Ενας τυχερός σκηνοθέτης γεννιέται



Δεν είναι συχνό φαινόμενο μια ταινία γυρισμένη από έλληνα σκηνοθέτη να συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα ενός από τα πιο έγκριτα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου όπως αυτό του Βερολίνου. Στους λίγους που τα έχουν καταφέρει (Λάκης Παπαστάθης, Γιώργος Πανουσόπουλος, Νίκος Περάκης, Νίκος Παπατάκης, Παντελής Βούλγαρης, Κώστας Φέρρης) προστίθεται σήμερα και ο νεαρός Φίλιππος Τσίτος με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «My sweet home» («Σπίτι μου, σπιτάκι μου»), την οποία γύρισε στη Γερμανία με γερμανικά κυρίως κεφάλαια (Pandora Films, Twenty Twenty Vision), με τη συμμετοχή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και με την υποστήριξη της ΕΡΤ και του Eurimages. Με αφορμή την προβολή τού «My sweet home» στο 51ο Φεστιβάλ Βερολίνου την επόμενη Παρασκευή ο Τσίτος μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία τη δική του και της ταινίας του.


«Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο του «My sweet home» τον Νοέμβριο του 1996» θυμάται ο σκηνοθέτης λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση ότι η ταινία του θα συμμετάσχει στο διαγωνιστικό τμήμα της 51ης Μπερλινάλε. «Για πολλούς λόγους χρειάστηκαν τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ενας από αυτούς ήταν ότι έγραφα για πρώτη φορά σενάριο για μεγάλου μήκους ταινία. Οταν γράφεις για πρώτη φορά μεγάλο σενάριο είναι και λίγο σαν να κάνεις σεμινάριο στον εαυτό σου».


‘Η σαν να δίνεις εξετάσεις για τα όσα σε έχει ως τώρα διδάξει η ζωή. Ο νεαρός σκηνοθέτης θεωρεί καθοριστικό ότι κάποια στιγμή στη ζωή του και ενώ ήταν μόλις 25 χρόνων βρέθηκε από την Αθήνα σε ένα κέντρο διερχομένων όπως το Βερολίνο. «Μια εμπειρία όπως αυτή σε καθορίζει. Διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης σου» λέει.


Γι’ αυτό και ο Τσίτος πιστεύει ότι δεν θα μπορούσε να σκηνοθετήσει το «My sweet home» πουθενά αλλού εκτός από το Βερολίνο, στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του οποίου την επόμενη Τετάρτη η ταινία θα προβληθεί διεκδικώντας τη Χρυσή Αρκτο ή κάποιο άλλο βραβείο. Το θέμα της ταινίας, όπως άλλωστε ο ειρωνικός τίτλος της δηλώνει, είναι το σπίτι. Το σπίτι με μια ευρύτερη όμως έννοια, όχι μόνο τοπικά. «Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος ή μια γλώσσα ή πράγματι ένα σπίτι» λέει ο Τσίτος. «Κάτι πάντως που θα το νιώθεις στην καρδιά σου και για το οποίο λες «εγώ γι’ αυτό ζω»». Πώς περιγράφει ο ίδιος την πλοκή της ταινίας του; «Ας πούμε ότι είναι 10-12 εθνικότητες που βρίσκονται ένα βράδυ σε ένα μπαρ και τσακώνονται για το ποιο είναι το καλύτερο μέρος να ζεις, αν και στην ουσία τσακώνονται διότι κανείς τους δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που κάνει. Και τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον».


Κατά μία έννοια αυτό που τον είλκυσε στο θέμα ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. «Οταν γράφεις ιστορίες είναι πολύ γοητευτικό να παρακολουθείς όλο αυτό το πήγαινε-έλα των ανθρώπων που, όπως εγώ, μετακινούνται διαρκώς» εξηγεί. «Διότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούν μια ιστορία πίσω τους. Βλέποντας έναν Ελληνα στην Ομόνοια δεν σου λέει τίποτε. Αν όμως είναι Αλβανός, αμέσως ξέρεις ότι έχει μια ιστορία. Βέβαια την αγνοείς, αυτό δεν παύει όμως να αναδίδει μια αύρα, μια αγωνία. Βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους και ξέρεις ότι έχουν το υλικό για μια κινηματογραφική ταινία. Και επειδή χωρίς ακριβώς να βρίσκομαι στη θέση τους αντιλαμβάνομαι πώς νιώθουν, αρχίζω και φαντάζομαι: Από πού ήρθε; Τι τον κρατά εδώ; Τι δεν τον κρατά εκεί; Κάπως έτσι έγινε η ταινία…».


Ο Φίλιππος Τσίτος γεννήθηκε το 1966 στην Κυψέλη αλλά μεγάλωσε και έζησε στα Εξάρχεια και στο Χαλάνδρι προτού φύγει το 1991 για το Βερολίνο για να σπουδάσει σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της πόλης. Πριν από αυτό είχε σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε εργαστεί ως φωτογράφος, βοηθός σκηνοθέτη και παραγωγός ραδιοφώνου.


