Ο Αλφρεντ ΝτρέΪφους γεννήθηκε το 1859
και ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας με εβραϊκές ρίζες. Ο πατέρας του ήταν βιομήχανος και η κύρια ενασχόλησή του ήταν ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Σε ηλικία 23 ετών και ενώ σπούδαζε στο πολυτεχνείο αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Η επαγγελματική του φιλοδοξία δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις κλωστές και τα υφάσματα που γέμιζαν το πουγκί της οικογένειάς του και το 1889, σε ηλικία 30 ετών, είχε ήδη προαχθεί σε λοχαγό.


Η μόρφωση που είχε τον έφερε μακριά από το πεδίο της μάχης, σε μια εποχή που οι Πρώσοι απειλούσαν διαρκώς τη Γαλλία, και διορίστηκε στο υπουργείο Αμυνας. Σύντομα κατηγορήθηκε ότι πουλούσε στρατιωτικά μυστικά στον γερμανό ακόλουθο και συνελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 1894. Στη διάρκεια της δίκης δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και υπήρξαν πολλές παρατυπίες. Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε σε ελλιπή στοιχεία. Ο Ντρέιφους αρνήθηκε την ενοχή του και η οικογένειά του υποστήριξε σθεναρά την αθωότητά του. Στις 22 Δεκεμβρίου 1894 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και εξορίστηκε στο Νησί του Διαβόλου στη Γαλλική Γουινέα (αποικία καταδίκων) για να εκτίσει την ποινή του. Η κοινή γνώμη και ο γαλλικός Τύπος καλωσόρισαν την ετυμηγορία και την καταδίκη και η εφημερίδα «La Libre Parole» χρησιμοποίησε τον Ντρέιφους ως σύμβολο-παράδειγμα της προδοσίας των Γάλλων Εβραίων.


Υπήρξαν όμως πολλοί που δεν επηρεάστηκαν από το αντισημιτικό κλίμα της εποχής και ένας εξ αυτών, ο αντισυνταγματάρχης Ζορζ Πικάρ, βρήκε στοιχεία που ενέπλεκαν τον ταγματάρχη Εστερχάζι σε κατασκοπεία. Σύντομα ανακάλυψε ότι ο γραφικός χαρακτήρας σε ένα γράμμα που παρουσιάστηκε στη δίκη ως αποδεικτικό στοιχείο δεν ανήκε στον Ντρέιφους, αλλά στον Εστερχάζι. Ο Πικάρ σύντομα μετακινήθηκε από τη θέση του και πολλοί υποστήριξαν ότι η ανακάλυψή του δεν ήταν τόσο βολική για τους ανωτέρους του. Ο Εστερχάζι αντέδρασε και ο Χιούμπερτ Τζόζεφ Χένρι που ανακάλυψε το πρωτότυπο γράμμα και το απέδωσε στον Ντρέιφους έσπευσε να παραποιήσει νέα στοιχεία και να αποσιωπήσει άλλα. Οταν ο Εστερχάζι ήλθε αντιμέτωπος με το στρατιωτικό δικαστήριο αθωώθηκε και ο Πικάρ συνελήφθη. Ηδη όμως οι υποστηρικτές του Ντρέιφους είχαν αυξηθεί.


Στις 13 Ιανουαρίου 1898 ο μυθιστοριογράφος Εμίλ Ζολά έγραψε μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Aurore» (ανήκε στον Ζορζ Κλεμανσό, υποστηρικτή του Ντρέιφους και μετέπειτα πρωθυπουργό της Γαλλίας) με τον τίτλο «Κατηγορώ». Ο Ζολά κατηγόρησε τον στρατό ότι συγκάλυψε τη λανθασμένη καταδίκη του Ντρέιφους και αθώωσε τον Εστερχάζι με εντολή του υπουργείου Αμυνας. Η εφημερίδα εξαντλήθηκε, 200.000 φύλλα πουλήθηκαν εκείνη την ημέρα.


Η υπόθεση Ντρέιφους προσείλκυσε τη δημόσια προσοχή και χώρισε τη Γαλλία σε δύο αντίθετα στρατόπεδα. Η ιστορία πήγαινε πολύ πιο πέρα από την αθωότητα ή την ενοχοποίηση του Ντρέιφους. Οσοι πίστευαν ότι ο τελευταίος είναι ένοχος (αυτοί που ήταν ενάντια και στο άνοιγμα της υπόθεσης) ήταν εθνικιστές και θεωρούσαν τη διαμάχη μια προσπάθεια των εχθρών του έθνους να στιγματίσουν τον στρατό. Ηταν μια ευκαιρία για αυτούς να το εκλάβουν ως μια υπόθεση εθνικής ασφαλείας και να πολεμήσουν τους υποστηρικτές του Ντρέιφους (αυτούς που ζητούσαν την απαλλαγή του). Οι τελευταίοι ανακάλυψαν στην υπόθεση Ντρέιφους την ευκαιρία να αγωνιστούν για τις αρχές της ατομικής ελευθερίας.


Η κυβέρνηση πιέστηκε από τους εθνικιστές να οδηγήσει στο εδώλιο του δικαστηρίου τον Ζολά, ενώ αντιεβραϊκές εξεγέρσεις ξέσπασαν στην επαρχία. Η δίκη Ζολά ξεκίνησε στις 7 Φεβρουαρίου 1898, βρέθηκε ένοχος για συκοφαντία και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 φράγκων. Σύντομα μια αίτηση που απαιτούσε την επανάληψη της δίκης Ντρέιφους υπεγράφη από 3.000 άτομα, ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς, ο Μαρσέλ Προυστ και μια στρατιά διανοουμένων.


Ο ταγματάρχης Ανρί (αυτός που απέδωσε το ενοχοποιητικό γράμμα στον Ντρέιφους) αυτοκτόνησε στο τέλος του Αυγούστου του 1898, αφού ομολόγησε τις πλαστογραφήσεις που είχε κάνει. Ο Εστερχάζι πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή στο Βέλγιο και στο Λονδίνο. Η ομολογία του Ανρί ξεκίνησε μια νέα φάση στην υπόθεση διότι διασφάλισε την έφεση για να δικαστεί εκ νέου ο Ντρέιφους.


Τον Ιούνιο του 1899 ο Ντρέιφους ήλθε από το Νησί του Διαβόλου για τη δίκη και εμφανίστηκε μπροστά σε ένα νέο στρατιωτικό δικαστήριο στη Ρεμς (7 Αυγούστου – 9 Σεπτεμβρίου 1899). Βρέθηκε πάλι ένοχος, αλλά ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, με σκοπό να δώσει τέλος στην υπόθεση, του απένειμε χάρη. Ο Ντρέιφους δέχθηκε την πράξη επιείκειας, αλλά διατήρησε το δικαίωμα να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποδείξει την αθωότητά του.


Το 1904 ξεκινά τον αγώνα του για να αποδείξει την αθωότητά του και τον Ιούλιο του 1906 το εφετείο απαλλάσσει τον Ντρέιφους και αναιρεί όλες τις προηγούμενες καταδίκες. Η Βουλή ψηφίζει νόμο με τον οποίο αποκαθιστά τον Ντρέιφους και στις 22 Ιουλίου του απονεμήθηκε το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Κατόπιν μικρής θητείας στον στρατό όπου πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη, αποστρατεύθηκε. Κλήθηκε ξανά κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και ως αντισυνταγματάρχης διοίκησε μια φάλαγγα πυρομαχικών.