Τρεις ανατολές τρεις θρησκείες

Τρεις ανατολές τρεις θρησκείες Αγκόρ - Γάγγης - Σινά βουδισμός - ινδουισμός - χριστιανισμός ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΝΟΥ Ολες οι θρησκείες έχουν γεννηθεί στην ασιατική ήπειρο, στην ήπειρο απ'' όπου ανατέλλει ο ήλιος, στη γη της ανατολής και όλες έχουν γεννηθεί μέσα στο χρυσάφι. Γιατί η Ανατολή είναι χρυσός, όπως εύστοχα ο Χ. Λ. Μπόρχες αναλύει τη λέξη orient, από το or που σημαίνει χρυσός στη γαλλική γλώσσα. Αυτή η

βουδισμός – ινδουισμός – χριστιανισμός


Ολες οι θρησκείες έχουν γεννηθεί στην ασιατική ήπειρο, στην ήπειρο απ’ όπου ανατέλλει ο ήλιος, στη γη της ανατολής και όλες έχουν γεννηθεί μέσα στο χρυσάφι. Γιατί η Ανατολή είναι χρυσός, όπως εύστοχα ο Χ. Λ. Μπόρχες αναλύει τη λέξη orient, από το or που σημαίνει χρυσός στη γαλλική γλώσσα.


Αυτή η χρυσαφένια ανατολή ξεπροβάλλει κάθε πρωί στα θρησκευτικά καταφύγια: στο Σινά για τον χριστιανισμό, στον Γάγγη για τον ινδουισμό και στην Αγκόρ για τον βουδισμό. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ανατολή στα μέρη αυτά είναι συνδεδεμένη με τη θρησκεία. Γιατί και η θρησκεία είναι, όπως η ανατολή, πλούτος πνευματικός, είναι χρυσός. Τρεις ανατολές, τρεις θρησκείες. Τρεις ανατολές διαφορετικές η μία από την άλλη όσο διαφορετικές είναι και οι θρησκείες μεταξύ τους. Τρεις ανατολές που δείχνουν τις αρχέγονες παιδαγωγικές της κάθε θρησκείας γιατί εκεί είναι καθαρές, μακριά από κάθε σημερινή μεταφυσική παρέμβαση και μυθολογία.


* Η ανατολή στην Αγκόρ είναι απειλητική και συγχρόνως φοβισμένη, ερημική.


* Η ανατολή στον Γάγγη ήρεμη, χαρούμενη, υδάτινη.


* Η ανατολή στο Σινά φοβερή και ανελέητη, βροντώδης, υπερουράνια. Αγκόρ: βουδιστική ανατολή



ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ στο Βιετνάμ τον Αύγουστο του 1994, στην πόλη Χο Τσι Μινχ, πρώην Σαϊγκόν, και την επόμενη ημέρα φεύγω για την Πνομ Πενχ της Καμπότζης με προορισμό τη μικρή πόλη Σιέμ Ρεάπ, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τους ναούς της Αγκόρ. Παίρνοντας το πρωινό μου στο ξενοδοχείο Majestic, ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας «Saigon news» κοκάλωσε την ψυχή μου: «Τρεις ξένοι τουρίστες κατακρεουργήθηκαν από τους Ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη». Μετά από λίγο ο γάλλος πρόξενος μου αναφέρει τηλεφωνικά πως η περιοχή της Σιέμ Ρεάπ ελέγχεται από τους Ερυθρούς Χμερ. Ολα αυτά ωστόσο δεν με πτοούν και δεν μειώνουν την επιθυμία μου να επισκεφθώ την Αγκόρ.


Δύο ημέρες αργότερα φεύγω από την Πνομ Πενχ για τη Σιέμ Ρεάπ θλιμμένη: το στρατιωτικό αεροπλάνο που εκτελούσε αυτή την πτήση, όπου ταξίδευες ανάμεσα σε αποσκευές και σε κοτόπουλα, είχε αντικατασταθεί πριν από μερικές ημέρες με ένα άλλο της πολιτικής αεροπορίας και πλήρωμα δύο γάλλους πιλότους. Καμία εξωτική οσμή!