Η πρώτη επαφή του με τον κινηματογράφο έγινε το 1985. Ηταν στην ΑΣΟΕΕ και πρόσεξε μια ανακοίνωση του κινηματογραφικού τμήματος η οποία έλεγε: «Να κάνουμε κάτι μακριά από κόμματα». Η ιδέα τού άρεσε, αποφάσισε να πάει και εκεί συνάντησε τον νυν καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας Αντώνη Παπαδόπουλο, με τον οποίο συνεργάστηκε ως μουσικός επιμελητής σε ταινίες ντοκυμαντέρ παραγωγής ΕΡΤ. Κάπως έτσι εισχώρησε στον κόσμο του κινηματογράφου και αργότερα, ενώ πια βρισκόταν στη Γερμανία, άρχισε να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους. Εχει γυρίσει έξι και απεδείχθη «γουρλής» στα βραβεία διότι σχεδόν όλες έχουν κάπου διακριθεί (το «Charleston», η πέμπτη ταινία του, απέσπασε το πρώτο βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας και τον τίτλο της καλύτερης βαλκανικής ταινίας στο Φεστιβάλ της Δράμας το 1996). Εργάστηκε και για το «Παρασκήνιο» της ΝΕΤ γυρίζοντας το ντοκυμαντέρ «Ελληνικές σπεσιαλιτέ» με θέμα έξι ελληνικές ταβέρνες του Βερολίνου.


Με το «My sweet home» παραδέχεται ότι υπήρξε τυχερός. Η ελληνογερμανική συμπαραγωγή είναι η μοναδική επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα της εφετινής Μπερλινάλε και θα κριθεί με τους ίδιους όρους που θα κριθούν ταινίες έμπειρων σκηνοθετών, όπως ο Τζον Μπούρμαν («Ο ράφτης του Παναμά»), ο Γκας βαν Σαντ («Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ»), ο Πατρίς Σερό («Intimacy»), ο Πατρίς Λεκόντ («Φέλιξ και Λόλα») και ο Σπάικ Λι («Bamboozled»). «Ηταν θέμα τύχης που δεν πήραν άλλη γερμανική ταινία στο διαγωνιστικό, όπως και το ότι ασχολήθηκα με ένα θέμα που τελευταία έχει αναθερμανθεί. Εδώ και ένα-ενάμιση χρόνο οι επιθέσεις των νεοναζιστών έχουν αυξηθεί ραγδαία στη Γερμανία». Ο ίδιος ποτέ δεν ένιωσε να περιβάλλεται από κύμα ξενοφοβίας αλλά αυτό οφείλεται επειδή έζησε στο Βερολίνο. «Αν βρεθώ στην επαρχία της Γερμανίας, θα νιώσω να με περιβάλλει αυτό το κύμα. Είναι σαν να ζεις στην Αθήνα και να ξέρεις ότι στην τάδε περιοχή είναι επικίνδυνα, επομένως προτιμάς να μην πας. Στο Βερολίνο ­ όχι ότι οι κάτοικοι είναι άγγελοι ­ δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Αυτό όμως που έχω ζήσει τόσο στην Ελλάδα όσο και εδώ είναι ένας ρατσισμός παραφθαρμένος. Δηλαδή, υπάρχουν οι «καλοί» Αλβανοί και οι «κακοί» Αλβανοί, οι «καλοί» Τούρκοι που σώζουν τον Ελληνα που κινδυνεύει, όπως έγινε τις προάλλες στο Μόναχο, αλλά και οι «κακοί» Τούρκοι που είναι ανεγκέφαλοι. Αυτό όμως ισχύει σε όλες τις χώρες. Στο χωριό μου, π.χ., καλοί Αλβανοί θεωρούνται μόνο εκείνοι που δουλεύουν στα χωράφια, ενώ εδώ, στη Γερμανία, εγώ που είμαι Ελληνας και γυρίζω μια ταινία για ξένους που είναι losers γίνομαι αποδεκτός από τη γερμανική κοινωνία την ώρα που οι losers που κινηματογραφώ δεν θα γίνουν ποτέ αποδεκτοί. Ακόμη και στην περίπτωση των κλοσάρ και των ζητιάνων ένας τόπος προτιμά να έχει τους δικούς του και όχι ξένους».


Ατενίζοντας προς το μέλλον ο Τσίτος προτιμά να μην κάνει ποτέ σχέδια, βλέπει να προσανατολίζεται «κι εδώ κι εκεί, κι όπου μπορώ». «Θέλω να γυρίσω μια ταινία στην Ελλάδα και κάποτε θα το κάνω, αν και δεν νομίζω ότι θα εγκατασταθώ κάπου. Αυτό είναι ένα κοινό μυστικό των ανθρώπων που την «κοπάνησαν» από τη χώρα τους για καλύτερες σπουδές στο εξωτερικό. Στον δρόμο ανακαλύπτουν ότι είναι πολύ ωραίο αυτό το δίπορτο. Βολεύει. Και προσωπικά μου αρέσει πολύ».