Βοήθεια! Το παιδί μου καπνίζει χασίς

Οταν τα ναρκωτικά χτυπούν την πόρτα μας Βοήθεια! Το παιδί μου καπνίζει χασίς ΝΑΤΑΣΑ ΡΟΥΓΓΕΡΗ, ΜΑΧΗ ΤΡΑΤΣΑ, ΜΑΓΔΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, Λ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ «Μια τζούρα χόρτο κάθε τόσο, δεν τρέχει και τίποτα, όλοι το δοκιμάζουν», λέει ο Θ.Ρ., ετών 17, μαθητής. Ολοι το δοκιμάζουν; Το φαινόμενο είναι γενικευμένο; Τι λένε τα παιδιά, τι συμβουλεύουν οι ειδικοί και πώς αντιδρούν οι




«Μια τζούρα χόρτο κάθε τόσο, δεν τρέχει και τίποτα, όλοι το δοκιμάζουν», λέει ο Θ.Ρ., ετών 17, μαθητής. Ολοι το δοκιμάζουν; Το φαινόμενο είναι γενικευμένο; Τι λένε τα παιδιά, τι συμβουλεύουν οι ειδικοί και πώς αντιδρούν οι γονείς; Οδοιπορικό από το σχολείο στο σπίτι, στον πυρήνα μιας νέας σύγκρουσης γενεών.


ΣΥΜΒΟΛΟ εξέγερσης, πρόκλησης και αμφισβήτησης μιας γενιάς πριν από 30 χρόνια, σήμερα το χασίς επιστρέφει στην επικαιρότητα απογυμνωμένο από κάθε ιδεολογική φόρτιση και γι’ αυτό πολύ πιο επικίνδυνο.


Αν τότε οι «οπαδοί» τής ινδικής καννάβεως ήταν μέλη ενός κινήματος με χαρακτηριστικά, γλώσσα και συμπεριφορά που εύκολα ξεχώριζες ­ μακριά μαλλιά, ινδικά χαϊμαλιά, λουλουδάτα φορέματα, ροκ συναυλίες, Μάο, Μαρκούζε, Τσε ­, σήμερα το χασίς έχει γίνει «δημοκρατικό», «διαταξικό». Το βρίσκεις παντού: από τα στέκια των εφήβων προλετάριων της Δυτικής όχθης ως τα καλά ιδιωτικά σχολεία των βορείων προαστίων.


Γιατί η ινδική κάνναβις, το χασίς, η μαριχουάνα, το τσιγαριλίκι, το χόρτο ή όπως αλλιώς λέγεται είναι για τη γενιά του ’90 μία μόνο από τις πολλές επιλογές που έχουν. Μπορεί να καπνίζουν ή όχι. Μπορεί να προτιμούν άλλον τρόπο «για να φτιαχτούν». Αλλά σχεδόν κανείς δεν θεωρεί ότι είναι κάτι κακό.


«Για να φτιαχτούμε στο μπαρ», λέει η Α.Χ., 18 ετών, «πρέπει να πιούμε 3-4 ποτά. Ετσι, προτού βγούμε εγώ και η παρέα μου κάνουμε ένα τσιγαριλίκι και ξεκινάμε τη νύχτα απογειωμένοι. Μας έρχεται πιο φθηνά».


Και είναι αυτή ακριβώς η παιδική ειλικρίνεια με την οποία οι έφηβοι αντιμετωπίζουν το φαινόμενο, σαν κάτι το φυσιολογικό, το συνηθισμένο, που έχει πανικοβάλει τους γονείς. Τι μπορούν και τι πρέπει να κάνουν; Αναρωτιούνται και ρωτούν αγωνιωδώς ειδικούς και μη.


