Η Αγκυρα δεν μπορεί να με νικήσει


Μόλις είχαμε περάσει τον έλεγχο διαβατηρίων κάποιας πόλης της Μέσης Ανατολής όταν πίσω μας ακούσαμε μια φωνή να ρωτάει: «You are Vasilis and Dimitris;». Γυρίσαμε και αντικρίσαμε έναν νεαρό όμορφο άνδρα όχι μεγαλύτερο από 30 χρόνων, μετρίου αναστήματος, με λιγνό νευρώδες κορμί και αετίσια μύτη. «Εμείς είμαστε» απαντήσαμε διστακτικά. «Εγώ είμαι ο Μ…». Το γλυκό χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη του και το καθάριο βλέμμα του έδιωξε από πάνω μας κάθε ίχνος ανησυχίας. Σφίξαμε τα χέρια, ενώ αθόρυβα, λες και εμφανίσθηκαν από το πουθενά, δύο άλλοι νεαροί πήραν τις αποσκευές μας και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Το θερμόμετρο έδειχνε 5 βαθμούς, η νύχτα ήταν υγρή και πέρα από τα φώτα του αεροδρομίου το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Μπήκαμε μέσα σε μια Mercedes 560 SEL και ο Μ., που τα επόμενα 24ωρα θα ήταν ο μόνιμος συνοδός μας, κάτι σαν σκιά μας, κάθησε στο τιμόνι. Οι δύο άλλοι Κούρδοι είχαν εξαφανιστεί το ίδιο αθόρυβα όπως είχαν εμφανισθεί.


Οταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο ήταν περασμένα μεσάνυχτα. «Θα τα πούμε αύριο» μας είπε ο Μ. «Πότε θα συναντήσουμε τον Οτσαλάν;» τον ρωτήσαμε. «Θα τα πούμε αύριο. Θα σας τηλεφωνήσω γύρω στις 11» μας απάντησε ο Μ. μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.


Το πρωινό που αντικρίσαμε την επόμενη μέρα από τα παράθυρα του ξενοδοχείου θύμιζε περισσότερο Κεντρική Ευρώπη παρά Μέση Ανατολή. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα, η ομίχλη έκρυβε τις στέγες των σπιτιών και το κρύο παρέμενε τσουχτερό. Περιμέναμε την «επαφή» κλεισμένοι στο δωμάτιο. Το τηλέφωνο χτύπησε στις 12. Ηταν ο Μ. «Θα περάσω να σας πάρω σε μισή ώρα». Σε 30 ακριβώς λεπτά η Mercedes σταμάτησε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Μπήκαμε μέσα. «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα να γνωρίσετε την πόλη» μας λέει ο Μ. «Με τη συνέντευξη τι γίνεται;» ρωτήσαμε. «Περιμένουμε να μας ειδοποιήσει ο πρόεδρος».


Η πόλη ήταν σχεδόν έρημη. «Είναι το ραμαζάνι» μας εξηγεί ο Μ. «Ωσπου να νυχτώσει ούτε να φάμε δεν μπορούμε». Επειτα από τρεις ώρες υποχρεωτικής ξενάγησης επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για καφέ και για να γευματίσουμε (ήταν το μόνο μέρος της πόλης όπου μπορούσες να βρεις κάτι για φαγητό). «Θα σας τηλεφωνήσω το απόγευμα» μας είπε ο Μ. προτού εξαφανισθεί και πάλι. Είχαμε συνηθίσει πλέον το… μυστήριο και οπλιστήκαμε με υπομονή. Το νέο τηλεφώνημα έγινε στις οκτώ το βράδυ. «Πάμε να φάμε σε ένα παραδοσιακό αραβικό εστιατόριο» μας λέει ο Μ. «Είσαστε καλεσμένοι μας».


Βγήκαμε από το εστιατόριο ­ το φαγητό ήταν πράγματι πολύ καλό ­ λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Οταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο ο Μ. μας λέει: «Ο πρόεδρος μας περιμένει».


Η διαδρομή κράτησε αρκετές ώρες. Αρκετές για να διασχίσουμε τη μισή Μέση Ανατολή. Για κάποιο διάστημα μας πήρε ο ύπνος. Είχε αρχίσει να χαράζει όταν σταματήσαμε μπροστά σε μια μάντρα χτισμένη με τσιμεντόλιθους. Η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε και οι δύο φρουροί οπλισμένοι με Καλάσνικοφ παραμέρισαν για να περάσει το αυτοκίνητο. Σταματήσαμε μπροστά σε ένα χαμηλό οίκημα χτισμένο και αυτό με τσιμεντόλιθους. Εξι – επτά αγόρια και κορίτσια (σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μας δεν συναντήσαμε κούρδο μαχητή που να είναι μεγαλύτερος από 30 χρόνων) μας πλησίασαν χαμογελαστά και μας έσφιξαν το χέρι. Η ζεστασιά και ο παιδικός σχεδόν αυθορμητισμός τους μας συγκίνησαν και μας αιχμαλώτισαν. «Καλώς ήρθατε» ακούστηκε μια φωνή στα ελληνικά. Ηταν ο Κ. Είχε ζήσει ­ όπως μάθαμε αργότερα ­ για τρία χρόνια στην Ελλάδα, αγαπούσε τον Καζαντζάκη και λάτρευε ­ μετά τον πρόεδρο, όπως διευκρίνισε ­ τον Μέγα Αλέξανδρο. Επειτα από λίγες ημέρες θα έφευγε για το μέτωπο. Μας οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο που το ζέσταινε μια σόμπα πετρελαίου. (Ποτέ δ2εν φανταστήκαμε ότι θα τουρτουρίζαμε από το κρύο στη Μέση Ανατολή).


Στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες με αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους για το Κουρδιστάν. Δύο μικροί παλιοί καναπέδες με ένα τραπεζάκι στη μέση βρίσκονταν απέναντι από τη σόμπα. Στον έναν καθόταν μια γυναίκα που μας χαιρέτισε σε άπταιστα ελληνικά. Ηταν η Λ., η διερμηνέας. Το πρόσωπό της μας φάνηκε γνωστό. Συνειδητοποιήσαμε ότι την είχαμε δει σε όλα τα αεροπλάνα που είχαμε αλλάξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Δύο νεαρές κοπέλες μάς πρόσφεραν τσάι, κουλουράκια και τυροπιτάκια. Επειτα από λίγα λεπτά ακούσαμε θόρυβο. Η πόρτα άνοιξε και ένας γεροδεμένος άνδρας γύρω στα 55, με ροδαλό, χαρούμενο πρόσωπο, παχύ μουστάκι και πυκνά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, μπήκε μέσα και μας έσφιξε το χέρι. Ηταν ντυμένος με χακί παντελόνι, χακί πουλόβερ και με άσπρες κάλτσες και πέδιλα στα πόδια. Κάθησε δίπλα στη Λ., μας κοίταξε στα μάτια και μας χαμογέλασε. Επιτέλους συναντούσαμε τον Οτσαλάν. Ηταν το τέλος μιας περιπετειώδους διαδρομής που ξεκίνησε από την Αθήνα και κατέληξε σε ένα στρατόπεδο κάπου στη Μέση Ανατολή που πολλές μυστικές υπηρεσίες θα ήθελαν να μάθουν πού βρίσκεται. Μιας διαδρομής την οποία δεσμευτήκαμε να μην αποκαλύψουμε.


