Ο ιρλανδός πολιτικός Εϊμον (Εντουαρντ) ντε Βαλέρα γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του ήταν Ισπανός και η μητέρα του Ιρλανδή. Οταν ήταν δύο χρόνων ο ντε Βαλέρα έμεινε ορφανός από πατέρα και μεταφέρθηκε στην Ιρλανδία, όπου τον μεγάλωσε η οικογένεια της μητέρας του. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου και έγινε καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης.
Νεότατος ο ντε Βαλέρα πήρε μέρος στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, η οποία από το 1801 ήταν ενωμένη με την Αγγλία. Επαιξε σημαντικό ρόλο στην εξαήμερη Εξέγερση του Πάσχα του 1916 κατά των Αγγλων διοικώντας ένα από τα κτίρια που είχαν καταλάβει οι επαναστάτες στο Δουβλίνο και ήταν ο τελευταίος από τους διοικητές που παραδόθηκαν. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο ντε Βαλέρα δεν εκτελέστηκε όπως οι άλλοι ηγέτες της λόγω της αμερικανικής υπηκοότητάς του. Εμεινε κρατούμενος έναν χρόνο και αποφυλακίστηκε το 1917, όταν δόθηκε αμνηστία. Συνελήφθη πάλι το 1918 και ενώ στην Ιρλανδία εξελέγη πρόεδρος του επαναστατικού κόμματος Σιν Φέιν (Εμείς οι ίδιοι), αυτός δραπέτευσε από τη φυλακή και διέφυγε μεταμφιεσμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί αγωνίστηκε για τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης ως προς τη βίαιη συμπεριφορά της Αγγλίας απέναντι στους επαναστατημένους Ιρλανδούς και συνέλεξε πάνω από ένα εκατομμύριο στερλίνες για τους σκοπούς του IRA (Ιρλανδικού Επαναστατικού Στρατού).
Εμφύλια σύρραξη
Το 1921 στο Λονδίνο εκπρόσωποι της Ιρλανδίας συνήψαν με την αγγλική κυβέρνηση συμφωνία με την οποία ιδρυόταν το λεγόμενο Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος. Το νέο κράτος θα διέθετε αυτονομία αλλά θα τελούσε υπό καθεστώς αγγλικής κτήσης. H συμφωνία δεν περιελάμβανε τη Βόρεια Ιρλανδία και επέβαλλε στους Ιρλανδούς όρκο πίστεως στο αγγλικό στέμμα.
Μετά την επιστροφή του στην Ιρλανδία ο ντε Βαλέρα, οπαδός της πλήρους και άνευ όρων ανεξαρτησίας όλης της χώρας, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη συμφωνία, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πολυαίμακτη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στους Ιρλανδούς (1922-23). H παράταξη του ντε Βαλέρα, ο οποίος το 1922 παραιτήθηκε από την προεδρία του Σιν Φέιν, ηττήθηκε και ο ίδιος βρέθηκε πάλι στη φυλακή.
Μετά την αποφυλάκισή του ο ντε Βαλέρα ίδρυσε το 1924 νέο κόμμα, το Φιάνα Φάιλ (Μαχητές της Ιρλανδίας). Οταν στις εκλογές του 1927 το κόμμα του κέρδισε μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων, ο ντε Βαλέρα έπεισε τους οπαδούς του να αποδεχθούν τον όρκο πίστεως χαρακτηρίζοντάς τον «κενή πολιτική φόρμουλα». Αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πλέον στο ιρλανδικό κοινοβούλιο ο ντε Βαλέρα άσκησε οξύτατη κριτική στην κυβέρνηση του Γουίλιαμ Τόμας Κοσγκρέιβ και υπερασπίστηκε με θέρμη αιτήματα όπως η κατάργηση του όρκου πίστεως στο αγγλικό στέμμα, του άγγλου γενικού διοικητή, της Γερουσίας με την τότε σύνθεσή της κ.ά.
Κόβοντας τους δεσμούς
Στις εκλογές του 1932 ο ντε Βαλέρα κατήγαγε περιφανή νίκη σε βάρος του Κοσγκρέιβ και έγινε πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας και το υπουργείο Εξωτερικών. Αμέσως έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα βαθμιαίας αλλά συστηματικής απομάκρυνσης από την Αγγλία καταργώντας έναν προς έναν τους δεσμούς που ένωναν τις δύο χώρες. Στο κοινωνικό επίπεδο ο ντε Βαλέρα ακολούθησε φιλολαϊκή πολιτική εφαρμόζοντας μεταρρυθμιστικά μέτρα για τη βελτίωση της θέσης των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων του πληθυσμού. Επιδιώκοντας να καταστήσει τη χώρα του αυτάρκη ενίσχυσε τη δημιουργία βιομηχανιών.
Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλε ο ντε Βαλέρα για την αποκατάσταση της ιρλανδικής γλώσσας και για την προώθηση της χρήσης της. Μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του, το 1937, με το νέο σύνταγμα που θεσπίστηκε με δημοψήφισμα, το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος μετονομάστηκε Εϊρε, όπως λέγεται η Ιρλανδία στα ιρλανδικά. Οι δεσμοί με την Αγγλία καταλύθηκαν ολοκληρωτικά, η αγγλική μοναρχία κηρύχθηκε έκπτωτη στην Ιρλανδία και η συμπαράταξη με το Λονδίνο αφέθηκε στην καλή προαίρεση του κυρίαρχου ιρλανδικού κράτους.
Αναγνώριση στο εξωτερικό
Στο εξωτερικό ο ντε Βαλέρα απέκτησε μεγάλο κύρος όταν ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών το 1932 και της Συνέλευσής της το 1938, καθήκοντα στα οποία αντεπεξήλθε με επιτυχία. Επίσης ο ντε Βαλέρα επεδίωξε τον τερματισμό του οικονομικού πολέμου με την Αγγλία, ο οποίος είχε εγκαινιασθεί από την εποχή της ανόδου του στην εξουσία. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλεν, ανήσυχος λόγω της απειλής πολέμου που ήταν διάχυτη στην Ευρώπη, επιθυμούσε και αυτός τη μείωση της έντασης με την Ιρλανδία, και έτσι οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες άρχισαν να βελτιώνονται.
Τη μετριοπαθή στάση που είχε υιοθετήσει πλέον ο ντε Βαλέρα έσπευσε να τη στηρίξει και στο εσωτερικό της χώρας περιορίζοντας τη δράση των ακραίων στοιχείων με την ενίσχυση των μέτρων και των δυνάμεων για την τήρηση της τάξης. H πολιτική αυτή επέσυρε εις βάρος του την κατηγορία του αυταρχισμού. Παρ’ όλα αυτά ο ντε Βαλέρα δεν έπαψε ποτέ να προβάλλει και να υπερασπίζεται το αίτημα για την απελευθέρωση της Βόρειας Ιρλανδίας, την απόσπασή της από την αγγλική κυριαρχία και την ένωσή της με το Εϊρε.
Κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ντε Βαλέρα ακολούθησε στάση ουδετερότητας και η Ιρλανδία δεν συμπαρατάχθηκε με κανένα από τα εμπόλεμα στρατόπεδα. H Αγγλία άσκησε ισχυρή πίεση για να έχει την Ιρλανδία στο πλευρό της κατά τον πόλεμο αλλά ο ντε Βαλέρα επέμεινε στην απόφασή του έχοντας διακηρύξει ότι η χώρα του θα αντιστεκόταν σε ενδεχόμενη επίθεση από οποιαδήποτε πλευρά.
Γερμανόφιλη ουδετερότητα
Μετά τον πόλεμο η στάση αυτή του ντε Βαλέρα δεν έμεινε χωρίς συνέπειες για τη χώρα του. H ιρλανδική ουδετερότητα ερμηνεύθηκε ως γερμανόφιλη, κυρίως από τη Σοβιετική Ενωση, η οποία ματαίωσε όλες τις απόπειρες της Ιρλανδίας να γίνει μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, στόχος που δεν επετεύχθη παρά δέκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, το 1955.
Το 1948 η μακρά παραμονή του ντε Βαλέρα στην εξουσία (είχε διατελέσει επί 16 συνεχή χρόνια πρωθυπουργός) προκάλεσε την αντίδραση των άλλων κομμάτων, τα οποία, στις εκλογές εκείνου του χρόνου, συνασπίστηκαν και τον κατενίκησαν. Σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Τζον Κοστέλο και ο ντε Βαλέρα βρέθηκε στην αντιπολίτευση.
H κυβέρνηση συνασπισμού του Κοστέλο έμεινε μόνο τρία χρόνια στην εξουσία αλλά έλαβε μια σημαντική απόφαση που ο ντε Βαλέρα την είχε αποφύγει: στις 18 Απριλίου 1949, με νόμο που είχε ψηφίσει το ιρλανδικό κοινοβούλιο, το Εϊρε μετονομάστηκε Δημοκρατία της Ιρλανδίας και έτσι κόπηκαν επίσημα όλοι οι δεσμοί με το Βρετανικό Στέμμα.
Ο ντε Βαλέρα επανήλθε ως πρωθυπουργός από το 1951 ως το 1954 και πάλι από το 1957 ως το 1959, οπότε παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και από την αρχηγία του κόμματός του για να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της Δημοκρατίας. Κέρδισε την εκλογή με μεγάλη πλειοψηφία, αλλά το 1966 επανεξελέγη με πλειοψηφία θεαματικά μειωμένη. Αποσύρθηκε τον Μάιο του 1973 σε ηλικία 90 ετών και πέθανε στα 93 του.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