Ο ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός Γάϊος Ιούλιος Καίσαρ καταγόταν από οικογένεια πατρικίων της γενιάς των Ιουλίων, ιδρυτής της οποίας υποτίθεται ότι ήταν ο Ιουλος, ο μυθικός γιος του Αινεία και της θεάς Αφροδίτης. Παρά τη θρυλική καταγωγή της η οικογένεια του Καίσαρος δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε είχε μεγάλη πολιτική επιρροή. Τις πολιτικές τύχες του Καίσαρος καθόρισε περισσότερο η συγγένειά του με τον στρατηγό και πολιτικό αναμορφωτή Γάϊο Μάριο, σύζυγο της Ιουλίας, αδελφής του πατέρα του.



Το 86 π.X. ξέσπασε στη Ρώμη ο εμφύλιος πόλεμος και η οικογένεια του Καίσαρος βρέθηκε στην πλευρά του Μάριου και των Λαϊκών (Populares). Ετσι, όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επικράτησε με τους Αριστοκρατικούς (Optimates) και άρχισε τις διώξεις των αντιπάλων του, διέταξε το 82 π.X. τον 18χρονο Καίσαρα να χωρίσει τη σύζυγό του Κορνηλία επειδή ήταν κόρη του Λεύκιου Κορνηλίου Κίννα, του ισχυρότερου υποστηρικτή του Μάριου. Ο Καίσαρ αρνήθηκε να υπακούσει, έφυγε από τη Ρώμη και κατατάχθηκε στον στρατό. Στις πρώτες εκστρατείες όπου έλαβε μέρος, στην Ασία και στην Κιλικία, ο νεαρός Καίσαρ έδειξε αμέσως τα εξαιρετικά στρατιωτικά του προσόντα.


Πειρατές και θεάματα


Μετά τον θάνατο του Σύλλα το 78 π.X. ο Καίσαρ επέστρεψε στη Ρώμη και ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία επιτιθέμενος με τους λόγους του εναντίον των συνεργατών και οπαδών του Σύλλα. Για να τελειοποιήσει τη ρητορική του ο Καίσαρ ταξίδεψε στη Ρόδο όπου δίδασκε ο διάσημος ρητοροδιδάσκαλος Απολλώνιος ο Μόλων. Καθώς όμως ταξίδευε προς τη Ρόδο τον απήγαγαν πειρατές οι οποίοι ζήτησαν λύτρα για να τον ελευθερώσουν. Τα λύτρα πληρώθηκαν, ο Καίσαρ ελευθερώθηκε αλλά αμέσως οργάνωσε μια μικρή ναυτική δύναμη, καταδίωξε τους πειρατές, τους συνέλαβε και τους σταύρωσε.


Το 69 π.X. ο Καίσαρ έχασε τη σύζυγό του, η οποία πέθανε στη γέννα ενός νεκρού παιδιού, αλλά και την αγαπημένη του θεία Ιουλία. Στις κηδείες και των δύο εκφώνησε λόγους με σαφείς πολιτικές αναφορές στους δικτατορικούς νόμους του Σύλλα. Οι λόγοι αυτοί θεωρήθηκαν από τους αντιπάλους του προπαγάνδα για την υποψηφιότητα του Καίσαρος στο αξίωμα του ταμία (quaestor).


Πράγματι ο Καίσαρ εκλέχθηκε ταμίας το 68 π.X. και στάλθηκε να ασκήσει τα καθήκοντά του στη ρωμαϊκή επαρχία που περιελάμβανε χονδρικά τη σημερινή Πορτογαλία και τη νότια Ισπανία. Επιστρέφοντας στη Ρώμη εκλέχθηκε το 65 π.X. αγορανόμος (aedilis), είδος υπευθύνου των δημοσίων έργων, των αγορών και των θεαμάτων. Για να κερδίσει την εύνοια του λαού της Ρώμης ο Καίσαρ διοργάνωσε διάφορα πολυδάπανα θεάματα τα οποία πλήρωσε ο ίδιος με δανεικά. Στο τέλος της θητείας του είχε τόσο πολλά χρέη ώστε κινδύνευσε η πολιτική του σταδιοδρομία.


H τιμιότητα της συζύγου


Ωστόσο με τα θεάματά του ο Καίσαρ είχε γίνει τόσο δημοφιλής ώστε το 63 π.X. εκλέχθηκε Μέγας Ποντίφιξ (Pontifex Maximus), δηλαδή αρχιερέας με εξουσία επί των θρησκευτικών θεμάτων. Αλλά στην καινούργια του θέση ο Καίσαρ ξεκίνησε με ένα σκάνδαλο. Μετά τον θάνατο της Κορνηλίας, ο Καίσαρ είχε νυμφευθεί την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα. Ως σύζυγος του Μεγάλου Ποντίφικα η Πομπηία είχε καθήκον να διοργανώνει τις ετήσιες εορτές προς τιμήν της Καλής Θεάς (Bona Dea) στις οποίες απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών. Ωστόσο ο διαβόητος πολιτικός Κλόδιος, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, μπήκε στο σπίτι του Καίσαρος όπου ετελούντο τα μυστήρια της θεάς, πιθανώς με τη συναίνεση της Πομπηίας, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί, επειδή ενδεχομένως ήταν ερωμένη του. Ο Καίσαρ, μολονότι υπερασπίστηκε τη σύζυγό του στο δικαστήριο και πέτυχε την αθώωσή της, τελικά τη χώρισε επειδή «η σύζυγος του Καίσαρος δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια αλλά και να φαίνεται».