«Φόβος; Μακάρι να ήταν απλά φόβος. Είμαι πανικοβλημένος», λέει ο Δ.Ε., δημοσιογράφος, και εξηγεί: «Με τρώει η αγωνία γιατί φοβάμαι ότι αν ο γιος μου δοκιμάσει το χασίς, θα θελήσει μετά να δοκιμάσει και άλλα σκληρά ναρκωτικά. Φοβάμαι ότι το χασίς θα τον βάλει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή».


Αλλά γιατί ένα 14χρονο παιδί, καλής οικογένειας, αναθρεμμένο με υγιείς αρχές από δύο γονείς που στέκονται δίπλα του και το θωρακίζουν ψυχολογικά με όλα τα όπλα που προσφέρει η σύγχρονη παιδαγωγία, θα περάσει από την τζούρα στον κύκλο της ηρωίνης; Η Α.Π., καθηγήτρια και μητέρα ενός κοριτσιού 15 ετών, απαντάει: «Γιατί το χασίς είναι συνδεδεμένο με την κουλτούρα της ανίας, της παραίτησης, της απολιτικοποίησης. Οδηγεί στην ιδεολογία των ναρκωτικών».


Η κυρία Α.Π. είναι η φωνή αγωνίας όλων των γονιών. Ανεξαρτήτως ιδεολογικής και πολιτικής τοποθέτησης.


Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσεις μια μητέρα πανικόβλητη που ψηφίζει ΝΔ από έναν πατέρα που αγωνιά και ψηφίζει ΠαΣοΚ ή ΣΥΝ. Ολοι ή σχεδόν όλοι γνωρίζουν ότι από καθαρά νευροφυσιολογικής άποψης η χρήση ινδικής καννάβεως ή των παραγώγων της δεν οδηγεί στα σκληρά ναρκωτικά. «Αλλά γνωρίζουν επίσης», μας λέει ο κ. Γ. Τέντης, ψυχολόγος θεραπευτής του ΚΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), «ότι η σύνδεση ελαφρών και σκληρών ναρκωτικών είναι ψυχολογική».


«Το χασίς», προσθέτει ο κ. Τέντης, «δεν είναι το πρόβλημα, αλλά το σύμπτωμα άλλων προβλημάτων. Κάποιος που καπνίζει χασίς δεν κάνει κάποια αμαρτία, αλλά αν έχει ψυχολογικά προβλήματα μπορεί να οδηγηθεί σε καταστροφικές και αγιάτρευτες καταστάσεις».


Για τους γονείς που είναι συντηρητικοί υπάρχει και ο πρόσθετος φόβος ότι το παιδί τους θα αποκτήσει κακές συναναστροφές, «αναρχικούς, υπόκοσμο ή δεν ξέρω τι…», όπως λέει ο Γ.Δ., υπάλληλος τράπεζας, παρέες που θα τον αποξενώσουν από τις οικογενειακές αρχές. «Θα του αλλάξουν τα μυαλά».


Οι άλλοι, οι προοδευτικοί, πολλοί από τους οποίους «έζησαν το ’68» και δοκίμασαν τον «απαγορευμένο καπνό», το ρίχουν στην «απολιτικοποίηση». Καλύπτουν τον φόβο τους με πολιτικό ένδυμα: «Οι νέοι σήμερα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα», λέει ο Γ.Ζ., στέλεχος επιχείρησης, «που έζησε τον Μάη στο Παρίσι».


«Δεν έχουν ενδιαφέροντα, δεν έχουν στόχους», επικροτεί ο Ε.Ν., ιδιωτικός υπάλληλος, ο οποίος, «όταν έγινε το Πολυτεχνείο, είχε πάει απ’ έξω για συμπαράσταση».


Και οι στατιστικές έρευνες φαίνεται να τους δίνουν δίκιο: το φαινόμενο χασίς, λένε οι ειδικοί, είναι άγνωστο μόνο στους χώρους των πολιτικών νεολαιών. «Καλύτερα Κνίτης παρά τοξικομανής», λέει η Χ.Κ., νοσοκόμα και εδώ και 15 χρόνια ενεργό μέλος του ΠαΣοΚ, και εξομολογείται: όταν προ ημερών ο 15χρονος γιος της ανήρτησε πάνω από το κρεβάτι του ένα αυτοκόλλητο της ΚΝΕ, έτριψε τα χέρια της ικανοποιημένη.