Η συνέντευξη άρχιζε…





­ Για το κόμμα σας και για εσάς προσωπικά έχουν ακουστεί τα πάντα.
Οτι είστε μαρξιστές λενινιστές, τρομοκράτες, ληστές των ορέων…


«Αν ακολουθήσουμε τις κλασικές πολιτικές έννοιες, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το ΡΚΚ (σ.σ.: Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν), γιατί δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν είναι πολιτικό κόμμα, δεν είναι αντάρτικη οργάνωση. Ε, τότε, θα μου πείτε, τι είναι; Θα νομίσετε ότι περιαυτολογώ, αλλά για να καταλάβετε τι είναι το ΡΚΚ θα πρέπει να σας πω τι είμαι εγώ. Θα πρέπει να καταλάβετε εμένα».


­ Ποιος είναι και τι είναι λοιπόν ο Οτσαλάν;


«Ενας άνθρωπος που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Ενας άνθρωπος ιδιόρρυθμος που τα θέλει όλα ή τίποτε. Που δεν ικανοποιείται εύκολα. Είμαι ανοιχτός σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις ιδέες, αλλά δεν επιδέχομαι την παραμικρή αδικία, την παραμικρή ασχήμια, είτε εθνική είναι αυτή είτε ταξική».


­ Είστε δηλαδή αριστερός…


«Είμαι ένας άνθρωπος ελεύθερος. Πιστεύω σε μια ελευθερία που ξεπερνά τα εθνικά και ταξικά συμφέροντα, χωρίς σύνορα, χωρίς όρια… Και κάθε τι που με εμποδίζει να ζω αυτή την ελευθερία, άνθρωπος ή ιδεολογία, με βρίσκει αντίθετο. Γι’ αυτό, με την κλασική έννοια της λέξης, δεν έχω και πολλή σχέση με την Αριστερά».


­ Πώς λοιπόν ο Οτσαλάν χαρακτηρίζει τον Οτσαλάν;


«Αυτό που αισθάνομαι, αυτό που ζω και αυτό που σκέπτομαι μπορούν να βρουν μια σχέση αναφοράς με την ελληνική αρχαιότητα. Η φιλοσοφία μου βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Μπορείτε να πείτε ότι δεν είμαι ένας σύγχρονος άνθρωπος· είμαι, προσπαθώ να είμαι, ένας άνθρωπος της αρχαιότητας. Ενας άνθρωπος ελεύθερος στη σκέψη και στη δράση».


­ Τι σημαίνει «ελευθερία» για σας;


«Να προσπαθείς να αντιστέκεσαι σε αυτό που ο σημερινός λεγόμενος δυτικός πολιτισμός σού επιβάλλει. Ελευθερία είναι να βλέπεις μπροστά, στο μέλλον, να ζεις λίγο στο μέλλον. Αυτή είναι και η βάση της πολιτικής μου. Αυτός είναι και ο πολιτικός Οτσαλάν. Θα μπορούσα να σας πω περισσότερα για τον εαυτό μου, αλλά αυτά είναι που καθορίζουν την προσωπικότητά μου».


­ Και πώς αυτό μετουσιώνεται σε πολιτική πρακτική, σε πολιτική πρόταση;


«Η πρακτική, η τακτική είναι ένα μόνο μέρος του αγώνα μου. Πολιτικοποιούμαι καθημερινά. Αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, αν δεν ήμουν ο αγωνιστής που είμαι, δεν θα υπήρχε ούτε το ΡΚΚ ούτε ο πόλεμος που διεξάγουμε. Ο πόλεμος και το ΡΚΚ είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι του αγώνα που δίνω προσωπικά για να δημιουργήσω τον νέο άνθρωπο, τον αυριανό, τον νέο Κούρδο».


­ Και πώς βλέπετε αυτό το αύριο ­ όχι το πολύ μακρινό, αλλά το άμεσο ­ για τους Κούρδους;


«Θα ήθελα να δω την απελευθέρωση του κουρδικού έθνους. Θα ήθελα να ζήσουν οι Κούρδοι ελεύθεροι χωρίς εμένα, αλλά αυτό για την ώρα είναι δύσκολο».


­ Γιατί;


«Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια σύγκριση με τη δική σας ιστορία, την ελληνική. Η Κωνσταντινούπολη είναι το σύμβολο ενός μεγάλου πολιτισμού. Οταν σας είπα στην αρχή της συνάντησής μας ότι είμαι από την Κωνσταντινούπολη, νιώσαμε όλοι μας μια νοσταλγία και αμέσως συνειρμικά σκέφθηκα τους Κούρδους. Ο αφανισμός, η εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου μοιάζει πολύ και εγώ την παραλληλίζω με την εξόντωση των Κούρδων. Εσάς σας αφάνισαν, σας εξόντωσαν· εμάς ακόμη μας εξοντώνουν και μας αφανίζουν κάθε μέρα με άλλον τρόπο. Αν αυτό δεν μπορέσουμε να το εμποδίσουμε, δεν έχουμε καμιά πιθανότητα να επιζήσουμε ως έθνος».


­ Θα το καταφέρετε;


«Ολη μου η προσπάθεια είναι να μπορέσω να αντέξω σ’ αυτά τα χτυπήματα. Νομίζω ότι εσείς θα με καταλάβετε. Αν δεν μπορέσουμε να αντισταθούμε σ’ αυτό το χτύπημα, σ’ αυτή τη λαίλαπα, δεν θα μείνει ούτε ένας Κούρδος. Εσάς τους Ελληνες, τον ελληνισμό ­ και στην Κύπρο και στην Ελλάδα ­ σας έδιωξαν από τις περιοχές όπου ζούσατε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Σ’ αυτές τις περιοχές σήμερα ζουν Τούρκοι. Σας στρίμωξαν σε μια μικρή περιοχή και στα νησιά και αν δεν υπήρχαν οι διεθνείς ισορροπίες θα τα χάνατε και αυτά. Και εμάς τους Κούρδους μάς στριμώξανε στα βουνά. Κανένας λαός δεν ζει αυτό που ζούμε εμείς».


­ Σε ποιο σημείο βρίσκονται σήμερα οι πολεμικές επιχειρήσεις; Είναι αλήθεια ότι είστε σε δύσκολη θέση;


«Διαρκώς προσπαθούμε να αντισταθούμε στην κυριαρχία του τουρκικού στρατού στις περιοχές μας. Προσπαθούμε να τον χτυπήσουμε όσο και όπου μπορούμε και τον χτυπάμε. Εχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και πιστεύω ότι θα τα καταφέρω. Δεν μοιάζω με κανέναν άλλον. Οταν ξεκινήσαμε δεν είχαμε ούτε μια δεκαρίτσα ούτε μια σφαιρίτσα… ούτε καν έναν Κούρδο. Σήμερα έχουμε έναν στρατό. Και πολεμάμε».