Σιέμ Ρεάπ. Εχει πια νυχτώσει και ο φωτισμός της πόλης είναι πενιχρός! Και ενώ περιμένω το ντεσέρ, μπανάνα φλαμπέ, στον κήπο του ξενοδοχείου, δύο στρατιωτικά αυτοκίνητα σταματούν μπροστά μου αφήνοντας δέκα οπλοφόρους. Κατατρομαγμένη βρέθηκα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ζητώντας το κλειδί του δωματίου μου. Ο υπάλληλος προσπάθησε να με καθησυχάσει και να με πείσει να γυρίσω στον κήπο αφού οι στρατιώτες ήλθαν να φυλάξουν τους πελάτες του ξενοδοχείου. Πόσο ευχάριστο θα ήταν να γεύεσαι μπανάνα φλαμπέ με δέκα οπλοφόρους γύρω σου! Γύρισα στο δωμάτιό μου. Καθησύχασα την ψυχή μου πως ο ξεναγός και ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν απαραίτητοι για να επισκεφθώ τα τέμπλα της Αγκόρ. Μόνο ο κίνδυνος μήπως πατήσω κάποια νάρκη με έπεισε πως η παρουσία οδηγών ήταν αναγκαία έστω για μία φορά στο ταξίδι.


Την επομένη στις 4.30 το πρωί φθάνω στην Αγκόρ – Βατ, έναν από τους μνημειακότερους ναούς που χτίστηκαν από τον Suryavarman ΙΙ προς τιμήν της θεότητας Βίσνου και ο οποίος έγινε τόπος συνύπαρξης θρησκειών, του ινδουισμού και κυρίως του βουδισμού. Οι επισκέπτες είναι ελάχιστοι, λιγότεροι από τους αυτόχθονες μικροπωλητές τουριστικών αντικειμένων.


Ο ήλιος ετοιμάζεται να ανατείλει μέσα από τα απειλητικά σύννεφα αντανακλώντας την αγωνία, τον φόβο των Ερυθρών Χμερ, τη λύπη για το σκοτωμένο από νάρκη μικρό παιδί. Κυρίως η ύπαρξη του πόνου είναι τυπωμένη στην ανατολή της Αγκόρ: του πόνου που αποτελεί μία από τις τρεις Ευγενείς Αλήθειες της βουδιστικής σκέψης· του πόνου που βρίσκεται στην ανθρώπινη ύπαρξη ­ η γέννηση, η αρρώστια, τα γηρατειά, ο θάνατος, το δέσιμο με αυτό που αγαπάμε, η έλλειψη αυτού που επιθυμούμε. Αιτία του, η «δίψα», η προσήλωση στα αντικείμενα των αισθήσεων. Κάθε πράξη μας ­ το «κάρμα» στον βουδισμό ­ φέρνει και μια τιμωρία. Ο περιορισμός των επιθυμιών για να αποκτηθεί η ειρήνη του πνεύματος αποτελεί τη δεύτερη Αλήθεια.


Οι δύο παραπάνω Ευγενείς Αλήθειες της βουδιστικής παιδαγωγικής σκιαγραφούνται στην ανατολή της Αγκόρ. Θα πρέπει ο ήλιος να ανεβεί πιο ψηλά, εκεί όπου μακριά από τα απειλητικά σύννεφα θα εκλείψουν ο πόνος και η δίψα και θα κυριαρχήσει η κατάσταση ειρήνης και ηρεμίας, της «νιρβάνα» και της «απολύτρωσης», της τρίτης και της τέταρτης αντίστοιχα Αλήθειας. Γάγγης: ινδουιστική ανατολή


ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ ένα σούρουπο Απριλίου στην πόλη Μπεναρές ή Βαρανάσι της Ινδίας, στην πόλη της θεότητας Σίβα, στην ιερή πόλη των ινδουιστών, χάθηκα στα στενά δρομάκια της παλιάς συνοικίας Τσόουκ, κατά μήκος του Γάγγη. Στην περιπλάνησή μου με άγγιξε η ουρά της αφράτης αγελάδας που θεωρείται βασίλισσα στους δρόμους της Ινδίας, χτύπησαν στη μύτη μου οι γενναιόδωρες μυρωδιές της βρωμιάς και της μιζέριας, είδαν τα μάτια μου το σώμα νεκρού να το μεταφέρουν οι συγγενείς του για αποτέφρωση, άκουσα τη συνομιλία στα σανσκριτικά του γκουρού με τον πελάτη του, σκόνταψα σε μια γωνία του δρόμου στο πέτρινο lingam, σύμβολο του Σίβα, το αρσενικό γεννητικό όργανο μέσα στο θηλυκό, το yoni. Μέσα σε αυτή την ξέφρενη κατάσταση αναζήτησα πυρετωδώς ένα rickshaw, το ποδηλατοταξί στην Ινδία, για να απαλλαγώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα από αυτόν τον χώρο ζητώντας να πάω στο ξενοδοχείο, στην περιοχή Cantonment, εκεί όπου ζούσαν οι βρετανοί άποικοι.