Για τους ειδικούς, όμως, τουλάχιστον ορισμένους από αυτούς, η αγωνία των γονιών για τον κίνδυνο χασίς είναι ένα άλλοθι. «Κρύβουν έτσι τις αμφιβολίες τους για τις επιλογές των παιδιών τους», γράφει στο «Espresso» η Αννα Ολιβιέρο Τοσκάνι, καθηγήτρια Παιδοψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. «Οι γονείς θα ήθελαν τα παιδιά τους να είχαν ξεκάθαρες ιδέες από την εφηβεία.


Αλλά η εφηβεία είναι μια περίοδος αμφιβολιών, κρίσεων, άγχους. Είναι η μεταβατική περίοδος από τον κόσμο των μικρών στον κόσμο των μεγάλων». Και είναι σε αυτή την περίοδο, σε αυτό το κενό όπου βρίσκεται ο έφηβος, σε αυτή την κρίση ταυτότητας, όπου το χασίς μπορεί πράγματι να είναι επικίνδυνο. Μπορεί να γίνει ένα μόνιμο υποκατάστατο της προσωπικότητας».


Και εδώ βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος: η κουλτούρα των ναρκωτικών που μπορεί να κάνει σκλάβο της για πάντα τον νέο. «Ο κίνδυνος», λέει η Μάρθα Δογάνη, ψυχολόγος, «είναι όταν τα παιδιά αισθάνονται ότι ο κόσμος των μεγάλων είναι ψεύτικος, βρώμικος. Τότε σκέφτονται «γιατί όχι στα ναρκωτικά;»». «Γιατί υπάρχει κίνδυνος να σε μετατρέψει σε ένα άβουλο ον, σε ζόμπι», είναι η απάντηση του Λ., 60 χρόνων, ο οποίος στα νιάτα του είχε θελήσει να έχει την εμπειρία (όταν το χασίς ήταν περιορισμένο στους χώρους του λούμπεν προλεταριάτου), στον γιο του. «Πριν από 40 χρόνια είχα κάνει τις τζούρες μου και εγώ», λέει. «Μετά σταμάτησα, αλλά ο γιος μου θα σταματήσει;».


Θα καταλάβει ο γιος του; Ναι, θα καταλάβει. Ο Β.Μ., 50 χρόνων, δημοσιογράφος, είχε και αυτός στα νιάτα του καπνίσει και του άρεσε. Μετά σταμάτησε γιατί τρομοκρατήθηκε από την κατάληξη (θάνατοι από υπερβολικη δόση, αυτοκτονίες, ψυχιατρεία, ληστείες) που είχαν φίλοι του που είχαν περάσει στην ηρωίνη. «Είναι θεμιτό», λέει, «να τα δοκιμάζεις όλα στη ζωή, αλλά πρέπει και να έχεις επίγνωση αυτού που κάνειςΩ το πού μπορεί να σε οδηγήσει. Η ζωή δεν είναι ο τεχνητός παράδεισος των ναρκωτικών».


Καταστολή, λοιπόν, ή απελευθέρωση; Αθώο ή ένοχο το χασίς;


Σίγουρα η καταστολή είναι η πιο εύκολη οδός, αλλά και η πιο βίαιη. Στην οικογένεια και στην κοινωνία. Είναι η εύκολη λύση για τους γονείς που δαιμονοποιώντας το πρόβλημα κλείνουν τα μάτια τους στα προβλήματα των παιδιών τους, για τα οποία το χασίς (είτε κάνουν χρήση είτε ­ και είναι ίσως η πλειονότητα ­ δεν το αγγίζουν) δεν είναι δαίμονας. Τα παιδιά που ομολογούν ότι γι αυτά είναι το ίδιο με το να καπνίζεις ένα Κάμελ.


