Ο γιος του δασκάλου από την Πρώτη Σερρών
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1907 στο Κιούπκιοϊ επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αργότερα μετονομάστηκε σε Πρώτη, 50 χιλιόμετρα από τις Σέρρες. Ηταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά, τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια (ένα κορίτσι πέθανε σε ηλικία πέντε ετών το 1914) του Γεωργίου και της Φωτεινής Καραμανλή. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος ως το 1904, όταν απολύθηκε από τις οθωμανικές αρχές για τη δράση του με τις ελληνικές ανταρτικές ομάδες. Ετσι αναγκάστηκε να ασχοληθεί με το εμπόριο καπνών, με αρκετή επιτυχία, ώσπου καταστράφηκε οικονομικά το 1928. Το 1925 ο Γεώργιος Καραμανλής στέλνει τους γιους του Κωνσταντίνο και Αλέκο να φοιτήσουν σε σχολεία της Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφοίτησε το 1925 από το 8ο Γυμνάσιο Κυψέλης και έχοντας ήδη κατά νου να ασχοληθεί με την πολιτική εισήλθε στη Νομική Σχολή. Πήρε το πτυχίο του τον Δεκέμβριο του 1929 και ως το 1935 ασχολήθηκε με τη δικηγορία.
Η ενεργός ανάμειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την πολιτική αρχίζει ακριβώς στο μέσον της θυελλώδους δεκαετίας του ’30, τρεις μήνες μετά το κίνημα του ’35. Εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές του Ιουνίου, 1935, σε ηλικία 28 ετών. Η πρώτη εκείνη θητεία διακόπτεται σύντομα, καθώς προκηρύσσονται και πάλι εκλογές για τις 16 Ιανουαρίου 1936, οπότε και επανεκλέγεται ως πρώτος βουλευτής Σερρών. Ωστόσο και αυτή η θητεία του είναι πολύ σύντομη. Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς κηρύσσει δικτατορία και η Βουλή διαλύεται. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει στη δικηγορία, αρχικά στις Σέρρες και αργότερα στην Αθήνα, αλλά στο μεταξύ εντείνεται και το πρόβλημα της βαρηκοΐας από την οποία πάσχει. Το 1938 επισκέπτεται τη Γερμανία για να το αντιμετωπίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ακριβώς το πρόβλημα της βαρηκοΐας ήταν που τον κράτησε μακριά από τις ένοπλες δυνάμεις κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Η πρώτη απόπειρα για να διαφύγει στη Μέση Ανατολή την άνοιξη του 1943 αποτυγχάνει. Ακολούθησαν άλλες τρεις αποτυχημένες απόπειρες και το καλοκαίρι του 1943 κατορθώνει ύστερα από περιπέτειες να φθάσει με καΐκι στον Τσεσμέ της Τουρκίας και από εκεί στο Κάιρο. Επιστρέφει στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση, αλλά ως το 1946 απέχει της ενεργού πολιτικής. Η επάνοδός του στην πολιτική συμπίπτει με τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, όταν και πάλι εκλέγεται βουλευτής Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα. Ακριβώς με τις εκλογές του 1946 αρχίζει και η πενηντάχρονη πορεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Μια πορεία κατά την οποία έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της χώρας.
Το πρώτο υπουργείο που θα αναλάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην κυβέρνηση του Ντίνου Τσαλδάρη είναι της Εργασίας, από τον Νοέμβριο του 1946 ως τον Φεβρουάριο του 1947. Προηγουμένως όμως, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1946, πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου υπεβλήθη σε πετυχημένη εγχείριση και η ακοή του αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ ορίστηκε από την κυβέρνηση μέλος τετραμελούς επιτροπής υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που είχε αποστολή να διαπραγματευθεί ανεπίσημα την παροχή αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα.
Για έκτη φορά βουλευτής
Στο πλαίσιο του αντικομμουνιστικού μετώπου που είχαν συμπήξει τα μη κομμουνιστικά κόμματα εκείνης της περιόδου ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη , οι εναλλαγές των κυβερνητικών σχημάτων ήταν συχνές. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε στις 7 Μαΐου 1948 υπουργός Μεταφορών, αξίωμα που διατήρησε ως τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Τότε άλλαξε υπουργείο και ανέλαβε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας ως τον Ιανουάριο του 1950, την περίοδο που ο εμφύλιος πόλεμος έφθασε στην κορύφωσή του και ο στρατιωτικός νόμος εφαρμοζόταν σε ολόκληρη τη χώρα.