­ Ποια τακτική ακολουθείτε σ’ αυτόν τον πόλεμο;


«Κάνω διαρκώς αναφορά στην ιστορία ­ είναι μια περίεργη κατάσταση. Πολλές φορές νομίζουν ότι θεωρώ τον εαυτό μου σαν ένα είδος Μεσσία. Εγώ δεν το εκλαμβάνω έτσι, αλλά υπάρχουν κάποιες σχέσεις, κάποιες ομοιότητες. Η αντίσταση του χριστιανισμού απέναντι στη Ρώμη μοιάζει με την αντίσταση τη δική μας. Δεν το λέω απλώς για να μιλάω, για να περιαυτολογώ. Ενας προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να το δει εύκολα. Ο τρόπος που εργάζομαι, η πίστη μου… Δεν εφαρμόζω μια παραδοσιακή πολιτική, μια συνηθισμένη πολιτική. Δεν προσπαθώ με παραδοσιακές οργανωτικές τακτικές να προχωρήσω τον πόλεμο. Αν το έκανα, δεν θα άντεχα ούτε ένα μήνα. Προσπαθώ να μιλήσω στην ψυχή των Κούρδων, να δώσω αγάπη. Προσπαθώ να δημιουργήσω τον νέο άνθρωπο. Η τουρκική βαρβαρότητα είναι ίδια με εκείνη των ρωμαίων υπάτων και ανθυπάτων. Εγώ όμως αντέχω. Και τώρα, σε σχέση με παλαιότερα, ο αγώνας μας προχωράει πιο εύκολα».


­ Και πιο αποτελεσματικά;


«Προσπαθώ να κάνω έναν αγώνα που θα έχει κάποιο αποτέλεσμα. Σήμερα η αντίσταση ενάντια στην τουρκική βαρβαρότητα είναι πιο δυναμική στο εσωτερικό. Και υπάρχει και η διεθνοποίηση του κουρδικού προβλήματος. Σήμερα η Τουρκία νομίζω ότι βρίσκεται σε κλοιό. Σήμερα πολεμάμε καλά ακόμη και ενάντια στο σύστημα, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι εμφανές ότι κάνουμε έναν μεγάλο αγώνα. Δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω τι ακριβώς είναι και τι κάνει ο τουρκικός στρατός. Εμείς προσπαθήσαμε αυτόν τον στρατό να τον «κλειδώσουμε», να τον αδρανοποιήσουμε. Και σήμερα ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε κλοιό, δεν μπορεί να επιτεθεί σε κανέναν. Αυτό το γεγονός κανένας δεν μπορεί να το υποτιμήσει. Κανένας δεν μπορεί να υποτιμήσει το γεγονός ότι μπορέσαμε να στριμώξουμε έναν τόσο μεγάλο στρατό. Θέλω να πιστέψετε ότι δεν επιδιώκω, δεν θέλω «φτηνιάρικες» επιτυχίες. Δεν υποστηρίζω μια απελευθέρωση των Κούρδων επιφανειακή και γρήγορη. Δεν προτείνω την απελευθέρωση του κουρδικού έθνους με στρατιωτικά ή πολιτικά μέσα. Αν αυτή ήταν η στρατηγική μου, θα είχα ηττηθεί προ πολλού. Η πρόταση που διαμορφώνω είναι διαφορετική και σύνθετη. Τις δομές που έχω δημιουργήσει στα κατεχόμενα κουρδικά εδάφη δεν μπορεί να τις διαλύσει το τουρκικό κράτος, δεν μπορεί να τις νικήσει στρατιωτικά. Προσπαθεί εδώ και χρόνια, αλλά δεν μπορεί γιατί δεν μπορεί να αναλύσει και να καταλάβει τον τρόπο που πολεμώ. Το αντίθετο, ο δικός μου τρόπος, το δικό μου σύστημα είναι που διαλύει την Τουρκία. Και αυτό το βλέπετε με τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Κάθε ημέρα γίνονται αποκαλύψεις για τα κρατικά εγκλήματα, τις διασυνδέσεις της Αγκυρας με τις συμμορίες, τη μαφία, τα πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα του καθεστώτος».


­ Αρα απευθύνεται και στον τουρκικό λαό ο αγώνας σας;


«Βεβαίως. Εμείς θα γλιτώσουμε τον τουρκικό λαό. Πρέπει να διαχωρίζουμε πάντα τους τούρκους ιθύνοντες, το κατεστημένο, από τον τουρκικό λαό. Οσο έχει καταστρέψει αυτό το κατεστημένο τους άλλους λαούς, άλλο τόσο έχει καταστρέψει τον ίδιο του τον λαό. Και ο τουρκικός λαός γνωρίζει ότι δεν τον μισώ, δεν πολεμώ αυτόν».


­ Σκέφτεστε να ανοίξετε και άλλο μέτωπο μέσα στην Τουρκία;


«Ναι, ναι. Και στον Εύξεινο Πόντο και στον Ταύρο το αντάρτικο ήδη υπάρχει και προσπαθούμε να το ενισχύσουμε».


­ Μήπως το ενδιαφέρον της Ευρώπης, που ανακάλυψε ξαφνικά ότι υπάρχουν οι Κούρδοι, οφείλεται ­ εκτός από το κύμα φυγής ­ και σε αυτόν τον λόγο; Από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου θα περάσουν μεγάλοι αγωγοί πετρελαίου. Μήπως φοβούνται ότι η παρουσία αντάρτικου εκεί θα επηρεάσει το μεγάλο παιχνίδι;


«Ολα είναι μέσα στο παιχνίδι και εμείς θα πάρουμε μέρος σ’ αυτό. Ο πόλεμος του Νότιου Κουρδιστάν είναι σημαντικός. Το τουρκικό κράτος έχει γίνει συμμορία. Ουσιαστικά κατήντησε μια μαφία. Οπως ξέρετε, η Τουρκία όλα τα εσωτερικά της προβλήματα, όλες της τις ενοχές, όλα της τα ελαττώματα, τα εξάγει προς την Ευρώπη. Κυρίως στους αξιότιμους φίλους της στη Γερμανία. Η Ευρώπη τελευταία άρχισε αυτό να το συνειδητοποιεί. Η πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Τουρκία είναι ένας μεγάλος κίνδυνος που μπορεί να διαταράξει την ηρεμία της Ευρώπης. Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κατάλυση της δημοκρατίας, η πολιτική της Αγκυρας και των ΗΠΑ να εξαναγκάσουν τους Κούρδους να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους ανάγκασαν την Ευρώπη να βγάλει τη φωνίτσα της, να μιλήσει».


­ Τι ζητάτε από την Ευρώπη;


«Ζητάμε από την Ευρώπη να μας βοηθήσει να διατηρήσουμε το κεφάλι μας και τον ανθρωπισμό μας. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε να μας δώσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, διότι η Ευρώπη ποτέ δεν δέχθηκε ότι αυτά ισχύουν και για μας. Ούτε τώρα τις τελευταίες ημέρες το αποδέχεται. Επειδή τώρα όμως ο κίνδυνος χτυπάει την πόρτα της, έβγαλε τη φωνίτσα της. Αν η Ευρώπη έδειχνε τον παραμικρό ανθρωπισμό, αν είχε μια συμπεριφορά ελάχιστα έστω ανθρωπιστική απέναντί μας, αν δεν ακολουθούσε μια βρώμικη πολιτική απέναντί μας και κρατούσε μια ουδετερότητα… Αν ήθελε, θα μπορούσε να κάνει μια επιδιαιτησία. Εμείς δεν έχουμε τη δύναμη να ζητήσουμε κάτι από την Ευρώπη, ούτε η Ευρώπη θα μας άκουγε».


­ Το κλειδί πάντως σήμερα στην Ευρώπη, απ’ ό,τι φαίνεται, το φέρνει η Γερμανία. Πώς είναι η σχέση σας με τη Γερμανία;


«Αυτά που είπα για την Ευρώπη ισχύουν στον υπερθετικό βαθμό για τη Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν μπορούν να αντιληφθούν στη σχέση τους με την Τουρκία τον μεγάλο κίνδυνο που υπάρχει. Θέλουμε να δώσουμε στη Γερμανία να καταλάβει αυτόν τον κίνδυνο, να τον συνειδητοποιήσει. Να συνειδητοποιήσει ότι για κάποια αμφίβολα συμφέροντά της δεν έχει το δικαίωμα να εξαφανίζει τους λαούς από την ιστορία. Αλλά βεβαίως είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τη Γερμανία να καταλάβει μερικά πράγματα».


­ Δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει;


«Οντως, δεν θέλει. Οι Γερμανοί είναι ένα έθνος καταπληκτικό. Μπορούν να καταλάβουν σε μικρό χρονικό διάστημα αυτά που δεν καταλαβαίνουμε εμείς χρόνια. Η συμπεριφορά μας και αυτά που κάναμε τον τελευταίο καιρό είναι αυτά που ανάγκασαν τους Γερμανούς να μας ακούσουν. Τώρα πια δεν μπορούν να κλείσουν τα αφτιά τους. Χτυπήσαμε σε ευαίσθητο σημείο».


­ Ποιο είναι αυτό το ευαίσθητο σημείο;


«Είναι ο αγώνας των Κούρδων. Στη Μεσόγειο έχουν τουριστικές εγκαταστάσεις ­ και άλλα πολλά συμφέροντα. Είναι οι ευμετάβλητες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή. Είναι υποχρεωμένοι τώρα να μας πάρουν στα σοβαρά».


­ «Παίζουν» όμως οι Ευρωπαίοι πολύ με τις άλλες κουρδικές οργανώσεις. Με τον Μπαρζανί και τον Ταλιμπανί…


«Ο Μπαρζανί και η συμμορία του είναι πράκτορες της Αγκυρας. Αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Ταλιμπανί είναι να μοιάσουν οι Κούρδοι με τους Ευρωπαίους. Νομίζει ότι έτσι θα μας δώσουν περισσότερη αξία. Αυτό είναι λάθος. Μπορεί κάτι να κερδίσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι η άρνηση ενός μέλλοντος για τον κουρδικό λαό. Νομίζω ότι σήμερα, έτσι που έχουν διαμορφωθεί οι συγκυρίες, άρχισε η Ευρώπη να με παίρνει στα σοβαρά. Πρέπει να με πάρει στα σοβαρά».


­ Ναι, αλλά δεν θέλει να συνομιλήσει μαζί σας.


«Αυτό είναι φυσικό γιατί, σύμφωνα με τη δική της αντίληψη, με τη δική της νοοτροπία, με βρίσκει λίγο δύσκολο, ανάποδο. Εγώ μπορώ όλα να τα παραμερίσω, αλλά δεν αρνούμαι την ιδιαιτερότητά μου. Δεν μου αρέσουν οι μιμητισμοί, οι κόπιες. Ωραίο για μένα είναι αυτό που είναι αυθεντικό. Η Ευρώπη πρέπει να μας καταλαβαίνει και να μας δεχθεί, εμάς τους Κούρδους, για αυτό που είμαστε. Σ’ αυτό το θέμα είναι, μου φαίνεται, που τους δημιουργώ δυσκολίες, αλλά τώρα είναι αναγκασμένοι να με αποδεχθούν».


­ Η πολιτική όμως είναι η τέχνη του συμβιβασμού. Τι είστε διατεθειμένος να δώσετε στην Ευρώπη; Δηλαδή, αυτή τη στιγμή, ως ποιο σημείο μπορείτε να υποχωρήσετε στο πεδίο της πολιτικής;


«Η Ευρώπη δεν θέλει τίποτε να πάρει από εμάς. Αν ήθελε, θα δίναμε. Η Ευρώπη συμπεριφέρεται αλαζονικά, υπεροπτικά. Αν καταδεχθεί, μπορούμε να καθήσουμε και να κάνουμε αλισβερίσι, όπως λένε».


­ Θα δεχόσασταν μια επιδιαιτησία της Ευρώπης σε μια ενδεχόμενη συνομιλία σας με το καθεστώς της Αγκυρας;


«Αν το κάνει, θα χαρούμε και θα τους ευχαριστήσουμε κιόλας. Μακάρι η Ευρώπη να δείξει μια τέτοια διάθεση. Αυτό ισχύει και για άλλες μεμονωμένες χώρες ­ όπως και για την Ελλάδα. Αν μπορούσαν να κάνουν σοβαρή διαιτησία».


­ Με την Αγκυρα θέλετε συνομιλίες σήμερα;


«Εγώ πάντα θέλω τον διάλογο. Αυτή που συνεχώς τον αποφεύγει είναι η Αγκυρα. Η Τουρκία πιστεύει ότι, αν μου απλώσει το χέρι, πάει, θα αφανιστεί το τουρκικό κράτος. Δεν υπάρχει σήμερα επίσημος Τούρκος που θα μου έδινε το χέρι. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να απλώσουν το χέρι στον Οτσαλάν, να ανταλλάξουν χειραψία με τον Οτσαλάν. Οι Τούρκοι δεν θέλουν καν να σκεφθούν το ενδεχόμενο μιας ειρηνικής συνομιλίας μαζί μου».


­ Ας πούμε υποθετικά ότι η Αγκυρα έλεγε «ναι». Ως ποιο σημείο θα μπορούσατε να φθάσετε; Τι λύση θα αποδεχόσασταν;


«Υπάρχουν απεριόριστες επιλογές. Αν οι Τούρκοι κάθονταν στο τραπέζι, τότε θα έβλεπαν πόσο ζεστή και ανοιχτή θα ήταν η στάση μας, η προσέγγισή μας στο πρόβλημα. Στην Αγκυρα τα πράγματα έχουν γίνει κόμπος. Υπάρχει ένας γόρδιος δεσμός που πρέπει να λυθεί. Και τη λύση δεν θα την δώσει η βία, αλλά η πολιτική. Η Αγκυρα πρέπει να καταλάβει ότι η λύση, η οποιαδήποτε λύση, θα γίνει μαζί μας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Εγώ δεν είμαι εθνικιστής με τη στενή έννοια του όρου. Αυτό που είναι σημαντικό για μένα είναι ο εκδημοκρατισμός του τουρκικού κράτους. Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι οι έννοιες του κράτους, του έθνους, που πρεσβεύει η τουρκική κυβέρνηση».


­ Ποια λύση αποδέχεται αυτή η θέση σας; Ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, ομοσπονδία, συνομοσπονδία ή δημιουργία αυτόνομης κουρδικής περιοχής;


«Μια τοπική αυτοδιοίκηση. Και μια ομοσπονδία με συνταγματικά κατοχυρωμένες δικλίδες ασφαλείας για τους Κούρδους. Που να διασφαλίζουν τους Κούρδους από την καταπίεση του τουρκικού κράτους. Βεβαίως μπορεί να υπάρχουν και άλλες, εναλλακτικές λύσεις. Το χειρότερο σήμερα είναι η αντίληψη περί κράτους που έχει το καθεστώς της Αγκυρας. Ο συγκεντρωτισμός και η αυταρχικότητά του θυμίζουν κομμουνιστικό καθεστώς».


­ Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Αγκυρα είναι ευνοϊκές για σας;


«Εμείς διαρκώς τροφοδοτούμε τη φωτιά που «κάνει το καζάνι της Αγκυρας να βράζει», «ανακατεύουμε διαρκώς τη χύτρα». Εγώ βάζω συνέχεια τα ξύλα κάτω από τη χύτρα για να μη σβήσει η φωτιά. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Να ανακατεύουμε την Αγκυρα. Η μόνη τους σκέψη είναι πώς θα με εξοντώσουν. Σήμερα είπε η Τσιλέρ ότι, αν βρει την ευκαιρία, θα ξανακάνει απόπειρα για να δολοφονήσει τον Οτσαλάν. Τα έχουν χάσει από τις εξελίξεις. Οι καταστάσεις τούς έχουν ξεπεράσει. Υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, έντονες αντιπαραθέσεις και έχουν αρχίσει αποφασιστικές συζητήσεις. Ισως εμμέσως έχει αρχίσει και μια διαδικασία διαλόγου ­ ίσως. Σε αυτή τη φάση έτσι έχουν τα πράγματα. Και πόλεμος και διάλογος».


­ Γιατί κατά τη γνώμη σας βγάλανε τώρα το θέμα της απόπειρας δολοφονίας σας;


«Ατατούρκ θα πει «ο πατέρας των Τούρκων». Ο Ατατούρκ ήταν αυτός που εξόντωσε τους Ελληνες, που τους έριξε στη θάλασσα. Οποιος εξοντώσει εμένα θα γίνει ήρωας στην Ανατολή. Αυτό επιδιώκει η Τσιλέρ: να γίνει ανατούρκ ­ «η μητέρα των Τούρκων». Αυτό έχει βάλει στο κεφάλι της, της έχει γίνει έμμονη ιδέα. Αλλά για να το επιτύχει χρειάζεται το κεφάλι μου. Από το 1994 ψάχνει αυτόν που θα της πάει το κεφάλι μου. Δίνει όσα όσα για να το αποκτήσει. Χρειάζονται για αυτό 50 εκατ. δολάρια; Αμέσως θα βρεθούν. Η Τσιλέρ έδωσε αυτά τα λεφτά στην ΜΙΤ, η ΜΙΤ έδωσε στις συμμορίες που ελέγχει και στη Μοσάντ και η Τσιλέρ περίμενε να της πάνε το κεφάλι μου. Μερτικό πήραν και οι μυστικές υπηρεσίες της Συρίας. Αλλά η Τσιλέρ ακόμη περιμένει. Ολοι την κοροϊδέψανε, της φάγανε τα λεφτά χωρίς να της πάνε το κεφάλι μου».


­ Είναι εύκολο να σας δολοφονήσουν;


«Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν είναι εύκολο ή δύσκολο, σημασία έχει ότι στην Τουρκία ένας πρωθυπουργός προσπαθεί να εξασφαλίσει τη μελλοντική πολιτική καριέρα του με έναν φόνο. Το άγχος για το πώς θα με δολοφονήσουν έχει γίνει ο τάφος τους και όλες οι κυβερνήσεις με αυτό το όνειρο κοιμούνται και ξυπνάνε. Εχουν γίνει παρανοϊκοί. Νομίζουν ότι, αν με καθαρίσουν, όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Ο πόλεμος κρατάει 15 χρόνια. Η Αμερική τούς υποστηρίζει, η Ευρώπη τούς υποστήριξε, τώρα τους υποστηρίζει το Ισραήλ και όμως δεν έχουν πετύχει τίποτε. Αυτό τούς τρελαίνει. Ο πόλεμος που κάνουν εναντίον μου έχει αποτύχει».


­ Αν, ο μη γένοιτο, σας εξόντωναν, θα συνέχιζαν οι Κούρδοι; Πόσο δηλαδή εσείς ως προσωπικότητα, ως ηγέτης, τους κρατάτε;


«Στο πρόσωπό μου ενσαρκώνεται η ενότητα των Κούρδων και οι εχθροί μου το ξέρουν αυτό. Οι Κούρδοι δεν έχουν και πολύ μυαλό, δυστυχώς».


­ Το ίδιο πιστεύουν και πολλοί έλληνες πολιτικοί για τους Ελληνες…


«Οι Κούρδοι είναι τόσο αδύναμοι ώστε δεν μπορούν να παραγάγουν στρατηγική, να εκπονήσουν τακτική. Πολύ προσπαθώ, αλλά… Πολύ προσπαθώ να τους μάθω να υπάρχουν χωρίς εμένα. Αλλά έχω λιγάκι τις αμφιβολίες μου. Ανησυχώ… Βεβαίως δεν μπορεί να χαθούν, να σβήσουν όλα όσα έχουμε πετύχει όλα αυτά τα χρόνια, αυτά που έχω κάνει εγώ. Δεν μπορούν πια οι Τούρκοι να γίνουν και πάλι κυρίαρχοι, όπως παλιά. Αλλά η δική μου καθοδήγηση μπορεί να πάει έναν πόλεμο, που οι Κούρδοι χίλια χρόνια τώρα χάνουν, προς την επιτυχία. Γι’ αυτό η δική μου θέση είναι πολύ σημαντική. Εγώ μπορώ να νικήσω τους Τούρκους. Ακόμη αντιστέκομαι».


­ Πώς γίνατε ηγέτης; Τι καθόρισε την προσωπικότητά σας;


«Ο,τι έκανα το έκανα μόνος. Είμαι αυτοδημιούργητος. Κανένας δεν με βοήθησε, κανένας δεν με διαμόρφωσε. Κανένας δάσκαλος δεν μπορεί να σου διδάξει πώς να κάνεις έναν τέτοιο πόλεμο όπως αυτόν που κάνω εγώ. Αν είχα κάποιον δάσκαλο για αυτό, θα τον είχα ήδη χάσει. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά είμαι αυτός που είμαι και έγινα ό,τι έγινα μόνος μου. Εγώ δηλαδή είμαι για τον εαυτό μου ένας θεός. Ο θεός του εαυτού μου».


­ Δεν υπάρχει κάποιο καθοριστικό γεγονός στη ζωή σας;


«Οχι, δεν υπάρχει. Καμιά φορά λένε ότι τα μεγαλοποιώ και περιαυτολογώ, ότι περιβάλλω τον εαυτό μου με έναν μανδύα υπερφυσικού. Δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τον εαυτό μου διαφορετικά. Χωρίς να υπάρξει κάποιο έναυσμα, κάποιο ελατήριο, εγώ ξεκίνησα αυτόν τον πόλεμο. Οταν ήμουν μικρός έπιανα φίδια με τα δυο μου χέρια και τα έπνιγα. Ισως αυτό σάς βοηθήσει να βγάλετε κάποιο συμπέρασμα».


­ Εχετε μια πολύ δυνατή προσωπικότητα, είστε ηγέτης, είστε όλα αυτά που μας είπατε. Αισθάνεστε μόνος;


«Ναι. Αντί να λέμε «ένας δυνατός ηγέτης», να πούμε «ένας ιδιόρρυθμος». Ναι, βέβαια, αισθάνομαι μοναξιά. Δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να μπορώ να μιλήσω μαζί του».


­ Δεν έχετε φίλους; Ο αρχηγός Οτσαλάν έχει σκοτώσει τον άνθρωπο Οτσαλάν;


«Κατ’ αρχήν δεν αποδέχομαι, δεν μου αρέσει ο όρος «αρχηγός». Αρχηγός κράτους, αρχηγός φατρίας, αρχηγός, αρχηγός ­ σε όλες αυτές τις έννοιες είμαι ενάντιος. Ενα παράδειγμα για να καταλάβετε καλύτερα: Πώς έκλεψε ο Προμηθέας τη φωτιά και την έδωσε στον λαό; Ετσι κι εγώ κλέβω την εξουσία από το κράτος για να την δώσω στον λαό».


