Ο ινδός πολιτικός Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, ο επιλεγόμενος Παντίτ (=διδάσκαλος), γεννήθηκε στο Αλαχαμπάντ και ανήκε σε πλούσια βραχμανική οικογένεια καταγόμενη από το Κασμίρ. Ο πατέρας του Μοτιλάλ Νεχρού ήταν επιφανής δικηγόρος.



Ο Νεχρού έζησε άνετα παιδικά χρόνια στο μεγαλοπρεπές πατρικό του σπίτι. Εκεί και μορφώθηκε από σειρά δασκάλων ως το τέλος σχεδόν της εφηβείας του. Αργότερα φοίτησε σε διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αγγλίας, μεταξύ των οποίων και το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Απέκτησε πτυχία στις Φυσικές Επιστήμες και στα Νομικά.


Με την επιστροφή του στην Ινδία το 1912 ο Νεχρού επιχείρησε να ασχοληθεί με τη δικηγορία. Δεν συμπαθούσε όμως καθόλου αυτό το επάγγελμα, ενώ τα ενδιαφέροντά του στρέφονταν ολοένα περισσότερο προς την πολιτική.


Αν και είχε λάβει αγγλοπρεπή ανατροφή ο Νεχρού έτρεφε από πολύ νεαρή ηλικία το όνειρο της απελευθέρωσης της πατρίδας του από τον αγγλικό αποικιακό ζυγό. Αρχικά οι ιδέες του για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν ήταν σαφείς. Κρίσιμη για τον προσανατολισμό του υπήρξε η γνωριμία του, το 1916, με τον Μαχάτμα Γκάντι, τον ασκητικό κήρυκα της παθητικής αντίστασης και της ανυπακοής προς τους άγγλους κυριάρχους και εχθρό της βίας. Ο Γκάντι έκανε βαθιά εντύπωση στον Νεχρού, στη σκέψη του οποίου ωρίμασε η απόφαση να δραστηριοποιηθεί στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ινδίας.


Ο διάδοχος του Γκάντι


Μέσα στο γενικά ταραγμένο κλίμα εκείνων των ημερών, με τις πατριωτικές εκδηλώσεις του ινδικού λαού να φουντώνουν και τις αγγλικές αρχές να απαντούν με ολοένα σκληρότερα μέτρα, καταλυτικό γεγονός στην υλοποίηση αυτής της απόφασης του Νεχρού υπήρξε η σφαγή του Αμριτσάρ. Στην πόλη αυτή της Πενταποταμίας (Πεντζάμπ), στις 10 Απριλίου 1919, ο αγγλικός στρατός άνοιξε απρόκλητα και απροειδοποίητα πυρ εναντίον πλήθους άοπλων Ινδών κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης σκοτώνοντας 379 ανθρώπους και τραυματίζοντας 1.200.


Από τότε άρχισε η στενή σχέση του Νεχρού με το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, τον πολιτικό σχηματισμό που, την εποχή εκείνη, υπό την καθοδήγηση του Γκάντι, συγκέντρωνε ποικίλων αποχρώσεων πατριωτικά στοιχεία της ινδικής κοινωνίας και αγωνιζόταν κατά της αγγλικής κυριαρχίας με κυριότερο όπλο την ανυπακοή και τη μη βία. Στις τάξεις του ο Νεχρού ανέπτυξε πλούσια δράση, και αφού διετέλεσε δύο φορές γενικός γραμματέας του, το 1929, με την υποστήριξη του Γκάντι, αναδείχθηκε πρόεδρός του. Συναγωνιστής του ήταν και ο πατέρας του, ο οποίος από μετριοπαθής πατριώτης είχε και αυτός εξελιχθεί σε δραστήριο αγωνιστή και είχε γίνει ένας από τους στενότερους βοηθούς του Γκάντι.


H σχέση ανάμεσα στους δύο άνδρες, τον Γκάντι και τον Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, υπήρξε στενή, αδιατάρακτη και μακροχρόνια παρά τις διαφορές ιδεολογίας και πρακτικής που με τον καιρό ανέκυψαν μεταξύ τους. H κυριότερη από αυτές αφορούσε τον αποκλεισμό της βίας από τα μέσα της πολιτικής πάλης, με τον οποίο ο Νεχρού συμφωνούσε όλο και λιγότερο καθώς ο αγώνας κορυφωνόταν και οι συνθήκες μεταβάλλονταν. Εξάλλου ο Νεχρού είχε ήδη προσανατολιστεί προς τις σοσιαλιστικές ιδέες και ειδικότερα προς τον μαρξισμό, από τον οποίο, χωρίς να τον ενστερνιστεί απόλυτα, έμεινε πάντα επηρεασμένος. Επίσης ο Νεχρού απείχε πολύ από τον Γκάντι στο ζήτημα της θρησκευτικής πίστης. Παρ’ όλα αυτά, αν και ουδέποτε του απονεμήθηκε επίσημα αυτή η ιδιότητα, η κοινή γνώμη αναγνώρισε τον Νεχρού ως διάδοχο του Γκάντι.