Στις 5 Μαρτίου 1950 έγιναν νέες εκλογές. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1950 και ύστερα από αλλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνητικών σχημάτων ανέλαβε πρωθυπουργός ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Επρόκειτο για κυβέρνηση συνασπισμού διότι σε αυτήν συμμετείχε και το Λαϊκό Κόμμα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε υπουργός Εθνικής Αμυνας και στη διάρκεια της θητείας του υπέγραψε την αποστολή της ελληνικής ταξιαρχίας, υπό τον Σόλωνα Γκίκα, στην Κορέα. Την ίδια περίοδο η θέση του επέβαλλε τη συνεχή συνεργασία με τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Οι δύο συμφωνούσαν στην ανάγκη αύξησης της αριθμητικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων από 120.000 σε 150.000 άνδρες. Ξέσπασε όμως το σκάνδαλο του ΟΛΠ, για το οποίο κατηγορείτο ο Ντίνος Τσαλδάρης, και το Λαϊκό Κόμμα αποχώρησε από την κυβέρνηση στις 3 Νοεμβρίου 1950. Στις 16 Νοεμβρίου, 25 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεξαρτητοποιήθηκαν και συνέστησαν το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα με εκπρόσωπο στη Βουλή τον Στέφανο Στεφανόπουλο. Στο ΛΕΚ συμμετείχαν επίσης ο Γεώργιος Ράλλης και ο Λάμπρος Ευταξίας, ενώ τον Ιανουάριο του 1951 προσχώρησε ως συναρχηγός και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Στις 2 Ιουλίου 1951 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νυμφεύθηκε την ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αμαλία Κανελλοπούλου. Στις 31 Ιουλίου 1951 ο Αλέξανδρος Παπάγος ανήγγειλε την ίδρυση του Ελληνικού Συναγερμού και σύσσωμο το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα προσχώρησε στον νέο σχηματισμό. Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ο Κ. Καραμανλής εξελέγη βουλευτής, με τη σημαία του Ελληνικού Συναγερμού αυτή τη φορά. Παρά το γεγονός ότι ο Ελληνικός Συναγερμός ανεδείχθη πρώτο σε δύναμη κόμμα, ο Αλέξανδρος Παπάγος δεν δέχθηκε να ηγηθεί κυβέρνησης συνασπισμού. Ο Κ. Καραμανλής είχε πάντως αντίθετη άποψη, γιατί μεταξύ άλλων υποστήριζε ότι αν γινόταν ο Αλ. Παπάγος πρωθυπουργός θα ήταν δυνατή η αποκατάσταση των σχέσεών του με το Παλάτι. Στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952, όπου θριάμβευσε ο Ελληνικός Συναγερμός, ο Κ. Καραμανλής εξελέγη για 6η φορά βουλευτής.
Στη νέα κυβέρνηση ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε υπουργός Δημοσίων Εργων, αξίωμα που τον βοήθησε να διακριθεί για την αποτελεσματικότητά του. Η αίγλη του αποτελεσματικού περιέβαλλε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σε όλη τη διαδρομή που έκανε ως ηγέτης και ενέπνευσε πολλά από τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η παράταξή του κατά την πρώτη οκταετία της πρωθυπουργίας του. Παράλληλα, η κατάσταση της χώρας εκείνη την εποχή τού έδωσε την ευκαιρία να «αλωνίσει» κυριολεκτικά την Ελλάδα, να γίνει γνωστός σε όλη την επικράτεια και να ενισχύσει το προφίλ του. Η δημιουργία οδικής και συγκοινωνιακής υποδομής ήταν απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ηταν επίσης απαραίτητη, στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενός νέου γύρου εμφυλίου, για να έχει δυνατότητες πρόσβασης στις ακριτικές περιοχές ο Στρατός. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο υπουργείο Δημοσίων Εργων μεταβιβάστηκαν και οι αρμοδιότητες της υπηρεσίας Επειγόντων Εργων Εθνικής Αμύνης. Ως υπουργός Δημοσίων Εργων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε στις 13 Νοεμβρίου 1953 τη διακοπή της κυκλοφορίας των τραμ στις γραμμές Πατησίων και Αμπελοκήπων. Και επειδή κωλυσιεργούσε η Εταιρεία Μεταφορών, ο Κ. Καραμανλής τέθηκε επικεφαλής των συνεργείων τα οποία στις 16 Νοεμβρίου 1953 άρχισαν το «ξήλωμα» των γραμμών του τραμ, για να αντικατασταθούν από τρόλεϊ. Στις 26 Μαρτίου 1954 αποφάσισε να «ξηλωθούν» και οι γραμμές του τραμ στη Θεσσαλονίκη.