Συμμαχώντας με τον πολιτικά ισχυρό Γναίο Πομπήιο Μάγνο και τον πάμπλουτο Μάρκο Λικίνιο Κράσσο ο Ιούλιος Καίσαρ κατόρθωσε να εκλεγεί ύπατος για το έτος 59 π.X. H συμμαχία της Πρώτης Τριανδρίας επικυρώθηκε με τον γάμο του Πομπηίου με τη μοναχοκόρη του Καίσαρος Ιουλία. Κατά την υπατεία του ο Καίσαρ φρόντισε να ψηφισθούν νόμοι που ικανοποιούσαν αιτήματα του Πομπηίου: παραχώρηση γαιών στους βετεράνους του και επικύρωση των διοικητικών του μέτρων στην Ανατολή. Επίσης ο Καίσαρ κατόρθωσε να ψηφισθούν νόμοι οι οποίοι περιόριζαν τις οικονομικές ατασθαλίες των διοικητών των ρωμαϊκών επαρχιών.


Εξάλλου ο Κράσσος με τα χρήματά του και ο Πομπήιος με την πολιτική επιρροή του μπόρεσαν να εξασφαλίσουν στον Καίσαρα, μετά το τέλος της υπατείας του, το αξίωμα του ανθύπατου της Γαλατίας και το δικαίωμα της στρατολόγησης λεγεώνων και της διεξαγωγής πολέμων. Επί επτά περίπου χρόνια ο Καίσαρ έκανε νικηφόρες εκστρατείες εναντίον των Γαλατών, των Ελβετών, των Βέλγων, των Σουήβων, των Κελτών. Εισέβαλε δύο φορές στη Βρετανία φθάνοντας βόρεια του ποταμού Τάμεση.


H διάβαση του Ρουβίκωνα


Μολονότι βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο ο Καίσαρ ενημερωνόταν για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη Ρώμη. Από την άλλη η δόξα του άρχισε να ανησυχεί τον Πομπήιο. Το 54 π.X. πέθανε η σύζυγος του Πομπήιου Ιουλία και έτσι κόπηκαν οι συγγενικοί δεσμοί του με τον Καίσαρα. Την επόμενη χρονιά σκοτώθηκε και ο Κράσσος κατά την ατυχή εκστρατεία εναντίον των Πάρθων. Ετσι η Τριανδρία διαλύθηκε και οι σχέσεις του Πομπηίου και του Καίσαρος εντάθηκαν σε επικίνδυνο βαθμό. Ο Πομπήιος προσεταιρίστηκε τους αριστοκρατικούς οι οποίοι με ομάδες μισθοφόρων είχαν εξαπολύσει τρομοκρατία στη Ρώμη.


Το 52 π.X. η Σύγκλητος με τη βοήθεια του Πομπηίου πέρασε νόμους που υποχρέωναν τον Καίσαρα να παραιτηθεί από τη διοίκηση των επαρχιών που είχε κατακτήσει για να μη χαρακτηριστεί «εχθρός του κράτους». Ο Καίσαρ απάντησε με έναν έξυπνο ελιγμό: πρότεινε να διαλύσει τον στρατό του και να παραιτηθεί από διοικητής με την προϋπόθεση ότι ο Πομπήιος θα διέλυε τον δικό του. Αλλά ο Πομπήιος, αντί να διαλύσει, αύξησε τον στρατό του.


Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Ιανουαρίου του 49 π.X. ο Καίσαρ πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα, το βόρειο όριο της αποστρατοποιημένης ζώνης στην Ιταλία, όπου απαγορευόταν διά νόμου στους ρωμαίους στρατηγούς να μπαίνουν με τον στρατό τους, αναφωνώντας στα ελληνικά τον στίχο του Μενάνδρου «ανερρίφθω κύβος», τον οποίον ο Σουητώνιος αναφέρει ως «jacta alea est» («ερρίφθη ο κύβος»).


Στη συνέχεια ο Καίσαρ μπήκε με τον στρατό του στη Ρώμη, την οποία οι Συγκλητικοί και ο Πομπήιος με τον στρατό είχαν εγκαταλείψει. Χάρη στην ηπιότητα με την οποία χειρίστηκε την κατάσταση ο Καίσαρ κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειονότητας του λαού.


