Ο ίδιος ο όρος consilience, που αποτελεί τη λέξη-κλειδί στον τίτλο του βιβλίου του διάσημου καθηγητή Edward Wilson, είναι δυσεύρετος σε ένα λεξικό αγγλικής γλώσσας. Στην ελληνική μπορεί να αποδοθεί με τη λέξη «συνοχή» ή «ενότητα» και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον William Whewell στο βιβλίο του με τίτλο «The Philosophy of the Inductive Sciences» («Η Φιλοσοφία των Επαγωγικών Επιστημών») για να δηλώσει την ενοποίηση της γνώσης διά μέσου θεωρητικών προτάσεων βασισμένων σε εμπειρικά δεδομένα.


Ευθύς εξαρχής καταλαβαίνει κανείς ότι ο θεμελιωτής της κοινωνιοβιολογίας, εκείνου του επιστημονικού κλάδου δηλαδή που ασχολείται και σκοπεύει να εξηγήσει τις βιολογικές βάσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, ξεκινά το όλο επιστημονικό εγχείρημά του με αίτημα ακρίβειας και επαγωγικής γνώσης. Ο Wilson δούλεψε κυρίως στον χώρο των θετικών επιστημών και ιδιαίτερα της βιολογίας και εκεί κατ’ αρχήν καταξιώθηκε. Το πέρασμά του σε αναζητήσεις του ευρύτερου χώρου της κοινωνικής θεωρίας ήλθε αργότερα και είναι πάντα σφραγισμένο από τον απόηχο των μεθόδων και του επιστημολογικού πνεύματος των φυσικών επιστημών.


Γι’ αυτό και δεν παύει να υπογραμμίζει ότι η ενότητα της γνώσης μπορεί να επιτευχθεί ή να ανασκευασθεί μόνο με μεθόδους των φυσικών επιστημών. Ωστόσο, αν αυτή η ενότητα στο πεδίο έρευνας του υλικού κόσμου μπορεί να αποτελέσει εφικτό στόχο συντονισμένων επιστημονικών ενεργειών ­ παράδειγμα, η απόπειρα σύλληψης της λεγομένης θεωρίας του ενιαίου πεδίου, όπου φαινόμενα του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου (ασθενής και ισχυρή πυρηνική ενέργεια, ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, βαρύτητα) θα εξηγούνται με ενιαίο σύστημα νόμων και εξισώσεων ­, το πράγμα περιπλέκεται στο πεδίο της πνευματικής δραστηριότητας και γνώσης που εκτείνεται πέρα από τον χώρο των sciences, δηλαδή των λεγομένων θετικών επιστημών.


Σε αυτό το πεδίο η επέκταση της consilience δεν είναι ακριβώς μια συστηματική επιστημονική δραστηριότητα αλλά μάλλον μια γοητευτική πρόκληση. Ο συγγραφέας λέει ναι σε αυτή την πρόκληση και αδιαφορεί αν στη στάση του μπορεί να ανιχνευθεί στοιχείο μεταφυσικής ενατένισης. Πιστεύει ότι, αφού η ανθρώπινη δράση περιλαμβάνει στοιχεία που είναι δεκτικά φυσικής αιτιολόγησης, μπορούν να αναζητηθούν ενωτικοί αρμοί μεταξύ αφενός μεν φυσικών επιστημών και αφετέρου δε κοινωνικών επιστημών και ουμανιστικών σπουδών.



Στην ίδια τη συνθετική προσέγγιση μεγάλης κλίμακας η φιλοσοφία, που κατά τον συγγραφέα έχει λόγο ύπαρξης στο μέτρο που δεν μπορεί ακόμη η επιστήμη να δώσει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα γύρω από τον κόσμο και τον άνθρωπο, μπορεί άνετα να συνυπάρχει και να συνεργάζεται με τις επί μέρους επιστήμες, ενώ φυσικά η επιδίωξη θα πρέπει να είναι η συρρίκνωση του δικού της βασιλείου προς όφελος της ενίσχυσης της επιστημονικής γνώσης με βάση τις γνωστές εμπειρικές μεθόδους.