Στις 4 Οκτωβρίου 1955 πέθανε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, μετά από μακρά ασθένεια. Προτού πεθάνει ο αρχηγός του Ελληνικού Συναγερμού είχε ορίσει αναπληρωτή του τον αντιπρόεδρο του κόμματος, Στέφανο Στεφανόπουλο. Το γεγονός είχε προκαλέσει την αντίδραση του άλλου αντιπροέδρου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά όταν επήλθε ο θάνατος του πρωθυπουργού οι περισσότεροι βουλευτές θεωρούσαν βέβαιο ότι η εντολή για την πρωθυπουργία θα δοθεί στον Στ. Στεφανόπουλο. Ωστόσο στις 5 Οκτωβρίου ο βασιλεύς Παύλος ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η πρώτη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1955. Παράλληλα η κοινοβουλευτική ομάδα του Ελληνικού Συναγερμού ανέθεσε σε πενταμελή διοικούσα επιτροπή Κ. Καραμανλής, Εμμ. Τσουδερός, Στ. Στεφανόπουλος, Π. Κανελλόπουλος, Γ. Ροδόπουλος την ηγεσία του κόμματος. Ο νέος πρωθυπουργός αποφάσισε αμέσως να μην πάρουν οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις μέρος στην άσκηση του ΝΑΤΟ «Ρεντ Τρίντεντ 110», λόγω των γνωστών βανδαλισμών εις βάρος των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Από το σημείο αυτό τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό θα είναι τα βασικά προβλήματα που θα αντιμετωπίζει στην εξωτερική πολιτική ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε όλη τη διάρκεια της ενασχόλησής του με την πολιτική.
Στις 4 Ιανουαρίου 1956 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανήγγειλε την ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ). Οι εκλογές έγιναν στις 19 Φεβρουαρίου 1956 και η ΕΡΕ πήρε το 47,38% των ψήφων και 165 έδρες στη Βουλή. Τα άμεσα προβλήματα της κυβέρνησης είναι το Κυπριακό και η οικονομία. Ειδικά το Κυπριακό δημιουργεί ένταση και στο εσωτερικό της χώρας, μετά την απόφαση των Αγγλων να εξορίσουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις Σεϋχέλλες και τον απαγχονισμό κυπρίων αγωνιστών. Στις 26 Μαΐου 1956 παραιτήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Θεοτόκης, που αντικαταστάθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ενώ τον Νοέμβριο ο πρωθυπουργός μετέβη στις ΗΠΑ, επικεφαλής αντιπροσωπείας για να παρουσιάσει τις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό. Οσον αφορά την οικονομία, η ανόρθωσή της προϋποθέτει αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και αυτό εξήγγειλε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Η ΕΔΑ δεύτερο κόμμα
Την 1η Μαρτίου 1958 εκδηλώθηκε κυβερνητική κρίση, ύστερα από την κατάθεση στη Βουλή νομοσχεδίου που τροποποιούσε τον εκλογικό νόμο και επέβαλλε την ενισχυμένη αναλογική ως εκλογικό σύστημα και τον περιορισμό του αριθμού των βουλευτών σε 250. Το νομοσχέδιο κατέθεσε στις 27 Φεβρουαρίου ο υπουργός Εσωτερικών Τάκος Μακρής, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αντέδρασαν υποβάλλοντας την παραίτησή τους οι Γ. Ράλλης, Π. Παπαληγούρας και άλλοι 15 βουλευτές της ΕΡΕ. Στις 2 Μαρτίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης και ζήτησε να γίνουν εκλογές. Αργότερα απέδωσε την κρίση σε συνωμοσία των ανακτόρων, των Αμερικανών και των Αγγλων. Οι εκλογές έγιναν στις 11 Μαΐου 1958 και η ΕΡΕ πήρε το 41,16% των ψήφων που της έδωσε 171 έδρες στη Βουλή. Δεύτερο κόμμα ήλθε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, που πήρε το 24,42% των ψήφων και 79 έδρες στη Βουλή.
