Η Ούτε Λέμπερ είναι ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στον χώρο του θεάματος και την έχουμε απολαύσει αρκετές φορές στη χώρα μας.Τραγουδά άψογα στα αγγλικά,στα γερμανικά και στα γαλλικά και έχει κερδίσει τον σεβασμό όλων με την απόλυτη ερμηνεία της ως Βίλμα Κέλι στο μιούζικαλ τουΜπομπ Φος «Chicago»,αποσπώντας και το βραβείο «Ολίβιε»,μια ερμηνεία που πολλοί τη συνέκριναν
με αυτή της Λάιζα Μινέλι και άλλοι με εκείνη της Μαρλένε Ντίτριχ.Για να φτάσει όμως ως εδώ διήνυσε αρκετό δρόμο και κυρίως αυτό το έκανε μέσα από τις φρέσκιες και καινοτόμες ερμηνείες της στα τραγούδια του Κουρτ Βάιλ.Βεβαίως η δισκογραφική καριέρα της Ούτε Λέμπερ αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά ενδιαφέροντά της στον χώρο της τέχνης.Ανήσυχη φυσιογνωμία,η Λέμπερ
έχει καταπιαστεί σχεδόν με τα πάντα,όπως μεταξύ άλλωνμε τη ζωγραφική,τον χορό και τον κινηματογράφο.Αυτόν τον καιρό παρουσιάζει για πρώτη φορά και ένα άλμπουμ, το «Βetween Υesterday Αnd Τomorrow»,αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από δικά της κομμάτια,τα οποία θα ακουστούν σε ένα πρόγραμμα με πολύ γνωστά τραγούδια του 20ού αιώνα.
– Παρουσιάζετε ένα πρόγραμμα το οποίο περιέχει κλασικά τραγούδια του μιούζικαλ και του καμπαρέ και δικές σας συνθέσεις. Πώς θα τις κρίνατε ενταγμένες σε αυτό;
«Τα τραγούδια μου δεν είναι τόσο θεατρικά, αλλά μάλλον κινηματογραφικά, περισσότερο σαν μικρές ταινίες, πιο ποιητικά, διαφορετικά, και η μουσική είναι πιο σύγχρονη». – Πώς αρχίσατε να γράφετε δικά σας τραγούδια;
«Αυτό προέκυψε κυρίως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ “Τhe Ρunishing Κiss”, όπου ερμήνευα τραγούδια του Νικ Κέιβ, του Τομ Γουέιτς και άλλων. Τότε κατάλαβα ότι μπορεί να ήταν ενδιαφέρουσα συνεργασία με εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία όμως σε μεγάλο βαθμό δεν με εξέφραζαν. Στη συνέχεια είχα το κίνητρο, την έμπνευση και το κουράγιο να κάτσω στο πιάνο με το βιβλίο που περιείχε όλα αυτά τα ποιήματα, πεζά κείμενα και ημερολόγιά μου και να βγει αυτό το άλμπουμ, παρ΄ όλο που δεν είχα γράψει τραγούδια».
– Πώς θέλετε να σας αντιμετωπίζει το κοινό πλέον;
«Νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον για κάποιον που παρακολουθεί μια συναυλία μου να μη με βλέπει μόνο ως κάποια που ερμηνεύει πολύ καλά τραγούδια του Κουρτ Βάιλ, του Ζακ Μπρελ ή του Ζοζέφ Κοσμά αλλά και ως δημιουργό τού σήμερα που έχει λόγο και τραγούδια να προσφέρει». – Με τα μιούζικαλ σταματάτε;
«Η Ευρώπη συνεχίζει να δίνει στον καλλιτέχνη εκείνες τις ελευθερίες που χρειάζεται η πραγματική τέχνη και είναι πιο απαιτητική, πιο προκλητική, πιο δύσκολη σε σχέση με την Αμερική, που είναι μονοδιάστατη
«Εχω κάνει τόσο πολλά μιούζικαλ στην καριέρα μου και με μεγάλη επιτυχία- το “Cats”, το “Cabaret”, το “Chicago”, το “Βlue Αngel”- και το ευχαριστήθηκα. Δεν μπορώ όμως πια να κάνω οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα, με πιάνει τρέλα. Πραγματικά το σιχαίνομαι αυτό, ποτέ δεν μου άρεσε. Είναι τέτοια η φύση του μιούζικαλ από εμπορικής πλευράς που δεν μπορείς να αποφύγεις το overdose. Επίσης δεν μπορείς να κάνεις πολλά περισσότερα για τους ρόλους, να “σκάψεις” περισσότερο σε αυτούς. Στο “Chicago”, π.χ., όπου το χιούμορ είναι χοντροκομμένο, γρήγορο, απαιτείται μεγάλη ενέργεια. Δεν μπορείς να παίζεις για χρόνια έστω και τους καλύτερους ρόλους. Αν ήταν για τρεις-τέσσερις μήνες δεν θα με πείραζε, έναν χρόνο στο Γουέστ Εντ όμως και έναν ακόμη στο Μπρόντγουεϊ μου ήλθε να τρελαθώ. Μετά είπα στον εαυτό μου “τελείωσα με τα μιούζικαλ”. Κανείς δεν υπογράφει συμβόλαιο για τρεις μήνες στο Μπρόντγουεϊ και εγώ ήθελα χρόνο για να τον περνάω κοντά στα παιδιά μου». – Ωστόσο το μιούζικαλ είναι είδος στο οποίο ο καλλιτέχνης αναπτύσσει όλα τα ταλέντα του- κάτι που συμβαίνει λιγότερο στις συναυλίες...
