Ε νώ το κόστος της κρίσης αναμένεται να προσεγγίσει το 1,6 τρισ. δολάρια σε μια στιγμή μάλιστα που η ανάπτυξη στον ανεπτυγμένο κόσμο υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1982, οι πτωχεύσεις των τραπεζών σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις κρατούν τις αγορές σε επιφυλακή και σίγουρα μειώνουν τη διάθεση για ανάληψη επενδυτικού ρίσκου.
Ακόμη χειρότερα, ενώ ο OPΕC μείωσε την παραγωγή του ώστε να διατηρήσει επίπεδα τιμών πετρελαίου γύρω στα 100 δολάρια το βαρέλι, οι τιμές παραμένουν αδύναμες καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι η μείωση της ζήτησης, ως απόρροια των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, θα συνεχιστεί. Το καρτέλ πάντως ιστορικά έχει κατά 80% καταφέρει να ελέγξει τις τιμές, ενώ τις ελάχιστες φορές που δεν το πέτυχε οι οικονομίες βίωσαν μια ισχυρή ύφεση. Δεδομένης και της ενίσχυσης του δολαρίου και των κινήσεων στην αγορά συναλλάγματος που δείχνουν να προεξοφλούν ύφεση, τεχνικά, λέει η CitiFΧ, ισχυρή στήριξη διαφαίνεται στα επίπεδα των 98,5-100 δολαρίων το βαρέλι και στη συνέχεια στα 78,40 δολάρια, ενώ το κάτω όριο δείχνει να βρίσκεται στον κινητό μέσο όρο των 200 εβδομάδων που είναι τα 73,59 δολάρια.
▅ Καπιταλιστικές κρατικοποιήσεις
Από την άλλη πλευρά η κρατικοποίηση των Fannie Μae και Freddie Μac (που τους ανήκουν ή εγγυώνται δάνεια αξίας 5,4 τρισ. δολαρίων) δεν δείχνει να αποτελεί το τέλος των δεινών των αγορών και των οικονομιών. Η «διάσωση», εκτίμησε η Goldman Sachs, δεν αντιμετωπίζει τις μακροχρόνιες συνέπειες των αυξανόμενων πιστωτικών απωλειών, ενώ η Μerrill Lynch εκτίμησε πως η κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει ότι η πιστωτική κρίση αποτελεί συστημικό πρόβλημα. Δεν βλέπουμε το σχέδιο διάσωσης ως θεραπεία όλων των δεινών ενυπόθηκης αγοράς ανέφερε και η Deutsche Βank και η Credit Suisse πρότεινε πωλήσεις σε τυχόν άνοδο καθώς η αγορά ακινήτων θα υποχωρήσει επιπλέον κατά 10%-15%, ενώ οι αναθεωρήσεις των εταιρικών κερδών προς το χειρότερο θα συνεχιστούν.
Οπως και με τη «φούσκα» των μετοχών τεχνολογίας (dot. com bubble) το 2000, φαίνεται ότι και τα προβλήματα με τα δάνεια της subprime αγοράς υποεκτιμήθηκαν. Η ευρεία συναίνεση των καταναλωτών, των επιχειρηματιών, των σχεδιαστών της νομισματικής πολιτικής και των πολιτικών άφησε το πρόβλημα να σιγοβράσει, καθώς θεωρήθηκε πως η ισχυρή ανάπτυξη του κόσμου κατά τα προηγούμενα πέντε έτη δεν επρόκειτο να διαταραχθεί. Ετσι λοιπόν, όπως στο τέλος του 1999 κυριάρχησε η άποψη ότι καθώς οι «μετοχές dot. com» αποτελούσαν μόνο το 6% της συνολικής κεφαλαιοποίησης των αγορών των ΗΠΑ η ευέλικτη και καινοτόμος αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να υποστηρίξει το υπόλοιπο 94% της αγοράς, και ένα έτος πριν, καθώς τα περίφημα subprime δάνεια αποτελούσαν μόλις το 14% της συνολικής ενυπόθηκης αγοράς, θεωρήθηκε για άλλη μια φορά ότι η ευέλικτη και καινοτόμος αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να υποστηρίξει το άλλο 86% της αγοράς υποθηκών, καθώς και την ευρύτερη οικονομία. Η λογική αυτή όμως, όπως και το 2000, αποδείχθηκε λανθασμένη.
▅ Μετοχές της τεχνολογίας
Το ξεφούσκωμα των μετοχών τεχνολογίας οδήγησε τελικά σε απώλειες 49% του δείκτη S&Ρ-500, ενώ το ξεφούσκωμα των subprime δανείων έχει μεταδοθεί στα χρηματιστήρια που χάνουν ήδη το 25% της αξίας τους στις πιστωτικές αγορές αλλά και στην πραγματική οικονομία.