Στη νέα κυβέρνηση ο Κ. Καραμανλής αναλαμβάνει και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, γεγονός που πιθανότατα σηματοδοτούσε την καχυποψία του απέναντι στο παλάτι. Το Κυπριακό παρέμεινε το μεγάλο αγκάθι της εξωτερικής πολιτικής, καθώς η Αγκυρα έθετε θέμα διχοτόμησης της νήσου και η κυβέρνηση διαπίστωνε διάσταση απόψεων με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο κατά τη συνάντηση της 19ης Σεπτεμβρίου 1958, αμέσως μετά την επίσκεψη του βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακ Μίλαν στην Αθήνα. Ωστόσο το 1958 άρχισε ο ελληνοτουρκικός διάλογος για το Κυπριακό, που κατέληξε στις συμφωνίες της Ζυρίχης, στις 11 Φεβρουαρίου 1959, και του Λονδίνου, στις 19 Φεβρουαρίου 1959, με τις οποίες η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Στις 7-12 Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία. Ωστόσο η Αγκυρα προσπάθησε στη συνέχεια να επιβάλει διατάξεις στο κυπριακό Σύνταγμα που θα αλλοίωναν τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Στο εσωτερικό η μετανάστευση, κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία άρχισε να παίρνει διαστάσεις, ενώ συνεχίστηκε η προσπάθεια για ανόρθωση της οικονομίας. Στις 27 Ιουλίου 1959 οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΟΚ έκαναν δεκτό το αίτημα της Ελλάδας για τη σύναψη συμφωνίας σύνδεσης και οι σχετικές διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1959 και ολοκληρώθηκαν στις 30 Μαρτίου 1961, στις Βρυξέλλες. Η συνθήκη υπεγράφη στις 9 Ιουλίου 1961, στην Αθήνα.
Το 1960 η ένταση στις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το παλάτι εκδηλώθηκε με τη μορφή του γνωστού ως «σκανδάλου Μέρτεν». Ο καταδικασθείς για εγκλήματα στην Ελλάδα Μαξ Μέρτεν «υποκινηθείς από αντιπολιτευόμενους την κυβέρνησιν κύκλους» κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και κυρίως τον υπουργό Εσωτερικών Τάκο Μακρή και τη γυναίκα του Δοξούλα για συνεργασία με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Οι κατηγορίες έπεσαν στο κενό αλλά το θέμα κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή από τα τέλη Σεπτεμβρίου ως τις αρχές του 1961. Στις 11 Φεβρουαρίου 1961 ορισμένα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφώνησαν στη δημιουργία του ενιαίου κόμματος Δημοκρατικό Κέντρο – Αγροτική Φιλελευθέρα Ενωσις με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1961 ιδρύθηκε η Ενωση Κέντρου, πάλι με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Οι νέες εκλογές έγιναν στις 29 Οκτωβρίου 1961. Η ΕΡΕ εξασφάλισε το 50,80% των ψήφων και 175 έδρες έναντι 33,65% και 100 εδρών της Ενωσης Κέντρου. Στις 31 Οκτωβρίου όμως ο Γεώργιος Παπανδρέου κατήγγειλε ότι το αποτέλεσμα ήταν προϊόν «βίας και νοθείας». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε ότι «η δήλωσις του κ. Παπανδρέου αποδεικνύει ότι η ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου, αιχμάλωτος του κομματικού πάθους, στερείται σοβαρότητος και αισθήματος εθνικής ευθύνης». Αργότερα ο Κ. Καραμανλής δήλωσε ότι η άσκηση βίας και νοθείας, στον βαθμό που έγινε, είχε σχεδιασθεί από τα ανάκτορα και ενώ αγνοούσε τα σχέδια ο ίδιος, τα γνώριζε και τα είχε αποδεχθεί η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ωστόσο στις 14 Νοεμβρίου 1961 η κοινοβουλευτική ομάδα της Ενωσης Κέντρου κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» διότι «δεν αναγνωρίζει την ΕΡΕ ως νόμιμον κυβέρνησιν της χώρας». Το κλίμα έντασης τροφοδοτούσαν διάφορες αφορμές, όπως το θέμα της προικοδότησης της πριγκίπισσας Σοφίας και η δήλωση του βασιλέως Παύλου στις 19 Μαρτίου 1962, στη Στρατιωτική Λέσχη Θεσσαλονίκης, όταν απευθυνόμενος στους αξιωματικούς είπε: «Εμάς μας έχει ενώσει ο Θεός. Εγώ ανήκω σε σας και σεις μου ανήκετε». Ή το νομοσχέδιο για αύξηση της βασιλικής χορηγίας. Σε όλα αυτά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν αντίθετος, γεγονός που σε συνδυασμό με την απόφασή του να καταργήσει τον έρανο της βασίλισσας, δημιούργησε μεγάλη ψυχρότητα στις σχέσεις του με το παλάτι. Στις 20 Μαρτίου 1962 πάντως, η ΕΡΕ ενισχύθηκε με την προσχώρηση τριών βουλευτών των Ν. Κοντογιαννόπουλου, Α. Δερδεμέζη και Α. Γκελεστάθη της Ενωσης Κέντρου.