­ Τον Προμηθέα όμως τον τιμώρησαν και τον βασάνισαν στην αιωνιότητα…


«Και εμένα η ζωή μου έχει γίνει ένα μαρτύριο. Γιατί αυτή τη θεϊκότητα που έχουν οι αρχηγοί, αυτόν τον πέπλο της εξουσίας, προσπαθώ να τους τον πάρω, να τους απογυμνώσω και να τον δώσω στον λαό. Γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι με βλέπουν σαν έναν πολύ επικίνδυνο άνθρωπο».


­ Εχετε ερωτευθεί;


«Και σ’ αυτό το θέμα έχω κάνει πολλές εργασίες. Αυτή τη στιγμή κάνω εργασίες, σκέψεις τόσο πάνω στον πόλεμο όσο και πάνω στον έρωτα. Είμαστε ένας λαός πολύ συναισθηματικός. Προσπαθώ να ασχολούμαι με τα πιο υψηλά συναισθήματα. Και πάλι θέλω να σας δώσω να καταλάβετε γιατί με ενδιαφέρει πολύ η ιστορία της αρχαιότητας. Ταυτίζομαι αρκετά με τους αρχαίους. Νιώθω σαν να συμβιώνω, σαν να συζώ… Ο συναισθηματικός μου κόσμος μοιάζει περισσότερο με τον δικό τους. Ζω εκεί, στην Αρχαία Ελλάδα».


­ Δεν μου απαντήσατε αν έχετε ερωτευθεί.


«Σ’ εμένα ο έρωτας έχει πάρει μια επιστημονική διάσταση. Προσπαθώ να αξιοποιήσω τη θεωρία του έρωτα. Την μελετώ. Ξέρετε (σ.σ.: μας δείχνει τη φωτογραφία που κρέμεται στον απέναντι τοίχο), αυτή είναι η κοπέλα που είχε ζωσθεί με εκρηκτικά και έπεσε επάνω στον στόχο. Και αυτό είναι ένα είδος έρωτα. Μια άλλη κοπελιά είπε: «Μακάρι να είχαμε κάτι πιο σημαντικό από τη ζωή μας για να μπορούσαμε να το θυσιάσουμε». Ο πόλεμος μπορεί να είναι καθαρός μόνο αν, κυριολεκτικά, πλυθεί με τη φωτιά. Οι εχθροί μας έχουν δολοφονήσει τον έρωτα».


­ Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, απορρίπτετε τον λεγόμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό, τον τεχνολογικό πολιτισμό.


«Ναι, πράγματι. Εχει κάτι το εξευτελιστικό για τον άνθρωπο. Δείτε αυτό που γίνεται με το περιβάλλον: δεν θα μείνει τίποτε, ούτε φύση ούτε δάσος ούτε καθαρό νερό, τίποτε, τίποτε. Και βεβαίως βλέπουμε και τις επιπτώσεις… Πρέπει να πούμε «στοπ» στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Εγώ τον θεωρώ χειρότερο και από θεριό. Παλιά, τα θηρία δεν τρώγανε τη φύση, δεν την κατασπαράζανε. Τώρα αυτοί κατασπαράζουν και τη φύση. Δεν λέω βέβαια ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχει τίποτε το θετικό, αλλά ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα πρέπει να αντισταθεί σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής».


­ Δηλαδή δεν είναι μόνο οι ανάγκες του πολέμου που σας αναγκάζουν να ζείτε στα βουνά. Είναι και μια επιλογή τρόπου ζωής, μια φιλοσοφία ζωής…


«Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που ζει με τη φιλοσοφία. Οι δραστηριότητές μου, οι επιλογές μου είναι άμεσα συναρτημένες με τη φιλοσοφία. Εχω άποψη για την αισθητική, για την τέχνη, για τον έρωτα. Για μένα είναι εξίσου σημαντικό να δημιουργήσω την ανεξάρτητη, την ελεύθερη γυναίκα όσο σημαντικό είναι και να κερδίσω τον πόλεμο. Είμαι περίπλοκη περίπτωση».


­ Ποιο είναι το εικοσιτετράωρο του Οτσαλάν;


«Ζω μια εκρηκτική ζωή. Για μένα δεν υπάρχει πρωί, απόγευμα, βράδυ. Βρίσκομαι σε μια συνεχή ένταση. Μελετώ διαρκώς».


­ Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;


«Δεν διαβάζω πάρα πολύ. Περισσότερο κοιτάζω εσωτερικά τους ανθρώπους. Διαβάζω αυτούς που βρίσκονται γύρω μου, διαβάζω τις καταστάσεις. Δεν διαβάζω βιβλία».


­ Θα έρθετε στην Ελλάδα;


«Η Ελλάδα είναι ένα κράτος όπου δεν φοβάμαι να ζήσω. Αλλά επειδή και η χώρα σας δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη από διεθνή συμφέροντα, έχω τις επιφυλάξεις μου. Στη χώρα σας βρίσκονται κάποιοι που δεν με θέλουν. Αν κάποτε βγω από εδώ, η Ελλάδα θα είναι ένα από τα πρώτα κράτη που θα επισκεφθώ. Θα ήθελα τις μελέτες που κάνω εδώ να τις συνέχιζα στην Ελλάδα. Θα μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά αυτό μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην εξουσία…».


­ Τελευταία παρατηρείται μια έξαρση εξόδου των Κούρδων προς την Ευρώπη. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;


«Μοιάζει με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1922 διώξανε εσάς. Τώρα προσπαθούν να διώξουν εμάς. Στις αρχές, το 1915, υπήρχε αντάρτικο στον Πόντο. Τώρα συνεχίζεται η ιστορία με τους Κούρδους. Την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι Ελληνες ήρθαν προς την Ανατολή. Τώρα οι Κούρδοι πάνε προς τη Δύση. Αυτή η διασπορά θα ήταν κάτι το ωραίο αν δεν ήταν αποτέλεσμα καταπίεσης και πολέμου. Τότε θα μου άρεσε πολύ. Θα μου άρεσε να καλέσουμε τους Δυτικούς να έρθουν προς τα εδώ. Θα ήταν ένας πλούτος για όλους μας. Ο ελληνισμός υπήρξε η τελειότερη σύνθεση πολιτισμών. Ενωσε τον ανατολικό με τον δυτικό πολιτισμό. Δεν ξέρω αν το έχετε εξετάσει αυτό. Το τέλος της ελληνιστικής περιόδου δημιούργησε ένα κενό πολιτισμού, σκοταδισμό, οπισθοδρόμηση. Ο Μέγας Αλέξανδρος στη Μέση Ανατολή θεωρείται Μεσσίας».


­ Εχει κάποια σημασία το ότι οι πρόσφυγες στην πλειονότητά τους προέρχονται από τις κουρδικές περιοχές του Ιράκ;


«Βεβαίως. Φέτος οι Τούρκοι εισέβαλαν σε αυτές τις περιοχές. Είναι, πλέον, κατεχόμενες, όπως ακριβώς και η Βόρεια Κύπρος.