Επιπλέον δεν κρύβει ότι είναι εμπνευσμένος από τον τρόπο σκέψης των μεγάλων ιώνων φιλοσόφων που επέμεναν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, στο να ανακαλύψουν την πρώτη αρχή του κόσμου με βάση την οποία θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη λειτουργία του κόσμου ως ολότητας. Παραπέρα βρίσκει αντιστοιχία μεταξύ της ιώνιας κοσμοθεωρίας και της αντίληψης του Αϊνστάιν ότι ο κόσμος είναι κατανοητός και ότι μια ενοποιημένη θεωρία μπορεί να δώσει απάντηση σε όλα τα κοσμικά φαινόμενα που σχετίζονται και με τις τέσσερις βασικές δυνάμεις (δυνάμεις μικρόκοσμου, ηλεκτρομαγνητισμός, βαρύτητα). Αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε από τις παραπάνω συσχετίσεις και αναφορές είναι ότι ο Ε. Wilson βρίσκεται πάντα με την πλευρά εκείνων που αντιμετώπιζαν με αισιοδοξία και βεβαιότητα την ικανότητα του ανθρώπου να διεισδύει στα μυστικά του κόσμου και να οικοδομεί με αποτελεσματικότητα το βασίλειο της γνώσης του διά μέσου του ορθού λόγου και των επιστημών. Σε μια εποχή αβεβαιοτήτων και, σε πολλά σημεία, απαισιόδοξων προοπτικών, παρ’ όλη την καλπάζουσα τεχνολογική πρόοδο, ο Wilson επιμένει να κρατά το νήμα της ρωμαλέας σκέψης και να πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει σε καταφάσεις και βεβαιότητες, σωτήριες γι’ αυτόν, διά μέσου του ορθού λόγου.


Ποια είναι τελικά η ουσία της «consilience», αν θέλαμε κάπως να συμπυκνώσουμε το νόημά της; Δεν είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς ότι πρόκειται για την κεντρική ιδέα ότι όλα τα φαινόμενα που είναι δεκτικά εμπειρικής προσπέλασης ­ φυσικά, βιολογικά, κοινωνικά ­ βασίζονται σε διαδικασίες υλικές, που είναι κι αυτές με τη σειρά τους αναγώγιμες σε ένα σύνολο φυσικών νόμων. Τη γέφυρα μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικοπολιτιστικών επιστημών αποτελεί η βιολογία ­ με τις πιο σύγχρονες υποδιαιρέσεις της: μοριακή βιολογία, εξελικτική βιολογία κ.ά. ­, αφού και ο άνθρωπος, όπως κάθε άλλη μορφή ζωής, στηρίζεται στα ίδια υλικά συστατικά με τα οποία δομείται το DNA, ο πυρήνας της ζωής. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, πίσω από κάθε επιστημονική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα και επιδίωξη του ανθρώπου, πίσω από κάθε σύστημα ηθικής ή θρησκευτικό φαινόμενο, πίσω από κάθε κοινωνική ρύθμιση, υπάρχει μια βιολογική-γενετική βάση. Και αυτή η βάση δεν πρέπει να νοείται στατικά αλλά πάντα μέσα στη δυναμική της εξελικτικής πορείας της ζωής, που συσσωρεύει εμπειρίες προσαρμογής προς το περιβάλλον, εμπειρίες που καταγράφονται βαθμιαία στον κόσμο των γονιδίων.


Για τον Wilson ακόμη και η θρησκεία ή ένα σύστημα ηθικής σε τελευταία ανάλυση δεν είναι παρά μια κατασκευή του ανθρώπινου εγκεφάλου ­ κλίνει, όπως λέει, στην εμπειρική παρά στην υπερβατική προσέγγιση ­, αναγκαία μεν αλλά και σχετιζόμενη πάντα με ορισμένες βιολογικές ορίζουσές του. Ο άνθρωπος έχει πάντα ανάγκη από ένα σύνολο «ιερών» σημείων αναφοράς. Αυτό το σύνολο όμως δεν είναι αναγκαίο να ταυτίζεται πάντα με μια συμβατική θρησκευτική ιδεολογία. Η ίδια η εξελικτική εποποιία του μπορεί να τροφοδοτήσει έναν τέτοιο κόσμο ιερότητας, αλλά πάνω σε μια βάση περισσότερο εκκοσμικευμένη. Σε αυτή την προοπτική μάλιστα ενδεχομένως «οι θεοί και οι θρησκείες, που χωρίζουν» να δώσουν τη θέση τους σε έναν κόσμο «ιερών αξιών» που θα είναι συμβατός με την εμπειρική γνώση και θα ενοποιεί επιτυχέστερα το ανθρώπινο γένος.