Στα τέλη του 1962 και στις αρχές του 1963 υπήρχε γενική αναταραχή στον χώρο της παιδείας. Πρωτοστατούσαν οι φοιτητές διεκδικώντας το 15% του προϋπολογισμού για την παιδεία και ακολούθησαν οι εκπαιδευτικοί, με αποτέλεσμα να προχωρήσει η κυβέρνηση σε πολιτική επιστράτευσή τους. Στις 20 Απριλίου 1963 η ένταση στις σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το στέμμα έφθασε στο αποκορύφωμά της, καθώς, παρά τις αντίθετες συστάσεις της κυβέρνησης, η βασίλισσα Φρειδερίκη πραγματοποίησε ταξίδι στο Λονδίνο. Στις 22 Μαΐου 1963 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης και η πολιτική οξύτητα πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις, παρά το γεγονός ότι όλα τα δικαστικά βουλεύματα απάλλασσαν από κάθε ευθύνη την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις 11 Ιουνίου 1963 ο πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του, διότι ο βασιλεύς Παύλος απέρριψε την εισήγησή του να πραγματοποιήσει με τη βασίλισσα επίσημη επίσκεψη στην Αγγλία. Στις 18 Ιουνίου ο Κ. Καραμανλής αναχώρησε για τη Ζυρίχη, από όπου επέστρεψε στις 28 Σεπτεμβρίου αποφασισμένος να θέσει θέμα αναθεώρησης του Συντάγματος αν κέρδιζε τις εκλογές.
Οι εκλογές έγιναν στις 3 Νοεμβρίου 1963 και πρώτο κόμμα ήλθε η Ενωση Κέντρου, που πήρε το 42,04% και 138 έδρες στη Βουλή, ενώ η ΕΡΕ πήρε το 39,37% των ψήφων και 132 έδρες στη Βουλή. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε την αυτοδυναμία, αλλά ο βασιλεύς Παύλος έδωσε στον Γ. Παπανδρέου την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, παρά την αντίθετη άποψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος στις 9 Δεκεμβρίου 1963 αναχώρησε για το Παρίσι, δηλώνοντας ότι αποχωρεί από την ενεργό πολιτική και ορίζοντας διάδοχό του στην ηγεσία της ΕΡΕ τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Αργότερα κατηγόρησε το παλάτι ότι στις εκλογές αναμείχθηκε εναντίον του. Πάντως διαχώρισε τη στάση του βασιλέως Παύλου από τη στάση της βασίλισσας Φρειδερίκης και του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Δηλώσεις για το πραξικόπημα
Μεσολάβησαν οι εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, όπου η Ενωση Κέντρου πήρε το 52,72% των ψήφων και 171 έδρες στη Βουλή, ενώ ο συνασπισμός ΕΡΕ – Προοδευτικών 35,36% και 107 έδρες και στις 22 Ιανουαρίου 1965 βουλευτές της ΕΔΑ κατέθεσαν πρόταση για παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο του Κωνσταντίνου Καραμανλή και υπουργών των κυβερνήσεών του με την κατηγορία των σκανδάλων. Η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου υιοθέτησε την πρόταση και άρχισε η σχετική διαδικασία, αλλά τελικά η υπόθεση παρεγράφη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επεδίωξε την «ηθική δολοφονία» του και πρόβλεψε ότι η χώρα θα αντιμετωπίσει εθνικές περιπέτειες.
