» Εχω συνεργαστεί με πολλούς ατάλαντους»
Στα γυμνασιακά του χρόνια βοηθά τον αδελφό του Βασίλη, σκηνογράφο τότε της Λυρικής Σκηνής, στη ζωγραφική εκτέλεση των σκηνικών. Λίγα χρόνια αργότερα βρίσκεται βοηθός στο πλευρό του Γιάννη Τσαρούχη και χώνεται κάθε τόσο στα υπόγεια του Εθνικού για να δει από κοντά τα κοστούμια του Αντώνη Φωκά. «Με επηρέασε στη λατρεία του υλικού, μπήκα όμως στον χώρο όταν αυτός αποχωρούσε». Στα 25 του περνά ατέλειωτα βράδια συζητώντας με μορφές πνευματικές της εποχής όπως ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Μόραλης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας… Οι «δάσκαλοι» αυτοί θα τον βοηθήσουν να διαμορφώσει με τα χρόνια την προσωπική του τέχνη του οράν και οι κουβέντες τους θα συνεχίσουν να κατοικούν στη σκέψη του ακόμη και σήμερα που τα σκηνικά και τα κοστούμια του για το θέατρο και τον κινηματογράφο έχουν κάνει πια πολλές φορές τον γύρο του κόσμου.
Απέναντί μας ο Διονύσης Φωτόπουλος για μια κουβέντα που θα περιστραφεί συχνά γύρω από λέξεις όπως ποίηση, ταλέντο, φόρμα και σιωπή αλλά και γύρω από θέματα που απασχολούν αυτό τον καιρό τη σκέψη του, όπως το «γεμάτο μνήμες» «Ξενία» της Επιδαύρου που προορίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του να στεγάσει υπηρεσίες της εκεί Εφορείας Αρχαιοτήτων: «Το πρόβλημα υπάρχει ακόμη με την υπουργό Πολιτισμού. Σε μια δημοσίευση έκανε λόγο για πείσματα που σβήνουν μέσα στον χειμώνα και αβασάνιστες προτάσεις. Δεν απαντάς όμως έτσι, ως υπεύθυνος του Πολιτισμού, σε ανθρώπους με την πνευματική οντότητα ενός Γιάννη Κόκκου, ενός Μιχάλη Κακογιάννη, ενός Ζυλ Ντασσέν, ενός Γιώργου Χειμωνά… Συζητάς το θέμα και δυστυχώς οι προσπάθειες που έγιναν για συζήτηση δεν κατέληξαν πουθενά. Αναμένουμε, προτού επανέλθουμε σε δημοσιεύσεις επιστολών που έχουμε συγκεντρώσει, μια συζήτηση περισσότερο εποικοδομητική».
Αφορμή για τη συνάντησή μας μαζί του, η επιστροφή του στο αρχαίο δράμα με τον «Αγαμέμνονα» που ανέβασε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στο «Θησείο» αλλά και οι νέες δουλειές του που θα τον ταξιδέψουν τους επόμενους μήνες στη Θεσσαλονίκη, στη Μύκονο, στο Κολοράντο, στη Ρώμη, στο Παρίσι…
Ο «Αγαμέμνονας» και η Επίδαυρος
«Συνάντησα τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στους Δελφούς το περασμένο καλοκαίρι. Μου πρότεινε να συνεργαστούμε, με ενδιέφερε η δουλειά του και από την άλλη έτυχε να βρίσκομαι στην Ελλάδα αυτό το διάστημα. Καθήσαμε και προσπαθήσαμε λοιπόν να βρούμε, όσο και αν είμαστε αντίθετοι, μνήμες κοινές για να πιαστούμε και να καταπραΰνουμε τις υπεροψίες μας. Υπήρχαν πράγματα που είχαν ήδη κατασκευαστεί σε ένα πρώτο στάδιο και που προσπάθησα να προσαρμόσω στη δική μου αισθητική. Από την άλλη, κύριο μέλημά μου ήταν τα σχήματα των ρούχων και των αντικειμένων μου να ταιριάξουν με τις σιωπές της παράστασης, τα βλέμματα και τις χειρονομίες». Οσο και αν προκάλεσε αίσθηση η επιστροφή του Διονύση Φωτόπουλου στη θεατρική μας καθημερινότητα με μια «οφ Μπρόντγουεϊ» σκηνή, δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο γνωστός σκηνογράφος επέλεξε έναν τέτοιο «δρόμο»: «Στο παρελθόν υπήρξαν οι συνεργασίες μου με σκηνοθέτες όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, κατά καιρούς κουβεντιάζουμε διάφορα με τον Θόδωρο Τερζόπουλο, αλλά είναι θέμα ημερομηνιών να συμπέσουμε».
