«Τουρκαρέ»: απατώ, εξαπατώ, υπάρχω




Αν και οι επιρροές που έχει δεχθεί τόσο από την ηρωική ισπανική κωμωδία και την commedia dell’ arte όσο και από τον Μολιέρο είναι εμφανείς, ο «Τουρκαρέ» καταφέρνει να αυτονομηθεί από την καταγωγή του αποτελώντας σήμερα μια μάλλον μεμονωμένη περίπτωση στην ευρωπαϊκή δραματουργία. «Δεν έχει την ποιητική αξία ενός «Αμλετ» ή τη βαρύτητα ενός Πιραντέλο ή ενός Γκολντόνι» λέει στο «Βήμα» ο Γιάννης Χουβαρδάς που σκηνοθέτησε την παράσταση, «όμως το έργο είναι μια ευκαιρία τόσο για τους συντελεστές όσο για το κοινό να νιώσουν ευφορία και την ίδια στιγμή να έρθουν με έναν ανάλαφρο τρόπο σε επαφή με την υφέρπουσα τραγική πραγματικότητα του έργου που δεν είναι άλλη από τη βεβαιότητα του θανάτου». Η σκοτεινή άλλωστε πλευρά του έργου αποτελεί σύμφωνα με τον σκηνοθέτη έναν από τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να το ανεβάσει. «Ηθελα να κάνω μια κωμωδία αλλά συνήθως οι κωμωδίες που διαλέγω έχουν ένα σκοτεινό φόντο μέσα στο οποίο συμβαίνουν οι κωμικές ή οι δήθεν κωμικές καταστάσεις. Από την άλλη, ήταν σημαντικό το γεγονός ότι αν και μεταφρασμένο από το 1993 το έργο δεν είχε παιχθεί ως σήμερα στην Ελλάδα. Ο βασικότερος όμως λόγος που επέλεξα να το ανεβάσω τη δεδομένη στιγμή ήταν ότι είχα τους κατάλληλους ηθοποιούς για να το κάνω. Ηθοποιούς γερούς, με ένστικτο και ταλέντο».


Στην κεντρική σκηνή του «Αμόρε» το έργο του «πρώτου επαγγελματία συγγραφέα της Γαλλίας» μεταφέρεται σε ένα ευτελές σκηνικό που παραπέμπει περισσότερο σε στούντιο κινηματογραφικό. «Ολη η όψη του σκηνικού έχει να κάνει με την ευτέλεια, με την «αρπαχτή». Στόχος μας ήταν να πετύχουμε ένα ακριβό αποτέλεσμα με πολύ φθηνά υλικά. Ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα στην καθημερινότητά μας, στον κόσμο του θεάματος. Δεν νομίζω ότι κυριαρχήθηκε άλλη εποχή σε τέτοιο βαθμό από τόσο φανταχτερά πράγματα όσο η δεκαετία του ’90. Βλέπετε, όσο περισσότερο κενό είναι κάτι τόσο έχει ανάγκη από μια φανταχτερή επίφαση αλήθειας για να πείσει. Από την άποψη αυτή ο «Τουρκαρέ» μάς αφορά ίσως πιο πολύ από ό,τι αφορούσε την εποχή του Λεσάζ. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα έργο εποχής που έχει μεταφερθεί ήδη στο σήμερα. Από εκεί και πέρα, ανάλογα με τη θεματολογία, τη μετάφραση, ακόμη και με τους ηθοποιούς που έχει ο σκηνοθέτης στη διάθεσή του, μπορεί να προχωρήσει σε περισσότερο ή λιγότερο ακραία κατεύθυνση σε σχέση με αυτή τη μεταφορά».


Στην περίπτωση του «Τουρκαρέ» η μεταφορά μάς τοποθετεί στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, «ακριβώς επειδή το στοιχείο της μόδας είναι έντονο στο έργο, με την έννοια του τι είναι κοινωνικά αποδεκτό ή του με ποιον τρόπο πρέπει να προβάλλεται κανείς. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή εποχή ανακυκλώνει την αισθητική των δεκαετιών αυτών» διευκρινίζει ο σκηνοθέτης και προσθέτει: «Σε μια πρώτη ανάγνωση το θέμα του έργου είναι ο έρωτας και το χρήμα. Γι’ αυτό στην παράσταση δώσαμε τον υπότιτλο «Ερωτας για το χρήμα», εννοώντας αφενός ότι το χρήμα χρησιμεύει ως μέσο για την απόκτηση του έρωτα και αφετέρου ότι ο έρωτας χρησιμεύει ως μέσο για την απόκτηση του χρήματος. Από εκεί και πέρα συναντάμε μια αλυσίδα από απατεώνες οι οποίοι εξαπατούν διαρκώς ο ένας τον άλλον επιδιδόμενοι σε όλων των ειδών τις κατασκευές που τους δίνουν την ψευδαίσθηση ότι δεν θα πεθάνουν». Το «υπαρξιακό» αυτό επίπεδο που ανιχνεύεται στο έργο το κάνει να υπερβαίνει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής ανατομίας. «Σιγά σιγά το ψέμα που ακολουθεί πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Η απάτη γίνεται αυτοσκοπός και το «εξαπατώ» συνώνυμο του «υπάρχω». Από την άλλη, δεν έχουμε να κάνουμε με μια σάτιρα ηθών. Οι χαρακτήρες του έργου είναι απόλυτα πραγματιστές. Το μόνο «ήθος» που φέρουν είναι ο κυνισμός και ο ωφελιμισμός, άρα μιλάμε για απουσία ήθους».


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Ο «Τουρκαρέ» του Αλέν-Ρενέ Λεσάζ παρουσιάζεται στο «Αμόρε» (Πριγκιποννήσων 10) σε μετάφραση Ανδρέα Στάικου ­ Σοφίας Διονυσοπούλου, σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και σκηνικά – κοστούμια Λίλης Πεζανού. Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέσσυ Μάλφα, Γιώργος Κέντρος, Νίκος Κουρής, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Ακύλας Καραζήσης, Μαρία Σκουλά, Δημήτρης Λιγνάδης, Ταξιάρχης Χάνος, Μυρτώ Αλικάκη και Φωτεινή Μπαξεβάνη.