Και που ίσως με αυτή την αφοπλιστική ομολογία τους θέλουν να δώσουν τη δική τους απάντηση στο πρόβλημα. Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο και δεν λύνεται με εύκολες και απλουστευτικές απαντήσεις… «Κάνει κακό όσο τέσσερα τσιγάρα»


«Η ΧΡΗΣΗ της καννάβεως, ακόμη και μακροχρόνια, δεν βλάπτει την υγεία». Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η μεγαλύτερη επιδημιολογική έρευνα που έγινε ποτέ και που τα αποτελέσματά της δημοσίευσε το έγκυρο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», τον Νοέμβριο του 1995. Οι περισσότεροι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η χρήση της καννάβεως αυτή καθαυτή δεν βλάπτει. Δεν υπάρχει, ισχυρίζονται, διαχωρισμός ­ από φαρμακολογικής και νευροβιολογικής πλευράς ­ μεταξύ των νομίμων ναρκωτικών (όπως το αλκοόλ και ο καπνός) και των παρανόμων, αλλά μεταξύ των ουσιών που προκαλούν και αυτών που δεν προκαλούν εθισμό. Σύμφωνα με αυτή την κατάταξη, η κάνναβις προκαλεί πολύ μικρότερο εθισμό όχι μόνο από την κοκαΐνη και την ηρωίνη αλλά και από τον καπνό και το αλκοόλ.


Οι επιστήμονες επισημαίνουν ωστόσο ότι η χρήση μαριχουάνας και χασίς αυξάνει τις πιθανότητες για βλάβες στο αναπνευστικό σύστημα. Ενα τσιγάρο που περιέχει 750 χιλιογραμμάρια χασίς έχει τις ίδιες βλαβερές συνέπειες στους πνεύμονες όσο τέσσερα κανονικά τσιγάρα. Η υπερβολική χρήση καννάβεως μπορεί να προκαλέσει ναυτία και τάση προς εμετό, κρίση άγχους και ταχυκαρδία. Ολα όμως αυτά τα συμπτώματα εξαφανίζονται μόλις τελειώσει η επίδραση του «χόρτου».


Και βεβαίως πρόκειται για συμπτώματα πολύ «ελαφρότερα» σε σύγκριση με τη δηλητηρίαση που μπορεί να προξενήσει η υπερβολική χρήση αλκοόλ και που μπορεί να προκαλέσει ως και κώμα.


Φώτης Κουβέλης, βουλευτής του ΣΥΝ. Εχει δύο κόρες ηλικίας 20 και 22 ετών. «Αν τα παιδιά μου κάπνιζαν χασίς, θα συζητούσα μαζί τους και μέσα από ειλικρινή διάλογο θα προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που τα οδήγησε στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Θα προσπαθούσα όμως ταυτόχρονα να εγκαταλείψω τις δικές μου προκατασκευασμένες αντιλήψεις και θα άκουγα προσεκτικά τις απόψεις των παιδιών μου προκειμένου να μπορέσω να ακυρώσω τα αίτια που τα έσπρωξαν σε αυτή την ενέργεια. Δεν ξέρω όμως αν θα τα κατάφερνα, γιατί τα αίτια αυτά ξεκινούν και μέσα από την οικογένεια, αλλά κυρίως έξω από αυτήν: είναι κοινωνικά».


Περικλής Κούκος, συνθέτης. «Χωρίς να διαχωρίζω, σε αυτή τη φάση, το χασίς από τα λεγόμενα σκληρά ναρκωτικά, η πρώτη μου αντίδραση θα ήταν να αναζητήσω ποιο είναι το κενό στην ψυχή ή στο μυαλό τους που έρχεται να καλύψει η χρήση του χασίς. Η στάση μου θα ήταν να βοηθήσω προς την εξερεύνηση διεξόδων ώστε να καλυφθεί αυτό το κενό. Αν το γενικοποιούσαμε, πιστεύω ότι τη συγκεκριμένη στιγμή περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα παιδιά μας χρειάζονται να πιστέψουν σε ιδέες και οράματα ώστε να διοχετευθεί προς αυτή την κατεύθυνση η δυναμική της ηλικίας τους. Ψυχραιμία».