«Δεν είναι απαραίτητο αυτό, ανάλογα με το τραγούδι μπορείς να αναπτύξεις τον χορό ή την υποκριτική σου. Επειτα σε μια συναυλία έχεις τη δυνατότητα να παρουσιάζεις μόνο καλά τραγούδια από διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες, κάτι που δεν μπορείς να κάνεις στα μιούζικαλ». – Πώς καταλαβαίνετε ένα καλό τραγούδι;
«Ενα καλό τραγούδι νομίζω ότι το καταλαβαίνεις ακόμη από την πολύ απλή μορφή του στο πιάνο. Αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν οι σωστές λέξεις, η ιστορία ταιριάζει με τη μουσική, αυτή με τα φωνητικά και αν τελικώς αυτό εξελιχθεί σε ένα καλό τραγούδι εξαρτάται από το πώς θα του φερθείς εσύ. Τι μουσική κατεύθυνση θα του δώσεις και, φυσικά, να μην το καταστρέψεις από την παραγωγή».
– Η Αμερική άλλαξε την καριέρα σας;
«Η καλλιτεχνική μου πορεία δεν άλλαξε στη Νέα Υόρκη. Εξακολουθώ να αναλώνω τον περισσότερο χρόνο μου στην Ευρώπη και κάθε μήνα παίρνω ένα αεροπλάνο για να κάνω συναυλίες ή να συμμετάσχω σε διάφορα φεστιβάλ. Αλλαξε την ιδιωτική μου ζωή η Νέα Υόρκη. Εχει έναν αέρα ελευθερίας, είναι προοδευτική, δεν έχει σχέση με την υπόλοιπη Αμερική και αρέσει πολύ στα παιδιά μου. Μένω μακριά από την τουριστική πλευρά της και απολαμβάνω τη δυνατότητα που σου δίνει να έρχεσαι πάντοτε σε επαφή με άλλους ανθρώπους και να μη νιώθεις απομονωμένος. Αλλιώς παίρνω τα παιδιά μου και πηγαίνουμε στο σπίτι μας στην εξοχή».
– Είναι ακόμη η Νέα Υόρκη το κέντρο της τέχνης;
«Οχι, γιατί απλούστατα τα πάντα εδώ κινούνται με σκοπό το κέρδος και την εμπορικότητα. Η Ευρώπη συνεχίζει να δίνει στον καλλιτέχνη εκείνες τις ελευθερίες που χρειάζεται η πραγματική τέχνη και είναι πιο απαιτητική, πιο προκλητική, πιο δύσκολη σε σχέση με την Αμερική, που είναι μονοδιάστατη και εξαρτώμενη από την τηλεόραση. Από την άλλη, στην Αμερική συναντάς πολλά ταλέντα και πολλούς ανθρώπους που έχουν διάθεση να κάνουν πράγματα, όλα όμως γίνονται μέσω μιας πλατφόρμας που στόχο έχει την εμπορικότητα της κάθε κίνησης».
– Πώς ζείτε τις αμερικανικές εκλογές;
«Ελπίζουμε μόνο ότι ο επόμενος πρόεδρος θα είναι ο Μπαράκ Ομπάμα και ότι ο κόσμος θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση στις εκλογές. Φυσικά, θα έχει πολλή δουλειά να κάνει την επόμενη ημέρα ώστε να επουλώσει τις πληγές που άνοιξε ο Τζορτζ Μπους».
– Ούσα μητέρα τριών παιδιών, πόσο εύκολη είναι η ζωή σας στην τέχνη;
«Τα λατρεύω, αλλά είναι τρομερά δύσκολο, όσο δεν πάει άλλο. Βασικά είναι όλα ζήτημα ισορροπίας και καλού προγραμματισμού. Πριν από τα παιδιά ζούσα περισσότερο στα άκρα, στη “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού”, ενώ τώρα θα έλεγα ότι είμαι στη φωτεινή του και είμαι πιο ευτυχισμένη, λιγότερο εγωκεντρική και πιο δοτική ως άνθρωπος».
– Ποιο θεωρείτε ιδανικό κοινό; «Φαντάζομαι ένα διεθνές κοινό που να ενδιαφέρεται για περίεργο και ψαγμένο ρεπερτόριο όλων των ηλικιών, έτοιμο να πειραματιστεί. Σίγουρα όχι ένα συντηρητικό κοινό».
Η Ούτε Λέμπερ θα εμφανιστεί την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού (προπώληση: Πανεπιστημίου 39, τηλεφωνικές πωλήσεις: 210 3272.000, οnline αγορά: www.herodeion-events.gr) και την Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (προπώληση στο εκδοτήριο της πλατείας Αριστοτέλους και στα ταμεία του Μεγάρου Μουσικής. Τηλ. 2310 895.939, 210 7258.510).