Στην πορεία του προς τον «Αγαμέμνονα» ο Διονύσης Φωτόπουλος συνάντησε «σημεία» που αφορούν την προβληματική του πάνω στο αρχαίο δράμα. «Οπως η Πάροδος, π.χ., ή εκείνη η κραυγή απάντησης της Κασσάνδρας σε ένα τραγούδι του Αγαμέμνονα». «Πράγματα» σαν και αυτά αναζητεί άλλωστε ο σκηνογράφος από την πρώτη του ήδη ενασχόληση με την αρχαία τραγωδία το 1972 με την «Ορέστεια» στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη και σκηνικά Κλεόβουλου Κλώνη, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια την παρθενική δουλειά του στην ταινία «Οιδίπους Τύραννος» του Oswald Deptke το 1966. «Πρόκειται για ψήγματα που δεν σου δίνουν λύσεις αλλά που καθαρίζουν τον δρόμο. Οταν υπάρχουν αυτές οι στιγμές σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης έχει βρει και έναν τρόπο φόρμας. Υπήρξαν τέτοιες στον «Αγαμέμνονα» του Στάιν, στην «Ηλέκτρα» του Σερμπάν… Το αρχαίο δράμα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, μια ζωντανή ποίηση που δεν επηρεάζεται από την αλλαγή των αισθητικών ή του βλέμματος των θεατών. Λύση στον χώρο αυτό δεν μπορεί να βρεθεί ποτέ γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα θέατρο άλλης κοινωνίας, άλλων συνθηκών. Απλώς πρέπει να βρεθούν ευαίσθητοι σκηνοθέτες και προβληματισμένοι καλλιτέχνες που να μας κάνουν κατά καιρούς να νιώσουμε ότι αγγίζουν κάποιες λύσεις». Τα τελευταία χρόνια ο Διονύσης Φωτόπουλος αναζητεί τα ψήγματα αυτά σε χώρους κλειστούς.
Ο «Τάνταλος» και οι σκηνοθέτες
Το ερχόμενο καλοκαίρι ο Διονύσης Φωτόπουλος θα βρίσκεται στο Κολοράντο των Ηνωμένων Πολιτειών για μία ακόμη συνεργασία με τον Πίτερ Χολ. Θα κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια στον «Τάνταλο» του Τζον Μπάρτον που έχει προγραμματιστεί να ανεβεί τον Οκτώβριο του 2000. «Πρόκειται για μια δεκαλογία του Μπάρτον πάνω στη γέννηση των αρχαίων μύθων με συνδετικό «κρίκο» έναν γέρο ποιητή-φιλόσοφο. Θα παρουσιαστεί σε τρεις πεντάωρες παραστάσεις που θα δίνουν τη θέση τους σε έναν δεκαπεντάωρο μαραθώνιο». Ο «Τάνταλος» αποτελεί την τρίτη συνεργασία του Διονύση Φωτόπουλου με τον διεθνούς φήμης βρετανό σκηνοθέτη προηγήθηκε η «Λυσιστράτη» το 1993 και η παράσταση των δύο σοφόκλειων τραγωδιών («Οιδίπους Τύραννος» – «Οιδίπους επί Κολωνώ») το 1996. «Πόσο εύκολο είναι να συνεργάζομαι με τον Χολ; Οσο είναι και για αυτόν εύκολο να συνεργάζεται μαζί μου! Ξέρετε, εμείς οι σκηνογράφοι είμαστε σαν ένα είδος εξομολογητών για τους σκηνοθέτες. Σε σύγκριση πάντως με τον Πέτερ Στάιν θα σας έλεγα ότι ο Χολ είναι περισσότερο εύπλαστος. Μπορεί μια ιδέα να του καταργήσει εντελώς μια άλλη. Ο Στάιν, από την άλλη, είναι ένας πολύ οργανωμένος σκηνοθέτης. Εχει ένα όραμα και είναι αυτό που καλείσαι να υπηρετήσεις. Γνωρίζει, δηλαδή, με ακρίβεια από την αρχή το πώς θέλει να αποδώσει το κείμενο». Η τελευταία συνεργασία του με τον Στάιν ήταν στον «Αμλετ» που ανέβασε στη Μόσχα τον περασμένο χειμώνα. «Προσπαθώ να κάνω μία μόνο δουλειά στο εξωτερικό κάθε χρόνο και το υπόλοιπο διάστημα να βρίσκομαι στην Ελλάδα. Ταξιδεύω πολύ, πέρυσι έκανα 37 ταξίδια, έχω προτάσεις για δουλειές στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, δεν θα μπορούσα όμως να ζω μονίμως έξω και να κάνω καριέρα εκεί. Γιατί; Επειδή λειτουργώ ως Ελλην. Επειδή έτσι έχω επιλέξει να διαμορφώσω τη ζωή μου, τη δουλειά μου… Να σας πω την αλήθεια, δεν καταλαβα ποτέ πού αρχίζει το ένα και πού σταματάει το άλλο. Πολλές φορές σκέπτομαι, αυτή η όπερα είναι ευκαιρία, ο σκηνοθέτης είναι καλός κτλ. Η μόνη ευκαιρία που δίνεται για μένα στον άνθρωπο είναι να ζήσει. Την έχασε, τελείωσε».