Νίκη Τζαβέλλα, πρώην βουλευτής της ΝΔ. «Ούτε να το διανοηθώ δεν μπορώ. Ως πολιτικός και τεχνοκράτης θα μπορούσα να δώσω μια απάντηση. Ως μητέρα όμως νομίζω πως δεν θα είχα τη γενναιότητα να κάνω τίποτε. Με φοβίζει τόσο που δεν μπορώ να σκεφτώ πώς μπορεί να το αντιμετωπίσει ένας γονέας».


Αννα Παναγιωτοπούλου, ηθοποιός. «Πολύ δύσκολη ερώτηση. Την έχω θέσει κι εγώ στον εαυτό μου και όχι μόνο για το χασίς, αλλά για πιο σκληρά ναρκωτικά, και δεν έχω πάρει απάντηση. Το θέμα στο χασίς είναι το πού μπορεί να οδηγήσει. Νομίζω πως θα απευθυνόμουν σε ειδικούς για να μάθω πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις. Και πιστεύω ότι αντιμετωπίζονται δύσκολα γιατί οι λόγοι που οδηγούν στα ναρκωτικά είναι πολύ σοβαροί».


Χ. Π., καθηγητής φιλολογίας. Κάπνισε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του κάποια χρόνια πριν. Αν ψάξει κανείς για αιτία, δεν θα βρει. Ετσι απλά, για την παρέα. «Υπάρχει μια ολόκληρη «παραφιλολογία» που αφορά το χασίς. Εγώ μπορώ να το περιγράψω με δύο λόγια: είναι σαν ένα ποτήρι κρασί, σαν ένα ποτό, σε βοηθάει να χαλαρώσεις». Ο Χ.Π. ανήκει στην παραδοσιακή Αριστερά, είναι καθηγητής φιλολογίας, διδάσκει σε λύκειο της Θεσσαλονίκης και, αν και θα περίμενε κανείς να μην αντιδράσει στην περίπτωση όπου μάθαινε πως κάποιος μαθητής του κάνει χρήση χασίς, η θέση του δεν είναι η αναμενόμενη: «Θεωρώ ότι ένα παιδί ακόμη και 17 ετών δεν είναι αρκετά ώριμο ώστε να διακρίνει τα όρια. Μπορεί να θεωρήσει το χασίς σαν ένα σκαλοπάτι για κάτι χειρότερο, για σκληρά ναρκωτικά. Γι’ αυτό θα λάμβανα μέτρα. Θα ξεκινούσα με συζήτηση και θα προσπαθούσα να τοποθετήσω το θέμα στις σωστές διαστάσεις του. Και σίγουρα θα ανησυχούσα και θα είχα διαρκώς τα μάτια μου ανοιχτά».