­ Πιστεύετε δηλαδή ότι η Τουρκία σκοπεύει να εποικίσει αυτές τις περιοχές;


«Ηδη το έχει κάνει. Ο Μπαρζανί ουσιαστικά είναι αρχηγός μιας συμμορίας. Είναι το τσιράκι της Αγκυρας και την βοηθάει να δημιουργήσει μια δεύτερη Κύπρο, να διώξει τους Κούρδους και να φέρει Τουρκομάνους».


­ Τι θα θέλατε να πείτε στους Ελληνες;


«Θέλω να πω κάτι που είναι σημαντικό και παρακαλώ να μην παρερμηνευθεί. Στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και στην Ελλάδα ζουν λαοί που έχουν κοινή μοίρα και μαζί θα προχωρήσουν προς την ελευθερία. Εδώ και χίλια χρόνια οι λαοί αυτοί ζουν σφαγές και δολοφονίες. Πρέπει να σταματήσουμε αυτές τις σφαγές. Θα ήταν ωραίο ­ και το εύχομαι ­ να επιτευχθεί μια πολυπολιτισμική σύνθεση όλων αυτών των λαών. Ο ελληνικός λαός έχει ρίζες περισσότερο στην Ανατολή παρά στη Δύση. Πάντα πίστευα, και τώρα το πιστεύω περισσότερο, ότι μελλοντικά θα υπάρξει μια τέτοια ενότητα. Τα προβλήματά μας είναι κοινά. Από την άλλη πλευρά, η Κύπρος αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα μ’ εμάς και είναι ίδια η πηγή που το προκαλεί. Η επίλυση των προβλημάτων θα είναι κοινή για όλους μας. Θα ήταν καλό να προχωρήσουμε μαζί. Θέλω να διαβεβαιώσω τον ελληνικό λαό ότι μπορεί να βασισθεί στον δικό μας αγώνα, να μας εμπιστευθεί. Η νίκη θα είναι κοινή και θα είναι όμορφη. Θα είναι νίκη και του τουρκικού λαού. Ελπίζω σε καλύτερες μέρες και εύχομαι να έρθουν οι καλύτερες μέρες. Σας ευχαριστώ πολύ».


­ Και εμείς σας ευχαριστούμε. Για το Κουρδιστάν και τον «Απο»





Οταν περάσαμε τη μεγάλη πράσινη μεταλλική πόρτα που χωρίζει το στρατόπεδο των Κούρδων από τον έξω κόσμο, νομίζαμε ότι μεταφερθήκαμε σε μια «χώρα που δεν υπάρχει». Η ζωή εδώ έχει τους δικούς της κώδικες, τους δικούς της κανόνες ­ αυτούς που διδάσκει ο «Απο», ο Πατέρας, όπως αποκαλούν τον αρχηγό τού Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) Αμπντουλάχ Οτσαλάν.


Σε μια έκταση πολλών στρεμμάτων δεκάδες νεαροί, άνδρες και γυναίκες, κάθονται σε πλαστικές καρέκλες δίπλα στις ρίζες των δέντρων, επάνω στο νωπό από την υγρασία του πρωινού και τη βροχή της προηγούμενης ημέρας χώμα, και μελετούν σκυμμένοι σε τετράδια με γαλάζιο πλαστικό εξώφυλλο. Γύρω-γύρω στον μανδρότοιχο που χωρίζει τον κόσμο τους από τον έξω κόσμο, επάνω σε ειδικά κατασκευασμένα παραπήγματα, έχουν ακροβολισθεί καμιά δεκαριά Κούρδοι κρατώντας «Καλάσνικοφ» στα χέρια. Οσο βρίσκονται εκεί, δεν γυρνούν ούτε μία φορά το κεφάλι για να δουν τι συμβαίνει στο εσωτερικό του στρατοπέδου.


Αυτό που πράγματι εντυπωσιάζει είναι η ηλικία των κούρδων αγωνιστών: Ολοι τους νέοι, σχεδόν παιδιά. Ντυμένοι ομοιόμορφα, άνδρες και γυναίκες, με πράσινες στολές από τραχύ ύφασμα. Η επόμενη εντύπωση είναι η λατρεία ­ αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής ευλάβειας ­ που τρέφουν για τον «Απο». Οταν τους μιλάει στέκονται απέναντί του σε απόσταση τουλάχιστον τριών μέτρων, σε στάση προσοχής, με σφιγμένες τις γροθιές και τον κοιτάζουν στα μάτια.


«Δεν είναι υπερβολή να πω ότι τον λατρεύουμε σαν Θεό» θα μας πει ο Τ., ένας από τους Κούρδους με τους οποίους συζητήσαμε. «Με ένα νεύμα του είμαστε όλοι πρόθυμοι να πεθάνουμε». «Αρκεί να σας πω ότι πολλοί άνθρωποι, ακόμη και γριές, περπατούν επί έξι μήνες με τα πόδια για να τον συναντήσουν και να του σφίξουν το χέρι» μας εκμυστηρεύεται ένας άλλος νεαρός αγωνιστής του στρατοπέδου. Οι ιδέες τού «Απο» για αυτόν είναι «Ευαγγέλιο». Είναι ο σύγχρονος Ζωροάστρης.


Η ζωή των νεαρών Κούρδων, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι σκληρή μόνο στο βουνό, αλλά και στο στρατόπεδο. Η εκπαίδευση ­ απ’ ό,τι μάθαμε ­ δεν περιλαμβάνει μόνο πολεμικές τέχνες. Αντιθέτως, ο ηγέτης των Κουρδών, που εκπαιδεύει προσωπικά ο ίδιος τούς μαχητές τού ΡΚΚ, δίνει ιδιαίτερη σημασία και στη θεωρητική τους κατάρτιση ­ έστω και αν αυτή περιστρέφεται γύρω από τη στρατηγική του πολέμου. Λένε συνήθως ότι τις ιδέες τις γεννούν οι πραγματικές ανάγκες. Ετσι, η τακτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που είναι το αγαπημένο θέμα του Οτσαλάν, διασταυρώνεται με τις σκέψεις του Κλαούζεβιτς για τον πόλεμο. Η εκπαίδευση αρχίζει στις 6.00 το πρωί, ενώ η διάρκειά της παραμένει αδιευκρίνιστη άγνωστη.


«Εξαρτάται από τις υποχρεώσεις τού «Απο»» θα πει ένας νεαρός Κούρδος ­ ένας από τους ελάχιστους που φορούν πολιτικά. «Μερικές φορές κρατάει μία ώρα. Αλλες, και 12 ώρες». Είναι υποχρεωτική και συνεχής, χωρίς διαλείμματα.


Το τρίτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση όταν συζητήσει κανείς με τους κούρδους μαχητές είναι η πίστη, η τυφλή αφοσίωση στον αγώνα που κάνουν. Ενέργεια, σκέψεις και κινήσεις περιστρέφονται πάντοτε γύρω από αυτόν τον σκοπό. Ο έρωτας, η διασκέδαση, ακόμη και οι πιο απλές χαρές της ζωής σβήνουν μπροστά στο όραμα της απελευθέρωσης του Κουρδιστάν.


«Το μόνο που θέλω είναι να περάσω επιτυχώς την εκπαίδευση και να πάω στο μέτωπο» λέει ένας νεαρός Κούρδος που μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. «Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο». Θα έφευγε μετά από λίγες ημέρες για τον Εύξεινο Πόντο. «Οι Τούρκοι ακολουθούν την τακτική της «καμένης γης»» λέει «βυθίζοντας στη δυστυχία τα χωριά του Κουρδιστάν. Υποπτεύονται τους πάντες ως συνεργάτες των ανταρτών και καταστρέφουν την παραγωγή των χωρικών. Εμείς όμως ξέρουμε να επιβιώνουμε. Τον χειμώνα τρώμε κρέας από τα κοπάδια που τρέφουμε οι ίδιοι και την άνοιξη χόρτα».