Αναμφίβολα το βιβλίο του Ε. Wilson είναι σημαντικό. Η σημαντικότητά του δεν έγκειται τόσο στο τελειωτικό αποτέλεσμα όσο στην απόπειρα, στο εγχείρημα, στο σφαιρικό και ολιστικό κοίταγμα. Το βιβλίο και η σκέψη του συγγραφέα σε πολλά σημεία είναι δεκτική κριτικής: τάση γενίκευσης, απλούστευσης, βιολογικού αναγωγισμού και αποφυγή ιδιαίτερης σπουδής γύρω από την ποιοτική διαφοροποίηση του «κοινωνικοπολιτιστικού» από τις βιολογικές διαδικασίες.


Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο αμερικανός καθηγητής δέχεται, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επιρροή του συνδρόμου του λεγομένου «επιστημονισμού». Ωστόσο δεν προσχωρεί σε ένα είδος αδιάλλακτου βιολογικού αναγωγισμού: πιστεύει στη συνεξέλιξη (co-evolution) γενετικού υλικού και πολιτισμού, δίνοντας έτσι στον τελευταίο περιθώρια μιας σχετικά αυτόνομης παρουσίας και επίδρασης. Παράλληλα ­ και αυτό πρέπει να τονισθεί ­ δεν αποδέχεται ότι το επιστημονικό μέλλον πρέπει να δώσει έναν άνθρωπο-ρομπότ, απόλυτα λογοκρατούμενο και μηχανοκρατούμενο. Η παρέμβαση στο γενετικό υλικό πρέπει να έχει τα όριά της. Ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει με τα συναισθήματά του και την αυθόρμητη πνευματική, ηθική και καλλιτεχνική δυναμική του. Ο άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει ότι οφείλει να συλλειτουργεί με τον κόσμο και το περιβάλλον του και όχι να παρασυρθεί σε μια ξέφρενη πορεία καθυπόταξης του τελευταίου στην επιστημονική – τεχνολογική αλαζονεία του!


Η μετάφραση του βιβλίου στην ελληνική σε γενικές γραμμές πέτυχε τον σκοπό της. Ωστόσο διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τη μετάφραση ορισμένων όρων, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του τίτλου του βιβλίου «Σύναλμα». Η λέξη (προέρχεται από το συν-άλλομαι, που σημαίνει πηδάω μαζί) είναι μεν μετάφραση του όρου consilience, αλλά κατά πόσο αποδίδει το νόημα του όρου όπως χρησιμοποιείται στον τομέα της φιλοσοφίας της επιστήμης και όπως, σε τελευταία ανάλυση, ήθελε να τον νοηματοδοτήσει ο Ε. Wilson; Θα μπορούσε ο όρος να αποδοθεί με τη λέξη «σύγκλιση» ή να παραμείνει όπως έχει. Επιφυλάξεις θα μπορούσαν να εκφρασθούν και για τη μετάφραση άλλων όρων. Π.χ. για τον όρο «fitness» που αποδίδεται ως «αρμοστικότητα» ­ γιατί όχι ως «προσαρμοστικότητα» ή «καταλληλότητα επιβίωσης»; ­ ή τη λέξη «discursion», που αποδίδεται ως «συλλογιστική», ενώ για τη συγκεκριμένη θέση που έχει μέσα στο κείμενο ­ αναφέρομαι στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου ­ θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα ως «τυπικά ορθολογικός τρόπος του σκέπτεσθαι». Στη μετάφραση σημασία έχει πάντα η απόδοση του νοήματος όπως διαμορφώνεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του κειμένου και όχι η κατά λέξη μεταφορά από τη μία γλώσσα στην άλλη.


Ο κ. Φίλιππος Νικολόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.