Γ. Κ., διαφημίστρια. «Οταν επέστρεψα από ένα ταξίδι στο Κατμαντού, ανακάλυψα πόσοι άνθρωποι καπνίζουν χασίς. Ερχονταν όλοι και με ρωτούσαν αν βρήκα καλό πράγμα, σε τι τιμή, αν έφερα μαζί μου κλπ. Ανθρωποι που ποτέ δεν φανταζόμουν πως είχαν καπνίσει», λέει η ιδιαίτερα κομψή, καίτοι ροκ, διαφημίστρια Γ.Κ., η οποία στις τελευταίες εκλογές δεν μπήκε στον κόπο να ψηφίσει. «Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο. Η αίσθηση του απαγορευμένου «δίνει» παραπάνω στην απόλαυση. Είναι σαν να πίνεις κρασί. Αν το πουλούσαν στα περίπτερα, θα το έπαιρναν λιγότεροι. Τώρα στήνονται συγκεκριμένες παρέες γύρω από ένα τσιγάρο. Εγώ καπνίζω πια δύο – τρεις φορές τον χρόνο, όποτε τύχει». Και αν κάποια στιγμή ανακάλυπτε πως η 12χρονη σήμερα κόρη της κάπνιζε χασίς, «θα ευγνωμονούσα την τύχη μου που δεν παίρνει χημικά (έκσταση κλπ.) που μπορούν να σε τρελάνουν σε μια νύχτα. Θα φρόντιζα να της το βρίσκω εγώ, από το να τρέχει στις πλατείες όπου μπορούν να της πλασάρουν οτιδήποτε. Καλύτερα χασίς το Σαββατοκύριακο παρά ένα πακέτο τσιγάρα τη μέρα».


Κ. Χ., διευθυντής εταιρείας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο Κ.Χ. κάπνισε το πρώτο τσιγάρο από περιέργεια, όταν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο. «Αποτελεί έναν τρόπο επικοινωνίας, όσο και αν ακούγεται περίεργο, ιδιαίτερα σε μια ξένη χώρα. Πάντως, για να σου αρέσει, πρέπει να είσαι χαλαρός. Φτιάχνεις κεφάλι χωρίς να σου χαλάει το στομάχι». Σήμερα, με εμφάνιση chic decontracte ­ παλαιότερα αρκούνταν στο απλώς ατημέλητος ­, μπορεί για ώρες να σου αναπτύσσει τη θεωρία του: πως την Ελλάδα κατέστρεψαν τα δύο μεγάλα κόμματα. Στο δεκάχρονο παιδί του έχει μιλήσει ήδη για τις χημικές ουσίες και το χασίς. «Αν μάθαινα ότι καπνίζει, θα του εξηγούσα πως στην ηλικία του κάνει κακό, όπως το ποτό ή ένα απλό τσιγάρο. Θα του έλεγα να γίνει 25 και αν θέλει να δοκιμάσει. Αλλά ποτέ για τη μαγκιά της παρέας, ούτε για να ξεπεράσει κάποιο πρόβλημα, και βέβαια ποτέ πολλά τσιγάρα. Θα του έδινα να καταλάβει γιατί καπνίζω εγώ και θα του πρότεινα να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί. Ετσι θα το απομυθοποιούσα».


Κ. Α., γραφίστας. Δοκίμασε για πρώτη φορά στο σχολείο στα 17 του γιατί κάπνιζαν οι περισσότεροι φίλοι του. «Ημουν πλήρως ενημερωμένος και ήξερα τι έκανα. Επιπλέον γνώριζα και χρήστες ηρωίνης και την κατάστασή τους». Τότε δήλωνε αναρχικός. Σήμερα έχει διατηρήσει μόνο το μαύρο ένδυμα και ψηφίζει Συνασπισμό. «Καπνίζω όποτε το θελήσω και ποτέ μόνος μου. Το χασίς ακολουθεί τη διάθεσή σου, όπως και το ποτό. Ωστόσο, αν μάθαινα πως κάνει χρήση ο γιος μου (12 ετών), θα ανησυχούσα όπως και αν τον έβλεπα να πίνει ή να καπνίζει τσιγάρο. Ενα παιδί καπνίζοντας χασίς μπαίνει στη λογική του παράνομου και είναι εύκολο να συνεχίσει με κάτι πιο σκληρό. Αν γίνει ο διαχωρισμός και αποποινικοποιηθεί το χασίς, θα είναι σίγουρα καλύτερα».


