Για να αντιμετωπιστεί η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι αιτίες που την προκάλεσαν δεν αρκούν επί μέρους μέτρα
Ζούμε στιγμές μοναδικές. Μοναδικές όσον αφορά τις εξελίξεις που παρατηρούνται στις χρηματιστηριακές αγορές- εξελίξεις οι οποίες έχουν πάρει τη μορφή μιας κατάρρευσης. Αλλά και επειδή οι προβλεπόμενες συνέπειες για το σύνολο της οικονομίας, δηλαδή μια σοβαρή ύφεση, δεν έχουν εκδηλωθεί – ή μάλλον όχι ακόμη.
Και είναι ίσως αυτή η απουσία ύφεσης η οποία οδηγεί ορισμένους να θεωρούν αλόγιστα το ξέσπασμα αυτής της «φούσκας» των ακινήτων ως απλή διόρθωση, τις ανεπάρκειες της αγοράς ενυπόθηκων δανείων των ΗΠΑ ως ένα ατυχές συμβάν και τη χρεοκοπία των μεγάλων χρηματιστηριακών ιδρυμάτων ως παράπλευρη απώλεια.
Πριν από έξι μήνες, όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε τις απώλειες του χρηματιστηριακού τομέα άνω των 1.000 δισ. δολαρίων και προέβλεψε μια σοβαρή επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, μας καταλόγισαν υπερβολική απαισιοδοξία.
Σήμερα ωστόσο που η χρηματιστηριακή κρίση μαίνεται και η έκταση των ζημιών δεν έχει γίνει ακόμη αισθητή, είναι πλέον σαφές ότι τα επί μέρους μέτρα που ελήφθησαν τους τελευταίους 12 μήνες δεν είναι αρκετά. Μόνο μια συστημική λύση, η οποία θα αντιμετωπίζει όλες τις άμεσες επιπτώσεις, αλλά θα διευθετεί κυρίως το σύνολο των βαθύτερων αιτίων, θα αποκαταστήσει την κανονική λειτουργία του οικονομικού περιβάλλοντος τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Βραχυπρόθεσμα, μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να λάβει υπόψη της τρία στοιχεία: τα περιουσιακά στοιχεία που θα ρευστοποιηθούν, την επαναγορά υποτιμημένων ιδίων μετοχών και την εισροή κεφαλαίων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Πρώτη προτεραιότητα των κεντρικών τραπεζών είναι να αποφύγουν τις μαζικές αναλήψεις από τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Γι΄ αυτό πρέπει να καθησυχάσουν τους καταθέτες όσον αφορά την ασφάλεια των κεφαλαίων τους και να διοχετεύσουν ρευστό στα χρηματιστηριακά ιδρύματα, με ανταλλαγή σταθερών εγγυήσεων. Αυτή η πολιτική έχει αποτελέσει την πρώτη γραμμή άμυνας από το 2007 και οι κεντρικές τράπεζες πιθανόν έχουν κάνει οτιδήποτε ήταν δυνατό να κάνουν.
Το δεύτερο στάδιο πρέπει να είναι να εξαλειφθεί η βαθύτερη αιτία της κρίσης, δηλαδή η παρουσία απαξιωμένων περιουσιακών στοιχείων στο ισοζύγιο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η διεθνής εμπειρία έχει καταδείξει ότι συχνά ήταν εφικτή η δημιουργία ενός δημόσιου οργανισμού που θα προέβαινε στην εξαγορά αυτών των περιουσιακών στοιχείων και στη διακράτησή τους ώσπου να ωριμάσουν.
Υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικές λύσεις, πιθανόν λιγότερο δαπανηρές από την καθαρή και απλή εξαγορά των χρεών. Γι΄ αυτό και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρότεινε κατά το πρώτο εξάμηνο μια λύση βασισμένη στις μακροπρόθεσμες ανταλλαγές τίτλων ενυπόθηκων δανείων με εγγύηση κυβερνητικών ομολόγων. Το πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι αποκαθιστά το ισοζύγιο των τραπεζών βραχυπρόθεσμα, αλλά τις αφήνει να υφίστανται το ρίσκο μακροπρόθεσμα και όχι να το μεταφέρουν στους φορολογουμένους.