Στις 21 Απριλίου 1967 έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι εξέφρασε στις 23 τη βαθιά λύπη του, επέρριψε ευθύνες στον Γεώργιο Παπανδρέου και ευχήθηκε επάνοδο στην ομαλότητα για την αποφυγή μεγαλύτερων δεινών. Στις 20 Ιουνίου 1967 έστειλε επιστολή στον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια ζητώντας του να αποτρέψει την εξέλιξη του πραξικοπήματος σε καθεστώς, όπως κατάλαβε ότι ήθελαν οι πραξικοπηματίες. Ανάλογη επιστολή έστειλε στις 9 Νοεμβρίου 1967 στον τότε βασιλέα Κωνσταντίνο. Μόλις εκδηλώθηκε το κίνημα του Κωνσταντίνου, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, δήλωσε ότι «όλοι οι Ελληνες έχουν καθήκον να υποστηρίξουν τον αγώνα για την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας». Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε δηλώσεις με στόχο να υποδείξει οδόν διαφυγής στη χούντα, αλλά ματαίως. Ως τις 23 Απριλίου 1973, που έκανε πάλι δηλώσεις, ο Κ. Καραμανλής δεχόταν εκκλήσεις από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου να οδηγήσει τη χώρα στο φως της δημοκρατίας. Στις δηλώσεις αυτές υπέδειξε στη χούντα τρόπο για να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει παρασύροντας και τη χώρα. Στις 16 Ιουλίου 1973 χαρακτήρισε «υβριστική για τον ελληνικό λαό» τη συμπεριφορά της χούντας, η οποία ετοίμαζε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος.
Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε το χουντικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο. Στις 20 Ιουλίου 1974 άρχισε η τουρκική επίθεση κατά της νήσου. Στις 24 Ιουλίου 1974, στις 2.05 το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από έκκληση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών και με τη συμπαράσταση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού. Στις 4.15 ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, της οποίας ορισμένα μέλη ορκίστηκαν στις 16.30. Στις 19.30 ο υφυπουργός Προεδρίας Παναγιώτης Λαμπρίας ανακοίνωσε τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών. Στις 25 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ζητώντας από τους πολίτες να επιδείξουν πολιτική ωριμότητα τις δύσκολες εκείνες ώρες. Παράλληλα στη Γενεύη άρχισαν την ίδια ημέρα οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης στο Κυπριακό. Αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος. Στις 26 Ιουλίου 1974 ορκίστηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης.
Στις 30 Ιουλίου 1974 στη Γενεύη επήλθε συμφωνία για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο αλλά και την αναγνώριση ύπαρξης δύο χωριστών διοικήσεων. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν. Ωστόσο στις 14 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν στον Αττίλα 2 καταλαμβάνοντας τελικά το 38% περίπου της Κύπρου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατήγγειλε την Τουρκία και ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Στις 15 Αυγούστου σε νέο διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό δήλωσε ότι «η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις Κύπρον καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων». Η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο έγινε στις 18.00 της 16ης Αυγούστου 1974.
Οι πρωταίτιοι στην Κέα
Στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έριξε το βάρος στους εξοπλισμούς και στη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Σις 2 Αυγούστου 1974 έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Ιωαννίδη, στις 11 Αυγούστου απομάκρυνε από την Αθήνα τις στρατιωτικές μονάδες, στις 19 Αυγούστου αντικατέστησε την ηγεσία του Στρατεύματος και του Στρατού Ξηράς, στις 2 Οκτωβρίου εξουδετέρωσε συνωμοσία χουντικών αξιωματικών και στις 23 Οκτωβρίου έδωσε εντολή να συλληφθούν οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και να εκτοπιστούν στην Κέα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναγγείλει την ίδρυση του ΠαΣοΚ. Στις 20 Σεπτεμβρίου ο Γεώργιος Μαύρος εξελέγη πρόεδρος της Ενωσης Κέντρου, στις 23 του ίδιου μήνα νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ και στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανήγγειλε την ίδρυση του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Οι πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1974. Η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικράτησε θριαμβευτικά παίρνοντας το 54,37% των ψήφων και 220 έδρες στη Βουλή. Η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις πήρε το 20,42% των ψήφων και 60 έδρες, το ΠαΣοΚ το 13,58% των ψήφων και 12 έδρες και η Ενωμένη Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού και ΕΔΑ) το 9,47% των ψήφων και 8 έδρες. Στις 22 Νοεμβρίου η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι στις 8 Δεκεμβρίου θα γίνει δημοψήφισμα για το πολίτευμα της χώρας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα ήταν 30,8% υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας και 69,2% υπέρ της αβασίλευτης. Στις 24 Φεβρουαρίου 1975 εξαρθρώθηκε και νέα συνωμοσία χουντικών αξιωματικών.