Με αφορμή τον «Κυανοπώγωνα»
Η συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο Ρήγο στο μπαλέτο «Κυανοπώγωνας», μια παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που θα κάνει πρεμιέρα στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στις αρχές του Απριλίου με τη συμμετοχή των χορευτών της «Οκτάνας», θα φέρει τον σκηνογράφο για τρίτη φορά αντιμέτωπο με τον κόσμο του χορού. «Ο «Κυανοπώγωνας» με ενδιέφερε γιατί είναι ένας μύθος πάνω από τα όρια που μου δημιουργεί εικόνες. Δεν με ενδιαφέρουν τα καθημερινά θέματα. Από την άλλη, με ενδιαφέρει ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο Ρήγος τους χορευτές του. Εχοντας βάσεις στο μπαλέτο και με τις μνήμες των τυπικών κινήσεων να τον αφορούν, δεν φοβάται να φθάσει στον μεταμοντέρνο αμερικανικό χορό. Επιπλέον, αν μπορέσεις να τον συγκρατήσεις, βλέπεις ότι δεν φοβάται το κιτς και εγώ έχω βαρεθεί τόσο τη μανιέρα και την καταπίεση που μας έχει δημιουργήσει το αρχέτυπα ωραίο». Οι επόμενες εβδομάδες θα τον βρουν στη συμπρωτεύουσα, όπου δεν αποκλείεται μάλιστα να στήσει μια μεταμεσονύκτια παράσταση για φίλους με θέμα τη γένεση του Κυανοπώγωνα. Μια δεύτερη δοκιμή σκηνοθεσίας; «Μετά την πρώτη μου απόπειρα με την όπερα «Πυλάδης» του Γιώργου Κουρουπού το 1991 είχα διάφορες προτάσεις για να σκηνοθετήσω. Κάποιες από αυτές θα έπρεπε να με παρασύρουν, δεν έχω όμως την υπομονή να ασχοληθώ με τους ηθοποιούς. Δεν μου αρέσει να πείθω, να εξηγώ και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν ανέλαβα ποτέ κάποια δημόσια θέση. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο θα τοποθετήσω μια καρέκλα, ένα τραπέζι πάνω στη σκηνή… Μου αρέσει να «ακούω» το αποτέλεσμα του λόγου μέσα από τα νεκρά αντικείμενα. Ισως είναι θέμα υπεροψίας τα νεκρά αντικείμενα δεν μου φέρνουν αντιρρήσεις!».
Ο «Βυσσινόκηπος» και οι βραβεύσεις
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Διονύσης Φωτόπουλος έχει «χρεωθεί» μία ιδιότροπη συμπεριφορά. «Τι σημαίνει υπερόπτης; Αυτοπεποίθηση έχω αλλά τη θέτω μονίμως υπό αμφισβήτηση. Δεν σταμάτησα ποτέ για να γευθώ τις δάφνες μου. Με γοητεύει συνέχεια να κινούμαι… Μου αρέσει να χουχουλιάζω αλλά ποτέ επαναπαυόμενος. Υπάρχουν φορές στην Επίδαυρο που κάθομαι μπροστά στη θάλασσα και τη χαζεύω αλλά ακόμη και τότε συμβαίνουν πράγματα μέσα μου. Το ότι δεν πηγαίνω στις πρεμιέρες των έργων μου ή στις βραβεύσεις είναι απλώς γιατί δεν νιώθω άνετα!». Η κουβέντα στρέφεται γρηγορα στο εφετεινό Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου δεν παρέλαβε τα βραβεία του για τη δουλειά που έκανε στον «Βυσσινόκηπο», την τελευταία ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. «Στη Θεσσαλονίκη έχω βραβευθεί οκτώ φορές και ποτέ κανένας δεν σκέφθηκε ότι η επιβράβευση μιας δουλειάς εξαρτάται από το αν θα παρίσταται ή όχι ο υποψήφιος στην τελετή. Εφέτος συνέβησαν διάφορα περίεργα. Ο παλιός μου φίλος Παναγιώτης Παναγιώτου, πρόεδρος σήμερα της ΕΡΤ ΑΕ, με επέπληξε που δεν παρέλαβα τα βραβεία μου και άφησε άφωνους τους παρευρισκομένους. Δεν μπορώ να καταλάβω τη λογική των ανθρώπων της τηλεόρασης που έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι τα πάντα ξεκινάνε και τελειώνουν σε αυτό το κουτί».
