Η ιστορία, η δομή, η λειτουργία και το ιδιότυπο νομικό καθεστώς υπό το οποίο τελεί η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) δεν επιτρέπουν προγνωστικά για το ποια πόλη θα κερδίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Η ΔΟΕ αποτελεί την ανωτάτη αρχή του λεγόμενου Ολυμπιακού Κινήματος, στο οποίο, εκτός από την ίδια, εντάσσονται: οι Διεθνείς Αθλητικές Ομοσπονδίες, οι Εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές, οι Οργανωτικές Επιτροπές των Ολυμπιακών Αγώνων. Οπως γίνεται αντιληπτό, η ΔΟΕ ελέγχει, τυπικά και ουσιαστικά, τον αθλητισμό διεθνώς σε όλες του σχεδόν τις εκφάνσεις. Χαρακτηρίζει τον εαυτό της ως «διεθνή, μη υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο, μη κερδοσκοπικό οργανισμό απεριόριστης διάρκειας». Από νομικής πλευράς είναι «πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου», αναγνωρισμένο από το ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο με πράξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1981.
Τα 108 μέλη που αποτελούν σήμερα τη ΔΟΕ είναι μέλη των Εθνικών Ολυμπιακών Επιτροπών των χωρών τους, όμως σύμφωνα με τον Ολυμπιακό Καταστατικό Χάρτη δεν εκπροσωπούν τις χώρες τους στη ΔΟΕ αλλά τη ΔΟΕ στις χώρες τους. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, οι «πρεσβευτές» της. Με αυτόν τον τρόπο η ΔΟΕ δεν δίνει «λογαριασμό» σε εθνικές κυβερνήσεις, μολονότι μια χώρα, αν δεν διαθέτει Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή, δεν μετέχει στη ΔΟΕ. Επιπλέον, η ίδια η ΔΟΕ εκλέγει τα μέλη της από πρόσωπα τα οποία θεωρεί ικανά να μετάσχουν σε αυτή. Λειτουργώντας αριστοκρατικά, θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα είδος «Γερουσίας», η οποία στηρίζεται, όπως γράφει ο Μ. Berlioux, στην «αρχή της αντεστραμμένης αντιπροσωπείας».
Η αυτοεκλογή των μελών της και η αντεστραμμένη εκπροσώπηση είναι η δύναμη της ΔΟΕ. Δείχνει όμως σήμερα, 103 χρόνια μετά την ίδρυσή της από τον Κουμπερτέν (στις 23 Ιουνίου 1894 στο Παρίσι), και τα όριά της τα οποία γνωρίζουν καλά όσοι την διοικούν, γι’ αυτό και προσπαθούν να διευρύνουν το ιδεολογικό της περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο να αλλάξουν την αριστοκρατική της δομή. Η πίεση, βεβαίως, για αλλαγές είναι έντονη και από άλλες πλευρές (χορηγούς, δωρητές, τηλεοπτικά δίκτυα, μεγάλες εταιρείες αθλητικών ειδών κ.ά.).
Ετσι, ο πρόεδρός της Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ σε λόγο του στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Νοέμβριο του 1995 αναφέρθηκε στο για χρόνια ξεχασμένο ζήτημα της εκεχειρίας, το οποίο αποτελεί και την πολιτική και πολιτιστική ουσία του Ολυμπισμού. Ας υπενθυμισθεί ότι κατά τους Αγώνες της αρχαιότητας, η «ιερά εκεχειρία» υπογραφόταν από όλες τις πόλεις που λάμβαναν μέρος, φυλασσόταν στον ναό του Διός στην Ολυμπία και η παραβίασή της συνεπαγόταν βαρύτατες κυρώσεις. Με άλλα λόγια, οι Αγώνες κατά την αρχαιότητα δημιουργούσαν διαπολιτειακό δίκαιο, ενώ σήμερα κάτι αντίστοιχο, με τον τρόπο που λειτουργεί η ΔΟΕ, είναι αδύνατον.