Το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος στις 27 Ιανουαρίου 1975 πρότεινε στην Αγκυρα την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σε απάντηση η Αγκυρα εγκαινίασε στις 20 Μαρτίου 1975 τη νέα πολιτική της, της αμφισβήτησης του ελληνικού εναερίου χώρου στο Αιγαίο. Παράλληλα ο πρωθυπουργός ανανέωσε τις προσπάθειες για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, επανενεργοποιώντας τη συμφωνία σύνδεσης. Στις 22 Μαΐου δημοσιεύθηκε βούλευμα παραπομπής 24 χουντικών αξιωματικών στο Στρατοδικείο, ενώ στις 7 Ιουνίου 1975 ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα της χώρας. Στις 12 Ιουνίου 1975 η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα την επίσπευση των διαδικασιών ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Στις 19 Ιουνίου εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κ. Καραμανλή σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας του. Στις 22 Δεκεμβρίου 1975 έκανε την εμφάνισή της για πρώτη φορά η «17 Νοέμβρη» δολοφονώντας τον επικεφαλής του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα Ρ. Γουέλς.
Το «Σισμίκ» στο Αιγαίο
Στις 17 Απριλίου 1976 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρότεινε στην Τουρκία από του βήματος της Βουλής να σταματήσει ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών και να συνάψουν οι δύο χώρες σύμφωνο μη επιθέσεως, αλλά η πρότασή του απερρίφθη από την Αγκυρα. Αντίθετα, Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν στα όρια της σύγκρουσης τον Ιούλιο, όταν η τουρκική κυβέρνηση έβγαλε στο Αιγαίο για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το σκάφος «Σισμίκ», πρώην «Χόρα». Η κρίση συνεχίστηκε τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο. Στις 11 Νοεμβρίου 1976 υπογράφεται στη Βέρνη το γνωστό ως πρακτικό της Βέρνης για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.
Στις 3 Αυγούστου 1977 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Τον διαδέχθηκε ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ο Σπύρος Κυπριανού. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εισηγήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου τη διάλυση της Βουλής. Οι νέες εκλογές ορίστηκαν για τις 20 Νοεμβρίου 1977. Στις εκλογές αναδείχθηκε πρωθυπουργός για τελευταία φορά. Η Νέα Δημοκρατία πήρε το 41,84% των ψήφων και 171 έδρες. Δεύτερο κόμμα ήλθε το ΠαΣοΚ με 25,34% των ψήφων και 93 έδρες. Η Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου πήρε το 11,95% των ψήφων και 16 έδρες, το ΚΚΕ 9,36% και 11 έδρες, η Εθνική Παράταξις 6,82% και 5 έδρες, ενώ από δύο έδρες πήραν η Συμμαχία και οι Νεοφιλελεύθεροι. Κύριος στόχος της νέας κυβέρνησης είναι πλέον η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής περιόδευε σε όλη τη διάρκεια του 1978 στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να πείσει τους εννέα τότε εταίρους για την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών. Το αποτέλεσμα των επαφών που είχε ήταν να διαχωρισθεί η υποψηφιότητα της Ελλάδας από εκείνη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Στις 31 Ιανουαρίου 1978 ανακοινώθηκε από τον δήμαρχο της γερμανικής πόλης Ααχεν ότι το βραβείο Καρλομάγνος για εκείνη την χρονιά θα απενέμετο στον έλληνα πρωθυπουργό, που αναδείχθηκε η προσωπικότητα η οποία προώθησε περισσότερο από όλους την ευρωπαϊκή ιδέα. Το βραβείο τού απενεμήθη στις 4 Μαΐου 1978.
