Η λέξη έθνος είναι μια από τις πλέον χρησιμοποιημένες αλλά και τις νοηματικά ασαφέστερες, παρά το γεγονός ότι τόσο ο λεγόμενος γενικός πληθυσμός όσο και η ρυθμιστική παιδεία την χρησιμοποιεί ως περίπου αυτονόητη και σαφώς οριοθετημένη αξία. Ετσι, η μελέτη του εθνικισμού ερευνούσε κατά κύριο λόγο τον πολιτικό του χαρακτήρα. Μόνο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την αναβίωση του θρησκευτικού αισθήματος και την αντικατάσταση των ιδεολογικών πολέμων από τους πολέμους των πολιτισμών οι πολιτισμικές ρίζες του εθνικισμού άρχισαν να απασχολούν συστηματικότερα τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους. Η έρευνα του πολιτισμικού υπόβαθρου των λαών ήταν αναγκαία για να εξηγηθούν τα ποικίλα φαινόμενα αναχρονισμού, όπως λ.χ. τα γεγονότα των τελευταίων ετών στη Μεσόγειο, στην Εγγύς Ανατολή, στα Βαλκάνια αλλά και στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Οι Φαντασιακές Κοινότητες του Μπένεντικτ Αντερσον, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κορνέλ στις ΗΠΑ, είναι ένα πρωτότυπο βιβλίο και ταυτοχρόνως αυστηρά τεκμηριωμένο. Ο συγγραφέας ερευνώντας το ζήτημα της διάδοσης του εθνικισμού το αντιμετωπίζει ως γενική προβολή των συνεκτικών ιδεολογικών και φαντασιακών στοιχείων της κοινότητας. Το έθνος, σύμφωνα με τον Αντερσον, «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα εμφανώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη». Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπληρωματικός εκείνου που είχε υιοθετήσει η Κοινωνία των Εθνών, ότι «έθνος είναι μια κοινωνία που διαθέτει τα μέσα για να διεξαγάγει πόλεμο».
Δίνοντας έμφαση στο πολιτισμικό περιεχόμενο του έθνους ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι η αληθινή εμπειρία του παρελθόντος είναι φαντασιακή και αυτό εξηγεί γιατί οι μετασχηματισμοί της συνείδησης χαρακτηρίζονται πρωτίστως από την αμνησία. Ο λόγος, επομένως, που στενεύει σήμερα ο ιστορικός ορίζοντας εντοπίζεται στη λήθη που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες στις οποίες η πληθώρα των ποικίλων αφηγήσεων καλείται να καλύψει το μνημονικό και άρα ιστορικό κενό. Για άλλους συγγραφείς, όπως λ.χ. ο Νόαμ Τσόμσκι, το ιστορικό κενό θα παραμένει όσο δεν ικανοποιείται το αίτημα για την επανασύσταση της ιδεολογίας. Ο Αντερσον ωστόσο ισχυρίζεται ότι τα έθνη, όπως και οι άνθρωποι, αφηγούνται γιατί μόνον έτσι μπορούν να περιγράψουν την ταυτότητά τους. Σκέπτεται κανείς πως κάτι τέτοιο ίσως είναι και ένα από τα αίτια για τον καταιγισμό αφηγηματικών βιβλίων στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια. Με τη διαφορά ότι οι ατομικές αφηγήσεις έχουν αρχή και τέλος, ενώ οι εθνικές παραμένουν συνεχείς και δίχως όρια.
Αν η φαντασιακή εμπειρία αποτελεί συστατικό στοιχείο της κοινότητας και επομένως του έθνους , η μεταβίβασή της επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο με αφηγηματικό τρόπο, τον οποίο αναγνωρίζει κανείς μέσα στις ρυθμίσεις και στα συστήματα εμπέδωσής της που υιοθετεί η οργανωμένη κοινωνία. Η θέσμιση της εμπειρίας εξηγεί επίσης και τη δημιουργία υβριδίων μικρής κλίμακας, όπως λ.χ. η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ή μεγάλης, όπως κάποια κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας (οι σελίδες που αφιερώνει, λ.χ., ο Αντερσον στην Ινδονησία είναι από τις χαρακτηριστικότερες).