Ο έξω κόσμος μοιάζει να μην αγγίζει το στρατόπεδο. Μοιάζει να έχει σταματήσει έξω από τον μανδρότοιχο, μακριά από τα βλέμματα των φρουρών. Ωστόσο τα πρόσωπα των νεαρών Κούρδων είναι φωτεινά, χαμογελαστά, αθώα. Υποψιαζόμαστε ότι το μοναδικό όραμα, η ευτυχία αυτών των ανθρώπων είναι να πεθάνουν στο μέτωπο. Μοιάζουν σαν να έχουν κυριευθεί από «θεϊκή μανία». Η σχέση τους με τον θάνατο είναι ερωτική. «Γιατί μόνο τότε ο πόλεμος είναι εξαγνισμένος», όπως λέει και ο «Απο». Ποιος είναι ο Οτσαλάν


Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που επί μία εικοσαετία περίπου έχει υποχρεώσει το καθεστώς της Αγκυρας να στέκεται στο ένα πόδι; Που γριούλες ­ όπως μάθαμε ­ περπατούν μέσα στο χιόνι και τη βροχή επί έξι μήνες προκειμένου να τον συναντήσουν και να του σφίξουν το χέρι; Που ενσαρκώνει στο πρόσωπό του τις ελπίδες και τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού; Που κατορθώνει να διαφεύγει από τις παγίδες της ΜΙΤ ­ και όχι μόνον ­ που απεργάζεται σχέδια δολοφονίας του; Που παίρνει μέρος σε πολύπλοκα γεωπολιτικά παιχνίδια εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του «λαού» του; Που διεκδικεί, αν και ο ίδιος το αρνείται, τον τίτλο ενός εκ των τελευταίων ανταρτών της εποχής μας;


Ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμάρα. Η οικογένειά του ήταν η φτωχότερη του χωριού. «Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον καταπιεστικό και συντηρητικό, όπου ασφυκτιούσα» λέει. «Τα ήθη και οι παραδόσεις με κούραζαν». Πήγε σχολείο στο Cibin, όπου οι μαθητές ήταν ανάμεικτοι: Τούρκοι, Κούρδοι και Αρμένιοι. Αργότερα, πολλοί (κυρίως Τούρκοι) από το Cibin θα τον ακολουθήσουν στον αγώνα. Το 1966 πηγαίνει στην Αγκυρα και φοιτά στο Λύκειο. Η ζωή της μεγαλούπολης τον ενοχλεί. «Το αστικό περιβάλλον με απωθεί».


Το σπίτι όπου μένει στην Αγκυρα είναι κοντά στο μαυσωλείο του Ατατούρκ. «Είναι η εποχή που πιστεύω ακόμη στη θρησκεία, πηγαίνω στο τζαμί, παρακολουθώ διαλέξεις πάνω σε θρησκευτικά θέματα. Μια συνέντευξη του Μπαρζανί που διαβάζω την εποχή εκείνη με αναστατώνει». Πέφτει στα χέρια του το «Αλφαβητάρι του σοσιαλισμού» του Huberman.


«Συνταράσσομαι, μέσα μου όλα αλλάζουν. Μετά από τόσες αναζητήσεις, αμφιβολίες, αντιφάσεις, βρίσκω τον δρόμο μου». Είναι η εποχή του Μάη του ’68. Στην Κωνσταντινούπολη κορυφώνεται το φοιτητικό κίνημα.


Το 1971 μπαίνει στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Αγκυρας. Το πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971, η τρομοκρατία που ακολουθεί και η καταδίκη σε θάνατο των αρχηγών της τουρκικής Αριστεράς τον προβληματίζουν. Οργανώνει μια διαμαρτυρία, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις 7 Απριλίου 1972. «Μένω επτά μήνες στη φυλακή» λέει. «Σκέπτομαι, διαβάζω και προσπαθώ να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασανίζουν». Κάποια στιγμή αποφασίζει να ιδρύσει πολιτικό κόμμα, αλλά πιστεύει ότι η τουρκική Αριστερά δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την τύχη του Κουρδιστάν. «Ακολουθεί μια τακτική εντυπωσιασμού, η αφοσίωσή της στον κεμαλισμό δεν της επιτρέπει να έχει υγιείς τάσεις». Το «διαζύγιο» έρχεται μετά από έντονη αντιπαράθεση. Ο Οτσαλάν ακολουθεί τον δικό του δρόμο. «Μετά από πολλή σκέψη καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Κουρδιστάν είναι μια αποικία. Τότε, ακόμη και οι πιο τολμηρές οργανώσεις δεν τολμούσαν να προφέρουν τη λέξη «Κουρδιστάν», αλλά αρκούνταν στις λέξεις «Ανατολική Τουρκία». Δεν έθεταν κουρδικό θέμα, αλλά ζητούσαν μόνο «νερό και ηλεκτρικό»».


Η γνωριμία του Οτσαλάν με τους Κεμάλ Πιρ και Χακί Καρέρ ήταν αποφασιστική. Οι δύο τούρκοι αγωνιστές αντελήφθησαν ότι η τουρκική επανάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απελευθέρωση του Κουρδιστάν. Το 1974-75 τέθηκε επικεφαλής μιας φοιτητικής οργάνωσης στην Αγκυρα. Το 1976 ανακοινώνει τις ριζοσπαστικές σκέψεις και τα σχέδιά του σε όλες τις τουρκικές και κουρδικές οργανώσεις. «Οι περισσότεροι από τους παρευρισκομένους» λέει «με ειρωνεύθηκαν. Ολοι όμως εκπλήσσονται όταν ακούν το μεγαλεπήβολο και άκρως επικίνδυνο σχέδιό μου: Επιστροφή στην Πατρίδα». Ετσι στέλνει τους συντρόφους του, τους επονομαζόμενους «Αποτζίδες», σε όλες τις πόλεις του Κουρδιστάν. Οι πρώτες αντιδράσεις δεν ήρθαν από το τουρκικό κράτος, αλλά από τη λεγομένη κουρδική και τουρκική Αριστερά.


Στις 27 Νοεμβρίου 1978 ιδρύει το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) στο χωριό Φις, κοντά στο Ντιγιαρμπακίρ.


Τον Ιούλιο του 1979 διαφεύγει στον Λίβανο, σε ένα άγνωστο για αυτόν μέρος, χωρίς χρήματα, χωρίς καμιά βοήθεια.


Στις αρχές του 1980 καταφέρνει να συγκεντρώσει μια ομάδα 35 ατόμων την οποία στέλνει στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας προκειμένου να διευθετήσει τα οργανωτικά προβλήματα που είχαν προκύψει και να κλιμακώσει τις μάχες με τους τοπικούς φεουδάρχες. «Ο αρχηγός της ομάδας Κεμάλ Πιρ ­ ποντιακής καταγωγής ­, στρατιωτική ψυχή τού ΡΚΚ, μου έστειλε 300 άνδρες για εκπαίδευση. Μετά από μερικές αποστολές, στις 15 Αυγούστου του 1984 ξέσπασε ο ένοπλος αγώνας. Ηταν η αρχή».