Η κουβέντα παραμένει στον χώρο του κινηματογράφου και στις «Νύφες», τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη στην οποία καθήκοντα διευθυντή παραγωγής εκτελεί ο Μάρτιν Σκορσέζε. «Θα κάνω τα σκηνικά και τα κοστούμια, η διαδικασία όμως είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα! Τίποτε δεν αποκλείει στο αναμεταξύ να γυρίσει ο Βούλγαρης μία άλλη ταινία, η οποία θα είναι πάλι συμπαραγωγή με το εξωτερικό και στην οποία θα λαμβάνουν μέρος και ξένοι ηθοποιοί». Σε λίγες ημέρες εξάλλου ο Διονύσης Φωτόπουλος θα αρχίσει να κάνει ρεπεράζ στη Μύκονο για τη νέα ασπρόμαυρη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενός σκηνοθέτη με τον οποίο έχει δουλέψει πολλές φορές στο παρελθόν.
Οι ατάλαντοι και οι αναδρομικές
Παρά τη διαφοροποίηση της τεχνικής του ανάλογα με το εκάστοτε μέσο, η αφετηρία μένει πάντα αναλλοίωτη: «Είναι η αγωνία του να ανακαλύψεις την ποίηση που έχει ένα κείμενο και τον τρόπο που θα την ερμηνεύσεις. Δεν ξέρω τι σημαίνει πλήξη, ξέρω όμως τι σημαίνει ανησυχία. Υπάρχουν φορές που οι συνεργάτες σου συμφωνούν σε ένα ύφος παράστασης και τότε ανησυχώ γιατί νιώθω πως είναι αδύναμοι. Αισθάνομαι πιο ήσυχος όταν έρχονται οι τσακωμοί και οι διαφωνίες και εκείνες οι ώρες που κλείνεσαι στο στούντιο με το κείμενο, τις μουσικές και τον εαυτό σου προκειμένου να νιώσεις ότι όλες αυτές οι συζητήσεις γίνονται μέρος του ιδρώτα σου». Από την άλλη, υπάρχει πάντα και το θέατρο εκείνο όπου «το εικαστικό μέρος δεν σημαίνει συνέχεια της κραυγής ή της κίνησης». «Κάποτε μάλωνα με τον Τσαρούχη. Θεωρούσα κρίμα να σπαταλάει ενέργεια στο θέατρο ενώ μπορούσε να ζωγραφίσει μόνος του, με τις αγωνίες του. Υστερα το παιχνίδι αυτό έγινε για μένα ένας τρόπος ζωής. Αρχισα να επιλέγω τους σκηνοθέτες που θεωρώ ταλαντούχους, να κουμαντάρω τους ατάλαντους. Ξέρεις, χωρίς να το καταλάβω, τώρα που κάνω έναν απολογισμό βλέπω ότι έχω κάνει φοβερές συναλλαγές στη ζωή μου. Συναλλαγές με… ατάλαντους. Στην πραγματικότητα από τις 450 δουλειές μου οι 400 έγιναν με ατάλαντους! Ξέρετε, πολλά έργα είναι ανώδυνα. Εργα που κάνουμε δηλαδή για χρήματα ή σαν ένα είδος διεκπεραίωσης γιατί πρέπει να βοηθήσουμε έναν φίλο ή μία φίλη. Αλλά το ότι έχω κάνει 50 με ταλαντούχους και από αυτά θεωρώ και 10 καλά είναι ένας μεγάλος αριθμός». Διαχωρίζει την «επαγγελματική προσέγγιση του θεάτρου» από την «προσέγγιση ψυχής», δεν μετανιώνει όμως για τίποτε. «Το θέμα είναι αν έχεις περίσσευμα ψυχής έτσι ώστε να δίνεις από αυτό και στις επαγγελματικές δουλειές σου».
Η απολογιστική διάθεση από ό,τι φαίνεται θα παραμείνει στον «δρόμο» του και το επόμενο διάστημα, αφού στο τέλος της χρονιάς το Palazzo delle Esposizioni της Ρώμης θα εγκαινιάσει μια μεγάλη αναδρομική του έκθεση, έπειτα από πρόταση της Ενωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, έκθεση που θα μεταφερθεί στις αρχές του 2001 στο παρισινό Μπομπούρ, ενώ εδώ και λίγες ημέρες στο Βασιλικό Θέατρο παρουσιάζεται έκθεση αφιερωμένη στα 26 χρόνια της συνεργασίας του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. «Πολλά μνημόσυνα! Συνειδητοποιεί κανείς ότι γερνά χωρίς να το υποψιαστεί!».