ναρκωτικών με 1.100 γραμμ. κοκαΐνης. Ακολούθως ο ίδιος πληροφοριοδότης έδωσε στοιχεία που οδήγησαν στις 4 Μαρτίου 2003 στον εντοπισμό 56 γραμμ. ηρωίνης σε 40χρονο έλληνα κρατούμενο στις φυλακές Κορυδαλλού. Ετσι λοιπόν με έγγραφο προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών της Ασφάλειας Αττικής ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος Αιγύπτιος παρέσχε πληροφορίες για δύο υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Στο συγκεκριμένο έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών υπογραμμιζόταν ότι η κοκαΐνη που είχε βρεθεί στην κατοχή του ολλανδού συλληφθέντος ήταν καθαρότητας μόλις 1%. Ετσι ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να εξετάσουν την περίπτωση να επρόκειτο για «στημένο» περιστατικό, με συνεννόηση «πληροφοριοδότη» και «συλληφθέντος».
Στην πορεία ο Αιγύπτιος ήλθε σε επαφή με έναν συμπατριώτη του που ήταν γνωστός πληροφοριοδότης της ΕΛ.ΑΣ. με το όνομα «Χασάν» και ο οποίος φέρεται να έχει βοηθήσει σε εξάρθρωση πολλών κυκλωμάτων εμπόρων ναρκωτικών από το 1990. Σύμφωνα με καταγγελίες του αιγύπτιου πρώην στρατιωτικού, ο Χασάν την περίοδο 2003-2004 τού ζήτησε ποσό περίπου 20.000 ευρώ προκειμένου να μεσολαβήσει σε αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών, έτσι ώστε αυτοί να εκδώσουν νέα έγγραφα ότι είναι πληροφοριοδότης της Αστυνομίας. Ο Αιγύπτιος κατήγγειλε το περιστατικό στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., η οποία άρχισε έρευνα σχετικά με ενδεχόμενη εμπλοκή αστυνομικών, κυρίως από υπηρεσίες του Πειραιά, στην καταγγελλόμενη μεθόδευση. Οι αξιωματικοί των Αδιαφθόρων της ΕΛ.ΑΣ. έκαναν έρευνα στην κατοικία του Χασάν και εντόπισαν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Ετσι ο «Χασάν» οδηγήθηκε στο δικαστήριο για διακίνηση ναρκωτικών, ενώ από την έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων για επιλήψιμες ενέργειες αστυνομικών δεν προέκυψε οτιδήποτε.
H δίκη του «Χασάν» διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2004 και στη σύνθεση του δικαστηρίου συμμετείχε δικαστικός που ελέγχεται για άλλες πράξεις του στο «παραδικαστικό κύκλωμα» και για ύποπτες αποφάσεις. H Εισαγγελία του Αρείου Πάγου που ερευνούσε τις υποθέσεις του συγκεκριμένου δικαστή διαπίστωσε ότι σε αυτή τη δίκη, όπου ο Χασάν καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσεράμισι χρόνων, είχαν παρουσιαστεί σαν μάρτυρες δύο αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. από τον Πειραιά που αργότερα ανέλαβαν υψηλότερες θέσεις. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. ανέφεραν ότι ο «Χασάν» ήταν επί σειρά ετών πληροφοριοδότης της Αστυνομίας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από σχετικά έγγραφα. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. υπογράμμιζαν ότι όλες οι ενέργειές τους ήταν σύννομες και ο ορισμός τους ως μαρτύρων υπήρξε από το δικαστήριο.
Ωστόσο δεν έχει διαφανεί μόνο σε αυτή την περίπτωση περίεργη σχέση παραδικαστικού κυκλώματος – αστυνομικών – «πληροφοριοδοτών» και Αδιάφθορων της ΕΛ.ΑΣ.
Τρία μέλη της πολυμελούς οικογένειας Καλαμιώτη από το Μενίδι, οι οποίοι συνελήφθησαν στις 13 Δεκεμβρίου 2002 για εμπορία ναρκωτικών ουσιών και έδωσαν 20.000 ευρώ στο παραδικαστικό κύκλωμα, εμφανίζονται σε έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. να δίνουν πληροφορίες για τη σύλληψη στις 27 Οκτωβρίου 2003 ενός Αλβανού για κατοχή 950 γραμμ. ηρωίνης στο σπίτι του στον Αγιο Παντελεήμονα.
Ακόμη δύο άλλα μέλη της οικογένειας Καλαμιώτη που είχαν κατηγορηθεί για εμπόριο ναρκωτικών στις 21 Αυγούστου 2002 και οι οποίοι φέρεται να έδωσαν 30.000 ευρώ στο παραδικαστικό κύκλωμα εμφανίζονται σε έγγραφο της Ασφάλειας Αττικής να έχουν δώσει πληροφορίες για τη σύλληψη ενός αλβανού εμπόρου ναρκωτικών με το ψευδώνυμο «Αντριάτικ» στις 14 Μαΐου 2003 στην Καλογρέζα. Την ίδια στιγμή για αυτά τα μέλη της οικογένειας Καλαμιώτη διεξάγονταν έρευνες από τους Αδιάφθορους της ΕΛ.ΑΣ. για παράνομες συναλλαγές τους με άλλους αστυνομικούς στο Μενίδι. Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. ανέφεραν ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν αν γίνονταν έρευνες για τους ίδιους ανθρώπους από τους Αδιάφθορους της Αστυνομίας ή αν είχαν εμπλακεί σε παραδικαστικό κύκλωμα.