Οπως το 2000 έτσι και σήμερα η ιστορία δείχνει πως όταν μια κατηγορία επενδύσεων οδηγείται στην υπερβολή, δημιουργείται ένας αδύναμος κρίκος που μπορεί να επηρεάσει όλη την αλυσίδα και να επιφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στο συνολικό οικονομικό σύστημα. Τότε, όπως προκύπτει και από την ιστορική εμπειρία, μόλις γίνεται προφανές ότι ο ιδιωτικός τομέας ή οι αγορές δεν επαρκούν για να δώσουν λύση στα συστημικά τραπεζικά προβλήματα, έρχονται οι κυβερνητικές παρεμβάσεις να σώσουν την κατάσταση.
Φυσικά κάποιος πρέπει να πληρώσει και τον λογαριασμό. Το κόστος μιας ήπιας πιστωτικής κρίσης όπως ήταν αυτή της Σουηδίας το 1991 ξεπέρασε το 4% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος μιας ισχυρής κρίσης όπως ήταν αυτή που βίωσε η Ιαπωνία ανήλθε στο 20% του ΑΕΠ. Καθώς τα δεδομένα δείχνουν ότι η τρέχουσα πιστωτική κρίση δεν μπορεί να θεωρεί ήπιας μορφής, η Credit Suisse υπέθεσε πως σε χώρες όπου παρατηρούνται προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, αλλά και στην κατανάλωση και στην αγορά κατοικίας, το κόστος θα φθάσει το 5% του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ θα κυμανθεί στο 7% του ΑΕΠ. Οι υποθέσεις αυτές, αλλά και οι νέες προβλέψεις των αναλυτών, ανεβάζουν το κόστος της παρούσας κρίσης στα 1,6 τρισ. δολάρια. Την ίδια στιγμή ήρθε και η απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει το ποσοστό «έκπτωσης» στις εκδόσεις που τοποθετούν οι τράπεζες σε αυτήν ως εγγύηση από 2% σήμερα σε 12% (με επιπλέον επιβάρυνση +5% για τους τίτλους που αποτιμώνται με ίδια μοντέλα και που δέχεται ως ενέχυρο), κάτι που αναμένεται να περιορίσει την παρεχόμενη ρευστότητα δημιουργώντας πρωτίστως προβλήματα στον χρηματοοικονομικό κλάδο, ενώ αναμένεται να πιέσει εκ νέου την εταιρική κερδοφορία και να οδηγήσει σε νέο κύκλο απομειώσεων. ▅ Νομισματική πολιτική
Το νέο επενδυτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται σήμερα από αδυναμία των μετοχών, των ακινήτων και της αγοράς δανείων, από ενδυνάμωση του δολαρίου, απομόχλευση των ισολογισμών, πτώση της κατανάλωσης, διόρθωση στις τιμές των εμπορευμάτων και αναιμική ανάπτυξη. Καθώς πάντως ο πληθωριστικός κίνδυνος περιορίζεται, οι ελπίδες των αγορών μεσοπρόθεσμα στηρίζονται στο ενδεχόμενο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, καθώς τα χαμηλότερα επιτόκια επιτυγχάνουν να στρέψουν το ενδιαφέρον των επενδυτών από την ύφεση στην ανάκαμψη, που πάντα ακολουθεί. Οι οικονομολόγοι της Deutsche Βank προβλέπουν π.χ. πως τελικά η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μείωση κατά 1%, στο 3,25%, του βασικού της επιτοκίου το 2009, αρχίζοντας με μια μείωση κατά 0,25% στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2009.
Οι θεσμικοί επενδυτές συνεχίζουν πάντως σήμερα να διατηρούν αυξημένες θέσεις σε μετρητά, ενώ πέρα από τη βελτίωση της εικόνας των εταιρικών κερδών επιθυμούν να δουν καλύτερη εικόνα στις πιστωτικές αγορές και στους τραπεζικούς ισολογισμούς και δυναμικότερες κινήσεις από τις κεντρικές τράπεζες, ώστε να προβούν σε αύξηση θέσεων στις μετοχές. Καθώς η τρέχουσα επιβράδυνση δείχνει να κατευθύνεται από τους καταναλωτές απαιτείται περισσότερος χρόνος για να επουλωθούν οι πληγές. Και καθώς τα εταιρικά κέρδη (και εκτός τραπεζών) αναμένεται να συνεχίσουν την κατιούσα, το ουσιαστικό «γύρισμα» των μετοχικών αγορών ενδεχομένως να καθυστερήσει.
Στο 1,6 τρισ. ευρώ το κόστος της κρίσης
Ε νώ το κόστος της κρίσης αναμένεται να προσεγγίσει το 1,6 τρισ. δολάρια σε μια στιγμή μάλιστα που η ανάπτυξη στον ανεπτυγμένο κόσμο υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1982, οι πτωχεύσεις των τραπεζών σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις κρατούν τις αγορές σε επιφυλακή και σίγουρα μειώνουν τη διάθεση για ανάληψη επενδυτικού ρίσκου. Ακόμη χειρότερα, ενώ ο OPΕC μείωσε την παραγωγή του ώστε να διατηρήσει επίπεδα τιμών πετρελαίου γύρω στα 100 δολάρια το βαρέλι, οι τιμές παραμένουν αδύναμες καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι η μείωση της ζήτησης, ως απόρροια των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, θα συνεχιστεί.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.