* Η Μαρία, 17 ετών από το Περιστέρι, είναι μαθήτρια της τελευταίας τάξης του Γενικού Λυκείου και θέλει να σπουδάσει αγγλική φιλολογία. Πηγαίνει σχεδόν καθημερινά για καφέ στην πλατεία Μπουρναζίου και προσπαθεί να μη χάνει τα καλά rave parties. «Με το χασίς κάνεις κέφι, χορεύεις ως το πρωί. Μόνο σε πάρτι «πίνω» κανένα τσιγάρο. Μου είχαν προτείνει ecstasy, αλλά δεν το διακινδυνεύω. Τουλάχιστον με το χασίς ξέρεις ότι θα ξυπνήσεις την άλλη μέρα…».


* Η Ειρήνη, 19 ετών από τον Κορυδαλλό, είναι απόφοιτος λυκείου και προς το παρόν αναζητεί εργασία. «Οταν είσαι μέλος της παρέας, μοιράζεσαι το τσιγάρο. Είναι μια διαδικασία, κάτι σαν ιεροτελεστία, και δεν μπορείς να είσαι ο… σπασίκλας και να αρνηθείς, όταν το τσιγάρο κάνει τον «κύκλο» του και έρθει η σειρά σου. Θα ήταν σαν να αρνείσαι να συμμετέχεις στην παρέα».


* Ο Ανδρέας, 22 ετών από τη Νέα Κηφισιά, εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του και ξυπνάει κάθε πρωί στις επτά η ώρα. Τα βράδια, όμως, θέλει να «χαλαρώνει». «Ενα τσιγάρο χασίς είναι περίπου όπως το ποτό, μπορεί να σε χαλαρώσει, αλλά και να σου φτιάξει τη διάθεση. Τα αλκοολούχα ποτά που σερβίρονται στα μπαρ είναι συνήθως νοθευμένα και το επόμενο πρωί ξυπνάς με πονοκέφαλο και πόνους στο στομάχι. Αντιθέτως, με το χασίς την επόμενη ημέρα ξυπνάω και είμαι μια χαρά».


* Ο Κώστας, 23 ετών από το Χαϊδάρι, είναι φοιτητής Πολυτεχνείου και στον ελεύθερο χρόνο του εργάζεται ως «ντισκ τζόκεϊ» σε καφετέρια. «Καπνίζω χασίς γιατί με ένα τσιγάρο «φτιάχνεις κεφάλι» και σου στοιχίζει φθηνότερα από το να πιεις τέσσερα ή πέντε ποτά. Δεν έχω και τη μητέρα μου να μου γκρινιάζει ότι μυρίζω αλκοόλ όταν γυρίζω σπίτι!».


* Ο Κώστας, ετών 20, από τη Νέα Σμύρνη, δουλεύει μπάρμαν σε κλαμπ. «Καπνίζω χασίσι από 16 ετών. Μου έδωσε να δοκιμάσω ένας «κολλητός» μου μέσα από την παρέα μου στο σχολείο. Στην αρχή «έπινα» όταν με κερνούσαν. Σιγά σιγά, επειδή μου άρεσε το «χάσιμο» που μου έδινε το «τσιγαριλίκι», άρχισα να την ψάχνω να αγοράσω για την «πάρτη» μου. Αρχισα να μαθαίνω την πιάτσα και τα κατάλληλα πρόσωπα που έχουν καλό και φθηνό «γάρο». Ανάλογα με την ποσότητα, την ποιότητα και την περιοχή από όπου το παίρνεις, «παίζει» και η τιμή του γραμμαρίου. Αν το πάρεις από την Κηφισιά ή τη Γλυφάδα, θέλεις 2.500 δραχμές το γραμμάριο. Στη Νέα Σμύρνη έχει 1.500 δραχμές, όπως και στο Παγκράτι. Στο Περιστέρι 1.000 δραχμές και στον Πειραιά 2.000 δραχμές στις καλές περιοχές. Αν βέβαια φτάσεις ως τα Ανω Λιόσια μπορεί να βρεις χασίσι με 600 δραχμές».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.