Η διείσδυση στη φαντασιακή εμπειρία προϋποθέτει βεβαίως καλή γνώση της σύγχρονης ιστορίας. Για να παρακολουθήσει ο αναγνώστης τη σκέψη του συγγραφέα και να αντιληφθεί το βάθος και τις αποχρώσεις των συμπερασμάτων του είναι απαραίτητο να γνωρίζει σε γενικές γραμμές και κάποτε λεπτομερέστερα εκείνα που διαμόρφωσαν το σημερινό γεωπολιτικό καθεστώς σε όλο τον κόσμο. Η γνώση της αποικιοκρατίας αποβαίνει ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού μεγάλο μέρος των συμπερασμάτων του Αντερσον, καθώς και του εμπειρικού υλικού του, βασίζεται στη μελέτη των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οχι μόνο γιατί ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία γέννησαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στις χώρες αυτές, αλλά και επειδή, κατά την εύγλωττη σκέψη του συγγραφέα, η αποικιοκρατία στην ουσία ήταν επέκταση των εθνικών συνόρων, που με τη σειρά της ενίσχυε το λεγόμενο εθνικό αίσθημα στη μητρόπολη. Το δέκατο κεφάλαιο με τίτλο Απογραφή, Χάρτης, Μουσείο είναι ένα από τα διαφωτιστικότερα και πλέον πρωτότυπα του βιβλίου και χρήζει ιδιαίτερης μνείας.
Ο Αντερσον θεωρεί τον Χάρτη, την Απογραφή και το Μουσείο τους τρεις βασικότερους θεσμούς της αποικιοκρατίας, που αποτελούν και τη γραμματική της. Μολονότι τα συστήματα ελέγχου του γενικού πληθυσμού δεν ταυτίζονται απαραιτήτως με τα πολιτικά συστήματα (και γι’ αυτό άλλωστε κληρονομούνται), τα κληρονομούν οι ηγεσίες και όχι ο λαός. Οσες παραλλαγές και αν εμφανίζει εκάστοτε το καθεστώς θέσμισης, τα συστήματα αυτά δεν παύουν να αποτελούν την πανοπλία της εξουσίας. Οι συνέπειές τους, ωστόσο, όπως τις αναπτύσσει ο συγγραφέας, είναι πολύ μεγαλύτερες και το ιστορικό τους βάθος τέτοιο που οδηγεί σε συμπεράσματα τα οποία δεν θα δίσταζε κανείς να τα ονομάσει αποκαλυπτικά.
Ετσι, η χαρτογράφηση του πλανήτη έθεσε όλη τη Γη υπό στενή επιτήρηση. Αναπόφευκτα ο Χάρτης αποτελεί λογότυπο της εξουσίας αλλά και εθνικό και εθνικιστικό σύμβολο του οποίου η σημασία μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη της σημαίας. Δεν είναι τυχαίο που τους λεπτομερέστερους χάρτες τούς διαθέτει ο στρατός. Με την έννοια αυτή ο Χάρτης συνιστά εθνικό λογότυπο.
Η Απογραφή, επομένως, θέτοντας όρια, προσδιορίζοντας μεγέθη και αξιολογώντας αναλόγως του μεγέθους τους τις ομάδες του πληθυσμού, αποτελεί τη βάση των εκπαιδευτικών εφαρμογών, της γλωσσικής αγωγής και των αξιολογικών συστημάτων για τα πολιτισμικά και εθνικά πρότυπα. Θεωρείται παντού αυτονόητο ότι η διαβάθμιση της παιδείας αποτελεί εθνική επιλογή. Αναρωτιέται εύλογα κανείς ποια θα ήταν η ιστορία του κόσμου αν είχε γραφτεί από τις τοπικές κοινωνίες. Εδώ, βεβαίως, ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο συζήτησης στο οποίο σήμερα μαίνεται ένας πόλεμος των διανοουμένων. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι οργανικοί διανοούμενοι και από την άλλη όσοι υιοθετούν το λεγόμενο πολυπολιτισμικό πρότυπο, το οποίο ουσιαστικά οδηγεί σε ριζική αναθεώρηση ολόκληρης της Ιστορίας. Προς το παρόν, τι νέο κατακτάται και τι διακυβεύεται δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο.
Το Μουσείο εκφράζει τη θέσμιση του παρελθόντος και έτσι λειτουργεί και αυτό φαντασιακά. Τι καταγράφεται, τι παραμένει και τι προέχει καθορίζει και τη φαντασιακή εμπειρία του παρελθόντος. Κατά συνέπεια η μουσειοποίηση της πολιτικής, η στεγανοποίηση του χρόνου και η αρχαιολογία της γνώσης και της πολιτικής ιστορίας είναι μέθοδοι θέσμισης που καθιερώθηκαν από την αποικιοκρατία αλλά και υιοθετήθηκαν, στη συνέχεια, από τους λαούς που απελευθερώθηκαν. Η γενική ή τοπική παράδοση, η μνημειακή αρχαιολογία και επομένως η οριοθέτηση του χρόνου μετατρέπουν την Ιστορία σε μια σειρά επαναλαμβανόμενα κλισέ τα οποία προσδίδουν ιστορικό βάθος στις νεότερες αφηγήσεις, όπως ακριβώς και οι οργανωμένες σειρές των χαρτών.