Την επομένη στις 4.30 το πρωί ξεκίνησα πάλι για την παλιά πόλη για να βρω ένα βαρκάρη σε μία από τις περίφημες ghats, τις σκάλες κατά μήκος του Γάγγη. Απλά ήθελα να ζήσω την ανατολή του ηλίου με την «κάθαρση» των ινδουιστών.


Το σκοτάδι είναι ακόμη εκεί και η όχθη του Γάγγη έχει κατακλυσθεί από άνδρες και γυναίκες, κυρίως γέροντες αρρώστους, αναπήρους που έχουν έλθει από διάφορα σημεία της Ινδίας για να πεθάνουν σε αυτόν τον χώρο. Και αρχίζει να χαράζει μια γλυκύτατη ανατολή στις όχθες του Γάγγη, στην πόλη Μπεναρές, στην πόλη του θανάτου, στον δρόμο για τον ουρανό. Οι ψαλμοί των ινδουιστών (το ιερό mantra), που αρχίζουν να λούζονται τρεις φορές στα νερά του Γάγγη, τα τόσο βρώμικα, και να πίνουν μια γουλιά νερό με τη χούφτα τους, ενώνονται με το χάραμα του ηλίου.


Η βάρκα μου πλησιάζει μια άλλη βάρκα κατάμεστη από Ινδές με πανέμορφα πολύχρωμα σάρι, κρατώντας ένα «άνθος με φως» στο χέρι και ψάλλοντας. Είναι η στιγμή «Puja», η τελετή της λατρείας του Γάγγη, μέσα στην υδάτινη αυτή γέννηση του ηλίου, μέσα από το νερό, το τόσο σπουδαίο χαρακτηριστικό στον ινδουισμό.


Μια Ινδή από την άλλη βάρκα μού δίνει ένα «άνθος με φως» για να το προσφέρω στον Γάγγη που δέχεται τις ανάλαφρες αχτίδες του ηλίου. Εκείνη τη στιγμή έρχονται στη σκέψη μου τα λόγια του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού από την «Ανακάλυψη της Ινδίας» (1946): «Ο ινδουισμός ως πίστη είναι ακαθόριστος, άμορφος, πολύπλευρος. Είναι δύσκολο να τον προσδιορίσουμε ή να πούμε πως είναι θρησκεία ή όχι. Στη σημερινή μορφή του, όπως και στο παρελθόν, περιλαμβάνει πολλές πίστεις και πρακτικές που συχνά αντιτίθενται ή αντιφάσκουν μεταξύ τους. Το ουσιώδες πνεύμα του είναι να ζει κάποιος και να αφήνει τους άλλους να ζουν».


Είναι οκτώ το πρωί. Το φως του ηλίου έχει κυριεύσει μετά τον Γάγγη και την πόλη. Αφήνω τη βάρκα μου με μια ανάγκη επιτακτική: να ξαναγυρίσω στα στενά δρομάκια της παλιάς συνοικίας Τσόουκ όπου ήμουν χθες το σούρουπο για να ξαναζήσω τη χθεσινή ατμόσφαιρα με αντεστραμμένα συναισθήματα, που τώρα μου φαίνονται τόσο συναρπαστικά και ανεπανάληπτα. Θέλω να γίνω για λίγο ινδουίστρια. Ορος Σινά: χριστιανική ανατολή



ΓΙΑ ΝΑ φθάσεις στην ανατολή στο όρος Σινά, στα 2.260 μ., πρέπει να διαβείς την απέραντη έρημο που εκτείνεται από τη διώρυγα του Σουέζ ως τον κόλπο της Ακαμπα και από τον Νείλο ως τη Νεκρή Θάλασσα. Αυτή η σκληρή έρημος επιδρά αιώνια στον κάθε οδοιπόρο, τον κάνει να παλεύει μέσα του με χιλιάδες διαφορετικά συναισθήματα και, τελικά, μπροστά στο όρος Σινά τον αφοπλίζει από κάθε ματαιότητα και τον ανεβάζει ψηλά πνευματικά.