Ερωτας για την Κλεοπάτρα


Στο μεταξύ ο Πομπήιος είχε περάσει στην Ελλάδα αλλά ο Καίσαρ προτίμησε να εκστρατεύσει εναντίον ορισμένων στρατηγών του Πομπηίου που βρίσκονταν στην Ισπανία ώστε να αποκλείσει αντιπερισπασμούς από τη Δύση. Επιστρέφοντας νικητής στη Ρώμη ο Καίσαρ αναγορεύθηκε το 49 π.X. δικτάτωρ και προετοίμασε την εκστρατεία του εναντίον του Πομπηίου στην Ελλάδα. Ο Πομπήιος νικήθηκε τελειωτικά στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας τον Αύγουστο του 48 π.X., αλλά ο Καίσαρ συνέχισε να τον καταδιώκει ως την Αίγυπτο, όπου όμως δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Οι άνθρωποι του Πτολεμαίου ΙΓ’ Διονύσου τον είχαν δολοφονήσει.


Στην Αίγυπτο ο Καίσαρ αναμείχθηκε στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Πτολεμαίου και της αδελφής-συζύγου του και συμβασίλισσας Κλεοπάτρας Z’. Παίρνοντας το μέρος της όμορφης και έξυπνης Κλεοπάτρας – την οποία και ερωτεύθηκε – ο Καίσαρ νίκησε τον Πτολεμαίο και την ενθρόνισε ως μοναδική βασίλισσα. Από τη σχέση του με την Κλεοπάτρα ο Καίσαρ απέκτησε τον Πτολεμαίο IE’ Καίσαρα, γνωστότερο ως Καισαρίωνα.


Μερικούς μήνες αργότερα ο Καίσαρ εκστράτευσε εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη B’, τον οποίο νίκησε κοντά στη Ζέλα τον Αύγουστο του 47 π.X. Τη νίκη του αυτή ο Καίσαρ ανήγγειλε στον φίλο του Γάιο Μάτιο με τη θρυλική φράση: «veni, vidi, vinci» («ήλθα, είδα, ενίκησα»).


Σχεδόν βασιλιάς


Επιστρέφοντας στη Ρώμη τον Οκτώβριο του 47 π.X. ο Καίσαρ αναγορεύθηκε και πάλι για έναν χρόνο δικτάτωρ και πήρε μερικά πολύ σημαντικά κοινωνικά μέτρα: απαγόρευσε να αγοράζουν σιτάρι από τις κρατικές αποθήκες όσοι είχαν τα οικονομικά μέσα να το αγοράζουν από την ελεύθερη αγορά, έκανε ρωμαίους πολίτες όλους τους κατοίκους της ιταλικής χερσονήσου και της Εντεύθεν των Αλπεων Γαλατίας και έδωσε κλήρους γης στους βετεράνους του εγκαθιστώντας τους στις διάφορες ρωμαϊκές επαρχίες.


Εξάλλου με εντολή του Καίσαρος ο έλληνας μαθηματικός Σωσιγένης επεξεργάστηκε ένα νέο ημερολόγιο το οποίο καθιέρωνε έτος 365 ημερών με ένα δίσεκτο (366 ημέρες) κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ιουλιανό» ημερολόγιο αποτελεί τη βάση του σημερινού. Προς τιμήν του Καίσαρος ονομάστηκε και ο μήνας Ιούλιος.


Το 46 π.X. η θητεία του Καίσαρος ως δικτάτορος ανανεώθηκε για άλλα δέκα χρόνια. Μετά τη νίκη του εναντίον των γιων του Πομπηίου στην Ισπανία ο Καίσαρ ανακηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 44 π.X. ισόβιος δικτάτωρ (dictator perpetuus).


Ο Καίσαρ πλέον εθεωρείτο ημίθεος, του πρότειναν ακόμη και βασιλικό διάδημα, το οποίο αρνήθηκε, αλλά μερικοί Συγκλητικοί πίστευαν ότι δεν θα το αρνιόταν ακόμη για πολύ. Στο όνομα λοιπόν της δημοκρατίας, μια ομάδα Συγκλητικών, οι Ελευθερωτές (Liberatores) όπως αυτοαποκλήθηκαν, στις 15 Μαρτίου του 44 π.X., ημέρα της εορτής των Ειδών του Μαρτίου, δολοφόνησαν τον Καίσαρα μέσα στο θέατρο που είχε χτίσει ο Πομπήιος και όπου ο ίδιος ο Καίσαρ είχε συγκαλέσει συνέλευση της Συγκλήτου επειδή το δικό της κτίριο είχε καταστραφεί από πυρκαϊά πριν από μερικά χρόνια.


Εκτός από μεγάλος στρατηλάτης και πολιτικός ο Καίσαρ υπήρξε και εξαίρετος συγγραφέας. Εχουν διασωθεί δύο μόνο έργα του: τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου (Commentarii de Bello Gallico) και τα Απομνημονεύματα περί του Εμφυλίου Πολέμου (Commentarii de Bello Civili).


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