Η ΔΟΕ συνέρχεται σε τακτική γενική συνέλευση, που αποκαλείται Σύνοδος, μία φορά τουλάχιστον τον χρόνο. Τα μέλη της «συνταξιοδοτούνται» μόλις συμπληρώσουν τα 72 τους χρόνια. Οσοι όμως υπήρξαν μέλη προ του 1966 παραμένουν ενεργά εφ’ όρου ζωής. (Η φωτογραφική αυτή διάταξη ψηφίστηκε προκειμένου να παραμείνει πρόεδρος ο Σάμαρανκ που προεδρεύει της ΔΟΕ από το 1980).
Η σύνοδος ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια και επτά χρόνια πριν από την τέλεσή τους ποια πόλη θα αναλάβει τους Αγώνες. Η επιλογή γίνεται με τη μέθοδο του αποκλεισμού. Σε κάθε γύρο της ψηφοφορίας η πόλη με τις λιγότερες ψήφους αποκλείεται από τον επόμενο γύρο. Η διαδικασία, όπως και το μυστικό της ψηφοφορίας, ευνοούν το παρασκήνιο και τη συνωμοσιολογία. Η πλειονότητα των αθανάτων κρατά το στόμα της κλειστό ή και αυτό γίνεται συχνά υπόσχεται σε όλες τις υποψήφιες πόλεις ότι θα τις ψηφίσει!
Καθώς ο γιγαντισμός των Αγώνων αυξάνει τις τεχνικοοικονομικές απαιτήσεις για μια επιτυχή διοργάνωση, η επιρροή και η πίεση των χορηγών και των πολυεθνικών, όπως και κυρίως των τηλεοπτικών δικτύων στους αθανάτους συνεχώς μεγαλώνει.
Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά. Ειπώθηκε, π.χ., αβασάνιστα και κατά κόρον ότι η Coca – Cola έδωσε τους Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα. Ο πολυεθνικός αυτός γίγαντας ωστόσο ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διεθνή αγορά, αφού η πρώτη εταιρεία αναψυκτικών τύπου κόλα σε πωλήσεις στις ΗΠΑ δεν είναι η Coca – Cola αλλά η Pepsi.
Σήμερα πιστεύεται ότι η αδικία που διαπράχθηκε το 1990 στο Τόκιο σε βάρος της Αθήνας θα λειτουργήσει θετικά για την τωρινή της υποψηφιότητα. Από πλευράς κριτηρίων, ωστόσο, σημαντικότερος είναι λ.χ. ο εκσυγχρονισμός του τηλεπικοινωνιακού δικτύου της χώρας, που σύντομα θα είναι εξ ολοκλήρου ψηφιακό, πράγμα που αναδεικνύει ένα μείζον πλεονέκτημα της Ελλάδας: ότι ευρισκόμενη στο μέσον περίπου δύο ωκεανών μπορεί να στείλει ψηφιακό σήμα σε περισσότερους δορυφόρους από τους ανταγωνιστές της και άρα να επιτύχει υψηλότερα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Η τεχνολογία και ο γιγαντισμός των Αγώνων έχουν δώσει στη ΔΟΕ τεράστια δύναμη και ωστόσο δεν την έχουν κάνει λιγότερο ανασφαλή. Γι’ αυτό λειτουργεί συγκεντρωτικά ελέγχοντας τα πάντα και διορίζοντας όλες τις επιτροπές, που αποτελούν μια τεράστια γραφειοκρατία, η δύναμη της οποίας δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Η ανασφάλεια αυτή εξηγεί ως ένα βαθμό και τις για χρόνια περιπετειώδεις σχέσεις της με την Ελλάδα, όπως και την επιλογή της το Ολυμπιακό Μουσείο, που άρχισε να κτίζεται το 1988 και άνοιξε τις πύλες του στο κοινό στις 30 Ιουνίου 1992, να μην κτισθεί στην Ολυμπία αλλά στη Λωζάννη.
Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Αγώνες στο Σίδνεϊ το 2000 θα σημάνουν την απαρχή πρωτοβουλιών που θα κρίνουν το μέλλον του ολυμπισμού. Είναι, λ.χ., φανερό ότι το αγωνιστικό πρόγραμμα δεν μπορεί να φορτώνεται με όλο και περισσότερα αγωνίσματα. Ανταγωνιστικοί θεσμοί, όπως τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, διεκδικούν μέρος της αίγλης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η παγκόσμια κοινωνία σήμερα ανασκευάζει τους μύθους της. Ταυτοχρόνως ανακαλύπτει και αυτούς που έχει χάσει.