Είναι αυτή η έρημος που φιλοξένησε τον ισραηλιτικό λαό για σαράντα χρόνια μετά τη φυγή του από την Αίγυπτο και φέρνει στη θύμηση τα λόγια του Καζαντζάκη: «Τρεις ημέρες την διαβαίναμε πάνω στην καμήλα. Ο λαιμός φρύγεται από τη δίψα, τα μελίγγια σαλεύουν, ο νους στρουφίζεται ακολουθώντας σα φίδι το στριφτό γυαλιστερό φεγγάρι. Πώς μπορεί να πεθάνει μια ράτσα που σφυροκοπιόταν σαράντα χρόνια μέσα στο καμίνο τούτο; Εγώ που αγαπώ την ανήλεη τούτη ράτσα αναγαλλιούσα να θεωρώ τις άγριες τραχιές πέτρες όπου ακονίστηκαν οι αρετές της: η θέληση, η επιμονή, το πείσμα, η αντοχή κι απάνω απ’ όλα ο Θεός…».


Είναι 2.30 το πρωί. Οι Βεδουίνοι με τις καμήλες είναι συγκεντρωμένοι έξω από τα ιουστινιάνεια τείχη που περιβάλλουν την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στους πρόποδες του όρους Σινά. Είναι η ώρα της αναχώρησης για την ανάβαση στην κορυφή του όρους, εκεί όπου ο Μωυσής συνάντησε τον Θεό. Και μόνο η σκέψη πως θα ανέβαινα αυτό το σκληροτράχηλο βουνό, με τους αναρίθμητους τεράστιους γρανιτένιους όγκους μέσα στο σκοτάδι, μαζί με το παγερό κρύο της νύχτας στην έρημο, μου έκοβε την ανάσα. Η Φλώρα, ελληνίδα καθηγήτρια στο Κάιρο που μόλις είχε φθάσει στον ξενώνα της Μονής, με καθησύχαζε γιατί είχε ξανακάνει την πορεία και θα ανεβαίναμε παρέα.


Η ανάβαση άρχισε όχι από τα 3.500 σκαλοπάτια που έφτιαξαν οι μοναχοί αλλά περιφερειακά, μέσα από ατέλειωτες στροφές. Τελικά, δεν επρόκειτο για μια μοναχική πορεία. Αντίθετα, μια κοσμοπλημμύρα από ανθρώπους από όλη τη Γη, με φακό στο χέρι, σχημάτιζε ένα φωτεινό σιδηρόδρομο μέσα στο σκοτάδι. Κορεάτες, Γιαπωνέζοι, Λατινοαμερικανοί και κάθε λογής Ευρωπαίοι σχημάτιζαν αυτή τη μαγική πορεία – ανάβαση μέσα στη νύχτα. Και ενώ τα πόδια μου κόντευαν να ματώσουν από τις πέτρες, το κρύο ακούμπαγε τα κόκαλά μου και χωρίς φακό στο χέρι, ήθελα να κοντοστέκομαι και να γυρίζω το βλέμμα του προς τα πίσω για να αντικρίζω αυτή τη γραμμή με το τρεμάμενο φως και ένιωθα ένα τόσο ασυνήθιστο δέος που ήθελα να ανεβώ όλο και πιο ψηλά και να μη φθάσω ποτέ στην κορυφή.


Μετά από τρεις ώρες πορεία άρχισε το σκοτάδι να γίνεται λιγότερο πυκνό και τα πόδια μου συνάντησαν τα σκαλάκια των μοναχών που κατέληξαν στο εκκλησάκι της Αγίας Κορυφής, εκεί δίπλα όπου ο Θεός ήλθε για να δώσει διαταγές στον Μωυσή.


Και ενώ το κρύο ήταν τσουχτερό και όλοι οι αναβάτες είχαν παραταχθεί στα χείλη του γκρεμού για να φωτογραφίσουν την ανατολή του ηλίου, αποτραβήχτηκα σε μια γωνιά για να αφήσω να περάσει στο κορμί και στην ψυχή μου η βροντώδης αυτή ανατολή που με το πυρετώδες χρώμα της και τις υπερουράνιες κραυγές της ήλθε να δώσει και σε εμένα προσωπικές διαταγές (όπως ο Θεός διέταξε τον Μωυσή με τις Δέκα Εντολές) και να με κάνει να νιώσω πόσο χριστιανή είμαι.


Η κυρία Ελένη Γκίνου είναι εθνολόγος, συνεργάτις της UNESCO. Με την ιδιότητά της αυτή έχει ταξιδέψει σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.