Στις 3 Απριλίου 1978 η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να άρει το εμπάργκο στη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία, που είχε επιβάλει το Κογκρέσο μετά την άρνηση της Αγκυρας να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Η απόφαση δημιούργησε νέα ένταση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις που ήταν ήδη βεβαρημένες λόγω της πολιτικής των ίσων αποστάσεων που κρατούσε η Ουάσιγκτον. Ο Κ. Καραμανλής δήλωσε ότι οι ΗΠΑ μπορούν να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία αλλά όχι εις βάρος της Ελλάδας. Παράλληλα όμως φρόντιζε να διατηρείται με τη μία ή την άλλη μορφή κάποιος διάλογος με την Τουρκία.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1978 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στον μεγάλο στόχο του. Την ημέρα εκείνη ολοκληρώθηκαν θετικά στις Βρυξέλλες οι διαπραγματεύσεις για να γίνει η Ελλάδα το 10ο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Το επίτευγμα ήταν ιστορικό για τη χώρα και ο πρωθυπουργός θεώρησε και σωστά ότι έκλεισε πλέον ο κύκλος της προσφοράς του προς τη χώρα. Από την αρχή του 1979 άρχισε να μεθοδεύει την αποχώρησή του από τη μαχόμενη πολιτική και την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Στις 5-7 Μαΐου 1979 πραγματοποιήθηκε το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στη Χαλκιδική και ο πρωθυπουργός έκανε σαφείς τις ιδεολογικές αρχές του κόμματος. Στις 28 Μαΐου 1979 υπεγράφη στο Ζάππειο η Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Η ημέρα αυτή χαρακτηρίστηκε η μεγαλύτερη ημέρα της Ελλάδας και του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Με την τρίτη ψηφοφορία
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 5 Μαΐου 1980, με την τρίτη ψηφοφορία. Στην πρώτη ψηφοφορία της 23ης Απριλίου έλαβε 179 ψήφους. Στη δεύτερη, της 29ης Απριλίου, έλαβε 181 και στην τρίτη 183 ψήφους. Στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος ανέδειξε τον Γεώργιο Ράλλη με ψήφους 88 έναντι 84 του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε στις 15 Μαΐου 1980. Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 18 Οκτωβρίου 1981 και ανέδειξαν κυβέρνηση του ΠαΣοΚ. Το ΠαΣοΚ έλαβε το 48,07% των ψήφων και 172 έδρες στη Βουλή, ενώ η Νέα Δημοκρατία περιορίστηκε στο 35,87% των ψήφων και σε 115 έδρες στη Βουλή.
Παρά τις ρητορικές διαφοροποιήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, κυρίως απέναντι στην ΕΟΚ, οι σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον νέο πρωθυπουργό της χώρας ήταν γενικά ομαλές. Καθώς πλησίαζε όμως η ολοκλήρωση της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία συνέπιπτε σχεδόν χρονικά με την ολοκλήρωση της θητείας της κυβέρνησης, οι πρώτες αντιδράσεις για την επανεκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή εμφανίστηκαν από τα κόμματα της Αριστεράς. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτ. ανακοίνωσαν ότι δεν πρόκειται να υποστηρίξουν την υποψηφιότητά του. Αντίθετη απόφαση πήρε η ΕΔΑ. Στις 28 Φεβρουαρίου 1985 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Κ. Καραμανλή με τον Α. Παπανδρέου και, σύμφωνα με όσα υποστήριξε αργότερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός του ανακοίνωσε ότι το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠαΣοΚ είχε πάρει ήδη απόφαση να τον προτείνει και για δεύτερη θητεία. Ωστόσο, στις 9 Μαρτίου 1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε ξαφνικά στην Κεντρική Επιτροπή του ΠαΣοΚ ότι το κόμμα θα υποστήριζε την υποψηφιότητα του Χρήστου Σαρτζετάκη. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεώρησε ότι το θέμα λύθηκε «αυτομάτως» και δεν δέχθηκε να προταθεί μόνο από τη Νέα Δημοκρατία.
Ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη με 180 ψήφους στις 29 Μαρτίου 1980. Οι βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 2 Ιουνίου 1985· το ΠαΣοΚ πήρε το 45,82% των ψήφων και 161 έδρες και προώθησε την αλλαγή του Συντάγματος που προέβλεπε περιορισμό αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ιδιώτευε παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Στις 30 Μαΐου 1987 έστειλε στη Βουλή τις απόψεις του για τον «Φάκελο της Κύπρου». Η Νέα Δημοκρατία κατορθώνει στις 8 Απριλίου 1990 να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, παίρνοντας το 46,89% των ψήφων και 150 έδρες, έναντι 38,61% των ψήφων και 123 εδρών του ΠαΣοΚ. Στις 11 Απριλίου 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επισκέφθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και του πρότεινε να αποδεχθεί υποψηφιότητα για μια δεύτερη θητεία στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το δέχθηκε. Στις 4 Μαΐου 1990 εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 153 ψήφους. Στις 10 Οκτωβρίου 1993 το ΠαΣοΚ επανήλθε στην κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, κερδίζοντας τις εκλογές. Πήρε το 46,88% των ψήφων και 171 έδρες. Παρά την πικρία για τη στάση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άσκησε με απόλυτη συνέπεια τα καθήκοντά του ως την ολοκλήρωση της θητείας του. Στις 10 Μαρτίου 1995 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ολοκλήρωσε τη δεύτερη προεδρική θητεία και, ταυτόχρονα, εξήντα χρόνια πολιτικής ζωής.