Ο Αντερσον, καθώς ομολογεί, επηρεάστηκε έντονα από τη σκέψη ενός εκ των σημαντικοτέρων δοκιμιογράφων του αιώνα μας, του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Στέκεται, όπως και ο Μπένγιαμιν, στα σταυροδρόμια. Υπερασπίζεται, όπως και το πρότυπό του, τις ιδέες του σαν να αποτελούν τα τελευταία δείγματα μιας σκέψης που πρέπει να διασωθεί. Ο Αγγελος της Ιστορίας, από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου του (που είναι επίσης τίτλος ενός από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δοκίμια του Μπένγιαμιν), έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Δεν βρίσκεται στο κατώφλι του επόμενου αιώνα αλλά μπροστά στην πύλη της Εσχατης Κρίσης. Ο Αγγελος της Ιστορίας κάνει τράβελινγκ με την πλάτη στραμμένη στο μέλλον. Μπροστά του υψώνονται τα ερείπια του παρελθόντος. Κινείται προς τα εμπρός αλλά κοιτάζει προς τα πίσω αδυνατώντας να κλείσει τα φτερά του εξαιτίας του ισχυρού ανέμου που τον παρασύρει προς το μέλλον. Το μέλλον αυτό ο Μπένγιαμιν το αποκαλεί πρόοδο. «Ομως» προσθέτει ο Αντερσον «ο Αγγελος είναι αθάνατος και τα πρόσωπά μας είναι στραμμένα μπροστά, στο άγνωστο». Σ’ αυτό το άγνωστο μας παρασύρει το παρελθόν που ερευνούμε αλλά εμείς, τώρα, δεν το βλέπουμε. Εξακολουθούμε, επομένως, να ζούμε σε ένα καθεστώς προετοιμασίας. Η μεταβατικότητα είναι και αυτή στοιχείο φαντασιακό. Θα έλεγε κανείς πως οι Φαντασιακές Κοινότητες απαντούν πρωθύστερα, αφού γράφτηκαν αρκετά νωρίτερα, στο Τέλος της Ιστορίας του Φουκουγιάμα.
Πέραν της πληθώρας των στοιχείων που βοηθούν στην κατανόηση του φαινομένου του εθνικισμού, οι Φαντασιακές Κοινότητες συμβάλλουν σοβαρά στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Η γνώση μας κινείται και σήμερα στα όρια της πραγματικότητας και της ουτοπίας, των πραγμάτων και της προβολής τους. Πριν από μερικά χρόνια, κάποιες παρατηρήσεις ιδιαίτερης οξύτητας του συγγραφέα θα φάνταζαν εξωπραγματικές, αλλά μετά τις σαρωτικές αλλαγές που ζήσαμε την τελευταία κυρίως δεκαετία αποκτούν διαστάσεις σχεδόν αποκαλυπτικές, όπως λ.χ. το ότι, όπως υποστηρίζει, τα δύο βασικά πολιτικά συστήματα, ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός, αποτελούν επινοήσεις και γι’ αυτό παραμένουν ανοιχτά και σήμερα σε ποικίλες πειρατικές χρήσεις. (Χωρίς τις οποίες, θα πρόσθετε κανείς, ούτε να δημιουργηθούν ούτε να χρονολογηθούν ούτε να αξιολογηθούν θα μπορούσαν οι αφηγήσεις που συμπληρώνουν τα ιστορικά κενά).
Η έκδοση των Φαντασιακών Κοινοτήτων στην ελληνική γλώσσα αποτελεί σημαντική συμβολή στην έρευνα του εθνικισμού, ενώ το βιβλίο είναι επιπλέον και ένα γοητευτικό ανάγνωσμα. Η μετάφραση είναι προσεγμένη, η ορολογία ηλεγμένη προσεκτικά και η γλώσσα απαλλαγμένη από τις ακρότητες που συναντάμε συχνά σε μεταφράσεις βιβλίων γενικής παιδείας. Οι επιμελητές προτάσσουν σύντομη αλλά διαφωτιστική εισαγωγή που μαζί με τον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης και την εισαγωγή του συγγραφέα δίνουν το στίγμα και οριοθετούν το περιεχόμενο του βιβλίου.
Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.