Μαρξισμός και φυλακίσεις


Την περίοδο εκείνη, τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Νεχρού πραγματοποίησε μεγάλες περιοδείες σε διάφορες περιοχές της Ινδίας, και έχοντας ο ίδιος ζήσει μέσα στον πλούτο και στην άνεση, ερχόταν τώρα για πρώτη φορά σε επαφή με τη φτώχεια και την αθλιότητα όπου διαβιούσε η μάζα του ινδικού πληθυσμού.


Το 1926-27 ο Νεχρού επισκέφθηκε την Ευρώπη και τη Σοβιετική Ενωση, και κατά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού ταξιδιού συντελέστηκε κυρίως η προσέγγισή του προς τον μαρξισμό.


Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει και οι σχέσεις του Νεχρού με τη φυλακή, οι οποίες θα ακολουθούσαν τις διακυμάνσεις του αντιαποικιακού αγώνα και τις αντιδράσεις των αγγλικών αρχών. Ο Νεχρού φυλακίστηκε οκτώ φορές και έμεινε στη φυλακή συνολικά σχεδόν δέκα χρόνια. H πρώτη ήταν το 1921. Για τελευταία φορά ο Νεχρού έμεινε στη φυλακή το 1942-45, κατά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι αγγλικές αρχές φυλάκισαν όλους τους ηγέτες του κόμματος του Κογκρέσου, μεταξύ των οποίων και τον Γκάντι και τον Νεχρού, επειδή επέμεναν να συμβάλει η Ινδία στην πολεμική προσπάθεια μόνο ως ελεύθερη και ανεξάρτητη χώρα και όχι ως αποικία της Αγγλίας.


H πολυπόθητη ανεξαρτησία ήλθε το 1947. Ο Νεχρού, ο άνθρωπος που με τους αγώνες του είχε συντελέσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην κατάκτησή της, έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών της ανεξάρτητης Ινδίας. H Ινδία ωστόσο είχε διασπαστεί: δύο μεγάλα τμήματά της, οι κάτοικοι των οποίων ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα μουσουλμάνοι και όχι ινδουιστές, όπως άλλων περιοχών, επρόκειτο να αποτελέσει το ανεξάρτητο κράτος του Πακιστάν.


Επιτυχίες και επικρίσεις


H αντιαποικιοκρατική πολιτική την οποία εξακολούθησε να υποστηρίζει ο Νεχρού τον οδήγησε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, των χωρών που δεν συντάσσονταν με κανένα από τα αντίπαλα στρατόπεδα, το ανατολικό και το δυτικό, μαζί με τους προέδρους της Γιουγκοσλαβίας Ιωσήφ Μροζ Τίτο και της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Ο Νεχρού μεσολάβησε στους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ και έστειλε ινδικά στρατεύματα στις ειρηνευτικές αποστολές του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στην Παλαιστίνη, στο Κονγκό και στην Κύπρο.


Συντηρητικοί κριτικοί στη Δύση έψεξαν τον Νεχρού για την αδράνειά του όταν οι Κινέζοι εισέβαλαν στο Θιβέτ το 1960. Επικρίθηκε επίσης η απροθυμία του να συμβιβαστεί στο ζήτημα του Κασμίρ όταν το Πακιστάν διεκδίκησε αυτή την περιοχή με την πλειονότητα των μουσουλμάνων κατοίκων, η οποία ωστόσο είχε κατακυρωθεί στην Ινδία. Αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα που δέχθηκε η εξωτερική πολιτική του Νεχρού προήλθε από την ήττα του ινδικού στρατού κατά τη μεθοριακή πολεμική σύγκρουσή του με τις κινεζικές δυνάμεις το 1962.


Προφανώς λόγω του περιβάλλοντος στο οποίο είχε ανατραφεί, ο Νεχρού υποτιμούσε συχνά τη δύναμη του θρησκευτικού αισθήματος ανάμεσα στους λαούς της αχανούς χώρας του. Παρ’ όλα αυτά κατόρθωσε να εξορθολογίσει τους ινδουιστικούς νόμους και να πείσει τις ατομικιστικές και καχύποπτες αγροτικές κοινότητες να δεχτούν την οικονομική πολιτική του. Το 1929 ο Νεχρού είχε δηλώσει: «Το οικονομικό πρόγραμμά μας πρέπει να βασίζεται στην ανθρώπινη σκοπιά και δεν πρέπει να θυσιάζουμε τον άνθρωπο στο χρήμα». Πιστός σε αυτή την εξαγγελία του ο Νεχρού εφάρμοσε ως πρωθυπουργός μεικτό οικονομικό σύστημα που περιείχε πολλά στοιχεία σοσιαλιστικού σχεδιασμού. Σε αντίθεση με τον Γκάντι που πίστευε ότι το σημαντικό ήταν να αναπτυχθούν τα χωριά, ο Νεχρού συγκέντρωσε τις προσπάθειές του στην εκβιομηχάνιση της χώρας.


Ο θάνατος του Νεχρού, τον Μάιο του 1964, στέρησε την Ινδία από την ηθική ηγεσία του αναπτυσσόμενου Τρίτου Κόσμου. Υστερα από την ενδιάμεση πρωθυπουργία του Λαλ Σάστρι, διάρκειας 20 μηνών, τον Νεχρού διαδέχθηκε η κόρη του Ιντιρα Γκάντι.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