Τέλος, επιβάλλεται η κεφαλαιακή αναδιάρθρωση του χρηματιστηριακού συστήματος- κάτι που προϋποθέτει, προφανώς, τη στήριξη από το κράτος. Στην καρδιά της σημερινής κρίσης βρίσκεται η έλλειψη κεφαλαίων σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα. Χωρίς αυτά τα κεφάλαια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να διαδραματίσουν τον ρόλο τους, που δεν είναι άλλος από την τροφοδοσία με πιστώσεις του συνόλου της οικονομίας. Υπάρχουν τρόποι ώστε το κράτος να εισφέρει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς να καταφύγει σε εθνικοποιήσεις. Ομοίως, κάποια μέλη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αντιμέτωπα με παρόμοιες καταστάσεις στο παρελθόν, εξισορρόπησαν τις δημόσιες εισροές με ενέσεις ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτή η μέθοδος επιτρέπει να παραμείνει ο έλεγχος στον ιδιωτικό τομέα και να αποφευχθεί η εθνικοποίηση των ζημιών.
Τα μέτρα που ελήφθησαν από τις ΗΠΑ είναι καλοδεχούμενα. Αυτό που μένει είναι η αποτελεσματική εφαρμογή τους. Για την αποφυγή κάθε παρόμοιου ενδεχομένου, οι άλλες βιομηχανικές χώρες πρέπει να εκπονήσουν και αυτές σχέδια δράσης, λόγω της δυσκολίας της αντιμετώπισης του προβλήματος όταν αυτό αφορά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες. Είμαι πεπεισμένος ότι, αν τέτοια ολοκληρωμένα σχέδια τεθούν σε εφαρμογή, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα που έχουν αναπτυχθεί υπερβολικά σε σχέση με την πραγματική οικονομία μπορούν να σταθεροποιηθούν σε ένα επίπεδο πιο λογικό.
Δεν πρέπει ωστόσο να σταματήσουμε εδώ: οφείλουμε να προσεγγίσουμε κατά μέτωπο τις δυσκολίες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Μια προφανής πλευρά αφορά τις επιπτώσεις στον προϋπολογισμό. Η αρχική προσπάθεια από την πλευρά του Δημοσίου πρέπει να είναι μαζική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά οι φορολογούμενοι θα πρέπει να πληρώσουν το κόστος. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι το κράτος μπορεί να ελπίζει ότι θα πάρει πίσω ένα μεγάλο μέρος της αρχικής του επένδυσης.
Πέρα από τον ρόλο του Δημοσίου, το πιο καίριο ερώτημα είναι αυτό των μηχανισμών ελέγχου. Για να μιλήσουμε ωμά, αυτή η κρίση είναι η κρίση των ελεγκτικών μηχανισμών και της αποτυχίας τους να αποτρέψουν την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κυρίως στις ΗΠΑ. Για να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο, οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες έχουν ήδη διατυπώσει κάποιες προτάσεις για τη βελτίωση των μηχανισμών πρόληψης, των λογιστικών κανόνων και των πρακτικών διαφάνειας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επανεξεταστεί και ο ρόλος των διεθνών οργανισμών επιτήρησης, στους οποίους στηρίζεται το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι φανερό ότι τέτοιου είδους προσπάθειες δεν έχουν νόημα παρά μόνον αν γίνουν σεβαστές από όλους.
Πρέπει επίσης να αναρωτηθεί κανείς ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας οικονομικής κρίσης. Ηδη οι ευρωπαϊκές οικονομίες υφίστανται μια σημαντική επιβράδυνση, ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν μέχρι στιγμής αποφύγει το σοκ.
Η επαγρύπνηση, η αντικειμενικότητα και η συνεργασία σε παγκόσμια κλίμακα είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που βρίσκονται μπροστά μας.
Εύχομαι με την ευκαιρία της προσεχούς συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον να ξεκινήσει διάλογος ώστε ο καθένας να εξαγάγει τα συμπεράσματά του από τα πρόσφατα γεγονότα όσον αφορά τον έλεγχο του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος.
Ο κ. Ντομινίκ Στρος-Καν είναι γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΙΜF).